Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2012

Θ. Αγγελόπουλος. Στον δρόμο της Αριστεράς και του ονείρου


Δήλωνε ότι ανήκε σε μια γενιά που ήλπιζε πολύ στην αλλαγή του κόσμου και παρά την κατάρρευση όλων των ιδεολογιών διατηρούσε ακόμα αυτή την ελπίδα

Τάκης Κατσιμάρδος

Η ελληνική και ξένη βιβλιογραφία για τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, πριν αρχίσει να πλέει στην άλλη θάλασσα, ξεπερνούσε ήδη τις εκατό σελίδες. Το όνομά του αναγνωρίσιμο σε όλες τις γλώσσες του κόσμου, σημείο αναφοράς του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού και εγκυκλοπαιδικό λήμμα. Μια τυπική αναφορά του στα παγκόσμια βιογραφικά λεξικά δίπλα στην ιδιότητα του σκηνοθέτη περιλαμβάνει οπωσδήποτε μια φράση γενικής λήψης παρόμοια μ΄ αυτή: «μέσα από τα θέματά του ανατέμνει πάντα κοινωνικές ή πολιτικές καταστάσεις».

Σε διεισδυτικότερες εγκυκλοπαιδικές αναφορές, όπως αυτή του Φ. Λαμπρινού (μεταξύ των άλλων από του ιδρυτές του σύγχρονου ελληνικού ντοκιμαντέρ και συνεργάτης του Αγγελόπουλου) βρίσκουμε την εκτίμηση ότι ο δημιουργός οδηγεί τον θεατή «όχι στη συμμετοχή, αλλά στην πολιτική ανάγνωση». Ο «ποιητής των εικόνων», «ο κορυφαίος πρεσβευτής του ελληνικού πολιτισμού», είτε όπως χαρακτηριστεί, υπήρξε προπαντός ένας φιλόσοφος-πολιτικός. «Ανήκω, έλεγε σε μια συνέντευξή του την αυγή του 21ου αιώνα, σε μια γενιά που ήλπιζε πολύ στην αλλαγή του κόσμου. Παρά την κατάρρευση όλων των ιδεολογιών, διατηρώ αυτή την ελπίδα. Παραμένω, παρά ταύτα, ένας άνθρωπος που προσπαθεί να ελπίζει ότι είναι δυνατόν να αλλάξουμε τον κόσμο».

Ο αυτοπροσδιορισμός παραπέμπει κατευθείαν στην κλασική μαρξιστική θέση του Φόιερμπαχ: οι φιλόσοφοι δεν αρκεί απλώς να κατανοήσουν τον κόσμο, πρέπει και να τον αλλάξουν. Η πανεπιστημιακός Ειρήνη Στάθη, που ασχολείται από τη διδακτορική ακόμη διατριβή της με τον Αγγελόπουλο και έχει επιμεληθεί το πληρέστερο έως σήμερα αφιέρωμα για το συνολικό έργο του, τεκμηριώνει την εμφάνιση δύο τάσεων, από την άποψη που ενδιαφέρει εδώ. «Η μια είναι ιστορική και πολιτική: το όνειρο, η αναβίωση και η διάψευση, η αναπτερωμένη ελπίδα και η ήττα στον αγώνα για μια άλλη ανθρώπινη κοινωνία. Η άλλη υπαρξιακή και φιλοσοφική: το όραμα, η ασίγαστη ανησυχία, η αναχώρηση από έναν ερειπωμένο τόπο και το ταξίδι. Η αναζήτηση μιας ευτυχίας και η φυγή προς ένα άλλο τοπίο?».
Δύο τάσεις, που συνυπάρχουν στη «Σκόνη του Χρόνου». Στην τελευταία ταινία του, όπου μετά από 125 λεπτά ανελέητης πορείας μέσα από τα ερείπια της μεταπολεμικής ιστορίας η Ελένη (η Ελλάδα, η Επανάσταση, η Ουτοπία κι όπως αλλιώς εκλαμβάνεται από τον θεατή η πρωταγωνίστρια και η εγγονή της) πετά προς τους δρόμους της αισιοδοξίας. Η Ελένη πέθανε, ζήτω η Ελένη!

«Είδα ένα κορίτσι πολύ όμορφο, ούτε καν 20 χρονών που περνούσε τον δρόμο με ένα τσιγάρο στο χέρι και έτρεμε. Εβλεπα αυτά τα μικρά βήματα, αυτού του πανέμορφου κοριτσιού κι έλεγα ότι αυτό καμιά πολιτική δεν το λύνει. Το λύνει μόνο μια παρέμβαση με έναν άλλο τρόπο, για μια οραματική σχέση με το μέλλον», διηγούνταν παραστατικά σε μια από τις τελευταίες τηλεοπτικές συνεντεύξεις του.
«Οσο αναπνέω, ελπίζω» όπως έλεγε ο ίδιος, απαντώντας σε μια συνέντευξη και στην τετριμμένη ερώτηση αν θεωρεί τον εαυτό του αισιόδοξο ή απαισιόδοξο. «Δεν είμαι πεσιμιστής, υπογράμμιζε με έμφαση στις εκδηλώσεις για τα σαραντάχρονα της κινηματογραφικής πορείας του το 2006. Δεν μου αρέσει η λέξη απογοήτευση. Η Ιστορία προχωρά υπόγεια. Πιστεύω, και το θέλω για τα παιδιά μου, ότι κάτω βαθιά υπάρχει κάτι που θα βγει. Θα φανεί. Αν στη μια μεριά της ζυγαριάς της Ιστορίας είναι η απογοήτευση, εγώ θέλω να ρίχνω το βάρος στην άλλη μεριά. Επιλέγω τη μεριά του ονείρου?». Με πυρήνα τις διαψεύσεις του παρελθόντος, του απογοητευτικού παρόντος και του θολού μέλλοντος. Κι όλα αυτά με φόντο μια πάσχουσα Αριστερά και τους ανθρώπους της, που πέφτουν συνεχώς και προσπαθούν να ξανασηκωθούν. Γκρεμίζονται, αλλά χωρίς να γράφεται ένα οριστικό και αδιαπέραστο τέλος.
Χάθηκε η πίστη σε κάτι

«Ο Αγγελόπουλος στηρίζεται στην ιστορία χωρίς να φτιάχνει μια ιστορική ταινία. Δεν γυρίζει πολιτική ταινία, αλλά γυρίζει πολιτικά την ταινία», έλεγε στην παρουσίαση της «Σκόνης του Χρόνου» η φιλόλογος Αιμιλία Καραλή
Πριν από οχτώ ακριβώς χρόνια, τον Φεβρουάριο του 2004, όταν το «Το λιβάδι που δακρύζει» παρουσιαζόταν στο Φεστιβάλ Βερολίνου, ο σκηνοθέτης μιλούσε για τον πολιτικό Αγγελόπουλο στο «Εθνος της Κυριακής». Εκεί ρητά κατέτασσε τον εαυτό του στην Αριστερά. «Τουλάχιστον συναισθηματικά», όπως έλεγε στον Ρόμπυ Εκσιέλ, υπογραμμίζοντας τη φράση σαν μια από τις αργόσυρτες σκηνές του, όπου ο θεατής καλείται να συμπληρώσει τις μεγάλες σιωπές: «Νομίζω ότι υπάρχει ένα τέλος των ιδεολογιών. Αυτή την έλλειψη την αισθάνεται η νέα γενιά. Η ιδεολογία δίνει ιστορική προοπτική και στην πολιτική και στη ζωή και στην τέχνη. Βεβαίως υπάρχουν κάποιοι που λένε ότι, ευτυχώς, τέλος, ήταν ένας ψευδής καθρέφτης. Εγώ δεν το πιστεύω. Και από την άλλη μεριά, ας μη μιλήσουμε με όρους που χρησιμοποιούν πολλοί, αλλά με πιο απλούς. Τι σημαίνει η κάθε πρόταση. Μια ιδεολογία παρασέρνει, εξυπακούεται ότι οδηγεί σε μια πίστη. Αυτό που πιστεύω ότι έχει χαθεί πια είναι η πίστη σε κάτι. Δηλαδή, πίστη στην πολιτική, στην ανθρώπινη αλληλεγγύη, σε αυτό που θα λέγαμε συλλογικό όνειρο. Αυτά που το έχουν διαδεχθεί είναι αφενός μια απογοήτευση και ένα χαμήλωμα των φτερών, αφετέρου ένας κυνισμός οποιουδήποτε τύπου. Το βλέπετε ακόμα και στην καθημερινή φρασεολογία ή διαπραγμάτευση σε όλα τα επίπεδα. Και αυτά τα οποία βγαίνουν κάθε τόσο εδώ κι εκεί στις εφημερίδες, δεν είναι τίποτε άλλο παρά κάποιες φούσκες που σκάνε για να αποκαλύψουν πως όντως τα πράγματα έχουν πέσει πολύ χαμηλά». Επέμενε στην επανίδρυση της Αριστεράς και του πολιτικού λόγου της. Προσθέτοντας ότι μ΄ αυτό δεν εννοεί απλώς «τις παρεμβάσεις ή τις διαφωνίες με την κυβέρνηση. Ο πολιτικός λόγος είναι πρόταση η οποία έχει οραματική σχέση με το μέλλον?».
Ηθελε μια Αριστερά «η οποία δεν μπορεί παρά να βγει από κάποιο σχήμα, ομάδα ή κίνημα, αλλά που να έρθει με τελείως καινούργιους όρους και γλώσσα να μιλήσει για το τώρα και το μέλλον». Στην ερώτηση αν τούτο ήταν εφικτό έδωσε μια από τις «αγαπημένες» απαντήσεις του: ΔΕΝ ΞΕΡΩ! Δεν ήξερε αν αυτό μπορούσε να γίνει σήμερα ή αύριο. «Αυτό θέλει μια ωρίμανση? Μια μετεξέλιξη ή μια κορύφωση των αντιφάσεων που υπάρχουν στη σημερινή κοινωνία». Πράγμα που θεωρούσε όχι μόνο αναγκαίο, αλλά και ευχόταν? Σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες μέχρι το τέλος του συνηγορούσε θερμά για μια τέτοια Αριστερά. Στους δρόμους της, άλλωστε, πάντα βάδιζε, αν κι όχι με κομματικούς ή εσωκομματικούς αριστερούς όρους. Με μια αντίληψη πανελλήνια, πανευρωπαϊκή και διεθνή.
Ο αγαπημένος του αυτοπροσδιορισμός
Εν πλήρει συγχύσει αριστερός
-Εσείς αισθάνεστε ακόμα αριστερός;
-Εγώ έχω πει ότι αισθάνομαι εν πλήρει συγχύσει αριστερός!
-Και πώς βλέπετε την άνοδο του Συνασπισμού (ενιαίος τότε πριν από τη διάσπαση με τη ΔΗΜΑΡ) τον τελευταίο καιρό;
-Θεωρώ θετικό ότι μπαίνουν καινούργιες φωνές στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα.
-Αν σας ζητηθεί η υποστήριξή σας, με οποιοδήποτε τρόπο, θα τη δώσετε;
-Από τη μεριά μου ναι, παρόλο που μια λίγο ριζοσπαστική αντιμετώπιση, όπως του ΝΑΡ (Νέο Αριστερό Ρεύμα), είναι πιο κοντά μου.
-Πώς κρίνετε την παρούσα κυβέρνηση (Καραμανλή);
-Κοίταξε να δεις, εγώ πιστεύω ότι υπάρχει μια απογοήτευση απ' όλους, γιατί αυτά που επαγγέλλεται η κυβέρνηση δεν πραγματοποιούνται. Μιλάω όμως γενικά για όσες κυβερνήσεις έχω ζήσει κατά τη διάρκεια της ζωής μου. Απ' όλα όσα επαγγέλλονται γίνεται ένα πολύ μικρό μέρος και πάλι κουτσό.

(Από τη συνομιλία του με τον Ορέστη Ανδρεαδάκη στο 200ό τεύχος του ΣΙΝΕΜΑ τον Μάρτιο του 2008)
Μια διαρκής παρέμβαση
Γυρίζει την ταινία «πολιτικά»
Στην παρουσίαση της «Σκόνης του Χρόνου» το 2009, παρόντος του σκηνοθέτη, η φιλόλογος Αιμιλία Καραλή (από τους συγγραφείς βιβλίου με τον τίτλο της ταινίας) παρουσίασε τον «πολιτικό» Αγγελόπουλο με ορισμένες καίριες επισημάνσεις: «Ως ιστορικός - σκηνοθέτης λειτουργεί πολιτικά. Η αισθητική του είναι πολιτική πράξη, είναι ο τρόπος της συμμετοχής του στην πόλη, στον πολιτισμό της. Ο Αγγελόπουλος στηρίζεται στην ιστορία χωρίς να φτιάχνει μια ιστορική ταινία. Δεν γυρίζει πολιτική ταινία, αλλά γυρίζει πολιτικά την ταινία. Δηλαδή εκείνο που προέχει είναι η πολιτική του συνείδηση και αυτή είναι παρούσα στην ποιητικότητα της κινηματογραφικής του γραφής... Τα θέματά του είναι εκείνα της μεγάλης τέχνης: Ο έρωτας, η πολιτική, η εμπλοκή των πρωταγωνιστών της στα μεγάλα επαναστατικά κινήματα του 20ού αιώνα και η διάψευση των προσδοκιών τους. Ολες του οι ταινίες εξάλλου είναι μια διαρκής πολιτική παρέμβαση σε μια ιστορική κίνηση που διαρκώς εξελίσσεται, μια διαρκής πολιτική πράξη...».
• «Οπως μπορέσατε κι εσείς να καταφέρετε να ανακάμψετε μετά τον πόλεμο, έτσι είναι η κατάσταση και στη χώρα μας τώρα. Μπορούμε να είμαστε ευτυχισμένοι, αρκεί να σκεφτόμαστε ότι θα περάσει. Θα πρέπει πρώτα να αλλάξουμε εμείς. Είναι μια γενική κατάσταση που αφορά όλους. Θα πρέπει να σκεφτόμαστε τον λαό. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να γίνουμε περισσότερο ανθρωπιστές». (Από την τελευταία καταγραμμένη συνέντευξή του στα Ιταλικά)
• «Παραμένω εν πλήρει συγχύσει αριστερός. Κάνω έκκληση... Η Αριστερά βλέπει τα πράγματα με έναν τρόπο που δεν δίνει λύση... Δεν είναι εύκολο. Είναι μια κατάσταση επείγοντος, μια ιστορία SOS, πρέπει να το καταλάβουμε, άρα πρέπει όλοι μαζί πια να δούμε τι μπορεί να γίνει... Και η Aριστερά και η Δεξιά...». (Από την τελευταία εμφάνιση στην τηλεόραση στην Ε. Στάη).
• «Μηνύματα δίνουν μόνο οι ταχυδρόμοι. Καμιά ταινία δεν δίνει μηνύματα. Οι ταινίες που σέβονται τον θεατή είναι γεμάτες ερωτήματα - τις περισσότερες φορές αναπάντητα. Η πραγματική λειτουργία είναι η συνάντηση δύο βλεμμάτων: του σκηνοθέτη και του θεατή... Οι θεατές που αναζητώ, είναι θεατές συνδημιουργοί την ώρα της προβολής, συνένοχοι...»
• (Από συζήτησή του εν όψει της προβολής στις ΗΠΑ της ταινίας του «Μια αιωνιότητα και μια μέρα» το 1999)
ΠΗΓΗ: Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ"