Είναι κάτι που κανείς ζωντανός δεν το γνωρίζει. Το έχει δει, το έχει διαβάσει, έχει ακούσει πολλές φορές να μιλούν γι’ αυτό, αλλά δεν έχει την εμπειρία του, άρα δεν το γνωρίζει. Γνωρίζει ωστόσο με βεβαιότητα ότι κάποτε θα το γνωρίσει.
Για το θάνατο έχει πάντως μια πολύ κακή άποψη. Έχει οπωσδήποτε επηρεαστεί από όσα έχει ακούσει από τους άλλους ζωντανούς, αλλά κι αν δεν είχε ακούσει τίποτα, πάλι κακή γνώμη θα σχημάτιζε....
Κι αυτό, γιατί ο θάνατος είναι το τέλος της ζωής και ο ζωντανός δεν θέλει να πάψει να είναι ζωντανός, έτσι τον έχει φτιάξει η φύση, να θέλει να είναι ζωντανός. Και γιατί ο θάνατος των άλλων είναι μια πολύ κακή, πολύ οδυνηρή εμπειρία για τους ζωντανούς που ξέρουν ότι αποχωρίζονται για πάντα από αυτούς που πέθαναν. Τέλος, ο θάνατος πολύ σπάνια έρχεται ανώδυνα, συνήθως συνοδεύεται από τον αγώνα του σώματος να διατηρηθεί στη ζωή και από την αγωνία του ετοιμοθάνατου.
Υπάρχει και η υπαρξιακή πλευρά του θέματος: Πώς είναι δυνατόν να πάψω να υπάρχω, αφού το μόνο που μπορώ να πω με σιγουριά είναι ότι υπάρχω; Τι σημαίνει «δεν υπάρχω»; Πώς γίνεται να συνεχίσει αυτός ο κόσμος να υπάρχει χωρίς εμένα, αφού αυτός ο κόσμος υπάρχει από τη στιγμή που απόχτησα εγώ συνείδηση της ύπαρξής μου; Όταν πεθάνω, θα πεθάνει μαζί μου και ο κόσμος.
Ακούγεται παράλογο, αλλά δεν είναι. Επειδή ο κόσμος που αντιλαμβανόμαστε είναι ο κόσμος που υπάρχει μέσα στον εγκέφαλό μας και δεν είναι ακριβώς ο ίδιος με τον κόσμο που έχει στον εγκέφαλό του ο διπλανός μας. Μοιάζουν βέβαια σε πολλά σημεία, αλλά δεν είναι ίδιοι.
Υπάρχουν δηλαδή τόσοι κόσμοι, όσοι και εγκέφαλοι. Θα έλεγα ότι αυτό επεκτείνεται και σε κάθε ζώντα οργανισμό. Επειδή μια γάτα παραδείγματος χάριν που ζει ελεύθερη σε ένα χωριό έχει μια αντίληψη του κόσμου διαφορετική από μια γάτα που ζει κλεισμένη σε ένα αστικό διαμέρισμα.
Ο θάνατος λοιπόν ο δικός μας σημαίνει και το τέλος του δικού μας κόσμου.
Σκέφτομαι καμιά φορά κάποιες λεπτομέρειες από το παρελθόν μου που είναι εγγεγραμμένες μόνο στον δικό μου εγκέφαλο. Θυμάμαι ας πούμε μια σκηνή από τα παιδικά μου χρόνια: οι γονείς μου κι εγώ καθόμαστε στην κουζίνα, η μητέρα μου πλένει κάτι στο νεροχύτη και ο πατέρας μου από την άλλη μεριά διαβάζει την εφημερίδα του. Εγώ παίζω με την καρέκλα που κάθομαι και κάποια στιγμή η καρέκλα γέρνει επικίνδυνα και ετοιμάζομαι να βροντηχτώ κάτω στα πλακάκια. Οι γονείς μου ορμούν και οι δύο, ο καθένας από άλλη γωνία, και αρπάζουν την καρέκλα. Έτσι δεν πέφτω.
Είναι ένα ασήμαντο περιστατικό αυτό που όμως καταγράφηκε στο μυαλό των γονιών μου και στο δικό μου. Οι γονείς μου τώρα πια έχουν πεθάνει, άρα μόνο εγώ συντηρώ αυτό το μικρό γεγονός στη μνήμη μου. Όταν πεθάνω, το γεγονός αυτό θα χαθεί για πάντα μαζί με ολόκληρο τον κόσμο μου. Βέβαια τώρα που το αναφέρω δημόσια, μάλλον θα συνεχίσει να υπάρχει, αλλά πλήθος άλλες λεπτομέρειες του κόσμου μου που κανείς άλλος εκτός από μένα δεν τις γνωρίζει, θα χαθούν για πάντα, όταν φύγω από τη ζωή.
Το ίδιο ισχύει για όλους μας. Αμέτρητα περιστατικά χάνονται συνέχεια, όσο οι άνθρωποι πεθαίνουν και μαζί τους πεθαίνει και η μνήμη τους. Αμέτρητοι κόσμοι χάνονται κάθε μέρα.
Το θάνατο τον βλέπουμε καθημερινά μπροστά μας. Μια βόλτα από το σουπερμάρκετ της γειτονιάς μας είναι αρκετή για να έρθουμε σε επαφή με πολλά πτώματα πλασμάτων που κάποτε ήταν ζωντανά και είχαν στο μικρό τους εγκέφαλο ένα μοντέλο του δικού τους κόσμου.
Φυσικά δεν στεκόμαστε να φιλοσοφήσουμε πάνω από μια φέτα σολομού ή πάνω από ένα αρνίσιο παϊδάκι. Αλλά πριν λίγες μέρες ο σολομός αυτός κολυμπούσε στο νερό και έβλεπε το δικό του κόσμο με τα ψαρίσια του μάτια. Και το αρνάκι ήταν ζωντανό, κάπου έβοσκε και έβλεπε τον ήλιο και το πράσινο χορτάρι. Τρώγοντας εμείς κατόπιν το σολομό ή το αρνάκι, τρώμε συγχρόνως και ένα κόσμο που σχηματίστηκε στο ατελές μυαλό τους και έσβησε με το θάνατό τους.
Τι είναι ο θάνατος;
Είναι το τέλος ενός ιδιωτικού κόσμου.
Γι’ αυτό δεν τον θέλουμε. Δεν τον θέλουμε και για τους λόγους που αναφέραμε πιο πάνω, αλλά και γιατί, όταν πεθάνουμε, θα πεθάνει μαζί μας και ένας ολόκληρος κόσμος, ο δικός μας κόσμος.
Για το θάνατο έχει πάντως μια πολύ κακή άποψη. Έχει οπωσδήποτε επηρεαστεί από όσα έχει ακούσει από τους άλλους ζωντανούς, αλλά κι αν δεν είχε ακούσει τίποτα, πάλι κακή γνώμη θα σχημάτιζε....
Κι αυτό, γιατί ο θάνατος είναι το τέλος της ζωής και ο ζωντανός δεν θέλει να πάψει να είναι ζωντανός, έτσι τον έχει φτιάξει η φύση, να θέλει να είναι ζωντανός. Και γιατί ο θάνατος των άλλων είναι μια πολύ κακή, πολύ οδυνηρή εμπειρία για τους ζωντανούς που ξέρουν ότι αποχωρίζονται για πάντα από αυτούς που πέθαναν. Τέλος, ο θάνατος πολύ σπάνια έρχεται ανώδυνα, συνήθως συνοδεύεται από τον αγώνα του σώματος να διατηρηθεί στη ζωή και από την αγωνία του ετοιμοθάνατου.
Υπάρχει και η υπαρξιακή πλευρά του θέματος: Πώς είναι δυνατόν να πάψω να υπάρχω, αφού το μόνο που μπορώ να πω με σιγουριά είναι ότι υπάρχω; Τι σημαίνει «δεν υπάρχω»; Πώς γίνεται να συνεχίσει αυτός ο κόσμος να υπάρχει χωρίς εμένα, αφού αυτός ο κόσμος υπάρχει από τη στιγμή που απόχτησα εγώ συνείδηση της ύπαρξής μου; Όταν πεθάνω, θα πεθάνει μαζί μου και ο κόσμος.
Ακούγεται παράλογο, αλλά δεν είναι. Επειδή ο κόσμος που αντιλαμβανόμαστε είναι ο κόσμος που υπάρχει μέσα στον εγκέφαλό μας και δεν είναι ακριβώς ο ίδιος με τον κόσμο που έχει στον εγκέφαλό του ο διπλανός μας. Μοιάζουν βέβαια σε πολλά σημεία, αλλά δεν είναι ίδιοι.
Υπάρχουν δηλαδή τόσοι κόσμοι, όσοι και εγκέφαλοι. Θα έλεγα ότι αυτό επεκτείνεται και σε κάθε ζώντα οργανισμό. Επειδή μια γάτα παραδείγματος χάριν που ζει ελεύθερη σε ένα χωριό έχει μια αντίληψη του κόσμου διαφορετική από μια γάτα που ζει κλεισμένη σε ένα αστικό διαμέρισμα.
Ο θάνατος λοιπόν ο δικός μας σημαίνει και το τέλος του δικού μας κόσμου.
Σκέφτομαι καμιά φορά κάποιες λεπτομέρειες από το παρελθόν μου που είναι εγγεγραμμένες μόνο στον δικό μου εγκέφαλο. Θυμάμαι ας πούμε μια σκηνή από τα παιδικά μου χρόνια: οι γονείς μου κι εγώ καθόμαστε στην κουζίνα, η μητέρα μου πλένει κάτι στο νεροχύτη και ο πατέρας μου από την άλλη μεριά διαβάζει την εφημερίδα του. Εγώ παίζω με την καρέκλα που κάθομαι και κάποια στιγμή η καρέκλα γέρνει επικίνδυνα και ετοιμάζομαι να βροντηχτώ κάτω στα πλακάκια. Οι γονείς μου ορμούν και οι δύο, ο καθένας από άλλη γωνία, και αρπάζουν την καρέκλα. Έτσι δεν πέφτω.
Είναι ένα ασήμαντο περιστατικό αυτό που όμως καταγράφηκε στο μυαλό των γονιών μου και στο δικό μου. Οι γονείς μου τώρα πια έχουν πεθάνει, άρα μόνο εγώ συντηρώ αυτό το μικρό γεγονός στη μνήμη μου. Όταν πεθάνω, το γεγονός αυτό θα χαθεί για πάντα μαζί με ολόκληρο τον κόσμο μου. Βέβαια τώρα που το αναφέρω δημόσια, μάλλον θα συνεχίσει να υπάρχει, αλλά πλήθος άλλες λεπτομέρειες του κόσμου μου που κανείς άλλος εκτός από μένα δεν τις γνωρίζει, θα χαθούν για πάντα, όταν φύγω από τη ζωή.
Το ίδιο ισχύει για όλους μας. Αμέτρητα περιστατικά χάνονται συνέχεια, όσο οι άνθρωποι πεθαίνουν και μαζί τους πεθαίνει και η μνήμη τους. Αμέτρητοι κόσμοι χάνονται κάθε μέρα.
Το θάνατο τον βλέπουμε καθημερινά μπροστά μας. Μια βόλτα από το σουπερμάρκετ της γειτονιάς μας είναι αρκετή για να έρθουμε σε επαφή με πολλά πτώματα πλασμάτων που κάποτε ήταν ζωντανά και είχαν στο μικρό τους εγκέφαλο ένα μοντέλο του δικού τους κόσμου.
Φυσικά δεν στεκόμαστε να φιλοσοφήσουμε πάνω από μια φέτα σολομού ή πάνω από ένα αρνίσιο παϊδάκι. Αλλά πριν λίγες μέρες ο σολομός αυτός κολυμπούσε στο νερό και έβλεπε το δικό του κόσμο με τα ψαρίσια του μάτια. Και το αρνάκι ήταν ζωντανό, κάπου έβοσκε και έβλεπε τον ήλιο και το πράσινο χορτάρι. Τρώγοντας εμείς κατόπιν το σολομό ή το αρνάκι, τρώμε συγχρόνως και ένα κόσμο που σχηματίστηκε στο ατελές μυαλό τους και έσβησε με το θάνατό τους.
Τι είναι ο θάνατος;
Είναι το τέλος ενός ιδιωτικού κόσμου.
Γι’ αυτό δεν τον θέλουμε. Δεν τον θέλουμε και για τους λόγους που αναφέραμε πιο πάνω, αλλά και γιατί, όταν πεθάνουμε, θα πεθάνει μαζί μας και ένας ολόκληρος κόσμος, ο δικός μας κόσμος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου