Η πανδημία του κορονοϊού και τα μέτρα έκτακτης ανάγκης που υιοθέτησαν όλες οι κυβερνήσεις -άλλες γρήγορα και βίαια, άλλες σταδιακά και ήπια- επιβάλλουν την αυστηρότερη δυνατή πειθάρχηση της συμπεριφοράς και εκτεταμένο έλεγχο όλων των πλευρών της ζωής.
Η πανδημία του κορονοϊού και τα μέτρα έκτακτης ανάγκης που υιοθέτησαν όλες οι κυβερνήσεις -άλλες γρήγορα και βίαια, άλλες σταδιακά και ήπια- επιβάλλουν την αυστηρότερη δυνατή πειθάρχηση της συμπεριφοράς και εκτεταμένο έλεγχο όλων των πλευρών της ζωής. Εντατικοποιούν σε πρωτοφανή βαθμό την άσκηση εξουσίας που ονομάστηκε βιοεξουσία και επιτελείται μέσω των στρατηγικών της βιοπολιτικής.
Η βιοπολιτική αποτελεί τον γενικό τρόπο άσκησης της εξουσίας στον ύστερο καπιταλισμό. Και την περίοδο της επιδημίας η άσκηση της πολιτικής επί της ζωής γίνεται ολοφάνερη. Αλλά με εξαίρεση δύο εξαιρετικά άρθρα του Κύρκου Δοξιάδη, η άγνοια της θεωρίας δημιουργεί σημαντικά προβλήματα στην κατανόηση της κατάστασης. Στην Ελλάδα λέγονται πολλά για το δίκαιο, τα δικαιώματα, το Σύνταγμα, αλλά πολύ λίγα για την εξουσία.
Η θεωρία περί βιοπολιτικής και βιοεξουσίας εισήχθη από τον Michel Foucault. Την ανέπτυξαν μεταξύ άλλων ο Gilles Deleuze, ο Michael Hardt και ο Antonio Negri, ο Giorgio Agamben και ο Roberto Esposito. Ας δούμε περιληπτικά μερικά βασικά στοιχεία τα οποία θα χρησιμεύσουν στην ανάλυση των πρωτοφανών μέτρων που υφιστάμεθα όλοι. Κατά τον Foucault, από τον 18ο αιώνα και μετά η εξουσία οργανώνεται μέσω της πειθάρχησης των σωμάτων. Σε εξειδικευμένους θεσμούς, όπως τα πτωχοκομεία, τα νοσοκομεία, τα σχολεία, οι στρατώνες και οι φυλακές, οι άνθρωποι υποβάλλονταν σε διαρκή παρατήρηση, ταξινόμηση και πειθαρχία.
Στόχος της είναι να διαμορφώσει το σώμα, τις κινήσεις και τις συμπεριφορές τους και να τους καταστήσει οικονομικά παραγωγικούς και κοινωνικά πειθήνιους, έτοιμους να στελεχώσουν τα εργοστάσια και τους στρατούς, τα δύο μεγάλα εργαλεία της νεωτερικής κυριαρχίας. Η εξουσία λειτουργεί λοιπόν μέσω μιας ενεργής και δημιουργικής διευθέτησης δυνάμεων. Με την παρατήρηση και κατηγοριοποίηση των αντικείμενων της δημιουργεί νέα αντικείμενα γνώσης, παρέμβασης και επένδυσης, όπως η σεξουαλικότητα και η παραβατικότητα.
Ετσι παράγει την πραγματικότητα και δημιουργεί το υποκείμενο της νεωτερικότητας και τη γνώση μας για αυτό. Στις «πειθαρχικές κοινωνίες» η επιστημονική γνώση δεν μπορεί να αποκτηθεί πριν ή ανεξάρτητα από τις χρήσεις για τις οποίες προορίζεται, είναι συνάρτηση των σχέσεων εξουσίας. Οι θεσμοί αυτοί λοιπόν οδήγησαν στη δημιουργία των κοινωνικών επιστημών με τη στατιστική να είναι η «βασιλική» επιστήμη του κράτους (state-statistics).
Από τον 19ο αιώνα η κοινωνία της πειθαρχίας συμπληρώθηκε σταδιακά και αντικαταστάθηκε από την «κοινωνία του ελέγχου» και της βιοεξουσίας. Στον βιοπολιτικό καπιταλισμό η άσκηση εξουσίας δεν επικεντρώνεται πια στη διαχείριση και κατεύθυνση των συμπεριφορών. Η διαχείριση του κοινωνικού σώματος γίνεται μέσω του ελέγχου της βιολογικής ζωής. Η βιοεξουσία εκτείνεται από τα βάθη της συνείδησης στα σώματα του πληθυσμού και στη στοχοποίηση κοινωνικών ομάδων βάσει χαρακτηριστικών όπως το φύλο, η φυλή, η ηλικία, το επάγγελμα ή η εθνότητα. Οι κατηγορίες αυτές τα ομογενοποιούν, περιορίζουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους και επιτρέπουν την εφαρμογή πολιτικών κλίμακας.
Ολες οι σημαντικές κρατικές πολιτικές του 20ού αιώνα έχουν βιοπολιτικά χαρακτηριστικά. Πολιτικές για τη δημόσια υγεία, την παιδεία, το ρίσκο και την ασφάλιση, τη σεξουαλικότητα και τη γονιμότητα, τη μετανάστευση εφαρμόζονται με στόχο τη βελτίωση των ποιοτικών χαρακτηριστικών του πληθυσμού και αυξάνουν τις ατομικές γνώσεις και σωματικές δεξιότητες.
Η βιοπολιτική ελέγχει τη ζωή και τις βιολογικές λειτουργίες του ανθρώπου και εξασφαλίζει ότι ρυθμίζονται και πειθαρχούν. Το οπλοστάσιο περιλαμβάνει προβλέψεις, στατιστικούς υπολογισμούς, χρήση αλγορίθμων και άλλα μέτρα τα οποία ως μηχανισμοί ελέγχου επιβάλλονται στο στοιχείο της τυχαιότητας που υπάρχει σε κάθε ζώντα πληθυσμό, έτσι ώστε να βελτιώνεται η ζωή.
Οι τεχνολογίες της εξουσίας συμπληρώνονται με τεχνολογίες «επιμέλειας εαυτού»: γύμναση, υγιής διατροφή και δίαιτα, περισυλλογή και γιόγκα, συνεχής απόκτηση γνώσεων, ψυχοθεραπεία κ.λπ. Καλούμαστε να «αλλάξουμε» τους εαυτούς μας μέσω πρακτικών προσωπικής «βελτίωσης» στο όνομα της ατομικής και συλλογικής υγείας. Οι άνθρωποι καλούνται να «αλλάξουν» εαυτούς μέσω πρακτικών προσωπικής «βελτίωσης» στο όνομα της ατομικής η συλλογικής υγείας. Βασικός τρόπος άσκησης εξουσίας είναι η δημιουργία πληθυσμών που θα εξυπηρετήσουν τις λειτουργικές ανάγκες της οικονομίας και της διοίκησης.
Η βιοπολιτική λοιπόν έχει ως στόχο τη διαχείριση πληθυσμών. Τα άτομα κατατάσσονται σε κατηγορίες με γενικά κριτήρια που τα ομογενοποιούν, περιορίζουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους και επιτρέπουν την εφαρμογή πολιτικών κλίμακος. Οπως υποστηρίζει ο Foucault, ο βιοπολιτικός καπιταλισμός δεν παράγει απλώς εμπορεύματα, αλλά υποκείμενα, πρώτα και κύρια, το ελεύθερο υποκείμενο με δικαιώματα και επιθυμίες, μια απαραίτητη προϋπόθεση για τη λειτουργία του καπιταλισμού. Στον 18ο αιώνα ο κυρίαρχος «αφαιρούσε τη ζωή και άφηνε τους ανθρώπους να ζήσουν».
Η βιοεξουσία «συνιστά ζωή και αφήνει τους ανθρώπους να πεθάνουν». Στην προηγούμενη κατάσταση η θανατική ποινή εκφράζει τη δύναμη και μεγαλοπρέπεια της κυριαρχίας. Σήμερα η αντιμετώπιση της γονιμότητας, της αρρώστιας και του ρίσκου αποτελούν τα χαρακτηριστικά της βιοπολιτικής.
Η βιοεξουσία είναι λοιπόν διττή. Αυξάνει και βελτιώνει τις ατομικές γνώσεις και σωματικές δεξιότητες καθώς και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού, αλλά ταυτόχρονα μας κατανέμουν σε κατηγορίες που καθορίζουν την τύχη μας. Αυτή η διπλή υπόσταση επιδρά καθαρά στην κοινωνική λειτουργία του ατόμου. Είμαστε μοναδικοί και ανεπανάληπτοι, αλλά ταυτόχρονα τυπικά ίσοι και παρόμοιοι με τους άλλους. Το «ά-τομο», μη τεμνόμενο, αποτελεί αδιαίρετη μονάδα και βασικό θεμέλιο της ανθρώπινης κοινωνικότητας.
Αλλά είμαστε επίσης ίδιοι με τους άλλους -μονάδες σύγκρισης, αντικείμενα ποσοτικού προσδιορισμού και στατιστικής καταμέτρησης- κάτι που επιτρέπει να μας αξιολογούν, να μας κρίνουν και να μας κατατάσσουν σε ομάδες. Στη στρατηγική της «ανοσίας της αγέλης» της Βρετανίας και της Σουηδίας, για παράδειγμα, η μεγάλη ηλικία και οι υποκείμενες ασθένειες χωρίζουν τον πληθυσμό σε όσους θα πεθάνουν και όσους ζήσουν.
Ορισμένοι θεωρητικοί της βιοπολιτικής τονίζουν τον αρνητικό διαχειριστικό της χαρακτήρα, την απώλεια της ατομικότητας και ιδιαιτερότητας (Agamben, Esposito). Αλλοι τον θετικό και δημιουργικό, την επιμέλεια ελευθερίας και την καλλιέργεια ταυτότητας που είναι προϋπόθεση των μαζικών πολιτικών (Negri, Virno, Hardt).
Συνδυάζοντας τις δύο μπορούμε να πούμε ότι το άτομο του ύστερου καπιταλισμού είναι στόχος και δημιούργημα δυο στρατηγικών: αποτελεί από τη μία το άνευ σημασίας και ιδιαιτερότητας συστατικό των πληθυσμιακών πολιτικών γύρω από τη γεννητικότητα, τη σεξουαλικότητα, την υγεία, την εκπαίδευση, την εργασία κ.λπ. Αλλά ταυτόχρονα οι στρατηγικές αυτές εγγράφουν στο υποκείμενο τις ανάγκες, επιθυμίες και ελπίδες που το κάνουν να αισθάνεται ελεύθερο, αυτόνομο και δημιουργικό.
Η εξουσία ασκείται επί της ζωής και όχι μόνο επί του ατομικού σώματος. Ασχολείται με τη διαχείριση των γεννήσεων και θανάτων, της ασθένειας και της ασφάλειας, με γενικά όχι ατομικά φαινόμενα. Η κατεύθυνση των επί μέρους πολιτικών αποφασίζεται από έναν συνδυασμό της κυβερνητικής ιδεολογίας και της επιστήμης. Η βιοπολιτική διαχείριση πληθυσμών ή ομάδων δεν συμβαδίζει επομένως με τα ατομικά δικαιώματα των μελών τους. Το βιοπολιτικό άτομο έχει κι αυτό διττή ύπαρξη: υποκείμενο δικαιωμάτων που το προστατεύουν από την αυθαιρεσία της εξουσίας, αλλά και απλό μέλος μιας ομάδας που υποβάλλεται σε βιοπολιτική διόρθωση. Το δίκαιο αναγνωρίζει αφηρημένα πρόσωπα με δικαιώματα.
Η βιοπολιτική επέμβαση ασχολείται με ένα σύνολο έμβιων ατόμων, έναν ζώντα πληθυσμό με συγκεκριμένες τάσεις και μεταβαλλόμενες κανονικότητες που δεν μπορούν να αναχθούν στην επιμέρους ζωή και τα δικαιώματα κάθε μέλους του. Η βιοπολιτική δεν απευθύνεται ούτε στο αφηρημένο υποκείμενο δικαίου ούτε στο σωματικό υποκείμενο της πειθάρχησης, αλλά σε έναν κοινωνικό χώρο για να αλλάξει τη θνησιμότητα, να μεγαλώσει το προσδόκιμο ζωής ή να ενισχύσει τις γεννήσεις. Ετσι δημιουργείται η δυνατότητα της σύγκρουσης ανάμεσα στα δικαιώματα των υποκειμένων και την πολιτική της βιοπολιτικής διόρθωσης κατηγοριών πληθυσμού.
Παρ’ ότι η βιοπολιτική υπονομεύει τα δικαιώματα, δεν οδηγεί στην εξαφάνιση της κυριαρχίας. Τη συνοδεύει και εμφανίζεται κάθε φορά που η εξουσία απειλείται. Αν κυρίαρχος είναι εκείνος που μπορεί να επιβάλλει την «κατάσταση εξαίρεσης», όπως λέει ο Καρλ Σμιτ, η κυβέρνηση ασκεί όλα τα προνόμια της κυριαρχίας μεταξύ των οποίων και το παμπάλαιο δικαίωμα να αφαιρεί ζωή.
Μια περιορισμένη κατάσταση έκτακτης ανάγκης είχε επιβληθεί στους μετανάστες πριν από τα μέτρα με το επιχείρημα ότι ο αποκλεισμός του μετανάστη αποτελεί στρατηγική υπεράσπισης του «κοινωνικού σώματος» ανάλογη με την αντιμετώπιση της αρρώστιας. Οι μετανάστες είναι διπλά επικίνδυνοι: είναι ευκίνητοι σαν τους ιούς και μας φέρνουν ιούς και αρρώστιες. Το ξένο, διαφορετικό, «τριτοκοσμικό» σώμα μολύνει το υγιές ελληνικό. Πρέπει να αποτρέψουμε την εισβολή τους ή να τους απομονώσουμε βάζοντάς τους φυλακή και καραντίνα.
Αλλά ο ιός μάς έβαλε όλους σε καραντίνα. Ο κίνδυνος είναι ο διπλανός, όχι ο ξένος. Η προσωρινή «κατάσταση ανάγκης» που έχει επιβληθεί στους πρόσφυγες έγινε πλήρης και πολύ σκληρότερη από τις επιβολές ενός δικτατορικού καθεστώτος.
Το ανοσοποιητικό σύστημα του έθνους πρέπει να δραστηριοποιηθεί για να αποκρούσει την απειλή στην υγεία και να αποβάλει τον επικίνδυνο εισβολέα. Το εθνικό σώμα των Ελλήνων κινδυνεύει από ξένους και αρρώστιες. Η ρητορική που χρησιμοποιήθηκε για τους πρόσφυγες μεταφορικά παίρνει τώρα την κυριολεκτική της αναφορά. Αλλά κάτι ανάλογο ισχύει για το σύνολο του πληθυσμού την περίοδο της επιδημίας. Το ανοσοποιητικό σύστημα του εθνικού «σώματος» συνδυάζει τη βιοπολιτική με την κυριαρχία. Γι’ αυτά στο επόμενο.
* Καθηγητής του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και πρόεδρος του Ιδρύματος «Νίκος Πουλαντζάς»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου