Ο αμαξάς χτύπησε με το κνούτο τ’ άλογο, γύρισε προς τους επιβάτες και άρχισε να διηγείται φλύαρα: «Ποιος ξέρει πως ξεφύτρωσαν εδώ οι κομσομόλοι, πριν δεν υπήρχανε. Όλη αυτή η ιστορία πρέπει να υποθέσουμε ότι άρχισε απ’ τη δασκάλα, το επίθετό της είναι Ρακίτινα, θα την ξέρετε. Είναι ακόμα νέα γυναίκα, αλλά μπορεί κανείς να πει πως είναι βλαβερή. Μαζεύει τις γυναίκες του χωριού και τις αναστατώνει και από αυτό έχουμε φασαρίες. Πρώτα, πάνω στο θυμό σου, έδινες μια στα μούτρα της γυναίκας σου, δε μπορεί να γίνει κι αλλιώς κι αυτή σκούπιζε τα δάκρυά της και σώπαινε. Αλλά τώρα δε μπορείς να τις πειράξεις αυτές. Θα βρεις το μπελά σου. Και για λαϊκό δικαστήριο μπορεί ν’ ακούσεις, κι αν είναι νεότερη και για διαζύγιο θα σου πει, κι όλους τους νόμους τους ξέρει.
Και η Γάνκα μου που ανέκαθεν ήταν ήσυχη γυναίκα, τώρα οργανώθηκε κι αυτή. Αυτό θα πει έγινε ανώτερη από τις άλλες γυναίκες. Κι έρχονται απ’ όλο το χωριό και τη βρίσκουν. Στην αρχή ήθελα να τη χαϊδέψω με τα χαλινάρια, αλλά κατόπι τα παράτησα. Δεν πάει στο διάολο! Ας φλυαρούν. Είναι καλή γυναίκα και για το νοικοκυριό και για όλα τ’ άλλα».
Νικολάι Οστρόφσκι, «Πως δενότανε τ’ ατσάλι», εκδ. Σύγχρονη Εποχή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου