Γράφει:
ο Νίκος ΜΠΟΓΙΟΠΟΥΛΟΣ
Η ανεργία (σ.σ.: η επίσημα καταγεγραμμένη και όχι η πραγματική που είναι πολύ μεγαλύτερη) κινείται σταθερά άνω του 27%. Συγκριτικά με πέρσι έχει ανέβει κατά 15,5%. Στους νέους ηλικίας 15 έως 24 ετών η ανεργία έχει εκτιναχτεί στο 59%.
Κι όμως, χτες, ο μεν υπουργός Εργασίας Γ. Βρούτσης ισχυρίστηκε ότι «η ανεργία “πατάει φρένο” και η αγορά εργασίας δείχνει να σταθεροποιείται»(!),
ο δε υπουργός Οικονομικών Γ. Στουρνάρας υποστήριξε ότι στη χώρα «πλέον έχουν αρχίσει να εμφανίζονται θετικές τάσεις»!
Κατόπιν αυτών, η επόμενη διαπίστωση που θα κάνουν δε θα πρέπει να απέχει και πολύ από τούτη: «Με τον Ηλιο τα βάζουμε, με τον Ηλιο τα βγάζουμε, αλλά αυτά τα έρμα κάτι έχουν και ψοφάνε»…
Στην Ελλάδα το σύστημα της ταξικής τους δημοκρατίας είναι αυτό που επί χρόνια μέσα από τα ΜΜΕ των βιομηχάνων, των τραπεζιτών και των εφοπλιστών δίνει βήμα στη θεωρία τού «ένας λοχίας χρειάζεται».
Που αφού αρχικά μετέτρεψε σε «πολιτικά μεγέθη» τους θιασώτες του φασίστα Μεταξά και του «Χίτη» Γρίβα, τους υμνητές της χούντας και τους εκπροσώπους της ΕΠΕΝ του δικτάτορα Παπαδόπουλου, κατόπιν όλους αυτούς (εκ των οποίων ορισμένοι ενσωματώθηκαν κιόλας στα υπουργικά και κοινοβουλευτικά έδρανα του λεγόμενου «συνταγματικού τόξου») τους αξιοποίησε ως συγκολλητική ουσία του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ για την υπό τον τραπεζίτη Παπαδήμο «σωτηρία» του τόπου.
‘Η μήπως δεν ήταν το κόμμα του Καρατζαφέρη, ο ΛΑ.Ο.Σ, του συγκυβερνήτη δηλαδή για ένα διάστημα των κ.κ. Σαμαρά – Βενιζέλου, που το 2002 είχε στα ψηφοδέλτιά του 4 πρωτοπαλίκαρα της Χρυσής Αυγής;
Να λοιπόν ποιοι «ταΐζουν» το φίδι. Να τίνος γέννημα είναι. Να πώς ο φασισμός που γεννιέται μέσα από σπλάχνα τους, αξιοποιείται ανάλογα με τις περιστάσεις και τις ανάγκες της τάξης που τον εκτρέφει.
«Ο φασισμός είναι καπιταλισμός»
«Ο φασισμός είναι μια ιστορική φάση όπου μπήκε τώρα ο καπιταλισμός, κι έτσι είναι κάτι το καινούργιο και παλιό μαζί. Ο καπιταλισμός στις φασιστικές χώρες υπάρχει πια μονάχα σαν φασισμός κι ο φασισμός δεν μπορεί να πολεμηθεί παρά σαν καπιταλισμός στην πιο ωμή και καταπιεστική του μορφή, σαν ο πιο θρασύς κι ο πιο δόλιος καπιταλισμός.
Πώς, λοιπόν, τώρα να πει κάποιος αντίπαλος του φασισμού την αλήθεια για το φασισμό όταν δε θέλει να πει τίποτα για τον καπιταλισμό, που τον προκαλεί; Πώς να ‘χει η αλήθεια αυτή πραχτική σημασία;
Αυτοί που είναι αντίπαλοι του φασισμού χωρίς να ‘ναι αντίπαλοι του καπιταλισμού, αυτοί που παραπονιούνται για τη βαρβαρότητα που αίτια τάχα έχει τη βαρβαρότητα την ίδια, μοιάζουν μ’ ανθρώπους που θέλουν το μερτικό τους απ’ τ’ αρνί χωρίς όμως να σφαχτεί το αρνί. Θέλουν να φάνε το κρέας, να μη δουν όμως τα αίματα. Αυτοί θα ικανοποιηθούν αν ο χασάπης πλύνει τα χέρια του προτού φέρει το κρέας στο τραπέζι. Δεν είναι κατά των σχέσεων ιδιοκτησίας, που προκαλούν τη βαρβαρότητα, παρά μονάχα κατά της βαρβαρότητας, υψώνουν τη φωνή εναντίον της, κι αυτό το κάνουν από χώρες όπου κυριαρχούν οι ίδιες σχέσεις ιδιοκτησίας, όπου όμως οι χασάπηδες πλένουν ακόμα τα χέρια τους προτού φέρουν το κρέας στο τραπέζι.
Οι φωνακλάδικες διαμαρτυρίες κατά των βαρβαρικών μέτρων μπορεί να ‘ναι αποτελεσματικές για λίγο καιρό, όσο δηλαδή οι ακροατές τους πιστεύουν πως στη δικιά τους χώρα δε θα ‘ταν ποτέ δυνατό να παρθούν τέτοια μέτρα. Ορισμένες χώρες είναι σε θέση να κρατήσουν τις σχέσεις ιδιοκτησίας τους με λιγότερο βίαια για την ώρα μέσα απ’ ό,τι άλλες. Εκεί η δημοκρατία προσφέρει ακόμα τις υπηρεσίες για τις οποίες άλλες χώρες αναγκάζονται να καταφύγουν στη βία, δηλαδή την εξασφάλιση της ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Το μονοπώλιο στα εργοστάσια, στα ορυχεία, στα τσιφλίκια δημιουργεί πάντα βάρβαρες καταστάσεις σ’ αυτές τις χώρες είναι όμως λιγότερο ορατές. Η βαρβαρότητα γίνεται ορατή απ’ τη στιγμή που το μονοπώλιο δεν μπορεί πια να προστατευτεί παρά μονάχα με την ανοιχτή βία».
(Μπέρτολτ Μπρεχτ, «Πέντε δυσκολίες για να γράψει κανείς την αλήθεια»).
Αλήθεια, τόσο η δολοφονία του παλικαριού στο Κερατσίνι, όσο και η δολοφονική απόπειρα κατά των μελών του ΚΚΕ στο Πέραμα, αποτελούν ισχυρά ντοκουμέντα εκείνης της συστημικής «σοβαρότητας» που ζητούσε ο κ. Μπάμπης Παπαδημητρίου στο «Σκάι», ώστε να μετάσχει η «Χρυσή Αυγή», όπως είπε, σε ένα κυβερνητικό σχήμα «σωτηρίας» του τόπου;
1933: Αρχίζει στη Λιψία η δίκη για τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ (γερμανικό Κοινοβούλιο) που έγινε το Φλεβάρη. Κατηγορούμενοι ο Γκεόργκι Ντιμιτρόφ, ηγετικό στέλεχος του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος και της Κομμουνιστικής Διεθνούς, οι Βούλγαροι κομμουνιστές Ποπόφ και Τάνεφ και ο αρχηγός της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος στο Ράιχσταγκ, Ερνστ Τόργκλερ.
Ο γερμανικός φασισμός βγήκε ηττημένος από τη δίκη της Λιψίας. Στη διάρκειά της, οι ρόλοι αντιστράφηκαν. Η προβοκάτσια ξεσκεπάστηκε. Οι φασίστες δεν τόλμησαν να βγάλουν καταδικαστική απόφαση. Ο Ντιμιτρόφ και οι σύντροφοί του αθωώθηκαν πανηγυρικά και το Φλεβάρη του 1934 η κυβέρνηση Χίτλερ υποχρεώθηκε να τους απελευθερώσει και να τους επιτρέψει να μεταβούν στην ΕΣΣΔ.
Επρόκειτο για μια μεγάλη νίκη του κομμουνιστικού κινήματος, που έμελλε να αποτελέσει παγκόσμιο σύμβολο στον αγώνα κατά του φασισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου