Τετάρτη 13 Μαρτίου 2013

Mε αφορμή τη γέννηση του Δ.Ιωαννίδη σαν σήμερα το 1923…


Δεν είναι δύσκολο να εντοπίσει κανείς τους λόγους που οι δικτατορίες συνήθως αφήνουν στους κάθε είδους νοσταλγούς τους μιάν ανάμνηση “σκληρής πλην έντιμης” διαχείρισης της κρατικής εξουσίας. Πρώτα απ’ όλα, ο ίδιος ο επίσημος λόγος τους δεν είναι άλλος από την πάταξη της “φαυλοκρατίας” και της “ανικανότητας” των δημοκρατικών κυβερνήσεων. Ταυτόχρονα, και ενώ αυτή η επίσημη προπαγάνδα επαναλαμβάνει σε όλους τους τόνους και τις συχνότητες τα επιτεύγματα της “νέας τάξης” στην εξυγίανση της δημόσιας ζωής, οποιοσδήποτε αντίλογος είναι απαγορευμένος. Αυτός είναι και ο λόγος που είναι αδύνατη κάθε αθέμιτη σύγκριση ανάμεσα στη “σήψη” του δημοκρατικού παρόντος και εκείνη του χουντικού παρελθόντος. Σήμερα, κάθε τηλεοπτικός αστέρας τρέφεται κυριολεκτικά από τη σκανδαλοθηρία· πριν από εικοσιπέντε χρόνια, ακόμα κι αν τα στοιχεία συσσωρεύονταν βουνό, ο δημοσιογράφος απλούστατα δε μπορούσε να γράψει το παραμικρό.
Αλλά και μετά τη Μεταπολίτευση, θα αντιτείνουν ορισμένοι, δεν υπήρξε κάποιος καταιγισμός παρεμφερών αποκαλύψεων που να αποτυπωθεί στη συλλογική μνήμη. Στην πραγματικότητα, η διαπίστωση αυτή ισχύει εν μέρει μόνο – κι αυτό για πολύ συγκεκριμένους λόγους. Τα πρώτα χρόνια μετά την κατάρρευση της δικτατορίας, όλες οι προσπάθειες για κάθαρση είχαν επικεντρωθεί ( και πολύ σωστά) στην τιμωρία των πιό σοβαρών από ταν εγκλήματα της επταετίας – εκείνων δηλαδή που, πρώτα και κύρια, έπρεπε να εξοβελιστούν από τη μελλοντική ζωή της χώρας. Αναπόφευκτα, αυτή η πλευρά των κατορθωμάτων της χούντας σχεδόν μονοπώλησε και το ενδιαφέρον των μεταπολιτευτικών ΜΜΕ. Μπροστά στο κορυφαίο γεγονός του επτάχρονου “γύψου”, τις φριχτές αποκαλύψεις για τα βασανιστήρια ή την πολύνεκρη καταστολή των διαδηλώσεων του Νοέμβρη του ’73, η όποια διασπάθιση του δημόσιου χρήματος αποτελούσε απλό πταισματάκι…
Μη νομιστεί, πάντως, ότι ζήτημα δεν υπήρξε. Κάθε άλλο μάλιστα. Η ίδια η χούντα και οι στρατηγικές επιλογές της στο οικονομικό πεδίο αποτέλεσαν, ευθύς εξαρχής, το πρώτιστο σκάνδαλο. Δεν είχε κλείσει ούτε εξάμηνο από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, όταν ο καναδός πανεπιστημιακός Ζαν Μεϊνό εντόπιζε την ουσία της πολιτικής Μακαρέζου σε ένα διάταγμα της 3/8/67: “Μία από τις πρωτοτυπίες αυτού του κειμένου είναι ότι ορίζει πως πρέπει να υπάρξει απόφαση μέσα σε οκτώ ημέρες από από την κατάθεση κάποιας αίτησης για επενδύσεις στη χώρα. Αυτή η ταχύτητα προοριζόταν να επιδείξει την αποτελεσματικότητα του νέου καθεστώτος, στην πράξη όμως σημαίνει ότι, αν πρόκειται πράγματι για καινούριες αιτήσεις, η απόφαση θα παρθεί χωρίς σοβαρή εξέταση του ζητήματος” (“Rapport sur l’ abolition de la democratie en Grece”, Μόντρεαλ 1967, σ.102-3). Η νέα συνταγή δεν άργησε να αποδώσει οφέλη – κι όχι φυσικά για το ελληνικό δημόσιο. Αρκεί να θυμηθεί κανείς τις δύο πιο χτυπητές περιπτώσεις “μεγάλων έργων” που εξαγγέλθηκαν τον πρώτο καιρό της δικτατορίας. Η πρώτη ήταν η σύμβαση με τη Litton Industries για “επενδυτικό πακέτο” στη δυτική Πελοπόννησο και την Κρήτη, σύμβαση που είχε απορριφθεί από τις κυβερνήσεις της ΕΡΕ, του Κέντρου και των Αποστατών, για να υπογραφεί τις πρώτες κιόλας εβδομάδες μετά το πραξικόπημα και να καταλήξει σε φιάσκο. Η δεύτερη ήταν η αξιοποίηση ενός δαιμόνιου πτωχεύσαντος αμερικανού επιχειρηματία, ονόματι McDonald, που ανέλαβε να βρει κεφάλαια για τη χρηματοδότηση της “Εγνατίας οδού” αλλά το έσκασε με 4,8 εκατομμύρια δολάρια σε ρευστό κι άλλα 33,4 σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου. Αλλες αμαρτωλές συμβάσεις της περιόδου, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής, αφορούσαν τα έργα του Μόρνου, τα εργοστάσια της ΔΕΗ στη Μεγαλόπολη, την εγκατάσταση της Nestle στη Β. Ελλάδα, κόκ. “Ηταν χαρακτηριστικό της νοοτροπίας των νέων κυβερνητών”, συνόψιζε την όλη εμπειρία το 1971 ο Ι. Πεσμαζόγλου, “ότι δε θα έπρεπε να υπάρχουν ενδοιασμοί για την χορήγηση μεγάλων ή ανεξέλεγκτων προνομίων σε ιδιωτικές επιχειρήσεις. Η ίδια προσέγγιση είναι εμφανής επίσης στην προθυμία τους να παραχωρήσουνσυμβάσεις για δημόσια έργα στη βάση απευθείας διαπραγματεύσεων με ιδιώτες και όχι κατόπιν διαγωνισμού” ( “Η ελληνική οικονομία μετά το 1967″ στο “Η Ελλάδα κάτω από στρατιωτικό ζυγό”, σ. 140).
Υπήρχαν και πιό προσωπικές πτυχές αυτής της διαπλοκής. Ο Κ. Τσουκαλάς έχει επισημάνει τη σχέση ανάμεσα στην εγκαθίδρυση της χούντας και τον ελληνοαμερικανό μεγιστάνα Τομ Πάπας, “τα συμφέροντα του οποίου κινδύνευαν αφού η Ενωση Κέντρου αμφισβητούσε τα συμβόλαια που είχε υπογράψει το συγκρότημα με την κυβέρνηση των ανδρεικέλων (…) Ενας υπάλληλος του Πάπας, ο Παύλος Τοτόμης, ανέλαβε το κρίσιμο Υπουργείο Δημ. Τάξεως μετά την επιτυχή έκβαση του πραξικοπήματος. Σε λίγο τα συμβόλαια του Πάπας αναθεωρήθηκαν με τρόπο ευνοϊκό για τον ελληνοαμερικανό κεφαλαιούχο” ( “Η ελληνική τραγωδία”, σ.192). Ανάλογες διασυνδέσεις επισημάνθηκαν και στη σκανδαλώδη ρύθμιση των συναλλαγών της Πεσινέ με το ελληνικό κράτος ( προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας και πετρελαίου στο 1/3 του κόστους): σύμφωνα με αποκαλύψεις της “Αυγής” ( 16/4/75), ο αρμόδιος χουντικός υπουργός Κ. Κυπραίος ήταν επίσης πρόεδρος της εταιρείας ΕΤΡΕΞ που είχε αναλάβει όλες τις επεκτάσεις της πολυεθνικής.
Μάταια, ωστόσο, θα ψάξει κανείς για ( στοιχειώδη, έστω) δικαστική κάθαρση αυτών των κατορθωμάτων. Περισσότερες από 100 παραγγελίες της Ολομέλειας Εφετών για ποινικές διώξεις και κάπου 300 σχετικές δικογραφίες κατέληξαν, ως επί το πλείστον, σε απαλλακτικά βουλεύματα. Το γεγονός ότι ανάμεσα στους διωκόμενους συμπεριλαμβάνονταν και στυλοβάτες του εγχώριου καπιταλισμού ( Ωνάσης, Νιάρχος, Λάτσης, Ανδρεάδης, κλπ) εξηγεί ίσως πάρα πολλά…

Τα σάπια κρέατα του συνταγματάρχη

Μοναδικό σκάνδαλο της δικτατορίας που τιμωρήθηκε από τη δικαιοσύνη, η περιβόητη υπόθεση των βρώμικων κρεάτων που εισήγαγαν μεγαλέμποροι από τη Ροδεσία δωροδοκώντας τους αρμόδιους υπαλλήλους. Τη δίκη επιδίωξε το καθεστώς Ιωαννίδη, για να δείξει τη “σαπίλα” των παπαδοπουλικών. Ο ιθύνων νους της επιχείρησης Μιχαήλ Μπαλόπουλος καταδικάστηκε σε 3.5 χρόνια από το στρατοδικείο τον Ιούνιο του 1974 και η ποινή του μειώθηκε σε 2.5 χρόνια από το Πενταμελές Εφετείο της Δημοκρατίας ένα χρόνο αργότερα. Το Νοέμβριο του 1976, μετά από αναίρεση, η ποινή του κατέβηκε στους 14 μήνες. Είχε όμως ήδη καταδικαστεί σε ισόβια στη δίκη των “πρωταιτίων”.
Την υπόθεση των κρεάτων συνοψίζει ο Αντώνης Σαμαράκης σε άρθρο του στο γαλλικό περιοδικό Le Nouvel Observateur (21.7.1975): “Στην πρόσφατη δίκη ενός από τους συνταγματάρχες, του Μπαλόπουλου, υπουργού Εμπορίου επί χούντας, συνέβηκε κάτι το καταπληκτικό. Ο Μπαλόπουλος αρχικά διηύθυνε τον ελληνικό τουρισμό (θέση στην οποία εκδήλωσε μια αδιαμφισβήτητη επιτηδειότητα στο άρπαγμα), έπειτα σαν υπουργός Εμπορίου είχε ‘αντιμετωπίσει’ μια σοβαρή κρίση εφοδιασμού της αγοράς με κρέατα, διεξάγοντας (τυχαία βέβαια με ανθρώπους της Νοτίου Αφρικής) λαθρεμπόριο με σάπια κρέατα, που τα πρόσφερε, επί μήνες ολόκληρους, στους Ελληνες καταναλωτές. Θα νόμιζε κανείς ότι πρόκειται για θεατρικό έργο του Μπρεχτ. Ο Μπαλόπουλος καταδικάστηκε αρχικά σε μερικά χρόνια φυλάκιση και έκανε έφεση. Οταν η υπόθεσή του πήγε στο Εφετείο, ο εισαγγελέας της Δημοκρατίας, παραδόξως, μετατράπηκε σε δικηγόρο της υπεράσπισης. Ουσιαστικά, είπε, ότι οι συνταγματάρχες δεν έκαναν πραξικόπημα αλλά επανάσταση, το καθεστώς τους μόνο δικτατορία δεν ήταν, ήταν τιμή να είναι κανείς υπουργός υπό το καθεστώς τους, κλπ.”

Πηγη:iospress.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου