Στην Αθήνα, την πρωτεύουσα της ταραγμένης Ελλάδας, εμφανίστηκαν το 2012 τα ποιήματα του Χιλιανού Χάιμε Σβαρτ, που έφτασε εκεί σαν εξόριστος της στρατιωτικής δικτατορίας της χώρας του. Με το πέρασμα του χρόνου, ο Σβαρτ έγινε ένας ακόμα Αθηναίος και αντιστέκεται μαζί με τους συμπολίτες του στις επιθέσεις της άγριας οικονομικής κρίσης που προκάλεσε ένας αχαλίνωτος φιλελευθερισμός, ο οποίος κατάφερε να τορπιλίσει τις οικονομικές και κοινωνικές βάσεις της ελληνικής κοινωνίας.
Ίσως σαν παρηγοριά στα δεινά της κρίσης, ο Σβαρτ κατέφυγε στην παλιά συνταγή της αγάπης για να απαλύνει τη θλίψη, προσωπική και συλλογική, που τον περιβάλει.
Το βιβλίο του «Ποιήματα της αγάπης και της εξορίας» αρχίζει με μια αναφορά στην Αντιγόνη του Σοφοκλή: «…Γύρισε από την εξορία», με την οποία ο ποιητής ταυτίζεται λαχταρώντας να γυρίσει στη μακρινή πατρίδα του και να τακτοποιήσει τους λογαριασμούς του με αυτούς που προκάλεσαν τη δική του απομάκρυνση. Όμως στη συνέχεια καταφεύγει στην αγκαλιά του σαρκικού έρωτα και το σώμα της αγαπημένης τον παραπέμπει στη γη του νότου και της Παταγονίας, «ανάμεσα στους ευκαλύπτους και τις φουντουκιές» του πιο νότιου δάσους του κόσμου εκεί στη μακρινή πατρίδα του. Σφοδρή αγάπη που, όμοια με το Verlain, τον κάνει να αναφωνήσει : «όλα είναι ευτυχία και χαρά μέσα μου… όλα μέσα μου είναι πίκρα και ευτυχία μαζί».
Το πνεύμα του ποιητή εξυψώνεται στη θύμηση του Χιλιανού κρασιού, ίδιο με το αίμα του λαού των Μαπούτσε και με αυτό των συμπατριωτών του που έδωσαν τη ζωή τους αντιστεκόμενοι στη δικτατορία. «Στη ματωμένη Χιλή» έχει τίτλο το ποίημα που διαβάστηκε στην εκπομπή “Άκουσε Χιλή” του Ραδιόφωνου της Μόσχας, με θέμα το φασιστικό πραξικόπημα.
Με ψυχή φλογερή και συγκινημένη ο ποιητής μιλάει στην Αθήνα:
«Θα περπατήσω ξυπόλητος στις φτερωτές νύχτες της εξορίας… στους δρόμους αυτής της πόλης που καταρρέει».
Όμως η αγάπη πάντα τα καταφέρνει καλύτερα και ξεπερνάει τα δεινά, τον πόνο, μαζί και την αυτοκτονία ενός Αθηναίου στην πλατεία Συντάγματος της πόλης. Και η αγκαλιά και τα φιλιά της πολυαγαπημένης μπερδεύονται με αυτά της Σαπφώς, παρόλο που τα χείλη των εραστών ξεραίνονται από τόσα φιλήματα μέχρι να φτάσουν στη Νίκη, γιατί, σκαλισμένος σε μάρμαρο του Πεντελικού όρους ο έρωτας των εραστών θα μπορέσει να νικήσει το χρόνο.
Η ποίηση του Σβαρτ περιλαμβάνει επίσης ένα φλογερό ποίημα προς τους 33 μεταλλωρύχους της Ατακάμα που έζησαν τη δική τους περίοδο στην κόλαση σε βάθος 700 μέτρων, ποίημα που τους παραδόθηκε στην Αθήνα από τον ίδιο τον ποιητή.
Αξιοσημείωτο είναι επίσης το ποίημα «Αλέκος Παναγούλης» στη μνήμη αυτού του σημαντικού σύγχρονου Έλληνα ήρωα που αγωνίστηκε ακούραστα ενάντια στη φασιστική δικτατορία των συνταγματαρχών, υπομένοντας με μοναδική ακεραιότητα τη φυλακή και τα βασανιστήρια. Η Ιταλίδα δημοσιογράφος Οριάνα Φαλάτσι υπήρξε σύντροφός του μέχρι την ημέρα του θανάτου του σε ένα αμφιλεγόμενο αυτοκινητιστικό δυστύχημα.
Να πούμε τελικά πως ο Σβαρτ δεν παραλείπει να ασχοληθεί με θέματα όπως η νοσταλγία, το πεπρωμένο, ο θάνατος, η ζωή, η μάνα, η χίμαιρα, ο όρκος… και όπως ο Οδυσσέας φιλοδοξεί να επιστρέψει κάποια μέρα στη μακρινή πατρίδα.
Μανουέλ Σίλβα Ασεβέδο
Σαντιάγκο της Χιλής, Αύγουστος του 2013
(*) Πρόλογος για τα «Ποιήματα της αγάπης και της εξορίας» του Χάιμε Σβαρτ
Εργατικός Αγώνας
http://seisaxthia.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου