Του Κώστα Βαξεβάνη
Πριν μιλήσουμε για νόμους (τους οποίους επιβάλει ή καταργεί η κοινωνική πραγματικότητα) ας μιλήσουμε για την πραγματικότητα. Ας υποθέσουμε πως υπάρχει ένα βίντεο που δείχνει τον πρωθυπουργό της χώρας να κάνει εμπόριο ναρκωτικών. Πρέπει ή όχι να δημοσιευτεί αυτό το υλικό; Ο νόμος που υπάρχει λέει όχι. Όποιος το δημοσιοποιήσει πάει φυλακή. Έτσι καθίσταται το αδίκημα της παράνομης καταγραφής ή της δημοσιοποίησης του υλικού, μεγαλύτερο από την εμπορία ναρκωτικών από τον πρωθυπουργό της χώρας.
Ως πριν από μερικά χρόνια ο νόμος απαγόρευε τη δημοσιοποίηση τέτοιου υλικού, αλλά έθετε μια εξαίρεση. Αν με το υλικό αυτό προασπιζόταν το δημόσιο συμφέρον, τότε ναι μπορούσε να μεταδοθεί. Στη συνέχεια ήρθε ο νομοθέτης στη Βουλή και αφαίρεσε από το νόμο αυτή την εξαίρεση, στεγανοποιώντας το πολιτικό σύστημα που μπορούσε να εκτεθεί από αυτή την απρόβλεπτων εξελίξεων λεπτομέρεια. Είμαστε από τις λίγες χώρες που δεν προβλέπει στο νόμο τα περί δημοσίου συμφέροντος. Πρέπει να θυμίσουμε εδώ, πως σε αυτές τις ρυθμίσεις πρόσφερε μεγάλες υπηρεσίες ο Μάκης Τριανταφυλλόπουλος με τις κρυφές του κάμερες. Παραδίδοντας στη δημόσια θέα ακόμη και ιδιωτικές στιγμές (περίπτωση Κορκολή), έδωσε όλα τα άλλοθι που χρειαζόταν το σύστημα για να στεγανοποιηθεί.
Παρόλα αυτά, το Σύνταγμα της χώρας θεσμοθετεί το δικαίωμα στην ενημέρωση. Έτσι λοιπόν πρακτικά, ο δημοσιογράφος, επικαλούμενος το Σύνταγμα της χώρας αλλά και τις διεθνείς συνθήκες και την ελευθερία του Τύπου, μπορεί να κάνει στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος και της ανάγκης να γνωρίζει ο πολίτης την αλήθεια από τη μία και των προβλέψεων του νόμου από την άλλη. Το κάνει βεβαίως με προσωπικό ρίσκο, όπως έγινε με την δική μας περίπτωση στη υπόθεση της δημοσιοποίησης της λίστας Λαγκάρντ.
Τι κάνει η δημοσιογράφος σε μια τέτοια περίπτωση; Νομίζω υπερασπίζεται την αλήθεια. Αν η αλήθεια είναι πως ο πρωθυπουργός είναι έμπορος ναρκωτικών θα την πει, ανεξάρτητα απ το αν θα βρεθεί υπόλογος απέναντι στο νόμο. Μερικές από τις μεγαλύτερες αποκαλύψεις έγιναν από δημοσιογράφους που έπαιξαν το ρόλο του «αζαν προβοκατέρ», υποδύθηκαν δηλαδή ένα ρόλο για να καταγράψουν την αλήθεια. Ο Ρομπέρτο Σαβιάνο έκανε τον εργάτη της μαφίας για να γράψει το Γόμορα, ο Αντώνιο Σάλας υποδύθηκε δεκάδες ρόλους για να καταγράψει την πραγματικότητα σε τρομοκρατικές αλλά και εγκληματικές οργανώσεις και δύο Βέλγοι δημοσιογράφοι έκαναν τους παιδεραστές για να καταγράψουν με την κάμερα όσα έλεγαν τα παιδιά θύματα του Μαρκ Ντυτρού για το κύκλωμα των επώνυμων παιδεραστών του Βελγίου.
Έτσι είναι μάλλον ξεκάθαρο το τι πρέπει να κάνει ο δημοσιογράφος, σταθμίζοντας πάντα εκτός από το δημόσιο συμφέρον και τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα και την προσωπικότητα των πολιτών. Ο δημοσιογράφος δεν μπορεί να κατασκοπεύει πολίτες, αλλά δεν μπορεί και να αποκρύπτει εγκλήματα κουκουλωμένα με άρθρα εύηχων νομικισμών.
Η απόφαση του Αρείου Πάγου να ανακοινώσει όσα λέει ο νόμος, κάτι δηλαδή που είναι αυτονόητο, μπορεί να εκληφθεί μόνο σαν μια προσπάθεια να δηλωθεί πως σε περίπτωση που δημοσιευτεί υλικό, το δίλλημα παράνομο υλικό-δημόσιο συμφέρον έχει προσταθμιστεί κατά αυτού που θα δημοσιοποιήσει. Έχει σημασία επίσης πως ο Άρειος Πάγος μιλάει και για «απαγόρευση χρήσης» και όχι μόνο για αναμετάδωση. Δηλαδή δηλώνουν προκαταβολικά πως θα μπουζουριάσουν όποιον ενδεχομένως έχει υλικό ακόμη και αν δεν το δημοσιοποιεί. Γιατί το κάνει; Θα έβγαζε ανακοίνωση ποτέ ο Άρειος Πάγος στην οποία θα έλεγε πως θα συλλαμβάνεται όποιος σκοτώνει; Φυσικά και όχι. Γιατί λοιπόν η φετβά της νομιμότητας αν όχι για να φοβίσει, να προκαταβάλει και να ασκήσει προληπτική λογοκρισία;
Τώρα αν κάποιος προσπαθήσει να ερμηνεύσει και πολιτικά όλα αυτά θα μπορούσε πρωτίστως να πει πως τόσο ο Άρειος Πάγος όσο και ο Σαμαράς με την κυβέρνησή του, αγνοούν την δυνατότητα που δίνουν οι νέες τεχνολογίες. Θα μπορούσε ένα τέτοιο βίντεο να δημοσιευτεί στο εξωτερικό και να γίνει μια αναπαραγωγή στην Ελλάδα τέτοιας έκτασης από τα social media, που θα έπρεπε ο Άρειος Πάγος να συλλάβει τη μισή Ελλάδα σε λιγότερο από 48 ώρες.
Η προσπάθεια παρεμπόδισης της δημοσιοποίησης κάνει τις υποψίες σχεδόν βεβαιότητες:
1.Υπάρχουν πολλά και «σκληρά» βίντεο τα οποία φοβούνται
2. Η κυβέρνηση δεν μπορεί να χειριστεί ούτε τα βίντεο ούτε το πολιτικό ντόμινο που θα δημιουργήσουν
3. Η κυβέρνηση θεωρεί τη Δικαιοσύνη όργανο μέσα από το οποίο παράγει νομιμότητα κατά δοκούν
4.Τμήματα της Δικαιοσύνης θεωρούν εαυτόν συνέχεια της κυβέρνησης και όχι των νόμων.
Αν υποθέσουμε πως δεν είχε δημοσιοποιηθεί το βίντεο με τον Μπαλτάκο, αν δηλαδή τον προστάτευε η νομιμότητα, τότε δεν θα ξέραμε ποτέ πως ήταν ένας τύπος που είναι σε συνδιαλλαγή με τη φιλική Χρυσή Αυγή για να εισπράξει κομματικά οφέλη. Θα ήταν σωστό; Κι αν ακόμα υποθέσουμε πως ο κερδισμένος από αυτήν την υπόθεση είναι ο Σαμαράς ο οποίος δεν ήξερε τίποτα αλλά έμαθε για τον προδότη συνεργάτη του, γιατί ο Δένδιας ζήτησε την απαγόρευση αντί να αφήσει να μάθουν πόσοι ακόμα πρόδωσαν το Σαμαρά;
ΥΓ. Έχει ενδιαφέρον πως την εντολή απαγορεύσεων, έδωσε ο Άρειος Πάγος. Δηλαδή το τμήμα αυτό της Δικαιοσύνης που σύμφωνα με τον Μπαλτάκο, δεχόταν τις παρεμβάσεις και άρα έπρεπε κανονικά να ελεγχθεί. Ίσως λίγο τακτ να μην έβλαπτε, να δημιουργούσε λιγότερες υποψίες και να προστάτευε την ίδια τη Δικαιοσύνη.
Πριν μιλήσουμε για νόμους (τους οποίους επιβάλει ή καταργεί η κοινωνική πραγματικότητα) ας μιλήσουμε για την πραγματικότητα. Ας υποθέσουμε πως υπάρχει ένα βίντεο που δείχνει τον πρωθυπουργό της χώρας να κάνει εμπόριο ναρκωτικών. Πρέπει ή όχι να δημοσιευτεί αυτό το υλικό; Ο νόμος που υπάρχει λέει όχι. Όποιος το δημοσιοποιήσει πάει φυλακή. Έτσι καθίσταται το αδίκημα της παράνομης καταγραφής ή της δημοσιοποίησης του υλικού, μεγαλύτερο από την εμπορία ναρκωτικών από τον πρωθυπουργό της χώρας.
Ως πριν από μερικά χρόνια ο νόμος απαγόρευε τη δημοσιοποίηση τέτοιου υλικού, αλλά έθετε μια εξαίρεση. Αν με το υλικό αυτό προασπιζόταν το δημόσιο συμφέρον, τότε ναι μπορούσε να μεταδοθεί. Στη συνέχεια ήρθε ο νομοθέτης στη Βουλή και αφαίρεσε από το νόμο αυτή την εξαίρεση, στεγανοποιώντας το πολιτικό σύστημα που μπορούσε να εκτεθεί από αυτή την απρόβλεπτων εξελίξεων λεπτομέρεια. Είμαστε από τις λίγες χώρες που δεν προβλέπει στο νόμο τα περί δημοσίου συμφέροντος. Πρέπει να θυμίσουμε εδώ, πως σε αυτές τις ρυθμίσεις πρόσφερε μεγάλες υπηρεσίες ο Μάκης Τριανταφυλλόπουλος με τις κρυφές του κάμερες. Παραδίδοντας στη δημόσια θέα ακόμη και ιδιωτικές στιγμές (περίπτωση Κορκολή), έδωσε όλα τα άλλοθι που χρειαζόταν το σύστημα για να στεγανοποιηθεί.
Παρόλα αυτά, το Σύνταγμα της χώρας θεσμοθετεί το δικαίωμα στην ενημέρωση. Έτσι λοιπόν πρακτικά, ο δημοσιογράφος, επικαλούμενος το Σύνταγμα της χώρας αλλά και τις διεθνείς συνθήκες και την ελευθερία του Τύπου, μπορεί να κάνει στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος και της ανάγκης να γνωρίζει ο πολίτης την αλήθεια από τη μία και των προβλέψεων του νόμου από την άλλη. Το κάνει βεβαίως με προσωπικό ρίσκο, όπως έγινε με την δική μας περίπτωση στη υπόθεση της δημοσιοποίησης της λίστας Λαγκάρντ.
Τι κάνει η δημοσιογράφος σε μια τέτοια περίπτωση; Νομίζω υπερασπίζεται την αλήθεια. Αν η αλήθεια είναι πως ο πρωθυπουργός είναι έμπορος ναρκωτικών θα την πει, ανεξάρτητα απ το αν θα βρεθεί υπόλογος απέναντι στο νόμο. Μερικές από τις μεγαλύτερες αποκαλύψεις έγιναν από δημοσιογράφους που έπαιξαν το ρόλο του «αζαν προβοκατέρ», υποδύθηκαν δηλαδή ένα ρόλο για να καταγράψουν την αλήθεια. Ο Ρομπέρτο Σαβιάνο έκανε τον εργάτη της μαφίας για να γράψει το Γόμορα, ο Αντώνιο Σάλας υποδύθηκε δεκάδες ρόλους για να καταγράψει την πραγματικότητα σε τρομοκρατικές αλλά και εγκληματικές οργανώσεις και δύο Βέλγοι δημοσιογράφοι έκαναν τους παιδεραστές για να καταγράψουν με την κάμερα όσα έλεγαν τα παιδιά θύματα του Μαρκ Ντυτρού για το κύκλωμα των επώνυμων παιδεραστών του Βελγίου.
Έτσι είναι μάλλον ξεκάθαρο το τι πρέπει να κάνει ο δημοσιογράφος, σταθμίζοντας πάντα εκτός από το δημόσιο συμφέρον και τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα και την προσωπικότητα των πολιτών. Ο δημοσιογράφος δεν μπορεί να κατασκοπεύει πολίτες, αλλά δεν μπορεί και να αποκρύπτει εγκλήματα κουκουλωμένα με άρθρα εύηχων νομικισμών.
Η απόφαση του Αρείου Πάγου να ανακοινώσει όσα λέει ο νόμος, κάτι δηλαδή που είναι αυτονόητο, μπορεί να εκληφθεί μόνο σαν μια προσπάθεια να δηλωθεί πως σε περίπτωση που δημοσιευτεί υλικό, το δίλλημα παράνομο υλικό-δημόσιο συμφέρον έχει προσταθμιστεί κατά αυτού που θα δημοσιοποιήσει. Έχει σημασία επίσης πως ο Άρειος Πάγος μιλάει και για «απαγόρευση χρήσης» και όχι μόνο για αναμετάδωση. Δηλαδή δηλώνουν προκαταβολικά πως θα μπουζουριάσουν όποιον ενδεχομένως έχει υλικό ακόμη και αν δεν το δημοσιοποιεί. Γιατί το κάνει; Θα έβγαζε ανακοίνωση ποτέ ο Άρειος Πάγος στην οποία θα έλεγε πως θα συλλαμβάνεται όποιος σκοτώνει; Φυσικά και όχι. Γιατί λοιπόν η φετβά της νομιμότητας αν όχι για να φοβίσει, να προκαταβάλει και να ασκήσει προληπτική λογοκρισία;
Τώρα αν κάποιος προσπαθήσει να ερμηνεύσει και πολιτικά όλα αυτά θα μπορούσε πρωτίστως να πει πως τόσο ο Άρειος Πάγος όσο και ο Σαμαράς με την κυβέρνησή του, αγνοούν την δυνατότητα που δίνουν οι νέες τεχνολογίες. Θα μπορούσε ένα τέτοιο βίντεο να δημοσιευτεί στο εξωτερικό και να γίνει μια αναπαραγωγή στην Ελλάδα τέτοιας έκτασης από τα social media, που θα έπρεπε ο Άρειος Πάγος να συλλάβει τη μισή Ελλάδα σε λιγότερο από 48 ώρες.
Η προσπάθεια παρεμπόδισης της δημοσιοποίησης κάνει τις υποψίες σχεδόν βεβαιότητες:
1.Υπάρχουν πολλά και «σκληρά» βίντεο τα οποία φοβούνται
2. Η κυβέρνηση δεν μπορεί να χειριστεί ούτε τα βίντεο ούτε το πολιτικό ντόμινο που θα δημιουργήσουν
3. Η κυβέρνηση θεωρεί τη Δικαιοσύνη όργανο μέσα από το οποίο παράγει νομιμότητα κατά δοκούν
4.Τμήματα της Δικαιοσύνης θεωρούν εαυτόν συνέχεια της κυβέρνησης και όχι των νόμων.
Αν υποθέσουμε πως δεν είχε δημοσιοποιηθεί το βίντεο με τον Μπαλτάκο, αν δηλαδή τον προστάτευε η νομιμότητα, τότε δεν θα ξέραμε ποτέ πως ήταν ένας τύπος που είναι σε συνδιαλλαγή με τη φιλική Χρυσή Αυγή για να εισπράξει κομματικά οφέλη. Θα ήταν σωστό; Κι αν ακόμα υποθέσουμε πως ο κερδισμένος από αυτήν την υπόθεση είναι ο Σαμαράς ο οποίος δεν ήξερε τίποτα αλλά έμαθε για τον προδότη συνεργάτη του, γιατί ο Δένδιας ζήτησε την απαγόρευση αντί να αφήσει να μάθουν πόσοι ακόμα πρόδωσαν το Σαμαρά;
ΥΓ. Έχει ενδιαφέρον πως την εντολή απαγορεύσεων, έδωσε ο Άρειος Πάγος. Δηλαδή το τμήμα αυτό της Δικαιοσύνης που σύμφωνα με τον Μπαλτάκο, δεχόταν τις παρεμβάσεις και άρα έπρεπε κανονικά να ελεγχθεί. Ίσως λίγο τακτ να μην έβλαπτε, να δημιουργούσε λιγότερες υποψίες και να προστάτευε την ίδια τη Δικαιοσύνη.
http://saktsak.blogspot.gr/2014/04/blog-post_9964.html#more
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου