Υπάρχει, λέει, μια φυλή στην Αφρική, όπου τα γενέθλια του παιδιού δεν ανακαλούν την ώρα του τοκετού. Ούτε καν τη στιγμή της σύλληψης. Τα γενέθλια του μικρού αφρικανού, είναι η μέρα, που η μάνα του τον ονειρεύτηκε. Θεωρούν ότι το μωρό γεννιέται στη σκέψη της. Εκείνη τη μέρα, η γυναίκα και το όνειρό της, κάθονται κάτω από ένα δέντρο και αφουγκράζονται. Μέχρι ν’ ακούσουν το τραγούδι του παιδιού. Όταν αυτό συμβεί, η γυναίκα πηγαίνει στον άντρα που θα γίνει πατέρας και του μαθαίνει τη μελωδία. Κάνουν έρωτα τραγουδώντας. Μ’ αυτό τον τρόπο προσκαλούν το μωρό.
Αυτό το τραγούδι συνοδεύει το νέο άνθρωπο σε όλες τις σημαντικές στιγμές της ζωής του. Του το τραγουδούν –αντί τιμωρίας- σε κάθε του σφάλμα, για να του θυμίσουν από πού προέρχεται και τι δεν πρέπει να ξεχνάει. Το τραγουδούν στο γάμο και στο νεκροκρέβατό του.
Δεν ξέρω αν η παραπάνω ιστορία είναι αληθινή. Ακόμα κι αν είναι ένα παραμύθι, είναι τόσο όμορφο που θα έπρεπε να το θεωρούμε αλήθεια. Έστω για να θεραπεύσουμε τις πληγές της πραγματικότητας.
Γιατί σε τούτην εδώ την πραγματικότητα, τα παιδιά δεν γίνονται σκέψεις ή τραγούδια.Γίνονται κακές ειδήσεις. Θέματα δικογραφίας και απωθητικές εισαγγελικές αποφάσεις.
Οι μητέρες δεν ονειρεύονται. Προσπαθούν να περισώσουν ότι απομένει να σωθεί από τους ειρηνευτικούς βομβαρδισμούς που ισοπέδωσαν τη χώρα τους. Δεν καταφεύγουν στα δέντρα για ν’ αφουγκραστούν τη νέα ζωή. Ξεριζώνονται σε τόπους άθλιους και αφιλόξενους. Μένουν άνεργες. Χωρίς χρήματα για ρεύμα. Αυτοσχεδιάζουν. Με δηλητηριώδη μαγκάλια εκλιπαρούν λίγη ζεστασιά. Εισπράττουν θάνατο. Κι η χώρα η απάνθρωπη κι η αφιλόξενη, αυτή που σήμερα ντρέπομαι όσο ποτέ ν’ αποκαλώ πατρίδα μου, κρίνει πως οι μητέρες είναι φονιάδες εξ αμελείας. Είναι η φτώχεια αμέλεια. Αμέλησα και πτώχευσα. Έχουν βάλει σ’ αυτή τη χώρα ανθρώπους να κρίνουν τους φτωχούς. Μόνο τους φτωχούς όμως. Εδώ, μόνο οι φτωχοί κάνουν λάθη.
Κι εμείς οι υπόλοιποι, οι τωρινοί και μελλοντικοί φτωχοί, καθόμαστε και τους κοιτάμε. Κλείνουμε τ’ αυτιά μας. Αποστρέφουμε το βλέμμα. Χριστούγεννα έρχονται. Ας γιορτάσουμε –τάχα- το φτωχό μωρό που οι γονείς του αυτοσχέδια ζέσταναν στο σανό των ζώων. Ενώ, εξ αμελείας θα μπορούσαν να το καταδικάσουν σε θάνατο. Αν μια αγελάδα μπερδευόταν -ας πούμε- και δάγκωνε το νεογέννητο; Δεν θα ήταν η μάνα του τότε μια φόνισσα για τη σοφή εισαγγελία; Δεν θα ‘πρεπε ν’ απελαθεί σε άλλα αφιλόξενα μέρη;
Είναι τόση η οργή μου σήμερα. Τόσο φαρμακωμένος ο αέρας αυτής της χώρας, που δεν μπορώ να φανταστώ πώς στο καλό θα μπορούσε να πηγαίνει εκείνο το τραγούδι του παιδιού που πέθανε στα 13 του. Πώς να πηγαίνει το τραγούδι της μάνας του;
Θα ‘θελα τόσο –μα τόσο- πολύ να μπορούσα να τους τραγουδήσω. Όσο φάλτσα κι αν είμαι, θα ΄θελα να ονειρευτώ ότι τους τραγουδάω. Γιατί η συγγνώμη κι η ντροπή μου δεν μετράει μία.
πηγη : Rubies and Clouds
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου