Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2025

Η ενσωμάτωση της Θεσσαλίας και η έλευση των νέων τσιφλικάδων

HotDoc.History:


Εξαγορά οθωμανικών κτημάτων από Έλληνες του εξωτερικού, τραπεζίτες και μεγαλέμπορους, με απαγόρευση εθνικοποίησης. Ένα ιδιότυπο υβρίδιο καπιταλιστικών και φεουδαρχικών σχέσεων.

Αντώνης Α. Αντωνίου

Οι ομογενείς επιχειρηματίες με τις αγορές των θεσσαλικών χωριών βρήκαν μια επιχειρηματική ευκαιρία επένδυσης αλλά και πολιτικής παρέμβασης. Το τσιφλίκι της οικογένειας Βλιτσάκη στη Βάνιαρη Καρδίτσας με τους ιδιοκτήτες και τους επιστάτες τους. Σε δεύτερο πλάνο η «επιστασία», η διαμονή του τσιφλικά και μπροστά τα χαμηλά κτίσματα όπου κατοικούσαν οι κολίγοι, οι «σαρτάρες». (Αρχείο Μαρούλας Κλιάφα)



Η ένταξη της Ηπειροθεσσαλίας το 1881 στο νεοελληνικό κράτος σήμανε και την ένταξη μεγάλων πεδινών εκτάσεων όπου κυριαρχούσε η μεγάλη γαιοκτησία. Στις νέες περιοχές η μεγάλη ιδιοκτησία με τη μορφή του τσιφλικιού, μιας αναχρονιστικής οικονομικής και κοινωνικής δομής, κατείχε το 75% του καλλιεργούμενου εδάφους. Η σύμβαση προσάρτησης προέβλεπε την απαγόρευση εθνικοποίησης των γαιών από το ελληνικό κράτος και διασφάλιζε τα δικαιώματα των Οθωμανών κυρίων της γης. Οι ομογενείς επιχειρηματίες, στις περισσότερες των περιπτώσεων, βρήκαν στις αγορές των θεσσαλικών χωριών μια επιχειρηματική ευκαιρία επένδυσης σε σταθερή αξία σε γη. Αγόρασαν φθηνά και απαλλάχτηκαν από την τουρκική λίρα, ένα νόμισμα μειωμένης αξίας σε σχέση με τα ευρωπαϊκά. Οι αγορές αυτές είχαν μικρή σχέση με τις ως τότε επιχειρήσεις τους. Συνήθως διέβλεπαν στο τσιφλίκι τη δημιουργία ενός καταπιστεύματος, το οποίο θα αύξανε το κύρος τους και θα τους συνέδεε με τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα της Ελλάδας. Η ύπαρξη των τσιφλικιών στο γονιμότερο κομμάτι της θεσσαλικής γης και η δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης για τη μη εθνικοποίησή τους έβαζε φραγμό στη δυνατότητα παραγωγικότερης διάρθρωσης του πρωτογενούς τομέα.

Η αγορά τσιφλικιών από τους Έλληνες της διασποράς μετάλλαξε τον προκαπιταλιστικό θύλακα της Θεσσαλίας, ο οποίος συνέχιζε να λειτουργεί και συνάμα να συνδέεται με την παγκόσμια οικονομία στο πλαίσιο της εξαγωγής, κυρίως, ανεπεξέργαστων αγροτικών προϊόντων. Ορισμένοι νέοι μεγάλοι γαιοκτήμονες συγκέντρωσαν τεράστιες εκτάσεις γης. Ήταν ήδη ενταγμένοι στις επιχειρηματικές δραστηριότητες της εποχής τους όντας οι ίδιοι τραπεζίτες ή μεγαλέμποροι με ευρωπαϊκό ή πολυεθνικό φάσμα δραστηριότητας. Παρακολουθούσαν το τσιφλίκι τους ως μια δευτερεύουσας σημασίας δραστηριότητα και από απόσταση. Πλέον οι μεγάλοι γαιοκτήμονες μετείχαν στα κυρίαρχα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας και τους δίνονταν πολλαπλές δυνατότητες για συμμετοχή στην κεντρική εξουσία και την απολαβή πολλαπλών ωφελημάτων από τη νομή της εξουσίας και την άσκηση πιέσεων.

Οι βουλευτές-μεγαλοϊδιοκτήτες και οι συνεργάτες τους στις πρώτες κινήσεις τους, στις οποίες αποδεικνύεται η πολιτική ισχύς τους, πέτυχαν την κατάργηση της δεκάτης και αντέδρασαν στην επιβολή άλλου εγγείου φόρου με αποτέλεσμα η μεγάλη γαιοκτησία να παραμένει αφορολόγητη. Οι φόροι που αντικατέστησαν τη δεκάτη επιβάρυναν κοινωνικά στρώματα με μικρότερη φοροδοτική ικανότητα. Αμέσως μετά την ένταξη της Ηπειροθεσσαλίας στην Ελλάδα εμφανίστηκαν και οι πρώτες αμφισβητήσεις των δικαιωμάτων των τσιφλικάδων. Οι όποιες αντιστάσεις καταπνίγηκαν με την ισχύ του κρατικού μηχανισμού. Συγκρότησαν μια έμπειρη πολιτικά και μεγάλης ισχύος κοινωνική ομάδα και κυριάρχησαν τουλάχιστον κατά τον ύστερο 19ο αιώνα στη θεσσαλική και την κεντρική πολιτική σκηνή, είχαν σημαντική παρουσία στο ελληνικό κοινοβούλιο, ισχυρότατα ερείσματα στις εκάστοτε κυβερνήσεις και στο παλάτι και με ποικίλους χειρισμούς απέτρεπαν οποιαδήποτε ενέργεια αποτελούσε κίνδυνο για τα συμφέροντά τους.



Μεγάλοι Έλληνες κεφαλαιούχοι του εξωτερικού δεν άφησαν ανεκμετάλλευτη την ευκαιρία απόκτησης γης σε χαμηλές τιμές. Πάνω: Ανδρέας Συγγρός, Κωνσταντίνος Καραπάνος, Γεώργιος Ζαρίφης, Παναγιώτης Τοπάλης. Κάτω: Ο Παύλος Στεφάνοβικ-Σκυλίτσης έδωσε αντί συμβολικού τιμήματος τα τσιφλίκια του και ο Κωνσταντίνος Ζάππας τα διέθεσε δωρεάν στο κράτος ώστε να διανεμηθούν στους ακτήμονες. Ο Χρηστάκης Ζωγράφος επεκτάθηκε και στη δευτερογενή παραγωγή ενώ ο Γεώργιος Αγαθοκλής δημιούργησε και βιομηχανία στη Στυλίδα

Η κυβέρνηση Τρικούπη και οι άλλες κυβερνήσεις της εποχής έχουν κατηγορηθεί γιατί η ταχτική τους οδήγησε στην ενίσχυση των δικαιωμάτων των μεγάλων ιδιοκτητών σε βάρος των κολίγων. Η αναγνώριση του δικαιώματος πλήρους ιδιοκτησίας στους τσιφλικάδες, με βάση πλέον το ρωμαϊκό δίκαιο και όχι το οθωμανικό, εντάσσεται και στη φιλελεύθερη ατμόσφαιρα του 19ου αιώνα. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα υπήρξε έντονη η χειροτέρευση της ζωής των γεωργών, που κατά την περίοδο των μεγάλων αγροτικών κινητοποιήσεων του 1910 ο Δημήτρης Μπούσδρας είχε δώσει μάχη σε συνέλευση του Πεδινού Γεωργικού Συνδέσμου για να περάσει το αίτημα της απαλλοτρίωσης αφού μεγάλη μερίδα χωρικών επιζητούσε επιστροφή στις συνθήκες της τουρκοκρατίας. Η στάση αυτή των κυβερνήσεων Τρικούπη, αλλά και γενικότερα των ελληνικών κυβερνήσεων, πρέπει να είχε σχέση όχι μόνο με την ισχυρή παρουσία των τσιφλικάδων στην πολιτική σκηνή της χώρας, αλλά και με την επιρροή που ασκούσε το βρετανικό πρότυπο, που στηριζόταν στη μεγάλη αγροτική ιδιοκτησία, στην ελληνική αστική τάξη τόσο στην Ελλάδα όσο και στον παροικιακό ελληνισμό.

Ένας εξωοικονομικός παράγοντας που ενίσχυσε τη μεγάλη αγροτική γαιοκτησία υπήρξε η μαζική αναχώρηση των αγροτών μουσουλμάνων μικροϊδιοκτητών γης από τα χωριά τους λόγω της ένωσης της Θεσσαλίας με την Ελλάδα. Τα Κονιαροχώρια, όπως λέγονταν τα μουσουλμανικά χωριά, διακρίνονταν για την ποικιλία της παραγωγής και την ευημερία των κατοίκων. Η αποχώρηση αυτή έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης από Έλληνες κεφαλαιούχους που αγόρασαν ολόκληρα χωριά μετατρέποντάς τα σε τσιφλίκια. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε στην αύξηση του αριθμού των τσιφλικιών σε βάρος των μικροϊδιοκτητών και στην όξυνση του αγροτικού ζητήματος αφού στους παλιούς κολίγους προστέθηκαν καινούργιοι. Σχεδόν το σύνολο των Κονιάρων είχε πουλήσει τις ιδιοκτησίες του και είχε αναχωρήσει πριν από το τέλος του 1884.

Έλληνες μεγαλοϊδιοκτήτες στη θέση των Οθωμανών

Η εισροή των Ελλήνων επιχειρηματιών της διασποράς οδήγησε σε συγκέντρωση της γης ανάλογη με αυτή που πέτυχαν οι μεγαλύτεροι από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες. Τα τσιφλίκια ορισμένων από αυτούς αποτελούνταν από μεγάλο αριθμό χωριών. Μερικοί από τους μεγαλύτερους τσιφλικάδες είχαν διαφορετική οπτική που έδινε έμφαση σε εθνικούς, φιλανθρωπικούς και εκσυγχρονιστικούς στόχους. Ο ευεργέτης Παύλος Στεφάνοβικ-Σκυλίτσης έδωσε αντί συμβολικού τιμήματος τα τσιφλίκια του στην Ελλάδα και ο Κωνσταντίνος Ζάππας τα διέθεσε δωρεάν στο κράτος ώστε να διανεμηθούν στους ακτήμονες. Στις αρχές του 20ού αιώνα χάρις κυρίως στις ανωτέρω δωρεές το ελληνικό κράτος είχε μετατραπεί σε κορυφαίο γαιοκτήμονα. Στελέχη της πολιτικής σκηνής διηύθυναν την επιτροπή διαχείρισης των Ζαππείων κτημάτων και το Θεσσαλικό Γεωργικό Ταμείο επεκτείνοντας τις πελατειακές σχέσεις στην ύπαιθρο.



Στις «μισιακάρικες» συμφωνίες ο κολίγος απέδιδε στον τσιφλικά το μισό της συγκομιδής. Κολίγοι και επιστάτες στο κτήμα του Ζωγράφου

Η επέκταση στη Θεσσαλία του Γεώργιου Χρηστάκη Ζωγράφου και της οικογένειας Αγαθοκλή δεν ήταν της ίδιας κατηγορίας με τις επενδύσεις των ομογενών κτηματιών, που είχαν τη μορφή καταπιστεύματος. Η αγορά των κτημάτων στη Θεσσαλία από την οικογένεια Αγαθοκλή δεν αποτέλεσε τυχαίο στόχο. Ήταν άριστα και οργανικά συναρμοσμένη με τις επιχειρηματικές πρακτικές τους. Επέκτεινε κάθετα τη βιομηχανική τους επιχείρηση, αφού της εξασφάλιζε φθηνές, κοντινές και ελεγχόμενης ποιότητας πρώτες ύλες αλλά και καταναλωτές για τα εμπορικά και βιομηχανικά προϊόντα τους. Οι επενδύσεις τους ήταν μια επέκταση και βελτίωση των επιχειρήσεών τους λειτουργικά συνδεδεμένη με τις μέχρι τότε δράσεις τους. Επεδίωξαν την καθετοποίηση, γεγονός που φαίνεται να τους έδωσε σημαντική ώθηση.

Η οικογένεια Αγαθοκλή πραγματοποίησε με ιδιαίτερη επιτυχία τη σύνδεση της μεγάλης αγροτικής ιδιοκτησίας με τον δευτερογενή τομέα παραγωγής και μάλιστα με εργοστάσια επεξεργασίας αγροτικών προϊόντων. Σαφώς πιο μεγαλόπνοο αλλά πολύ λιγότερο επιτυχημένο στον τομέα της δευτερογενούς παραγωγής ήταν το εγχείρημα του Γ. Ζωγράφου που υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους τσιφλικάδες. Αγόρασε πολλά γειτονικά χωριά και δημιούργησε τεράστια ιδιόκτητη περιοχή στα σύνορα των νομών Τρικάλων – Καρδίτσας, την οποία ονόμασε Ζωγραφία. Επεδίωξε να αναπτύξει βιομηχανικά την περιοχή με την ίδρυση και λειτουργία ζαχαρουργείου στη Λαζαρίνα και ενέταξε τα τσιφλίκια του στην παραγωγή πρώτης ύλης (ζαχαρότευτλα) για το ζαχαρουργείο.

Τα έσοδα του κύριου όγκου των τσιφλικιών προερχόταν από τη γεωργία, την κτηνοτροφία, τα τυχόν υπάρχοντα λατομεία, την εκμετάλλευση των δασών, την ενοικίαση και λειτουργία καταστημάτων, αλλά και την επεξεργασία αγροτικών προϊόντων, η οποία στις περισσότερες των περιπτώσεων υπήρξε στοιχειώδης, όπως αυτή που γινόταν στους νερόμυλους. Ο κύριος όγκος των εσόδων φαίνεται να προερχόταν στις περισσότερες των περιπτώσεων από την γεωργία.
Η οικονομική λειτουργία του τσιφλικιού

Το τσιφλίκι διέθετε τη δική του διοικητική και διαχειριστική δομή. Στην κοινωνική ομάδα των καλλιεργητών αλλά και συνολικά στην τοπική κοινωνία επικάθησε η κοινωνική ομάδα των μεγαλοϊδιοκτητών αλλά και των υπαλλήλων τους. Οι τσιφλικάδες και το διοικητικό προσωπικό συνήθως δεν ήταν ντόπιοι, με αποτέλεσμα σε μια κοινωνία η οποία βασιζόταν στη διατήρηση του προσωπικού κύρους να αναπτυχθεί και μάλιστα με οξύτητα η αντίθεση ξένου – ντόπιου. Ο επιστάτης εκπροσωπούσε τον συνήθως απόντα ιδιοκτήτη. Ήταν συνήθως πληρεξούσιος του ιδιοκτήτη και επικεφαλής του όλου μηχανισμού. Επιφορτιζόταν με την εκπροσώπηση απέναντι στις αρχές και σε τρίτους, είχε καθήκοντα επίβλεψης των εργασιών, διαφύλαξης περιουσίας και διαπραγμάτευσης. Γενικά θα μπορούσε βάσιμα να συναχθεί ότι είχε μια ελεγχόμενη δικαιοδοσία, και μάλιστα στα σημεία ενεργείας του στα οποία η δράση του θα μπορούσε να δημιουργήσει μείωση εσόδων του ιδιοκτήτη.

Οι συμφωνίες ιδιοκτητών και επίμορτων καλλιεργητών για τη διανομή της παραγωγής μπορούν να διαιρεθούν σε δύο κύριες κατηγορίες:

1. Στις μισιακάρικες συμφωνίες όπου ο κολίγος απέδιδε το μισό της παραγωγής των καρπών. Σε αυτή την περίπτωση, ο εξοπλισμός και τα ζώα ανήκαν συνήθως στον ιδιοκτήτη. Ο κολίγος προσέφερε κυρίως την οικογενειακή του εργασία.

2. Στις τριτάρικες συμφωνίες όπου ο αγρολήπτης απέδιδε το ένα τρίτο της παραγωγής δημητριακών καρπών. Τότε ο καλλιεργητής φαίνεται να προσέφερε την οικογενειακή του εργασία και επιπλέον κυρίως τους σπόρους, την εργασία και τα βόδια για το όργωμα.

Στο τριτάρικο σύστημα ο φόρος των ζώων που χρησιμοποιούνταν για όργωμα συνήθως επιβάρυνε κατά τα δύο τρίτα τον γεωργό και κατά το ένα τρίτο τον ιδιοκτήτη. Η ίδια ρύθμιση γίνεται και για λοιπές αμοιβές όπως η αμοιβή του αγροφύλακα και του χαλκωματά. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι τσιφλικάδες βρίσκονταν σε θέση ικανή ώστε να επιβαρύνουν αποκλειστικά τους κολίγους με τη φορολογία των ζώων για όργωμα. Καταστρατήγηση των συμφωνηθέντων έφερνε συγκρούσεις των δύο πλευρών και επεμβάσεις της αστυνομίας.

Ο καλλιεργητής είχε το δικαίωμα να βόσκει τα προς συντήρηση της οικογενείας του μικρά και μεγάλα ζώα. Όμως ο αριθμός των ζώων που είχαν δικαίωμα ελεύθερης βοσκής ήταν περιορισμένος και η κοπή χόρτου γινόταν μεν δωρεάν αλλά ο κολίγος ήταν υποχρεωμένος να παραδίδει ποσοστό από το κοπτόμενο χόρτο στη χορταποθήκη του τσιφλικά χωρίς αμοιβή.

Καίριο σημείο και μάλιστα σημείο τριβής στις σχέσεις μεταξύ των δύο πλευρών ήταν η διανομή του προϊόντος της ετήσιας συνήθως παραγωγής. Με αυτό τον τρόπο καθοριζόταν σε μεγάλο βαθμό το ύψος των εισοδημάτων της κάθε πλευράς και όταν απέβαινε ληστρικά δυσμενής σε βάρος των καλλιεργητών, οδηγούσε σε προστριβές και σε μειωμένη παραγωγικότητα. Η δυσαρέσκεια των ακτημόνων γεωργών για την ιδιαίτερα δυσμενή γι’ αυτούς διανομή των εσόδων της παραγωγής και το ασφυκτικό καθεστώς πιέσεων που τους επιβαλλόταν οφειλόταν και σε πλήθος άλλες επιβαρύνσεις και καταπιέσεις όπως το ενοίκιο για τη βόσκηση ζώων, την ιδιοποίηση από τη διοίκηση του τσιφλικιού οικόσιτων πτηνών και αρνιών, αυγών, τυριού βουτύρου, κηπευτικών, καυσόξυλων, χόρτου και άχυρου, τις αγγαρείες και τις σεξουαλικές καταχρήσεις σε βάρος των οικογενειών των κολίγων.

Οι βαναυσότητες έφταναν και στην παρεμπόδιση εργασιών που διευκόλυναν τη ζωή των κολίγων όπως η αποξήρανση της κοπριάς που χρησιμοποιούνταν ως καύσιμο. Απαγορευόταν η βελτίωση των σπιτιών που τους παραχωρούνταν και η δενδροφύτευση για να μη δημιουργηθούν δικαιώματα ιδιοκτησίας. Απαγορευόταν η καλλιέργεια άλλης γης από τη γη του ιδιοκτήτη και η απομάκρυνση από το χωριό χωρίς άδεια του επιστάτη. Η κολιγική σχέση ήταν περιορισμένης χρονικής διάρκειας. Σε αυτήν τη σχέση δεσμευόταν όχι μόνον η προσωπική εργασία του κολίγου αλλά όλη η εργατική δύναμη της οικογένειάς του, προφανώς χωρίς εξαίρεση των ανήλικων μελών. Μάλιστα η εργασία της οικογένειας ήταν τόσο καθοριστική, ώστε ο κολίγος απειλούνταν με έξωση και για τη μειωμένη παραγωγικότητα όχι του ίδιου αλλά της λοιπής οικογένειάς του. Η γη που καλλιεργούσε ο κολίγος επιλεγόταν από τον ιδιοκτήτη. Τα έξοδα της καλλιέργειας επιβάρυναν κυρίως τον καλλιεργητή. Η παράδοση του μεριδίου του ιδιοκτήτη από την καλλιέργεια των δημητριακών καρπών έπρεπε να γίνεται αμέσως μετά τον αλωνισμό και την ετήσια εκκαθάριση κάθε είδους και ο κολίγος να μεταφέρει τους καρπούς χωρίς πληρωμή στην αποθήκη του τσιφλικά στο χωριό. Όλη η διαδικασία έπρεπε να γίνεται με την παρουσία εκπροσώπου του ιδιοκτήτη ή του ίδιου και οι έλεγχοι γινόταν σε καθημερινή βάση.

Ο γαιοκτήμονας κατέβαλε τον σπόρο και τον αφαιρούσε μετά τη διανομή των καρπών. Ο κολίγος στην περίπτωση που παραλάμβανε σπόρο έπρεπε να τον σπείρει, αλλιώς κινδύνευε να κατηγορηθεί για υπεξαίρεση και έπρεπε να τον επιστρέψει με την αμέσως επερχόμενη σοδειά. Στην περίπτωση που δεν καλλιεργούσε τα κτήματα υποχρεούνταν να δώσει αποζημίωση. Το φόβητρο που επέσειε ο ιδιοκτήτης ήταν η έξωση, η οποία μπορούσε να πραγματοποιηθεί οποιαδήποτε εποχή του έτους χωρίς αποζημίωση. Επιπλέον προβλέπονταν σε συμβόλαια ποινικές ρήτρες σε βάρος των κολίγων που δεν τηρούσαν τους όρους της συμφωνίας, αποζημιώσεις και τόκοι για τυχόν καθυστερήσεις, και όλα αυτά πάντοτε υπέρ του ιδιοκτήτη. Οι κολίγοι ήταν υποχρεωμένοι να παραλάβουν για κατοικία τους εκείνα τα σπίτια που θα τους υποδείκνυε ο ιδιοκτήτης και να τα συντηρούν. Απαγορευόταν επίσης σε αυτόν και στην οικογένειά του η άσκηση άλλης, γεωργικής ή μη, εργασίας εκτός αυτής που του έχει ανατεθεί εντός του κτήματος.


Ο κολίγος είχε δικαίωμα να βόσκει τα προς συντήρηση της οικογενείας του μικρά και μεγάλα, έπρεπε όμως να πληρώνει ενοίκιο

Ορισμένες φορές μάλιστα απαιτούνταν η παροχή εγγυήσεων από τους αγροφύλακες για την ανάληψη της εργασίας τους ώστε να είναι και αυτοί αλλά και οι εγγυητές πιεστικά προσδεμένοι στα συμφέροντα των τσιφλικάδων. Οι κολίγοι ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν και ένα ποσό για την πληρωμή της αγροφυλακής.

Στα λιβάδια του τσιφλικιού ο κολίγος είχε και ανταγωνιστές τους νομάδες κτηνοτρόφους. Οι νομάδες κτηνοτρόφοι που ξεχειμώνιαζαν στα θεσσαλικά τσιφλίκια αποτελούνταν κυρίως από τις φυλές των Σαρακατσαναίων και των Βλάχων. Κατά τον ύστερο 19ο αιώνα στη Θεσσαλία ήταν παρόντες και Αλβανοί είτε ως βοσκοί είτε ως εργάτες γης. Οι βοσκοί ένιωθαν ότι η κάθε είδους κατάργηση της οικονομικής μονάδας του τσιφλικιού θα συνοδευόταν από στέρησή τους από τη βοσκήσιμη γη είτε με την επέκταση της γεωργικής γης σε βάρος των λιβαδιών είτε με την ανάπτυξη κοπαδιών από τους νέους ιδιοκτήτες. Αυτή την πιθανότητα της αποστέρησής τους από τα λιβάδια εκμεταλλεύτηκαν οι τσιφλικάδες και ανέπτυξαν μια εκτεταμένη συνεργασία με τους νομάδες βοσκούς των κτημάτων τους ενάντια στις απαιτήσεις των καλλιεργητών της γης.

Αποτέλεσμα αυτών των σχέσεων υπερεκμετάλλευσης υπήρξε και η υπερχρέωση των κολίγων οι οποίοι έπεφταν συχνά θύματα της τοκογλυφίας λόγω και της σπανιότητας του χρήματος στην ελληνική ύπαιθρο.
Οι κατοικίες των κολίγων

Το επίπεδο διαβίωσης των κολίγων φαίνεται ιδιαίτερα από τις κατοικίες τους. Στην πεδινή Θεσσαλία τα σπίτια τους ήταν πλινθόκτιστα και μπορούμε να τα χωρίσουμε σε δύο τύπους: Αυτά στα οποία έμεναν πάνω από μία οικογένειες τα οποία ήταν μεγαλύτερα και πιο περίπλοκα δομημένα και στα απλούστερα και μικρότερα στα οποία μάλλον έμενε μια ευρεία οικογένεια. Τα πιο σύνθετα σπίτια μπορεί να είχαν μέχρι και 11 δωμάτια. Πρόκειται για τον τύπο της σαρτάρας. Όλα τα σπίτια ήταν πλινθόκτιστα και στις περισσότερες περιπτώσεις είχαν ενιαία σκεπή με κεραμίδια. Η σκεπή ήταν συνήθως σε άθλια κατάσταση και περνούσαν μέσα στο σπίτι η βροχή και το χιόνι. Στην είσοδο υπήρχε χαγιάτι. Τα δωμάτια φωτίζονταν από παράθυρα ή φεγγίτες. Τα παράθυρα μερικές φορές είχαν παντζούρια και πολύ σπάνια τζάμια. Τα δωμάτια δεν διέθεταν πάτωμα και ταβάνι. Σπανίως όμως υπήρχε κάποιο μεμονωμένο δωμάτιο με πάτωμα και ταβάνι. Δεν είχαν όλα τα δωμάτια εστίες και οι περισσότερες ήταν χωρίς καπνοδόχο. Τα σπίτια είχαν εκτεταμένα προαύλια. Συνήθως στα προαύλια υπήρχε πηγάδι με γλυφό νερό και καλύβες οι οποίες ήταν κατασκευασμένες με βέργες και η σκεπή τους αντί για κεραμίδια είχε χόρτα και χρησίμευαν για αποθήκευση του κάρου και των εργαλείων.

Οι πόρτες των σπιτιών συνήθως είχαν ύψος γύρω στα 150 εκατοστά. Τα ντουλάπια ήταν σπάνια και ελάχιστα δωμάτια διέθεταν από ένα. Τα περισσότερα δωμάτια διέθεταν εσοχές στους τοίχους, τις ονομαζόμενες «πουλίτσες». Ο Δ. Μπούσδρας αποκάλεσε τις κατοικίες των κολίγων «τρώγλες». Ο Σ. Τριανταφυλλίδης τις συνέδεε με την έλλειψη υγείας στον πληθυσμό του κάμπου. Τα σπίτια είχαν ικανό αριθμό στάβλων, αχυρώνων και χαγιατιών που ήταν συνεχόμενοι με το οικιστικό πλέγμα της κατοικίας και ένα χώρισμα αρκούσε για να διαχωρίσει το δωμάτιο από τον στάβλο. Οι στάβλοι ήταν μεγαλύτερα σε έκταση κτίσματα από τα σπίτια, γεγονός που δείχνει το μέγεθος και την σημασία της κτηνοτροφίας για τους κατοίκους του οικισμού. Οι στάβλοι και οι αχυρώνες είχαν συνήθως μεγαλύτερες πόρτες από τις πόρτες των σπιτιών τόσο σε ύψος όσο και σε πλάτος. Τα χαγιάτια χρησιμοποιούνταν και ως στάβλοι και αχυρώνες. Μερικές φορές υπήρχε και μαγειρειό με έκταση ανάλογη ενός δωματίου. Η εστία του μαγειρειού δεν είχε καπνοδόχο.

Το κάθε σπίτι διέθετε και τουλάχιστον έναν κήπο. Εκτός από τα λαχανικά ο κήπος είχε και καρποφόρα και μη καρποφόρα δέντρα. Ένα τμήμα του ήταν σπαρμένο με κριθάρι το οποίο χρησίμευε και για την τροφή των μικρών αρνιών. Η βόσκηση σε δημητριακά είναι πανάρχαια αγροτική συνήθεια στη Θεσσαλία. Σε σύνθετα σπίτια που φιλοξενούσαν πολλές οικογένειες υπήρχαν πιο ευρύχωροι κήποι, οι οποίοι κάποτε έφταναν και τη συνολική έκταση των 12 στρεμμάτων. Η συνηθισμένη έκταση των κήπων για ένα σπίτι ήταν 2-3 στρέμματα.

Οι κατοικίες των κολίγων ήταν χώροι οι οποίοι δεν πληρούσαν στοιχειώδεις όρους υγιεινής. Χωρίς πατώματα, χωρίς τζάμια και πολλές φορές χωρίς παντζούρια, συνεχόμενα με στάβλους, αχυρώνες και αποθήκες αγροτικών προϊόντων προφανώς αποτελούσαν εστίες μόλυνσης των κατοίκων τους. Οι δυστυχισμένοι κολίγοι εκτεθειμένοι στο δριμύ ψύχος του χειμώνα πολλές φορές στερούνταν τη θαλπωρή της φωτιάς και υπέφεραν χωρίς παντζούρια και τζάμια. Οι τσιφλικάδες ήταν μονόπλευρα επικεντρωμένοι στην αύξηση της απόδοσης διά της πλήρους εκμετάλλευσης των κολίγων. Οι κολίγοι από την πλευρά τους ανέπτυξαν τεχνικές άμυνας και μεγαλύτερης απόδοσης. Αρκετοί από αυτούς οργανωμένοι στα πλαίσια εκτεταμένων οικογενειών προσπαθούσαν να επιτύχουν τη μέγιστη αξιοποίηση της εργατικής τους δύναμης με την αποδέσμευση των παραγωγικότερων γυναικών από τις οικιακές εργασίες. Συνήθως στο σπίτι έμενε μια πολύ ηλικιωμένη ή μια έγκυος γυναίκα με τα μικρότερα από τα παιδιά της ευρείας οικογένειας, η οποία μπορεί να αποτελούνταν από αρκετές πυρηνικές οικογένειες. Επίσης χρησιμοποιούσαν τον γάμο ως στρατηγική ρύθμισης του εργατικού τους δυναμικού και της καταναλωτικής τους δαπάνης. Ο γάμος γινόταν ή πριν από τις ιδιαίτερα απαιτητικές σε εργατική δύναμη γεωργικές εργασίες, ώστε να αυξηθεί η εργατική δύναμη της οικογένειας, ή μετά το τέλος τους ώστε να απαλλαγεί η οικογένεια από τη χειμερινή διατροφή του πλεονάζοντος εργατικού της δυναμικού.

Σε αντίθεση με τις τρώγλες των κολίγων, τα κονάκια των τσιφλικάδων κυριαρχούσαν στον χώρο λόγω θέσης, μεγέθους και ύψους. Πολλές φορές διέθεταν κούλια, δηλαδή μια πυργοειδή κατασκευή για την εποπτεία του χώρου, και ανεμόμυλο. Πολλά από αυτά δεν προορίζονταν για κύρια κατοικία αλλά για εποχιακή. Κοντά στο κονάκι υπήρχαν βοηθητικά κτίσματα, π.χ. αμαξοστάσιο, κτίριο για κατοικία του επιστάτη και του λοιπού προσωπικού, κτίριο για εναπόθεση εργαλείων και γεωργικών μηχανημάτων και μαγειρείο. Άλλοι χώροι προορίζονταν για την αποθήκευση μεγάλων ποσοτήτων γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων και ξηραντήρια καπνού. Υπήρχαν επίσης στάβλοι, κοτέτσι ακόμη και χώρος για τις κυψέλες το αποκαλούμενο μελισσομάνδρι.
Το τσιφλίκι και η εθνική οικονομία στον ύστερο 19ο αιώνα

Η θέση των κολίγων στο τσιφλίκι είχε γίνει δυσχερέστερη με το δυσμενέστερο νομικό τους καθεστώς μετά το 1881. Άλλος παράγοντας όξυνσης των σχέσεων πρέπει να ήταν η διεθνής οικονομική κρίση της περιόδου 1873-1896. Η κρίση στην Ελλάδα συνοδεύτηκε από υπερχρέωση, αύξηση της φορολογίας, τον πόλεμο του 1897 και την καταλήστευση των Θεσσαλών από τον στρατό κατοχής και την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου. Συνεπώς η κρίση αυτή προκάλεσε χειροτέρευση των όρων ζωής των αγροτών και συνακόλουθα ταχεία αύξηση της μετανάστευσης. Στις αρχές του 20ού αιώνα την αρνητική κατάσταση επέτεινε η εισαγωγή γεωργικών μηχανημάτων τα οποία εξοικονομούσαν ώρες εργασίας.

Η μεγάλη γαιοκτησία και το πλέγμα παραγωγικών σχέσεων που ανέπτυξε παρουσίασε σοβαρή υστέρηση στην αξιοποίηση των τεχνολογικών βελτιώσεων της εποχής και αποτέλεσε τροχοπέδη στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας, ώστε να βρεθεί αντιμέτωπη με ένα σύνολο κοινωνικών ομάδων συσπειρωμένων γύρω από το αίτημα για οικονομικό εκσυγχρονισμό.

Η είσοδος νέων γαιοκτημόνων δεν αποτέλεσε παράγοντα εκσυγχρονισμού της οικονομίας γιατί οι νέοι ιδιοκτήτες δεν έβλεπαν το τσιφλίκι ως επενδυτική επιλογή αλλά ως καταπίστευμα που θα τους συνέδεε με τα ανώτερα οικονομικά και κοινωνικά στρώματα της χώρας και ως εφαλτήριο για ανάδειξη στην πολιτική σκηνή. Οι καταπιεστικές και αναχρονιστικές παραγωγικές σχέσεις που συντηρούσε, προσανατολισμένες ετεροβαρώς προς την εκμετάλλευση του παράγοντα εργασία, είχαν αποτέλεσμα να βρεθεί στο στόχαστρο των κοινωνικών αγώνων. Κατά συνέπεια, το ζήτημα της μεγάλης γαιοκτησίας αναδεικνύεται ως ένα θέμα συνδεδεμένο κυρίως με το αίτημα αναδιανομής του εισοδήματος υπέρ των κολίγων, αναδιάταξης των παραγωγικών σχέσεων αλλά και αύξησης του εγχώριου προϊόντος.


Τα κονάκια των τσιφλικάδων είχαν πυργοειδή κατασκευή για την εποπτεία του χώρου και διέθεταν βοηθητικά κτίσματα για τους επιστάτες και το προσωπικό. Το «Παλάτι του Κριεζώτη» στην Τριάδα Εύβοιας, κτισμένο το 1898

Βιβλιογραφία

Αγριαντώνη Χρ., Οι απαρχές της εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα, Αθήνα 1986.

Αντώνη Αντ. «Large land ownership in Thessaly and the shifting national environment. Economic reforms and social conflicts (1881-1912)», Archives of economic history, τ. ΧΧ/1 Ιανουάριος – Ιούνιος 2008, σελ. 67-84.

Αντωνίου Αντ., «Δημοσιονομικές επιπτώσεις της ένωσης της Θεσσαλίας με την Ελλάδα», Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου Ιστορίας και πολιτισμού της Θεσσαλίας, Θεσσαλονίκη 2008.

Αντωνίου Αντ. – Μπρέγιαννη Αικατ., «Όψεις της θεσσαλικής ενσωμάτωσης (1881-1899). Οι άνθρωποι, το νόμισμα, οι μηχανισμοί της πίστης», Ιστορικά τ. 38/2003, σ. 133-162.

Σακκής Δ. – Αντωνίου Αντ. «Όψεις Νεοελληνικής Ιστορίας (1833-1945), Αθήνα 2008.

Καλλιβρετάκης Λ., Η δυναμική του αγροτικού εκσυγχρονισμού στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, Αθήνα 1990.

Καταφυγιώτου Λ., Ιστορία της Θεσσαλίας και οι Θεσσαλοί αγρόται, Αθήναι 1947, σ. 121-123.

Κοφινάς Γ. – Ζαλοκώστας Π., Γενική έκθεσις περί του εν Θεσσαλία Σακχαροποιείου των αδελφών Σ. & Γ. Χρηστάκη Ζωγράφου, Εν Αθήναις 1906.

Μπούσδρας Δημ., Η απελευθέρωση των σκλάβων αγροτών, Αθήνα 1951.

Σίδερι Α., Η γεωργική πολιτική της Ελλάδος κατά την λήξασαν εκατονταετίαν (1833-1933), Αθήνα 1934.

Τριανταφυλλίδης Σ., Οι κολλίγοι της Θεσσαλίας. Μελέτη περί μορτής, Βόλος 1906.

Τσουλφίδης Λ., Οικονομική ιστορία της Ελλάδας, Θεσσαλονίκη 2013.

* Ο Αντώνης Α. Αντωνίου είναι διδάκτορας Πανεπιστημίου Paris 1-Sorbonne

** Αναδημοσιεύεται από το τεύχος #33 του HotDoc.History που κυκλοφόρησε στις 4 Μαρτίου 2018. Διατηρούνται οι ιδιότητες των προσώπων όπως είχαν την εποχή της δημοσίευσης.

Ετικέτες:
ΑΓΡΟΤΕΣ, ΘΕΣΣΑΛΙΑ

 

 https://www.documentonews.gr/article/hotdoc-history-i-ensomatosi-tis-thessalias-kai-i-elefsi-ton-neon-tsiflikadon/

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου