Πρωτοβρέθηκα στην Πολωνία πριν από δύο περίπου δεκαετίες. Είχα φίλους που είχαν γεννηθεί στην Πολωνία και ζούσαν στην Ελλάδα. Από γονείς πολιτικούς πρόσφυγες, που είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τα χωριά και τα σπίτια τους, πολλοί και τις οικογένειές τους, με την υποχώρηση των δυνάμεων του Δημοκρατικού Στρατού το 1949. Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι είχαν πάρει το δρόμο της προσφυγιάς, με τρένα και καράβια, για να διαμοιραστούν στις χώρες του σοσιαλιστικού μπλοκ, στη Σοβιετική Ένωση, τη Βουλγαρία, την Τσεχοσλοβακία, την Ουγγαρία, την Ανατολική Γερμανία και την Πολωνία. Εκείνη την εποχή, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990, είχα εντείνει την έρευνα για τον πολιτισμό και την ιστορία των Ελλήνων στις κοινότητες του εξωτερικού. Μια περιδιάβαση που συνεχίζεται με πολλή περισσότερη γνώση μέχρι σήμερα.
Αυτοί οι φίλοι μου με κατατόπισαν και με διευκόλυναν στο ταξίδι μου στην Πολωνία. Ξεκινώντας από την Ελένη Γιουβρή, που την είχα γνωρίσει στη Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού, σαν το πιο υπεύθυνο και αφοσιωμένο άτομο στην υπόθεση του Ελληνισμού της Διασποράς, στα καλά χρόνια της Γραμματείας, που μερικοί άνθρωποι έκαναν σπουδαία δουλειά, από φιλότιμο και πατριωτισμό, και είχαν καταφέρει να αποκτήσουν μια επαφή με τους απανταχού Έλληνες. Η Ελένη με έφερε σε επαφή και με άλλους ωραίους ανθρώπους που είχαν ζήσει την ίδια «περιπέτεια». Ένας απ’ αυτούς, ο Βαγγέλης Ρουσιώτης, που ακόμα τον φωνάζουν με το πολωνικό του όνομα, ανέλαβε να είναι ο οδηγός μου στα μέρη που έζησαν οι Έλληνες στην Πολωνία.
Ο Βόιτεκ είχε μία πολύ καλή ταβέρνα με πολωνέζικη κουζίνα στη γωνία Αλεξάνδρας και Μουστοξύδη, το Δίπορτο. Κι εκεί, μαζεύονταν οι φίλοι από την Πολωνία, και Πολωνοί που ζούσαν στην Ελλάδα, γίνονταν μουσικές βραδιές και γενικά ήταν τόπος συνάντησης των παιδιών που βρέθηκαν στον ξένο τόπο μετά τον Εμφύλιο ή γεννήθηκαν εκεί από τους αντάρτες γονείς τους. Όταν ωρίμασε η ιδέα για το ταξίδι, είχα κι εγώ ξεκινήσει τις καταγραφές στα Βαλκάνια, τη Μαύρη Θάλασσα και την Βόρεια Ευρώπη. Το ταξίδι στην Πολωνία ήταν αποκαλυπτικό, γιατί είναι άλλο πράγμα να διαβάζεις ιστορικά βιβλία για μία κοινότητα και ένα τόπο και εντελώς άλλο να βρεθείς ανάμεσά της και επί τόπου. Και απ’ αυτό το ταξίδι, προκύψανε δύο ντοκιμαντέρ που προβλήθηκαν από την ΕΡΤ.
Πέρασαν χρόνια, αλλά δεν ξεκόπηκα από τους φίλους μου. Και εντωμεταξύ πλούτιζα τις γνώσεις μου για το κομμάτι που τους αφορούσε, αλλά και γενικότερα για την ειδική αυτή κατηγορία των Ελλήνων του εξωτερικού, τους πολιτικούς πρόσφυγες. Έτσι, όταν ο σύλλογος των Ελλήνων της Πολωνίας που λέγεται «Μετά» αποφάσισε πριν από μερικά χρόνια να διοργανώσει μια μεγάλη συνάντηση στο Γράμμο, στις περιοχές που δόθηκαν οι τελευταίες μάχες του ΔΣΕ και οι υποχωρούντες στρατιώτες πέρασαν τα σύνορα για να καταφύγουν στην Αλβανία απ’ όπου μεταφέρθηκαν στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, ανέλαβα την κινηματογράφηση της συνάντησης, από την οποία προέκυψε μια ολόκληρη ταινία.
Κι έτσι, τώρα, σε συνέχεια αυτής της σχέσης και της καταγραφής, σαν φυσική συνέπεια, ήρθε η συμμετοχή μου στη συνάντηση που έγινε στην Πολωνία (1-5 Ιουλίου), πάλι με πρωτοβουλία των «Μετά», στο χωριό που αποτέλεσε τον κυριότερο τόπο εγκατάστασης των πολιτικών προσφύγων που κατέληξαν φυγάδες στην Πολωνία. Μαζευτήκαμε, λοιπόν, στο Κροστσένκο, το οποίο οι Έλληνες που έμειναν εκεί, ονόμασαν Νέα Ζωή. Ένα πανέμορφο χωριό, στην άκρη-άκρη της Πολωνίας, στα ανατολικά της μεγάλης χώρας, μόλις μερικές εκατοντάδες μέτρα από τα σύνορά της με την Ουκρανία. Ένα χωριό στο οποίο προπολεμικά κατοικούσαν Ουκρανοί, οι οποίοι μετακινήθηκαν σε άλλες περιοχές κι έτσι έμεινε το χωριό τους άδειο. Οι Έλληνες που στάλθηκαν εκεί, αφού πέρασαν πρώτα από τη βόρεια ακτή της Πολωνίας όπου τους αποβίβασαν τα πλοία που τους μετέφεραν από την Αδριατική στη Βαλτική Θάλασσα, έδωσαν πραγματικά νέα ζωή στον τόπο, μια ζωή που μάλλον ποτέ στο παρελθόν δεν είχε γνωρίσει αυτό το ήσυχο και απομακρυσμένο από κάθε μεγάλη πόλη χωριό.
Η Μαρία Κυριάκου, από τους τελευταίους επιζώντες που αγωνίστηκαν στο Γράμμο, κατέθεσε το στεφάνι των «Μετά» στο μνημείο του Νίκου Μπελογιάννη, λέγοντας «αυτή είναι η καλύτερη στιγμή της ζωής μου». Ακολούθησε ενός λεπτού σιγή και με δακρυσμένα μάτια οι παραβρισκόμενοι τραγούδησαν τον εθνικό ύμνο υπό συνεχή βροχή… (φωτό Στ. Ελληνιάδη)
Από το Γράμμο στη Νέα Ζωή
Ανακαίνισαν και επιδιόρθωσαν τα σπίτια που βρήκαν, ξύλινα σπίτια, αγροτικά, και έχτισαν καινούργια για να στεγαστούν όλοι, οργάνωσαν το σχολείο, άνοιξαν το πολιτιστικό κέντρο, ίδρυσαν τη βιβλιοθήκη του, έφτιαξαν οικογένειες, γέννησαν πολλά παιδιά και δημιούργησαν ένα συνεταιρισμό μέσα από τον οποίο ανέπτυξαν την οικονομία του χωριού, κατά βάση αγροτική, γεωργική και κτηνοτροφική, με αγελάδες, πρόβατα, γουρούνια και όρνιθες. Το Κροστσένκο, στην εσχατιά της Πολωνίας, έγινε ένα από τα πιο ζωντανά κύτταρα μιας χώρας που είχε καταστραφεί στο μεγαλύτερό της μέρος κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Και, μέσα σε όλη την παραδοξότητά του, γιατί είναι παράδοξο, αγρότες από τα Γρεβενά, τη Φλώρινα, την Ημαθία, από τη Μακεδονία και την Ήπειρο, αλλά κι από τη Θεσσαλία και τη Θράκη, από ορεινά κυρίως χωριά, πολλοί απ’ αυτούς χωρίς σχολική μόρφωση, να βρεθούν συγκεντρωμένοι παρά τη θέλησή τους, σε ένα χωριό της Πολωνίας, για την οποία μέχρι τότε οι περισσότεροι δεν ήξεραν τίποτα, ούτε καν πού έπεφτε!
Άνθρωποι σκληραγωγημένοι, δοκιμασμένοι στα βουνά και στις δύσκολες συνθήκες του αντάρτικου πολέμου, αλλά ξεριζωμένοι από τις κοινότητές τους, χαμένοι στο πουθενά, πολλοί τραυματισμένοι και ακρωτηριασμένοι, με ανοιχτές ψυχικές πληγές τόσο από την άδικη ήττα όσο και από τις προσωπικές απώλειες που είχαν από τη ναζιστική κατοχή μέχρι τα χρόνια της ξενιτιάς. Οι πιο πολλοί απ’ αυτούς που γνώρισα, στον δεκαετή αγώνα εναντίον των Γερμανών, των Ιταλών, των Βουλγάρων, των Άγγλων, των Αμερικάνων και των εντόπιων συνεργατών τους, ταγματασφαλιτών, δοσιλόγων, μαυραγοριτών και ξενόδουλων αστών, είχαν χάσει αδέρφια, μανάδες, πατεράδες, παππούδες, γιαγιάδες, συγγενείς και φίλους. Άλλοι είχαν αφήσει πίσω τις οικογένειές τους∙ υπήρχαν άνθρωποι που είχαν στην Ελλάδα συζύγους και παιδιά και δεν μπορούσαν να ξαναφτιάξουν οικογένεια στην Πολωνία, χωρίς βέβαια, να μπορούν και να γυρίσουν στην πατρίδα για να σμίξουν με τις οικογένειές τους. Και υπήρχαν αρκετοί που δεν είχαν πια κανένα στον κόσμο, εντελώς ξεκληρισμένοι. Εννοείται ότι όλοι τους δεν ήξεραν γρι πολωνέζικα και ήταν δύσκολο να μάθουν τουλάχιστον οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, ενώ δεν είχαν ιδέα για πόσο καιρό θα έμεναν στην εξορία.
Παρ’ όλ’ αυτά, αυτοί οι απλοί άνθρωποι, οι χωριάτες, οι πληγωμένοι και ξεριζωμένοι, ανάμεσά τους πολλοί χωρίς χέρια, πόδια ή μάτια, έκαναν θαύματα, όχι μόνο στο Κροστσένκο, σε όποιο μέρος τους έστειλαν για να ζήσουν. Αλλά ειδικά στο Κροστσένκο, που ήταν μόνοι τους, και δεν ήταν σε μια πόλη όπως άλλοι που βρέθηκαν στο Ζγκορζέλετς, τη Γελένια Γκούρα ή το Στετίνο, στα σύνορα με τη Γερμανία, την Τσεχία ή στη Βαλτική, αυτό το θαύμα ήταν ορατό. Το χωριό έσφυζε από ζωή. Γέμισε παιδιά και το σχολείο ήταν ένας ολοζώντανος οργανισμός όπου τα πιτσιρίκια τους μάθαιναν ελληνικά και πολωνικά.
Τα λίγα Πολωνάκια που ζούσαν στο χωριό, μάθαιναν επίσης ελληνικά σαν μητρική γλώσσα για να μπορούν να ανήκουν σ’ αυτή την κοινότητα που αποτελείτο από Έλληνες. Ο συνεταιρισμός μεγάλωνε, πολλαπλασίαζε τις δραστηριότητές του, αυξανόταν η παραγωγή του, τα προϊόντα του υπερκάλυπταν τις ανάγκες των κατοίκων και η ζωή στο χωριό γινόταν πιο άνετη και πιο πλούσια. Αποδεικτικές είναι οι μαρτυρίες όλων των φίλων με τους οποίους έχω συνομιλήσει και όλων των συνεντεύξεων που έχω καταγράψει, από τις οποίες βγαίνει αβίαστα το συμπέρασμα ότι από την κόλαση του πολέμου και τον πόνο του ξενιτεμού, οι Έλληνες που βρέθηκαν στο Κροστσένκο δημιούργησαν με το μυαλό και τα χέρια τους ένα μικρό παράδεισο. Όλα τα παιδιά που γεννήθηκαν ή μεγάλωσαν στο Κροστσένκο έχουν τις καλύτερες αναμνήσεις από τη ζωή τους στο χωριό. Όλοι μιλούν για υπέροχα παιδικά χρόνια.
Στο νεκροταφείο των ηρωικών μαχητών, με το μοναδικό σφυροδρέπανο που σώθηκε, στο Κροστσένκο της Πολωνίας. (φωτό Στ. Ελληνιάδη)
Στο σχολείο, το νεκροταφείο και το μνημείο του Νίκου Μπελογιάννη
Το Κροστσένκο έχει υποστεί πολλές αλλαγές από τότε που άρχισαν να το εγκαταλείπουν οι Έλληνες κάτοικοί του, σταδιακά από το 1965 μέχρι το 1980 περίπου, που στη συντριπτική τους πλειονότητα μετεγκαταστάθηκαν τελικά στην Ελλάδα. Άφησαν τα σπίτια τους ακέραια, άφησαν το μερίδιό τους στο κολχόζ, άφησαν το χωριό τους χωρίς να διεκδικήσουν τίποτα. Ήταν τόσο δυνατός ο πόθος για την Ελλάδα, που δεν υπολόγισαν τίποτα. Ούτε τα περιουσιακά στοιχεία που άφηναν για πάντα πίσω τους, ούτε τους κινδύνους που εμπεριείχε η «επιστροφή» στην πατρίδα, μόνο με μερικές βαλίτσες και συχνά με όχι ανοιχτές αγκαλιές από τις κοινότητες και τους συγγενείς της γενέτειράς τους.
Σήμερα, το χωριό είναι διαφορετικό. Πολλά παλιά σπίτια γκρεμίστηκαν, μεγάλωσαν ή ανακαινίστηκαν και άλλαξαν μορφή και αρκετά καινούργια χτίστηκαν με σύγχρονες προδιαγραφές. Σ’ ένα όμορφο λιβάδι, στο κέντρο του χωριού, όπου την προηγούμενη φορά είχα κινηματογραφήσει τη συνέντευξη ενός από τους τελευταίους Έλληνες ανάμεσα στο κοπάδι με τα πρόβατά του, οι στάβλοι και οι αποθήκες του συνεταιρισμού δεν υπάρχουν πια. Το οδικό δίκτυο βελτιώθηκε και η κίνηση των αυτοκινήτων αυξήθηκε αισθητά όχι μόνο προς και από τα σύνορα με την Ουκρανία, αλλά και προς ένα ημιορεινό θέρετρο της Πολωνίας που έγινε διάσημο από την εποχή που εκεί είχε τεθεί υπό περιορισμό για ένα μικρό χρονικό διάστημα ο ηγέτης της «Αλληλεγγύης» Λεχ Βαλέσα, ο οποίος, παρεμπιπτόντως, έχει πλήρως απαξιωθεί, για περισσότερους από ένα λόγους, από την πολωνική κοινωνία.
Για τους Έλληνες που δεν βρήκαν ακέραια τα πατρικά τους σπίτια ή δυσκολεύτηκαν να τα αναγνωρίσουν, τα πιο οικεία σημεία του χωριού είναι το σχολείο που φοίτησαν ή έκαναν τις διακοπές τους το καλοκαίρι, το νεκροταφείο που είναι θαμμένοι γονείς, συγγενείς και φίλοι και το μνημείο του Μπελογιάννη, μπροστά στο πολιτιστικό κέντρο. Στο μεγάλο προαύλιο του σχολείου, πραγματοποιήθηκε ένα διήμερο εκδηλώσεων με τη συμμετοχή ερμηνευτών ελληνικής και πολωνικής καταγωγής, μεταξύ των οποίων ο Γιώργος Σκόλιας, ο Γιώργος Μότσιος, ο Νίκος Φυλακτός, ο Ηλίας Βράζας, το συγκρότημα «Μύθος» κ.ά., που τις παρακολούθησαν αρκετές εκατοντάδες Πολωνοί που ενώθηκαν με τους Έλληνες επισκέπτες, συμμετέχοντας στους ελληνικούς χορούς, τρώγοντας και πίνοντας, όπως σε κάθε ελληνικό πανηγύρι.
Το μνημείο του Μπελογιάννη σώθηκε από την αντικομμουνιστική
λαίλαπα που επιβλήθηκε δια νόμου στην Πολωνία,
με αφαιρέσεις και ανορθογραφίες… (φωτό Στ. Ελληνιάδη)
Στο νεκροταφείο μερικές δεκάδες άνθρωποι με λουλούδια στα χέρια και καντηλάκια ανηφόρισαν εν σειρά στο λασπωμένο δρομάκι για να αποτίσουν φόρο τιμής στα αγαπημένα τους πρόσωπα. Μεγάλη συγκίνηση, πολλά δάκρυα μετά από τριάντα, σαράντα ή και πενήντα χρόνια απουσίας. Αλλά το νεκροταφείο ήταν πολύ διαφορετικό από την προηγούμενη επίσκεψή μας. Από τις ταφόπλακες είχαν αφαιρεθεί τα σφυροδρέπανα και τα αστέρια που τα κοσμούσαν! Πριν από μερικά χρόνια, με αίτημα της Γενικής Γραμματείας Απόδημου Ελληνισμού που προέκυψε μετά το ντοκιμαντέρ μας, η ελληνική πρεσβεία στη Βαρσοβία αποφάσισε να περιφράξει το νεκροταφείο και να το καθαρίσει από την άγρια βλάστηση. Άγνωστο παραμένει εάν με εντολή της πρεσβείας ή με δική του πρωτοβουλία ο εργολάβος έσβησε από τις πέτρινες στήλες τα κομμουνιστικά σύμβολα! Τώρα βρήκαμε μόνο ένα σφυροδρέπανο και ένα αστέρι, που γλύτωσαν με φθορές από την «αποκομμουνιστικοποίηση» και «απορωσοποίηση», που εφαρμόζεται αυστηρά και σαρώνει τα πάντα, ακόμα και τα ιστορικά ονόματα και τα μνημεία ηρώων του αντιφασιστικού πολέμου από πόλεις, χωριά, κτήρια, δρόμους και πλατείες.
Έτσι, ήταν αναπόφευκτη η δεύτερη δυσάρεστη «προσαρμογή». Οι αξιωματούχοι του χωριού έξυσαν την παλιά επιγραφή από τη στήλη του μνημείου του Νίκου Μπελογιάννη και ανήρτησαν μια νέα, με καλής ποιότητας υλικά, αλλά λογοκριμένη και ανορθόγραφη! Το επίμαχο σημείο που εξαφανίστηκε ήταν η αναφορά στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας. Το γεγονός θορύβησε πολλούς και μερικοί που πρόσκεινται στο ΚΚΕ απείλησαν να δημιουργήσουν επεισόδιο.
Από μια συζήτηση που έκανα εντωμεταξύ με την πρόεδρο της κοινότητας, η οποία με παρακάλεσε να μην καταγράψω τα διαμειφθέντα, κατάλαβα ότι σκέφτηκαν αυτή την «τροποποίηση» προκειμένου να σώσουν το μνημείο από την καθολική εξαφάνισή του, όπως επιτάσσει ο νόμος, με δεδομένο ότι περίμεναν στο χωριό μεγάλο αριθμό Πολωνών επισκεπτών από τους οποίους ενδεχομένως κάποιος θα το κάρφωνε στις αρχές. Η περιοχή ψηφίζει πολύ συντηρητικά. Τελικά, με την παρέμβαση των πιο ψύχραιμων, η φασαρία, που άθελα με την ανάδειξη του θέματος θα μπορούσε να προκαλέσει την καταστροφή του μνημείου, αποφεύχθηκε, με τη σιωπηρή ανοχή μιας μερίδας και την αποχή από την τελετή κατάθεσης στεφάνου μιας άλλης. Έτσι, το μνημείο του Νίκου Μπελογιάννη εξακολουθεί να «ζει» στο Κροστσένκο.
Σαν Έλληνας πολίτης, σας ευγνωμονώ
Απόσπασμα από την ομιλία μπροστά στο μνημείο
Θέλω, σαν Έλληνας πολίτης, να εκφράσω το θαυμασμό και την ευγνωμοσύνη μας για τις μανάδες, τους πατεράδες, τους παππούδες και τις γιαγιάδες σας, που αγωνίστηκαν για την πατρίδα και τα υψηλότερα ιδανικά. Αυτά που εκφράζονται από φωτεινούς ανθρώπους σαν τον Νίκο Μπελογιάννη που δεν εκτελέστηκε για ταπεινά κίνητρα, αλλά για να ζήσουμε όλοι μια καλύτερη ζωή σε μία κοινωνία ελευθερίας, δικαιοσύνης και δημοκρατίας. Στο πρόσωπο τέτοιων ηρώων βλέπουμε τους αγρότες, εργάτες, βιοτέχνες, φοιτητές και διανοούμενους, όλους τους απλούς ανθρώπους που δεν ήταν πολεμοχαρείς, που πήραν ένα όπλο, ξυπόλητοι πολλές φορές κι ανέβηκαν στα βουνά να αγωνιστούν για τα ιδανικά τους.
Να αγωνιστούν όχι για τον εαυτό τους, ν’ αγωνιστούν για όλους. Κι αυτό το ήθος, αυτή την αγωνιστικότητα, αυτό τον πατριωτισμό τον έδειξαν κι όταν εξορίστηκαν, όταν ήρθαν σε ερημωμένες περιοχές σαν το Κροστσένκο και ξαναφτιάξανε το χωριό, το έκαναν καλύτερο απ’ ό,τι ήτανε πριν, έδωσαν ζωή και στη φύση, ενσωματώθηκαν στο νέο περιβάλλον και έδειξαν όλη τους τη δημιουργικότητα κάνοντας οικογένειες, κάνοντας παιδιά, ξεκινώντας δουλειές, φτιάχνοντας το συνεταιρισμό. Δεν είναι απλώς μια ιστορία αυτό που έφτιαξαν οι γονείς σας και το συνεχίσατε εσείς. Χωρίς ίχνος υπερβολής, αυτό είναι ένα ελληνικό έπος! Στα χνάρια των Ελλήνων του Ομήρου! Και πρέπει να αισθάνεστε πολύ μεγάλη περηφάνια, να καμαρώνετε για τους γονείς σας, και να το μεταδώσετε αυτό στα παιδιά σας, στα εγγόνια και τα δισέγγονα, στην κοινωνία ολόκληρη. Η ιστορία δεν τελείωσε. Κι αν αξίζει να αγωνιζόμαστε είναι γιατί το χρωστάμε σ’ αυτούς που μας μάθανε να αγωνιζόμαστε για τα ανώτερα ιδανικά, στους γονείς σας και τους παππούδες και τις γιαγιάδες σας. Και σας ευχαριστώ πάρα πολύ εκ μέρους των συμπατριωτών μου.
Εδώ πρέπει να σας πω ότι έγινε μία παραβίαση, άλλαξε η επιγραφή στο μνημείο. Όταν ήρθα πριν από δεκαοκτώ χρόνια, η επιγραφή την οποία έχω φωτογραφήσει, ήτανε άλλη και ανέφερε ότι ο Νίκος Μπελογιάννης εκτός από πατριώτης ήτανε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας. Και δεν πρέπει να αφαιρούμε από τους ανθρώπους τις ιδιότητές τους, γιατί οι άνθρωποι δεν έπεσαν από τον ουρανό, απ’ το πουθενά, ο καθένας κάπου ανήκε, κάτι πίστευε και κάτι υπερασπιζόταν. Αλλά στην Πολωνία, σ’ αυτή την πολύ φιλόξενη χώρα για όλους εσάς, δυστυχώς, με τους εθνικισμούς και τις φοβίες που αναπτύσσουν οι εξουσίες για να μπορούν να ελέγχουν και να κυριαρχούν στις κοινωνίες, αλλοιώνουν την ιστορία. Έτσι, ξηλώνουν ακόμα και τα μνημεία των πεσόντων Πολωνών στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο! Σε μια χώρα που είχε έξι εκατομμύρια νεκρούς! Μετά τη Σοβιετική Ένωση είναι η Πολωνία. Όμως, αυτή η αλαζονεία, η μισαλλοδοξία που κυριαρχεί στα σύγχρονα καθεστώτα, είναι ισοπεδωτική και δεν αφήνει τίποτα όρθιο. Αλλά για μας είτε με τη μία είτε με την άλλη επιγραφή, ο Μπελογιάννης ήταν και θα παραμείνει πάντα αυτός που ήταν. Ένας κομμουνιστής πατριώτης. (Μερικοί φωνάζουν το σύνθημα: ο Μπελογιάννης ζει, είναι μέσα στις καρδιές μας και μας οδηγεί)…
Όπου κι αν είμαστε τοποθετημένοι ιδεολογικά, να ξέρουμε ότι οι ήρωες είναι ήρωες όλων μας. Είναι η δική μας ιστορία. Θα υπερασπιστούμε τη δική μας ιστορία ανεξαρτήτως χρώματος και ταυτότητας. Είμαστε ιδεολόγοι, είμαστε πατριώτες, είμαστε Έλληνες, είμαστε και πολίτες όλου του κόσμου. Και εσείς το αποδείξατε ζώντας και αναπτύσσοντας μια σπουδαία ζωή σε μια ξένη χώρα και μάλιστα στα σύνορά της. Χαίρομαι πάρα πολύ που σας έχω γνωρίσει. Και σας ευχαριστώ πάρα πολύ που κατά κάποιο τρόπο έγινα μέλος της μεγάλης σας οικογένειας και μου κάνατε σήμερα την τιμή να μιλήσω εξ ονόματός σας. Σας εύχομαι να έχετε υγεία, και πάνω απ’ όλα, ανεξάρτητα από τις διαφορετικές αντιλήψεις που μπορεί να έχουμε, να είμαστε αγαπημένοι και ενωμένοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου