Η ιστορία του Σοβιετικού στρατιώτη Μιχαήλ Μίνιν και της σημαίας με το σφυροδρέπανο στο Βερολίνο
9 Ιανουαρίου 2008, πόλη Πσκοφ, Βορειοδυτική Ρωσία
«Παιδιά, ήρεμα, δεν θέλω να ενοχλείτε τον παππού σας με τις φωνάρες σας. Δεν θα τρέχετε και δεν θα ουρλιάζετε. Το καταλάβατε;». Η Ελισαβέτα Μίνινβα άνοιξε την εξώπορτα της πολυκατοικίας όπου μεγάλωσε και η ίδια και άφησε τα δυο παιδιά της να περάσουν μέσα. Καθώς την έκλεινε, κοίταξε τη θέα απέναντι. Από μικρή της άρεσε να χαζεύει τα πρώτα δέντρα του δάσους που ξεκινούσαν από τις όχθες του ποταμού Βελίκαγια, που τα σκούρα μπλε νερά του κατέβαιναν νωχελικά.
Το ασανσέρ είχε χαλάσει και αναγκάστηκε, φορτωμένη με σακούλες ψώνια, να ανέβει μέχρι τον τρίτο όροφο από τις σκάλες. Πριν χτυπήσει το κουδούνι του διαμερίσματος έσκυψε στο ύψος των παιδιών και νουθέτησε προκαταβολικά για άλλη μια φορά τον 13χρονο Ολεξάντρ και τον 10χρονο Μιχαήλ και τους ζήτησε να καθίσουν ήσυχοι.
Η πόρτα άνοιξε ξαφνικά. «Ταράααμ» ακούστηκε μια φωνή και το πρόσωπο ενός ηλικιωμένου, που άστραφτε και χαμογελούσε, εμφανίσθηκε. Αν και 86 χρόνων, ο Μιχαήλ Μίνιν έσκυψε, πήρε τα εγγόνια του αγκαλιά, τα σήκωσε ψηλά και άρχισε να τα φιλάει. Ο Ολεξάντρ και ο Μιχαήλ μεμιάς ξέχασαν τις υποσχέσεις στη μαμά και άρχισαν να φιλάνε τον αγαπημένο τους παππού. Οι φωνούλες τους ακούγονταν μέχρι το ισόγειο.