Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2024

Ένα σύντομο χρονικό της ισραηλινο-παλαιστινιακής διένεξης


του Γιώργου Καραμπελιά από το Άρδην τ. 127

Από τα τέλη του 19ου αιώνα. και μετά το μεγάλο πογκρόμ του 1881-1884 που πραγματοποιήθηκε στη Ρωσική Αυτοκρατορία, καθώς και εκείνα που ακολούθησαν το 1903-1906 και το 1914-1921, δημιουργήθηκαν οι τάσεις της «επιστροφής», δηλαδή της μετανάστευσης των εβραϊκών πληθυσμών στη «Σιών», το σημερινό Ισραήλ. Εμπνευστής αυτού του κινήματος υπήρξε ο Εβραίος της Ουγγαρίας Θεόδωρος Χερτζλ (1860-1904), ο οποίος έθετε την επιστροφή στη Σιών και την Ιερουσαλήμ –εκεί που στο παρελθόν είχαν ένα δικό τους κράτος και από όπου είχαν διωχθεί πριν από 2.000 ή 2500 χρόνια– ως προαπαιτούμενο για την επιβίωση του εβραϊκού έθνους

Οι συμπαγέστεροι εβραϊκοί πληθυσμοί βρίσκονταν στην Ανατολική Ευρώπη, όπου ζούσαν περίπου 5 εκατομμύρια Εβραίοι – στην Αυστρία, στην Ανατολική Γερμανία, την Πολωνία, τη Ρωσία, την Ουκρανία και σε άλλες χώρες της περιοχής. Σημαντικός αριθμός ζούσε και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία όπου είχαν εγκατασταθεί οι σεφαραδίτες Εβραίοι από τα τέλη του 15ου αιώνα μετά τον διωγμό τους από την Ισπανία και την Πορτογαλία, ένα μέρος των οποίων είχε εξισλαμιστεί, οι περίφημοι ντονμέδες.

Η συντριπτική πλειοψηφία των Εβραίων που ζούσαν διάσπαρτοι στην Ευρώπη συντάσσονταν ακόμα με την άποψη να επιδιώξουν τρόπους επιβίωσης στο εσωτερικό των κρατών της διαμονής τους. Όμως όσο συνεχίζονταν οι διώξεις στον Μεσοπόλεμο, και ακόμα περισσότερο κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο –όταν οι διώξεις επεκτάθηκαν σε όλες τις χώρες που είχε καταλάβει η Γερμανία φτάνοντας στο Ολοκαύτωμα 6 εκατομμυρίων Εβραίων–, το κίνημα του σιωνισμού θα ενισχυθεί σημαντικά.

Γι’ αυτό από τον Μεσοπόλεμο και κυρίως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρξε ένα σημαντικό κύμα επιστροφής Εβραίων[1] στο σημερινό Ισραήλ και την Παλαιστίνη.

Τον έλεγχο της περιοχής μέχρι τον Α΄ ΠΠ είχε η Οθωμανική Αυτοκρατορία και, μετά τον διαμελισμό της, τον ανέλαβε η Μεγάλη Βρετανία, μέχρι το 1948. Πράγματι, η Βρετανία είχε αποκτήσει, μαζί με τη Γαλλία, τον έλεγχο των περισσότερων εδαφών της Μέσης Ανατολής που μέχρι τότε ανήκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Στις 2 Νοεμβρίου 1917, ο τότε υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας, Άρθουρ Μπάλφουρ, έστειλε μια επιστολή προς τον Λάιονελ Ρότσιλντ, σύμφωνα με την οποία η βρετανική κυβέρνηση δεσμευόταν να «δημιουργήσει στην Παλαιστίνη μια πατρίδα για τον εβραϊκό λαό» και να διευκολύνει «την επίτευξη αυτού του στόχου».

Στα μέσα του 19ου αιώνα στην Παλαιστίνη ζούσαν περίπου μισό εκατομμύριο άνθρωποι, η πλειονότητα ήταν μουσουλμάνοι, αλλά υπήρχαν και περίπου 60.000 χριστιανοί και 20.000 Εβραίοι. Όταν η Παλαιστίνη πέρασε υπό βρετανικό έλεγχο, το 1917, και έγινε καταμέτρηση του πληθυσμού, προέκυψε ότι από τις 800.000 κατοίκους, οι 650.000 ήταν μουσουλμάνοι, 80.000 χριστιανοί και 60.000 Εβραίοι.

Μέσα τις δύο επόμενες δεκαετίες ο εβραϊκός πληθυσμός της περιοχής αυξήθηκε από 83.790 (12,9% του συνόλου) το 1922, σε 174.606 (18,1%) το 1931 και 474.102 (31,2%) το 19411 για να φτάσουν σύντομα τις 600.000. Αντίστοιχα, η γη υπό την ιδιοκτησία του Εβραϊκού Εθνικού Ταμείου (ΕΕΤ) εννιαπλασιάστηκε, καθιστώντας το ΕΕΤ «τον μεγαλύτερο ιδιοκτήτη γης στην Παλαιστίνη».

Το κίνημα του σιωνισμού αρχικώς στηρίχτηκε εν πολλοίς στην εβραϊκή Αριστερά, καθώς ένα μεγάλο μέρος των πρώτων εποίκων ήταν σοσιαλιστικής, ακόμα και κομμουνιστικής απόκλισης. Αυτοί δημιούργησαν τις αγροτικές κοινότητες –κιμπούτς, κοινοβιακή οργάνωση, χωρίς ατομική ιδιοκτησία και κοινή εργασία όλων των μελών – σε ακαλλιέργητα εδάφη και βοσκοτόπια που αγόρασαν από Άραβες γαιοκτήμονες. Το αρχικό σχέδιο των σοσιαλιστών σιωνιστών ήταν να βρουν ένα modus vivendi με τους Παλαιστίνιους, ώστε να δημιουργηθεί σε βάθος χρόνου ένα κοινό κράτος. Άποψη όμως που δεν ταυτιζόταν καθόλου με εκείνη του Ζαμποτίνσκυ –πρόδρομο του Λικούντ του Νετανιάχου– και των δεξιών σιωνιστών, που έβλεπαν μάλλον ένα αυτόνομο εβραϊκό κράτος και συνεργάστηκαν αρχικώς με τους Νεότουρκους και εν συνεχεία με τους Βρετανούς.

Η ιδέα περί συμβίωσης ανατράπηκε από τις συγκρούσεις που ακολούθησαν μεταξύ Παλαιστινίων και Εβραίων στον Μεσοπόλεμο, στη διάρκεια του Β΄ ΠΠ και αμέσως μετά[2]. Η θρησκευτική ηγεσία των Παλαιστινίων, ο μουφτής της Ιερουσαλήμ, έφτασε να συμμαχήσει ακόμα και με τον Χίτλερ, μιας και η περιοχή κατεχόταν από τους Άγγλους, επιλογή που αργότερα οι Παλαιστίνιοι πλήρωσαν ακριβά.

Μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, από το 1945 έως το 1948, επεκτάθηκαν οι συγκρούσεις Ισραηλινών και Παλαιστινίων. Στις 14 Μαΐου 1948 ανακηρύσσεται από τον ΟΗΕ κράτος του Ισραήλ με τη στήριξη των δύο υπερδυνάμεων της εποχής, των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης[3] και έκτοτε η σύγκρουση Παλαιστινίων και Ισραηλινών μπήκε σε μία άλλη φάση. Ακολούθησε ο πόλεμος του 1948, όπου η Αίγυπτος, το Ιράκ, η Υπεριορδανία και η Συρία επιτέθηκαν συνασπισμένες κατά του Ισραήλ. Το Ισραήλ κέρδισε το σύνολο της Παλαιστίνης εκτός της Λωρίδας της Γάζας και της Δυτικής Όχθης.

Το 1949 ακολούθησε ο εκτοπισμός της πλειονότητας των Παλαιστινίων από τα εδάφη που κέρδισε το Ισραήλ. Η καταστροφή των ετών 1948-49 έμεινε στη συλλογική μνήμη των Παλαιστινίων ως Νάκμπα, ή «καταστροφή», στα αραβικά, όταν περισσότερα από 500 παλαιστινιακά χωριά, κωμοπόλεις και πόλεις καταστράφηκαν και από τους 850.000 Παλαιστινίους που ζούσαν εκεί πριν το 1948, μόνο οι 160.000 παρέμειναν στα εδάφη τους.

Το 1956, στην κρίση του Σουέζ, γαλλικά, βρετανικά και ισραηλινά στρατεύματα καταλαμβάνουν το Σουέζ, αλλά οι ΗΠΑ, από κοινού με τη Σοβιετική Ένωση, τους ανάγκασαν να αποχωρήσουν. Η Γαλλία όμως εφοδίασε το Ισραήλ με όπλα και του διέθεσε τα πρωταρχικά αναγκαία υλικά για ανάπτυξη πυρηνικής ικανότητας. Είναι η περίοδος που ακόμα Βρετανοί και Γάλλοι εξακολουθούν να στηρίζουν έμπρακτα το κράτος του Ισραήλ.

Στον πόλεμο του 1967 (Πόλεμος των Έξι Ημερών), στις 14 Μαΐου ο αιγυπτιακός στρατός επιτέθηκε στο Ισραήλ. Ο ισραηλινός στρατός απέκρουσε την επίθεση και κατέλαβε τη Γάζα, που κατείχαν οι Αιγύπτιοι, τη Δυτική Όχθη, τη λεγόμενη Υπεριορδανία όπου είχε καταφύγει μετά το 1948 η μεγάλη πλειονότητα των Παλαιστινίων, τη Χερσόνησο του Σινά (αιγυπτιακής κυριαρχίας μέχρι τότε) και τα Υψώματα του Γκολάν (συριακής κυριαρχίας μέχρι τότε). Το 1967 γεννήθηκε το σημερινό πρόβλημα της κατοχής από το Ισραήλ των εδαφών της Δυτικής Όχθης και της Γάζας.


Η Παλαιστινιακή Αντίσταση

Το παλαιστινιακό κίνημα, που στη διάρκεια του Μεσοπολέμου βρισκόταν κάτω από την ηγεσία των παραδοσιακών θρησκευτικών ηγετών, μετά το 1948 θα μεταβληθεί σταδιακώς σε κοσμικό κίνημα, όπως ήταν όλα τα κινήματα του αραβικού εθνικισμού, είτε στην Αίγυπτο με τον Νάσερ, είτε στη Συρία με τον Άσαντ κ.λπ. Οι Παλαιστίνιοι είχαν, άλλωστε –ίσως ακόμα και σήμερα– το υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο στον Αραβικό κόσμο και έπαιξαν ουσιώδη ρόλο στην ενίσχυση του αραβικού εθνικισμού.

Επρόκειτο για ένα κίνημα εθνικοαπελευθερωτικό υπό την αιγίδα της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης(ΟΑΠ) με επικεφαλής τον Αραφάτ. Ο τελευταίος ήταν και ο αρχηγός της μεγαλύτερης οργάνωσης,της Αλ Φατάχ, ενώ υπήρχαν και πολλές ακόμα οργανώσεις – όπως το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης και το Δημοκρατικό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, που είχαν μάλιστα χριστιανούς ηγέτες.

Ύστερα από τον διωγμό τους από την Ιορδανία από τον βασιλιά Χουσεΐν, μετά τον Μαύρο Σεπτέμβρη του 1970, (βλέπε άλλο κείμενο του αφιερώματος), διεσπάρησαν στον Λίβανο και στις άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής.

Ο επόμενος αραβο-σραηλινός πόλεμος, το 1973 (πόλεμος του Γιομ Κιπούρ) κλόνισε τον μύθο του αήττητου ισραηλινού στρατού. Η Συρία και η Αίγυπτος επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά στο Ισραήλ στις 7 Οκτωβρίου, ανακαταλαμβάνοντας τα Υψώματα του Γκολάν και τη Χερσόνησο του Σινά. Και παρότι η ισραηλινή αντεπίθεση υπήρξε εν τέλει νικηφόρα, το Ισραήλ αναγκάστηκε να επιστρέψει το Σινά στην Αίγυπτο, μια σχεδόν έρημη έκταση 60.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων με πληθυσμό 1,4 εκατ. κατοίκων.

Έκτοτε ακολούθησε μία σειρά από νέες συγκρούσεις. Το 1982 έχουμε την εισβολή του Ισραήλ στον Λίβανο προκειμένου να εκδιωχθεί η ΟΑΠ από την χώρα, στην οποία είχε βρει καταφύγιο μετά την Ιορδανία, απειλώντας, μαζί με τους Λιβανέζους συμμάχους της, να θέσει τη χώρα υπό τον έλεγχό της. Στη διάρκεια της επίθεσης του Ισραήλ, οι Φαλαγγίτες, η πολιτοφυλακή των Μαρωνιτών του Λιβάνου (Χριστιανοί καθολικοί), με τη σύμπραξη του ισραηλινού στρατού, προχώρησαν στη σφαγή 2.500 έως 3.500 αμάχων Παλαιστινίων και Λιβανέζων μουσουλμάνων στη Σάμπρα και Σατίλα.

Στη συνέχεια, οι συγκρούσεις συνεχίζονται αμείωτες στο εσωτερικό των κατεχομένων εδαφών, όπου μεταφέρεται πλέον το βασικό μέτωπο της αντιπαράθεσης. Η πρώτη Ιντιφάντα (Αντίσταση-Ανυπακοή) διήρκεσε από το Δεκέμβριο του 1987 μέχρι τον1993, με την υπογραφή των συμφωνιών του Όσλο, την δημιουργία της Παλαιστινιακής Αρχής και την αναγνώριση του κράτους του Ισραήλ από την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης. Στη διάρκεια της εξέγερσης έχασαν τη ζωή τους περίπου 1.500 Παλαιστίνιοι και περίπου 400 Ισραηλινοί.

Η δεύτερη Ιντιφάντα, με ακόμα μεγαλύτερο αριθμό θυμάτων – 3.000 Παλαιστινίους, 1.000 Ισραηλινούς και 64 ξένους– διήρκεσε ουσιαστικά από το 2000 έως το 2005, όταν με τις συμφωνίες του Σαρμ ελ Σέιχ, μεταξύ Μαχμούντ Αμπάς και Αριέλ Σαρόν σταματήσαν, τουλάχιστον πρόσκαιρα, οι εχθροπραξίες και αποδόθηκε η Γάζα στους Παλαιστινίους. Έκτοτε, βέβαια, ποτέ δεν σταμάτησαν οι συγκρούσεις «χαμηλής έντασης».

Όσο για τους ιδεολογικούς προσανατολισμούς του κινήματος, σταδιακά, ιδιαίτερα μετά τον θάνατο του Αραφάτ, αυτό αρχίζει να μετακινείται, κάτω και από την επίδραση της Ισλαμικής Επανάστασης στο Ιράν, προς τον ισλαμισμό.

Άλλωστε η ειρηνευτική διαδικασία μεταξύ του εργατικού Ισραηλινού πρωθυπουργού Γιτζάκ Ράμπιν και του προέδρου της Παλαιστινιακής Αρχής Γιάσερ Αραφάτ, που σφραγίστηκαν με τις Συμφωνίες του Όσλο (1993-1995) κατέρρευσε ουσιαστικά μετά τη δολοφονία του Ράμπιν από Εβραίο σιωνιστή.

Η αποτυχία του αραβικού εθνικισμού (Αίγυπτος, Συρία κ.λπ.) να λύσει τη διένεξη, αλλά και των κοσμικών παλαιστινιακών οργανώσεων, τροφοδότησε την ανάπτυξη του ισλαμισμού μεταξύ των Παλαιστινίων με κυρία έκφραση τη Χαμάς, την Ισλαμική Τζιχάντ και άλλες οργανώσεις. Η Χαμάς, μία οργάνωση συνδεδεμένη με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, πριν το 1980 ήταν μία φιλανθρωπική και εκπαιδευτική οργάνωση, χωρίς σχέση με την ένοπλη δράση και αυτός ήταν ο λόγος που το Ισραήλ την προτιμούσε και την υποστήριζε υπογείως ως αντίβαρο της Φατάχ. Πλέον όμως έχει πλήρως στρατικοποιηθεί, προβάλωντας ως στόχους την εκδίωξη των Εβραίων, την καταστροφή του κράτους του Ισραήλ, και τη δημιουργία ενός παλαιστινιακού κράτους στη θέση του.

Επιπλέον, η ισλαμοποίηση του παλαιστινιακού κινήματος τροφοδοτείται και από τις αυξανόμενες εγκαταστάσεις εποίκων στη Δυτική Όχθη, όπου σήμερα ζουν περίπου 700.000 άνθρωποι, μαζί με την προσαρτημένη στο Ισραήλ, Ανατολική Ιερουσαλήμ. Άλλωστε και στη Γάζα είχαν εγκατασταθεί 150.000 Ισραηλινοί έποικοι, αλλά την εγκατέλειψαν μετά το 2005, με την αποχώρηση του Ισραήλ. Οι εποικισμοί συνιστούν το πλέον δυσεπίλυτο πρόβλημα καθιστώντας όλο και πιο δύσκολη τη δυνατότητα ανεύρεσης μιας λύσης εξωθώντας τους Παλαιστινίους στις πιο αδιάλλακτες θέσεις.

Τελικώς, η σημαντικότερη συνέπεια αυτής της μακράς και αδιέξοδης σύγκρουσης υπήρξε η ισλαμοποίηση όλης της Μέσης Ανατολής και του αραβικού κόσμου, με τη συνέργεια του Ιράν και παράλληλα η «εβραιοποίηση» της άλλοτε αριστερόστροφης ισραηλινής κοινωνίας. Χαρακτηριστικό για την ιδεολογία της Χαμάς είναι το παρακάτω κείμενο: Ο Θεός είναι ο στόχος, ο Προφήτης το πρότυπο, το Κοράνι είναι το Σύνταγμα, η τζιχάντ το μονοπάτι. Και ο θάνατος στο μονοπάτι του Θεού είναι η υπέρτατη επιθυμία μας[4].

Πληθυσμιακά και γεωγραφικά μεγέθη

Στην απογραφή του 2023 υπολογίστηκε ότι το σύνολο των Ισραηλινών είναι 9,7 εκατ., εκ των οποίων δύο εκατομμύρια αραβικής καταγωγής. Οι Παλαιστίνιοι είναι περίπου πέντε εκατομμύρια και ζουν τα 2,3 εκατ. στη Γάζα και οι υπόλοιποι στη Δυτική Όχθη. Στο Ισραήλ, με συνολική έκταση λίγο μεγαλύτερη από την Πελοπόννησο (21.550 τετρ. χλμ. έναντι 20.770 τετρ. χλμ), ζουν περίπου 450 άτομα ανά τετρ. χλμ. Στη Γάζα, που είναι μία περιοχή έκτασης όσο η Άνδρος, η πυκνότητα πληθυσμού είναι πολύ μεγαλύτερη.

Το 2022 μετανάστευσαν στο Ισραήλ από την Ευρώπη 65.000 Εβραίοι και 5.000 από τις ΗΠΑ, δηλαδή συνεχίζει ακόμα και σήμερα να υπάρχει σημαντικό μεταναστευτικό ρεύμα. Οι γεννήσεις είναι περίπου τρία παιδιά ανά μητέρα, δηλαδή το υψηλότερο μεταξύ των χωρών – μελών του ΟΟΣΑ. Η αύξηση πληθυσμού το 2022 σε σχέση με το 2021 είναι της τάξης του 1,51%, που οφείλεται τόσο στη μετανάστευση, όσο και στις αυξημένες γεννήσεις. Το Ισραήλ έχει υψηλό ΑΕΠ, 39.106 δολ. ανά κάτοικο και προσδόκιμο επιβίωσης 82,6 έτη.

[1] Το πρώτο κύμα της σιωνιστικής μετανάστευσης στην Παλαιστίνη καταγράφηκε το διάστημα 1882-1903 (πρώτη Aliya).

[2] Ήδη από το 1920 ξεκίνησαν συγκρούσεις μεγάλης κλίμακας Παλαιστινίων και Εβραίων για τον έλεγχο της Ιερουσαλήμ, ενώ τον επόμενο χρόνο οι συγκρούσεις μεταφέρθηκαν στη Γιάφα..

[3] Την ίδια μέρα ο Αμερικανός πρόεδρος το αναγνώρισε de facto και δύο μέρες μετά η ΕΣΣΔ πήγε ένα βήμα παραπέρα και το αναγνώρισε και de jure.

[4] Από το βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά, Ισλάμ και παγκοσμιοποίηση, Εναλλακτικές Εκδόσεις 2001. Για περισσότερα στοιχεία για την ισραηλο-παλαιστινιακή διαμάχη ο αναγνώστης μπορεί να συμβουλευτεί το βιβλίο του Ilan Pappe, Η ιστορία της σύγχρονης Παλαιστίνης, εκδόσεις Κέδρος, 2007.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου