Η επιμήκυνση της διάρκειας αποπληρωμής των ελληνικών δανείων δεν θα βοηθήσει ουσιαστικά στην βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, ενώ είναι πιθανό να προκαλέσει και δυσάρεστες παρενέργειες και για αυτό το λόγο είναι απευκταία, τονίζει σε συνέντευξή του ο Ιταλός τραπεζίτης και μέλος της ΕΚΤ Λορέντσο Μπίνι Σμάγκι. Μιλώντας στην ηλεκτρονική έκδοση της...
Wall Street Journal o Σμάγκι, μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου της ΕΚΤ, σημείωσε ότι «η επιμήκυνση των ομολόγων δεν θα επιδράσει σημαντικά στην ικανότητα της Ελλάδας να εξυπηρετήσει το χρέος της και επιπλέον θα μπορούσε να προκαλέσει πιστωτικό πρόβλημα».
Ο ίδιος επισημαίνει τους κινδύνους που ενέχει αυτή η επιλογή καθώς «είναι πολύ δύσκολο να διακρίνεις τις συνέπειες μιας επιμήκυνσης χρέους από το πρόβλημα δανεισμού».
Ο Ιταλός τραπεζίτης απορρίπτει και τη λύση της αναδιάρθρωσης, γιατί -όπως λέει- θα μπορούσε να προκαλέσει ακόμα περισσότερα προβλήματα.
«Σε περίπτωση αναδιάρθρωσης, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα θα αντιμετώπιζε τεράστιαπροβλήματα στην εξεύρεση επαρκών κεφαλαίων διότι θα βρίσκονταν εκτός αγορών και αυτό θα επηρέαζε και άλλες χώρες. Σίγουρα αυτό δεν είναι ένα καλό σενάριο για την Ευρώπη» τόνισε ο κ. Σμάγκι.
Ο κ Σμάγκι προσέθεσε ωστόσο, ότι εάν οι αγορές συνεχίζουν να είναι αρνητικές σε ένα χρόνο από τώρα, η Ελλάδα θα χρειαστεί να αναζητήσει χρηματοδότηση από άλλες πηγές, κατά πάσα πιθανότητα από ένα σχέδιο στο οποίο θα συμμετέχει η Ε.Ε και το Δ.Ν.Τ.
Απαραίτητη προϋπόθεση για μια νέα βοήθεια στην Ελλάδα, σύμφωνα με τον κ. Σμάγκι, είναι η ύπαρξη ενός αξιόπιστου ελληνικού προγράμματος.
Τις ίδιες απόψεις με τον κ. Σμάγκι εξέφρασε και ο Βέλγος υπουργός Οικονομικών Ντιντιέ Ρέιντερς, ο οποίος δήλωσε ότι η Ελλάδα δεν χρειάζεται να κηρύξει στάση πληρωμών και ότι μπορεί να λάβει μια μακροχρόνια ενίσχυση από το Δ.Ν.Τ και τις χώρες της ευρωζώνης.
«Είναι εφικτό να υπάρξει ένα νέο πρόγραμμα και αν υπάρξει νέο πρόγραμμα είναι εφικτό να βοηθήσουμε την Ελλάδα με μηχανισμούς από την Ε.Ε και το Δ.Ν.Τ, αλλά σε μεγαλύτερη διάρκεια. Πρώτα πρέπει να εξασφαλίσουμε την δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης» δήλωσε ο Βέλγος υπουργός.
Όσον αφορά την σύλληψη του Στρος Καν, ο κ Ρέιντερς υποστήριξε ότι δεν θα επηρεάσει τα ευρωπαϊκά πακέτα στήριξης.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο Πέτερ Πράτ, διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας του Βελγίου
και μελλοντικό διευθυντικό στέλεχος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), υποστηρίζοντας ότι η Ελλάδα θα μπορούσε, όπως το Βέλγιο παλαιότερα, να εξυγιάνει τα δημόσια οικονομικά της χωρίς να προβεί σε αναδιάρθρωση του χρέους.
Ο Πέτερ Πρατ, ο οποίος τοποθετείται στην ΕΚΤ την 1η Ιουνίου για οκταετή θητεία, τονίζει ότι ο κύριος ρόλος της ΕΚΤ, στην τωρινή συγκυρία, είναι η εξασφάλιση της σταθερότητας των τιμών και διαφωνεί με εκείνους που πιστεύουν ότι ο πληθωρισμός αποτελεί λύση στο πρόβλημα του χρέους.
Αναφέρει, ως ιστορικό παράδειγμα, τον γερμανικό υπερπληθωρισμό, ο οποίος «υπήρξε καταστροφή για τη Γερμανία, αλλά και για την ανθρωπότητα [...] Έτσι, τρέφουμε το λαϊκισμό. Δημιουργούμε την εντύπωση ότι υπάρχει ανώδυνος δρόμος για την έξοδο από την κρίση, ενώ δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις» σημειώνει ο Βέλγος Τραπεζίτης.
Σχετικά με την Ελλάδα ο Πέτερ Πρατ στην επισήμανση ότι όλο και περισσότεροι οικονομολόγοι προβλέπουν αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, απαντά:
«Η λογική τους είναι ίδια με εκείνη που αναπαράγεται για τον πληθωρισμό: είναι λάθος να πιστεύει κανείς ότι η αναδιάρθρωση θα δώσει λύση στα περισσότερα προβλήματα της χώρας. Τα προβλήματα θα παραμείνουν. Η Ελλάδα πρέπει οπωσδήποτε να προχωρήσει σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, η χώρα τις χρειάζεται. Το βλέπουμε στις υπηρεσίες ή στη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης. Εάν τα φορολογικά έσοδα εισπράττονται τόσο άσχημα και αν η φοροδιαφυγή είναι τόσο μεγάλη, οφείλεται επίσης στην κακή οργάνωση της Διοίκησης.»
» Πρέπει να συνυπολογίσουμε τις επιπτώσεις μίας αναδιάρθρωσης του χρέους. Θα μπαίναμε σε τελείως άγνωστη ζώνη: τι θα γινόταν με τον ελληνικό τραπεζικό τομέα; Με τον κίνδυνο εξάπλωσης της κρίσης στο εξωτερικό;»
Στην ερώτηση δε αν το ύψος του ελληνικού χρέους συνιστά αναπόφευκτη την αναδιάρθρωση, επισημαίνει:
«Κάποτε, η κατάσταση του Βελγίου ήταν σχεδόν το ίδιο ανησυχητική με εκείνη της Ελλάδας. Το 1993, το δημόσιο χρέος μας έφτανε το 134% του ΑΕΠ. Ορισμένοι πιστεύουν ότι είναι αδύνατον, για την Ελλάδα, να παρουσιάσει πρωτογενές πλεόνασμα (δημοσιονομικό πλεόνασμα χωρίς τα έξοδα των επιτοκίων) στο 6% του ΑΕΠ.»
»Είναι όμως δυνατό, χωρίς υποτίμηση ή αναδιάρθρωση όπως αυτό επιτεύχθηκε στο Βέλγιο. Χάρη στα μέτρα εξυγίανσης, καταγράψαμε, ανάμεσα στο 1998 και το 2001, πρωτογενές πλεόνασμα άνω του 6% (έως 6,8%). Το ΔΝΤ δεν θα είχε ποτέ εγκρίνει ένα σχέδιο βοήθειας για την Ελλάδα, εάν αυτό δεν ήταν ρεαλιστικό. Αλλά δεν είναι εύκολο να κερδίσεις την ομοφωνία, στην ελληνική κοινωνία, ώστε να υλοποιηθούν οι μεταρρυθμίσεις αυτές».
Αντίθετα, υπέρ της αναδιάρθρωσης του ελληνικού εξωτερικού χρέους τάσσεται ο Πέερ Στάϊνμπρικ, που θήτευσε υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας μέχρι το 2009.
Συμμετέχοντας σε ένα πάνελ ομιλητών στο πανεπιστήμιο του Ααχαεν, ο σοσιαλδημοκράτης Στάϊνμπρικ πρόσθεσε ότι η Ελλάδα δεν θα καταφέρει με κάποιον άλλον τρόπο να λύσει το πρόβλημα του εξωτερικού της χρέους.
Αναφέρθηκε σε μία «ήπια» αναδιάρθρωση του ώριμου εξωτερικού χρέους της Ελλάδας και στη μείωση των επιτοκίων του, αλλά και στην προοπτική κάποιοι πιστωτές να ζημιωθούν.
Εαν η Αθήνα δεν διαβουλευθεί στην κατεύθυνση αυτή, τότε η κρίση του χρέους θα γίνει «τρόμος χωρίς τέλος [...]» Θα χρειάζεται η μια διάσωση μετά την άλλη» τόνισε.
«Πρέπει οι πιστωτές να αναλάβουν τον κίνδυνο να ζημιωθούν [...] Ας συμμετάσχουν οι πιστωτές σε μία τέτοια διαδικασία, ώστε να πειθαρχήσουν οι επενδυτές στη συνέχεια», προέτρεψε ο πρώην υπουργός των Οικονομικών της Γερμανίας
Wall Street Journal o Σμάγκι, μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου της ΕΚΤ, σημείωσε ότι «η επιμήκυνση των ομολόγων δεν θα επιδράσει σημαντικά στην ικανότητα της Ελλάδας να εξυπηρετήσει το χρέος της και επιπλέον θα μπορούσε να προκαλέσει πιστωτικό πρόβλημα».
Ο ίδιος επισημαίνει τους κινδύνους που ενέχει αυτή η επιλογή καθώς «είναι πολύ δύσκολο να διακρίνεις τις συνέπειες μιας επιμήκυνσης χρέους από το πρόβλημα δανεισμού».
Ο Ιταλός τραπεζίτης απορρίπτει και τη λύση της αναδιάρθρωσης, γιατί -όπως λέει- θα μπορούσε να προκαλέσει ακόμα περισσότερα προβλήματα.
«Σε περίπτωση αναδιάρθρωσης, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα θα αντιμετώπιζε τεράστιαπροβλήματα στην εξεύρεση επαρκών κεφαλαίων διότι θα βρίσκονταν εκτός αγορών και αυτό θα επηρέαζε και άλλες χώρες. Σίγουρα αυτό δεν είναι ένα καλό σενάριο για την Ευρώπη» τόνισε ο κ. Σμάγκι.
Ο κ Σμάγκι προσέθεσε ωστόσο, ότι εάν οι αγορές συνεχίζουν να είναι αρνητικές σε ένα χρόνο από τώρα, η Ελλάδα θα χρειαστεί να αναζητήσει χρηματοδότηση από άλλες πηγές, κατά πάσα πιθανότητα από ένα σχέδιο στο οποίο θα συμμετέχει η Ε.Ε και το Δ.Ν.Τ.
Απαραίτητη προϋπόθεση για μια νέα βοήθεια στην Ελλάδα, σύμφωνα με τον κ. Σμάγκι, είναι η ύπαρξη ενός αξιόπιστου ελληνικού προγράμματος.
Τις ίδιες απόψεις με τον κ. Σμάγκι εξέφρασε και ο Βέλγος υπουργός Οικονομικών Ντιντιέ Ρέιντερς, ο οποίος δήλωσε ότι η Ελλάδα δεν χρειάζεται να κηρύξει στάση πληρωμών και ότι μπορεί να λάβει μια μακροχρόνια ενίσχυση από το Δ.Ν.Τ και τις χώρες της ευρωζώνης.
«Είναι εφικτό να υπάρξει ένα νέο πρόγραμμα και αν υπάρξει νέο πρόγραμμα είναι εφικτό να βοηθήσουμε την Ελλάδα με μηχανισμούς από την Ε.Ε και το Δ.Ν.Τ, αλλά σε μεγαλύτερη διάρκεια. Πρώτα πρέπει να εξασφαλίσουμε την δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης» δήλωσε ο Βέλγος υπουργός.
Όσον αφορά την σύλληψη του Στρος Καν, ο κ Ρέιντερς υποστήριξε ότι δεν θα επηρεάσει τα ευρωπαϊκά πακέτα στήριξης.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο Πέτερ Πράτ, διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας του Βελγίου
και μελλοντικό διευθυντικό στέλεχος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), υποστηρίζοντας ότι η Ελλάδα θα μπορούσε, όπως το Βέλγιο παλαιότερα, να εξυγιάνει τα δημόσια οικονομικά της χωρίς να προβεί σε αναδιάρθρωση του χρέους.
Ο Πέτερ Πρατ, ο οποίος τοποθετείται στην ΕΚΤ την 1η Ιουνίου για οκταετή θητεία, τονίζει ότι ο κύριος ρόλος της ΕΚΤ, στην τωρινή συγκυρία, είναι η εξασφάλιση της σταθερότητας των τιμών και διαφωνεί με εκείνους που πιστεύουν ότι ο πληθωρισμός αποτελεί λύση στο πρόβλημα του χρέους.
Αναφέρει, ως ιστορικό παράδειγμα, τον γερμανικό υπερπληθωρισμό, ο οποίος «υπήρξε καταστροφή για τη Γερμανία, αλλά και για την ανθρωπότητα [...] Έτσι, τρέφουμε το λαϊκισμό. Δημιουργούμε την εντύπωση ότι υπάρχει ανώδυνος δρόμος για την έξοδο από την κρίση, ενώ δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις» σημειώνει ο Βέλγος Τραπεζίτης.
Σχετικά με την Ελλάδα ο Πέτερ Πρατ στην επισήμανση ότι όλο και περισσότεροι οικονομολόγοι προβλέπουν αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, απαντά:
«Η λογική τους είναι ίδια με εκείνη που αναπαράγεται για τον πληθωρισμό: είναι λάθος να πιστεύει κανείς ότι η αναδιάρθρωση θα δώσει λύση στα περισσότερα προβλήματα της χώρας. Τα προβλήματα θα παραμείνουν. Η Ελλάδα πρέπει οπωσδήποτε να προχωρήσει σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, η χώρα τις χρειάζεται. Το βλέπουμε στις υπηρεσίες ή στη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης. Εάν τα φορολογικά έσοδα εισπράττονται τόσο άσχημα και αν η φοροδιαφυγή είναι τόσο μεγάλη, οφείλεται επίσης στην κακή οργάνωση της Διοίκησης.»
» Πρέπει να συνυπολογίσουμε τις επιπτώσεις μίας αναδιάρθρωσης του χρέους. Θα μπαίναμε σε τελείως άγνωστη ζώνη: τι θα γινόταν με τον ελληνικό τραπεζικό τομέα; Με τον κίνδυνο εξάπλωσης της κρίσης στο εξωτερικό;»
Στην ερώτηση δε αν το ύψος του ελληνικού χρέους συνιστά αναπόφευκτη την αναδιάρθρωση, επισημαίνει:
«Κάποτε, η κατάσταση του Βελγίου ήταν σχεδόν το ίδιο ανησυχητική με εκείνη της Ελλάδας. Το 1993, το δημόσιο χρέος μας έφτανε το 134% του ΑΕΠ. Ορισμένοι πιστεύουν ότι είναι αδύνατον, για την Ελλάδα, να παρουσιάσει πρωτογενές πλεόνασμα (δημοσιονομικό πλεόνασμα χωρίς τα έξοδα των επιτοκίων) στο 6% του ΑΕΠ.»
»Είναι όμως δυνατό, χωρίς υποτίμηση ή αναδιάρθρωση όπως αυτό επιτεύχθηκε στο Βέλγιο. Χάρη στα μέτρα εξυγίανσης, καταγράψαμε, ανάμεσα στο 1998 και το 2001, πρωτογενές πλεόνασμα άνω του 6% (έως 6,8%). Το ΔΝΤ δεν θα είχε ποτέ εγκρίνει ένα σχέδιο βοήθειας για την Ελλάδα, εάν αυτό δεν ήταν ρεαλιστικό. Αλλά δεν είναι εύκολο να κερδίσεις την ομοφωνία, στην ελληνική κοινωνία, ώστε να υλοποιηθούν οι μεταρρυθμίσεις αυτές».
Αντίθετα, υπέρ της αναδιάρθρωσης του ελληνικού εξωτερικού χρέους τάσσεται ο Πέερ Στάϊνμπρικ, που θήτευσε υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας μέχρι το 2009.
Συμμετέχοντας σε ένα πάνελ ομιλητών στο πανεπιστήμιο του Ααχαεν, ο σοσιαλδημοκράτης Στάϊνμπρικ πρόσθεσε ότι η Ελλάδα δεν θα καταφέρει με κάποιον άλλον τρόπο να λύσει το πρόβλημα του εξωτερικού της χρέους.
Αναφέρθηκε σε μία «ήπια» αναδιάρθρωση του ώριμου εξωτερικού χρέους της Ελλάδας και στη μείωση των επιτοκίων του, αλλά και στην προοπτική κάποιοι πιστωτές να ζημιωθούν.
Εαν η Αθήνα δεν διαβουλευθεί στην κατεύθυνση αυτή, τότε η κρίση του χρέους θα γίνει «τρόμος χωρίς τέλος [...]» Θα χρειάζεται η μια διάσωση μετά την άλλη» τόνισε.
«Πρέπει οι πιστωτές να αναλάβουν τον κίνδυνο να ζημιωθούν [...] Ας συμμετάσχουν οι πιστωτές σε μία τέτοια διαδικασία, ώστε να πειθαρχήσουν οι επενδυτές στη συνέχεια», προέτρεψε ο πρώην υπουργός των Οικονομικών της Γερμανίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου