Κυριακή 9 Ιουνίου 2019

Πεθαίνοντας για τη Δημοκρατία

Το Σουδάν πνίγεται για άλλη μια φορά στο αίμα. Εκατοντάδες άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους στη χώρα από τις 19 Δεκεμβρίου, μετά το ξέσπασμα των διαδηλώσεων κατά του καθεστώτος του δικτάτορα Ομάρ αλ Μπασίρ, που οδήγησαν στην ανατροπή του από τον στρατό. Στην τελευταία διαδήλωση πάνω από 100 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους από τους παραστρατιωτικούς που άνοιξαν πυρ κατά του συγκεντρωμένου πλήθους. Οι Σουδανοί ζητάνε τώρα την ανατροπή του Στρατιωτικού Συμβουλίου που έχει πάρει τα ηνία της εξουσίας. Στα αλήθεια παλεύουν για τη δημοκρατία. Μια δημοκρατία που οι τελευταίες γενιές δεν γνώρισαν ποτέ...

Εδώ και δύο μήνες χιλιάδες διαδηλωτές είχαν κατασκηνώσει μπροστά από την έδρα του γενικού επιτελείου στην πρωτεύουσα, το Χαρτούμ και ζητούν την παράδοση της εξουσίας σε πολιτική μεταβατική κυβέρνηση ώστε να οργανωθούν εκλογές καινα αποχωρήσουν οι στρατιωτικοί από το τιμόνι της χώρας.

Μόλις στις αρχές της εβδομάδας μια καθιστική διαμαρτυρία κατέληξε σε μακελειό με περισσότερους από 35 νεκρούς. Οι παραστρατιωτικές οργανώσεις που επιτέθηκαν στους διαδηλώσεις υπέρ της δημοκρατίας, δεν σκότωσαν απλά. Βίασαν, λεηλάτησαν ότι βρήκαν μπροστά τους και επιτέθηκαν σε ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό κι εθελοντές που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στα νοσοκομεία της χώρας, απειλώντας τους προκειμένου να μην προσφέρουν πρώτες βοήθειες στους τραυματίες. Πολλοί ακτιβιστές τέθηκαν υπό κράτηση και περισσότεροι απλά αγνοούνται χωρίς να υπάρχει κανένα ίχνος για το τι απέγιναν. Παρά τη λογοκρισία που έχει επιβληθεί στη χώρα, βίντεο από τις αγριότητες
που εκτυλίχθηκαν στους δρόμους του Χαρτούμ κάνουν τον γύρω του διαδικτύου και του κόσμου.

Οι στρατιωτικοί που κυβερνούν το Σουδάν από την 11η Απριλίου, όταν ανέτρεψαν τον Όμαρ αλ Μπασίρ βρήκαν την ευκαιρία να ανακοινώσουν ότι ακυρώνουν τη συμφωνία στην οποία είχαν καταλήξει με το κίνημα διαμαρτυρίας για την προκήρυξη εκλογών μέσα σε εννέα μήνες. Αν κυριαρχήσουν μπορεί να γίνουν οι νέοι δικτάτορες του Σουδάν. Αν κυριαρχήσει ο λαός, μπορεί να ξεκινήσει μια νέα «άνοιξη» που θα συμπαρασύρει κι άλλους καταπιεσμένους...

Η αρχή του τέλους του δικτάτορα Ομάρ αλ Μπασίρ

Η κυβέρνηση του Ομάρ αλ Μπασίρ ανακοίνωσε την αύξηση της τιμής του ψωμιούαπό 1 έως 3 σουδανικές λίρες στις 19 Δεκεμβρίου 2018, μία από τις πολλές αυξήσεις που έχουν επιβληθεί στο πλαίσιο της αυστηρής πολιτικής λιτότητας.


Οι αυξήσεις είχαν ξεκινήσει από το 2013, για την καταπολέμηση του πληθωρισμού και την κατάρρευση του εθνικού νομίσματος. Μία λίρα ισοδυναμούσε με 0,42 δολάρια το 2009 κι έφτασε στα 0,20 δολάρια το 2018. Οι μέσοι Σουδανοί υπέφερανήδη από το Πρόγραμμα Διαρθρωτικής Προσαρμογής που εγκρίθηκε το 2017 υπό την αιγίδα του ΔΝΤ και βρίσκονταν αντιμέτωποι με συνεχή έλλειψη βασικών τροφίμων και βενζίνης. Όταν όμως αυξήθηκε και το ψωμί, αντέδρασαν και βγήκαν στους δρόμους με πλακάτ, ζητώντας «ελευθερία, ειρήνη και δικαιοσύνη», την πτώση του καθεστώτος, ακόμη και την επανάσταση.

Στο Σουδάν είχαν γίνει διαμαρτυρίες κατά διαστήματα από την αραβική άνοιξη του 2011, αλλά συχνά γινόντουσαν σε τοπικό επίπεδο και καταστέλλονταν άγρια. Το επαναστατικό κίνημα που έκανε την εμφάνισή του, όμως, τον περασμένο Δεκέμβριο με στόχο την ανατροπή του καθεστώτος ήταν διαφορετικό: ήταν εθνικό και ενωμένο και υποστηρίχθηκε από αρκετές ομάδες με γνήσια λαϊκή νομιμοποίηση.

Το κίνημα Συμμαχία για την Ελευθερία και την Αλλαγή (AFC) περιλαμβάνει αρκετές ομάδες, κυρίως τον εξαιρετικά ενεργό Σύλλογο Σουδανών Επαγγελματιών (SPA), μια οργάνωση – ομπρέλα οκτώ επαγγελματικών φορέων, συμπεριλαμβανομένων μηχανικών, γιατρών, δικηγόρων και πανεπιστημιακών καθηγητών. Όπως σημειώνει η Le Monde Diplomatique, Πρόκειται για μια ομάδα διαφορετική από τα επίσημα συνδικάτα που χρηματοδοτούνται από το καθεστώς. Το SPA ξεκίνησε τις «διαμαρτυρίες του ψωμιού» και με αυτό ενώθηκαν κι άλλοι συνασπισμοί και κόμματα της αντιπολίτευσης, συμπεριλαμβανομένου του Nidaa al-Sudan που ανήκει στο κόμμα Umma με επικεφαλής τον Sadiq al-Mahdi, μια εξέχουσα πολιτική προσωπικότητα που διετέλεσε πρωθυπουργός κατά τη διάρκεια της δημοκρατικής περιόδου του 1985-89. Οι εθνικές δυνάμεις συναίνεσης (NCF), μια συλλογή αριστερών ομάδων, συμπεριλαμβανομένου του κομμουνιστικού κόμματος, είναι επίσης μέλος του κινήματος.

Ένα εσωτερικό στρατιωτικό πραξικόπημα

Την 1η Ιανουαρίου, το SPA δημοσίευσε τη Διακήρυξη της Ελευθερίας και της Αλλαγής, που τώρα υιοθετείται από το ευρύτερο κίνημα. Το βασικό πολιτικό αίτημα τους είναι η εγκαθίδρυση μιας πολιτικής, δημοκρατικής, μεταβατικής κυβέρνησης που θα θητεύσει για τέσσερα χρόνια.

Η σύλληψη του Μπασίρ από τον στρατό στις 11 Απριλίου συνέπεσε με την αναστολή του κοινοβουλίου και τη θέσπιση ενός «μεταβατικού» διετούς στρατιωτικού καθεστώτος. Η κίνηση αυτή δεν έπεισε όμως το κίνημα, το οποίο την καταδίκασε αμέσως και την κατήγγειλε ως «εσωτερικό στρατιωτικό πραξικόπημα», επαναλαμβάνοντας το αίτημα για μια πραγματική δημοκρατική μετάβαση. Αντιμέτωπος με τις διαμαρτυρίες, ο στρατός έκανε μερικά βήματα πίσω. Ο στρατηγός Awad Ibn Auf που διοικούσε το Μεταβατικό Στρατιωτικό Συμβούλιο και ο ισχυρός επικεφαλής της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών και Ασφάλειας Salah Gosh, «καρατομήθηκαν» στα μέσα Απριλίου. Αυτό δεν σταμάτησε όμως τους εκατοντάδες χιλιάδες ειρηνικούς διαδηλωτές να βγαίνουν στους δρόμους.

Οι βαθιές αιτίες της επανάστασης του Σουδάν έγκεινται στη ζημιά που προκάλεσε η 30χρονη στρατιωτική ισλαμική δικτατορία του Μπασίρ και στη σύγχρονη ιστορία της χώρας. Από το πραξικόπημα του 1989, το Σουδάν έχει μείνει πίσω. Ο Μπασίρ καταπίεσε την κοινωνία, πολιτιστικά και πολιτικά, συμπεριλαμβανομένων των μέσων μαζικής ενημέρωσης και ακόμη και του στρατού, που υπέστη αρκετές εκκαθαρίσεις. Μετά το πραξικόπημα απαγορεύτηκαν τα ελεύθερα κόμματα και συνδικάτα. Ωστόσο, τα κόμματα και τα συνδικάτα παρέμειναν ενεργά δρώντας μυστικά ή στο εξωτερικό, ειδικά στη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο.

Ο νόμος της Σαρία επιβλήθηκε με σκληρό και βάρβαρο τρόπο. Ο Μπασίρ αυστηροποίησε τον ισχύοντα νομικό και ποινικό κώδικα που είχε επιβληθεί από έναν προηγούμενο δικτάτορα, του Γκααφάρ Νιμέιρι, ο οποίος επίσης έπεσε από το λαϊκό κίνημα. Ο σουδανικός νόμος προβλέπει αυστηρές σωματικές τιμωρίες που δεν μπορούν να μετριαστούν ούτε από τους δικαστές, διότι είχαν συνταχθεί βάση του Κορανίου. Αυτές περιλαμβάνουν ακρωτηριασμούς για τους κλέφτες, τη θανατική ποινή για τους αποστάτες και τις διακρίσεις κατά των γυναικών, καθώς και κατά των μη μουσουλμάνων, που αποτελούν τουλάχιστον το ένα τρίτο του πληθυσμού. Αντιθέτως, το AFC τάσσεται υπέρ της δημιουργίας ενός μεταβατικού αστικού θεσμοθετημένου συμβουλίου, του οποίου τα μέλη θα πρέπει να αντικατοπτρίζουν την πολιτιστική, εθνοτική και θρησκευτική ποικιλομορφία του Σουδάν, με τουλάχιστον το 40% των θέσεων του να προορίζονται για γυναίκες.

Στο κατασταλτικό κράτος του Μπασίρ, οι Σουδανοί αντιμετώπισαν όμως καισημαντικά οικονομικά προβλήματα. Μέχρι την απόσχιση του νότου το 2011, το Σουδάν, όπως και κάποιες άλλες αραβικές χώρες, είχε μια μη παραγωγική οικονομία, με σημαντικά όμως έσοδα από το πετρέλαιο, που προσέλκυε εταιρείες από την Ασία και τον Κόλπο δημιουργώντας μια αξιοπρόσεκτη αύξηση του ΑΕΠ, που ωφέλησε μόνο μια μικρή ολιγαρχία. Κατά τα άλλα, από το 2011, η ανεργία ανέρχεται κατά μέσο όρο στο 18% του ενεργού πληθυσμού, αλλά το ποσοστό είναι 34% για τους νέους, ενώ οι γυναίκες πλήττονται χειρότερα. Την ίδια στιγμή, σχεδόν το 50% των 41,5 εκατομμυρίων ανθρώπων του Σουδάν ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας.

Η απόσχιση του Νότιου Σουδάν

Το Σουδάν έχει βιώσει αρκετές βίαιες συγκρούσεις τα τελευταία 40 χρόνια. Από το 1983 έως το 2005, η κυβέρνηση του Χαρτούμ διεξήγαγε έναν αιματηρό πόλεμο με το Απελευθερωτικό Κίνημα του Στρατού του Σουδάν (SPLM / SPLA) του Τζον Γκάρανγκ, με αποτέλεσμα τη διαίρεση της χώρας σε δύο κράτη. Τέσσερα εκατομμύρια άνθρωποι εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και περισσότερα από δύο εκατομμύρια πέθαναν. Η σύγκρουση είχε τις ρίζες της στον αγώνα για τους πετρελαϊκούς πόρους μεταξύ βορρά και νότου - που είχαν διαιρεθεί σε ξεχωριστές επαρχίες υπό τη βρετανική κυριαρχία - και στη δυσαρέσκεια για την εξουσία των ελίτ του μουσουλμανικού αραβόφωνου βορρά σε σχέση με τον κυρίως νησιωτικό νότο. Ο Γκάρανγκ, όπως και ο προοδευτικός κόσμος του βορρά, ήταν πεπεισμένος ότι η μόνη δυνατή λύση της σύγκρουσης ήταν η εθνική ενότητα μέσα σε ένα δημοκρατικό, κοσμικό πλαίσιο. Αλλά όταν πέθανε σε συντριβή ελικοπτέρου το 2005, λίγους μήνες μετά την υπογραφή συμφωνίας ειρήνης με το βορρά, «πέθανε» και η συμφωνία μαζί του.

Ο διάδοχός του, ο Σάλβα Κιρ, με υποστήριξη από τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, προσπάθησε να αποσχισθεί από τον Βορρά και αυτό επικυρώθηκε σε ένα δημοψήφισμα το 2011, όπου με ποσοστό 98,33% αποφασίστηκε η ανεξαρτησία του Νότιου Σουδάν. Αυτή η διαίρεση, που επιβλήθηκε κυρίως από τις ΗΠΑ, προκάλεσε ταπείνωση και απογοήτευση στο βορρά. Ωστόσο, η πρόσφατη Διακήρυξη για την Ελευθερία και την Αλλαγή αναγνωρίζει αυτή την κατάτμηση, υποστηρίζει το σεβασμό των δικαιωμάτων των προσφύγων και υπογραμμίζει τη σημασία των σχέσεων με το Νότιο Σουδάν που πρέπει να βασίζονται στον αμοιβαίο σεβασμό και την επιδίωξη κοινών συμφερόντων.

Στη συνέχεια, υπάρχει και το Νταρφούρ. Η υποανάπτυξη της περιοχής, η οποία εγκαταλείφθηκε από την κεντρική κυβέρνηση, οδήγησε στη συγκρότηση αντάρτικων ομάδων και τον πόλεμο. Το 2009 και το 2010, το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο εξέδωσαν εντάλματα σύλληψης για τον Μπασίρ κατηγορώντας τον για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, εγκλήματα πολέμου και γενοκτονία στο Νταρφούρ μεταξύ του 2003 και του 2008. Η έρευνα όμως μπήκε στο συρτάρι το 2014 εξαιτίας της αδράνειας του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών.

Δίψα για ελευθερία

Το σημερινό επαναστατικό κίνημα του Σουδάν απροσδόκητα διέδωσε μια αίσθηση εθνικής ενότητας σε ολόκληρη τη χώρα. Ένα σύνθημα των διαδηλωτών στο Χαρτούμ είναι το «Είμαστε όλοι Νταρφούρ». Είναι εύγλωττο και επιτίθεται στις πρωταρχικές αιτίες των εμφύλιων πολέμων στη χώρα, ζητώντας επιτακτικά μια λύση.

Η πολιτική και οικονομική αναταραχή στο Σουδάν και οι εμφύλιοι πόλεμοιεξηγούν μόνο εν μέρει το κίνημα που ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 2018, το οποίο κατέστη δυνατό από την ιστορική μνήμη του Σουδάν και από τη δίψα για ελευθερία. Από τότε που η χώρα απέκτησε την ανεξαρτησία της από το Ηνωμένο Βασίλειο και διαχωρίστηκε από την Αίγυπτο το 1956, στη χώρα έχει υπάρξει μια μακρά εναλλαγή μεταξύ στρατιωτικών δικτατοριών και ειρηνικών λαϊκών επαναστάσεων που εγκατέστησαν βραχύβια δημοκρατικά καθεστώτα. Το 1964, η Οκτωβριανή επανάσταση ανέτρεψε τη στρατιωτική δικτατορία του Ιμπραήμ Αμπούντ, που είχε πάρει την εξουσία το 1958 και υποστηρίχθηκε από το Ηνωμένο Βασίλειο και την αντικατέστησε με μια δημοκρατική κυβέρνηση που κράτησε μόλις πέντε χρόνια.

Ομοίως, η «επανάσταση του Απριλίου» του 1985 απομάκρυνε το στρατιωτικό ισλαμικό καθεστώς του Γκααφάρ Νιμέιρι, ο οποίος υποστηρίχθηκε από τις ΗΠΑ, την Αίγυπτο και τη Λιβύη. Η δημοκρατική κυβέρνηση που ακολούθησε είχε διάρκεια ζωής μόλις τέσσερα χρόνια, μέχρι να ανατραπεί από το πραξικόπημα του Μπασίρ το 1989. Τόσο το 1964 όσο και το 1985, οι ειρηνικές επαναστάσεις έγιναν δυνατές με την άρνηση του στρατού να ενεργοποιήσει τον λαό. Αυτό ισχύει και για την εξέγερση αυτή.

Όλα αυτά τα μαζικά κινήματα, συμπεριλαμβανομένου του σημερινού, ήταν σε θέση να διαμορφωθούν λόγω της συνεχιζόμενης πολιτικής μάχης και της ταξικής πάλης.

Εάν η λαϊκή διαμαρτυρία του Σουδάν πετύχει τον στόχο της, οι νέες αρχές θα πρέπει να επιτύχουν έναν ιστορικό συμβιβασμό μεταξύ των παραδοσιακών κομμάτων, των θρησκευτικών αδελφοτήτων και των προοδευτικών στοιχείων. Εσωτερικά, οι συνθήκες φαίνονται ευνοϊκές, ακόμη και αν εξακολουθεί να υπάρχει αβεβαιότητα σχετικά με την τελική στάση του στρατού. Εξωτερικά, πολλές αραβικές χώρες, συμπεριλαμβανομένων των μοναρχιών του Κόλπου, δεν βλέπουν με καλό μάτι την προοπτική της πραγματικής δημοκρατίας στο Σουδάν, φοβούμενοι ότι θα αποσταθεροποιηθούν οι δικές τους κοινωνίες. Οι αντιδράσεις των δυτικών διπλωματών και του ΟΗΕ ήταν πολύ προσεκτικές. Κανείς δεν αναγνώρισε ανοιχτά το AFC ως τους νόμιμους εκπροσώπους των λαϊκών δυνάμεων. Ούτε η Ρωσία και η Κίνα, που είχαν καλές σχέσεις με το καθεστώς του Μπασίρ.

Από ότι φαίνεται οι επαναστάτες του Σουδάν μπορούν μόνο να βασίζονται ο ένας στον άλλο.

Η διεθνής αντίδραση

Μετά την αιματοχυσία της περασμένης Δευτέρας η διεθνής κοινότητα αναγκάστηκε να λάβει θέση για τα γεγονότα. Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ,, Αντόνιο Γκουτέρες, καταδίκασε την χρήση υπέρμετρης βίας εναντίον των διαδηλωτών και ζήτησε να διενεργηθεί ανεξάρτητη έρευνα. Υπενθύμισε επίσης ότι το στρατιωτικό μεταβατικό συμβούλιο είναι υπεύθυνο «για την ασφάλεια» των πολιτών του Σουδάν. Η Διεθνής Αμνηστία προέτρεψε τη διεθνή κοινότητα να εξετάσει «όλες τις ειρηνικές μορφές άσκησης πίεσης, συμπεριλαμβανομένων των στοχευμένων κυρώσεων στους στρατηγούς», επιρρίπτοντας σε αυτούς την πλήρη ευθύνη για την αιματοχυσία.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση απηύθυνε έκκληση να υπάρξει το ταχύτερο παράδοση της εξουσίας σε πολιτική κυβέρνηση. «Το στρατιωτικό μεταβατικό συμβούλιο πρέπει να δείξει υπευθυνότητα και να σεβαστεί το δικαίωμα του λαού να εκφράζει ελεύθερα τις ανησυχίες του, χωρίς απειλές ή χρήση βίας εναντίον του», ανέφερε. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ καταδίκασε τη «βάρβαρη και συντονισμένη» καταστολή και αξίωσε να σχηματιστεί πολιτική κυβέρνηση, που χαρακτήρισε αναγκαία προϋπόθεση για να υπάρξουν καλύτερες διμερείς σχέσεις. Η Αφρικανική Ένωση καταδίκασε «τις βιαιότητες», χωρίς να κατονομάσει τους στρατηγούς άμεσα και κάλεσε σε επανέναρξη του διαλόγου.

Η Αίγυπτος και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα — που είναι σαφές ότι υποστηρίζουν το στρατιωτικό μεταβατικό συμβούλιο — απέφυγαν να καταδικάσουν τη βία. Οι δύο χώρες και η Σαουδική Αραβία έχουν κατηγορηθεί άλλωστε και από ότι φαίνεται όχι αδίκως από μερίδα του κινήματος στο Σουδάν ότι υπέθαλψαν την «αντεπανάσταση» των στρατηγών. Ο επικεφαλής του Στρατιωτικού Συμβουλίου του Σουδάν, στρατηγός Μπουρχάν, από την πλευρά του δεσμεύθηκε ότι απλά θα διενεργηθεί έρευνα για τα επεισόδια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου