Η ΘΡΑΚΗ, Η ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ-1 της Τασίας ΧριστοδουλοπούλουΌσα εκτυλίσσονται με αφετηρία την απόσυρση της υποψηφιότητας Σαμπιχά, υπερβαίνουν, πιστεύουμε, πολύ τα πρόσωπα, τις επιλογές και τα λάθη του ΣΥΡΙΖΑ. Ο κυρίαρχος λόγος των μήντια, όπως ενορχηστρώνεται από τη Ν.Δ., μας γυρίζει σε σκοτεινές εποχές: το ότι συλλήβδην και διαχρονικά οι μειονοτικοί βουλευτές αναγορεύονται σε ενεργούμενα του τουρκικού προξενείου, το οποίο και υπαγορεύει στην αξιωματική αντιπολίτευση τις επιλογές της, είναι μια αντίληψη τρομακτική, επικίνδυνη όχι μόνο για τη μειονότητα, αλλά και όλη την περιοχή, τα δικαιώματα και τη δημοκρατία. Ξεφεύγοντας από αυτό τον κυκεώνα, θέλουμε να ξαναφέρουμε τη συζήτηση στις πραγματικότητες της μειονότητας, στις αρχές και την πολιτική της Αριστεράς. Με αυτό κατά νου, ζητήσαμε τα κείμενα που ακολουθούν (Επισημαίνουμε επίσης δύο άλλα αξιοπρόσεκτα άρθρα: Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης, «Η Σαμπιχά και η μπάλα στην εξέδρα», Εφημερίδα των Συντακτών, 27.4.2014 και Λάμπρος Μπαλτσιώτης, «Στη μέγγενη δύο εθνικισμών», ηλεκτρονικό περιοδικό Χρόνος, τχ. 12, Απρίλιος 2014).
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Μουσουλμάνοι στην Κομοτηνή, τέλη της δεκαετίας του 1929. Φωτογραφία του Maynard Owen Williams («The National Geographic», Δεκέμβριος 1930)
Οι αστοχίες της επιλογής της Σαμπιχά Σουλεϊμάν ως υποψήφιας στο ευρωψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ ανέδειξαν το μειονοτικό της Θράκη σε κεντρικό ζήτημα πολιτικής αντιπαράθεσης. Με όρους όμως, από όσους το ανέδειξαν, που επιδιώκουν να συσκοτίσουν τις κύριες πλευρές του ζητήματος, ώστε να περιοριστεί η επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ στην περιοχή. Και πιστεύω ότι οι Έλληνες της Θράκης είναι οι πρώτοι που αντιλαμβάνονται πόσο καιροσκοπική είναι αυτή η αντισυριζική εκστρατεία ενός ετερόκλητου συνασπισμού, όπου πρωτοστατούν η Ν.Δ. και τα κυρίαρχα μήντια.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η καταστολή και ο επιθετικός εξελληνισμός υπήρξαν το βάθρο της κρατικής πολιτικής για τη μειονότητα, από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Κατ’ αυτό τον τρόπο το ελληνικό κράτος θεωρούσε ότι ασκεί πιέσεις προς την Τουρκία (κυρίως στο Κυπριακό) και ότι έτσι περιόριζε την επιρροή του τουρκικού προξενείου. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1950 το ελληνικό κράτος μιλάει για Τούρκους· στη συνέχεια θα κάνει μεν λόγο για μουσουλμανική μειονότητα, στην πράξη όμως θατην αντιμετωπίζει ως τουρκική, σπρώχνοντάς την ουσιαστικά προς το τουρκικό προξενείο. Παράλληλα, επιχειρεί διαχρονικά τον προσεταιρισμό τμημάτων της μειονότητας, μέσω του εξελληνισμού τους: μέχρι το 1966, 608 μουσουλμάνοι Ρομά βαφτίστηκαν στη Ροδόπη χριστιανοί, με πρωτοβουλίες του νομάρχη και της μητρόπολης.
Ήδη από τα χρόνια αυτά, η ελληνική μειονοτική πολιτική λαμβάνει παρακρατικά χαρακτηριστικά. Στην Κομοτηνή, το Γραφείο Πολιτιστικών Υποθέσεων αναλαμβάνει, τη λειτουργία σχολείων και συλλόγων, τη χορήγηση αδειών τρακτέρ ή αγροτικών επιδοτήσεων, μέχρι και ζητήματα ιθαγένειας. Οι διαβόητες «διοικητικές ενοχλήσεις» πληθαίνουν επί ΠΑΣΟΚ (1981-1988) και στο πρώτο διάστημα της κυβέρνησης Μητσοτάκη (1990-91). Ο διεθνής Τύπος και εκθέσεις διεθνών οργανισμών βοούν για τις «ενοχλήσεις» — όποιοι όμως τολμούν να μιλήσουν γι’ αυτές στην Ελλάδα (λιγοστοί αριστεροί και υπερασπιστές των ανθρώπινων δικαιωμάτων), αντιμετωπίζονται ως «εθνοπροδότες». Η πρόσφατη εκστρατεία εναντίον του Δημήτρη Χριστόπουλου και του ΣΥΡΙΖΑ ανακαλεί στη μνήμη τη στυφή γεύση τέτοιων ημερών.
Ο Μάιος του 1991, με τις δηλώσεις Μητσοτάκη περί «ισονομίας και ισοπολιτείας», σηματοδοτεί μια τομή και σημαντική βελτίωση του κλίματος. Στο εξής, η εθνικιστική λογική της αφομοίωσης θα συνδυάζεται με πολιτικές κατακερματισμού της μειονότητας, πάλι με βάση μια παράλληλη κρατική λειτουργία και διάθεση μυστικών κονδυλίων πέρα από τον κοινοβουλευτικό έλεγχο. Με τη χρήση των κονδυλίων αυτών, και τη δραστηριοποίηση στη Θράκη «εθνικοφρόνων» επιχειρηματιών, το ελληνικό κράτος θα ευνοήσει τη δημιουργία πελατειακών δικτύων. Αντί να παρέμβει για να αντιμετωπιστούν η απόλυτη φτώχεια και οι κάθε λογής αποκλεισμοί, θα επιλέξει να κάνει πολιτική και διπλωματία με τη φτώχεια, σε βάρος τελικά ολόκληρης της μειονότητας και προς όφελος των εθνικισμών.
Η Αριστερά προσπαθεί διαχρονικά να σπάσει τον φαύλο κύκλο της «αμοιβαιότητας» των εθνικισμών. Βρίσκεται στον αντίποδα της λογικής ότι η ανάσχεση του τουρκικού εθνικισμού είναι υπέρτατος σκοπός που καθαγιάζει τον ελληνικό εθνικισμό. Βασική μας θέση, λοιπόν, είναι η κατάργηση της αρμοδιότητας του ΥΠΕΞ και της ΕΥΠ για τα θέματα που αφορούν τη μειονότητα και η μεταφορά των σχετικών αρμοδιοτήτων στο υπουργείο Εσωτερικών.
Κάτι πολύ σημαντικό: τα μέλη της μειονότητας της Θράκης έχουν τρεις προσδιορισμούς: Είναι έλληνες πολίτες, μουσουλμανικού θρησκεύματος, τουρκικού –ως επί το πλείστον, αλλά όχι μόνο– εθνοτικού προσδιορισμού. Είναι τρεις προσδιορισμοί άξιοι σεβασμού σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος. Η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ σέβεται αυτή ακριβώς την τριπλή ταυτότητα, και δεν την αξιοποιεί πολιτικά ούτε στους ανταγωνισμούς μεταξύ των μειονοτήτων, ούτε στην αντιπαράθεση μεταξύ κρατών.
Από τις ιδιότητες αυτές απορρέουν δικαιώματα που το ελληνικό κράτος ακυρώνει στην πράξη, αγνοώντας αλλεπάλληλες καταδίκες του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η Αριστερά υπερασπίζεται τη νομολογία και τις διεθνείς συμβάσεις, οι οποίες εξάλλου αφορούν βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, που κατοχυρώνει και το ελληνικό Σύνταγμα. Την ίδια στιγμή, έχει επίγνωση των ιεραρχικών σχέσεων εντός της μειονότητας και καταστάσεων που προσβάλλουν τα δικαιώματα, όπως η εφαρμογή της Σαρία. Και, βεβαίως, γνωρίζει ότι η χειραγώγηση τμημάτων της μειονότητας, ένθεν και ένθεν, διευκολύνεται από τις συνθήκες απόλυτης ένδειας και τους ακραίους κοινωνικούς αποκλεισμούς που μαστίζουν τη Θράκη. Χρειάζεται να δουλέψουμε περισσότερο προς αυτή την κατεύθυνση, επιμένοντας ότι τα δικαιώματα, πολιτικά και κοινωνικά, είτε ισχύουν για όλους είτε, εν τέλει, για κανέναν.
Η Τασία Χριστοδουλοπούλου είναι δικηγόρος, συντονίστρια του Τμήματος Δικαιωμάτων του ΣΥΡΙΖΑ και υποψήφια ευρωβουλευτής.
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Μουσουλμάνοι στην Κομοτηνή, τέλη της δεκαετίας του 1929. Φωτογραφία του Maynard Owen Williams («The National Geographic», Δεκέμβριος 1930)
Οι αστοχίες της επιλογής της Σαμπιχά Σουλεϊμάν ως υποψήφιας στο ευρωψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ ανέδειξαν το μειονοτικό της Θράκη σε κεντρικό ζήτημα πολιτικής αντιπαράθεσης. Με όρους όμως, από όσους το ανέδειξαν, που επιδιώκουν να συσκοτίσουν τις κύριες πλευρές του ζητήματος, ώστε να περιοριστεί η επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ στην περιοχή. Και πιστεύω ότι οι Έλληνες της Θράκης είναι οι πρώτοι που αντιλαμβάνονται πόσο καιροσκοπική είναι αυτή η αντισυριζική εκστρατεία ενός ετερόκλητου συνασπισμού, όπου πρωτοστατούν η Ν.Δ. και τα κυρίαρχα μήντια.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η καταστολή και ο επιθετικός εξελληνισμός υπήρξαν το βάθρο της κρατικής πολιτικής για τη μειονότητα, από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Κατ’ αυτό τον τρόπο το ελληνικό κράτος θεωρούσε ότι ασκεί πιέσεις προς την Τουρκία (κυρίως στο Κυπριακό) και ότι έτσι περιόριζε την επιρροή του τουρκικού προξενείου. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1950 το ελληνικό κράτος μιλάει για Τούρκους· στη συνέχεια θα κάνει μεν λόγο για μουσουλμανική μειονότητα, στην πράξη όμως θατην αντιμετωπίζει ως τουρκική, σπρώχνοντάς την ουσιαστικά προς το τουρκικό προξενείο. Παράλληλα, επιχειρεί διαχρονικά τον προσεταιρισμό τμημάτων της μειονότητας, μέσω του εξελληνισμού τους: μέχρι το 1966, 608 μουσουλμάνοι Ρομά βαφτίστηκαν στη Ροδόπη χριστιανοί, με πρωτοβουλίες του νομάρχη και της μητρόπολης.
Ήδη από τα χρόνια αυτά, η ελληνική μειονοτική πολιτική λαμβάνει παρακρατικά χαρακτηριστικά. Στην Κομοτηνή, το Γραφείο Πολιτιστικών Υποθέσεων αναλαμβάνει, τη λειτουργία σχολείων και συλλόγων, τη χορήγηση αδειών τρακτέρ ή αγροτικών επιδοτήσεων, μέχρι και ζητήματα ιθαγένειας. Οι διαβόητες «διοικητικές ενοχλήσεις» πληθαίνουν επί ΠΑΣΟΚ (1981-1988) και στο πρώτο διάστημα της κυβέρνησης Μητσοτάκη (1990-91). Ο διεθνής Τύπος και εκθέσεις διεθνών οργανισμών βοούν για τις «ενοχλήσεις» — όποιοι όμως τολμούν να μιλήσουν γι’ αυτές στην Ελλάδα (λιγοστοί αριστεροί και υπερασπιστές των ανθρώπινων δικαιωμάτων), αντιμετωπίζονται ως «εθνοπροδότες». Η πρόσφατη εκστρατεία εναντίον του Δημήτρη Χριστόπουλου και του ΣΥΡΙΖΑ ανακαλεί στη μνήμη τη στυφή γεύση τέτοιων ημερών.
Ο Μάιος του 1991, με τις δηλώσεις Μητσοτάκη περί «ισονομίας και ισοπολιτείας», σηματοδοτεί μια τομή και σημαντική βελτίωση του κλίματος. Στο εξής, η εθνικιστική λογική της αφομοίωσης θα συνδυάζεται με πολιτικές κατακερματισμού της μειονότητας, πάλι με βάση μια παράλληλη κρατική λειτουργία και διάθεση μυστικών κονδυλίων πέρα από τον κοινοβουλευτικό έλεγχο. Με τη χρήση των κονδυλίων αυτών, και τη δραστηριοποίηση στη Θράκη «εθνικοφρόνων» επιχειρηματιών, το ελληνικό κράτος θα ευνοήσει τη δημιουργία πελατειακών δικτύων. Αντί να παρέμβει για να αντιμετωπιστούν η απόλυτη φτώχεια και οι κάθε λογής αποκλεισμοί, θα επιλέξει να κάνει πολιτική και διπλωματία με τη φτώχεια, σε βάρος τελικά ολόκληρης της μειονότητας και προς όφελος των εθνικισμών.
Η Αριστερά προσπαθεί διαχρονικά να σπάσει τον φαύλο κύκλο της «αμοιβαιότητας» των εθνικισμών. Βρίσκεται στον αντίποδα της λογικής ότι η ανάσχεση του τουρκικού εθνικισμού είναι υπέρτατος σκοπός που καθαγιάζει τον ελληνικό εθνικισμό. Βασική μας θέση, λοιπόν, είναι η κατάργηση της αρμοδιότητας του ΥΠΕΞ και της ΕΥΠ για τα θέματα που αφορούν τη μειονότητα και η μεταφορά των σχετικών αρμοδιοτήτων στο υπουργείο Εσωτερικών.
Κάτι πολύ σημαντικό: τα μέλη της μειονότητας της Θράκης έχουν τρεις προσδιορισμούς: Είναι έλληνες πολίτες, μουσουλμανικού θρησκεύματος, τουρκικού –ως επί το πλείστον, αλλά όχι μόνο– εθνοτικού προσδιορισμού. Είναι τρεις προσδιορισμοί άξιοι σεβασμού σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος. Η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ σέβεται αυτή ακριβώς την τριπλή ταυτότητα, και δεν την αξιοποιεί πολιτικά ούτε στους ανταγωνισμούς μεταξύ των μειονοτήτων, ούτε στην αντιπαράθεση μεταξύ κρατών.
Από τις ιδιότητες αυτές απορρέουν δικαιώματα που το ελληνικό κράτος ακυρώνει στην πράξη, αγνοώντας αλλεπάλληλες καταδίκες του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η Αριστερά υπερασπίζεται τη νομολογία και τις διεθνείς συμβάσεις, οι οποίες εξάλλου αφορούν βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, που κατοχυρώνει και το ελληνικό Σύνταγμα. Την ίδια στιγμή, έχει επίγνωση των ιεραρχικών σχέσεων εντός της μειονότητας και καταστάσεων που προσβάλλουν τα δικαιώματα, όπως η εφαρμογή της Σαρία. Και, βεβαίως, γνωρίζει ότι η χειραγώγηση τμημάτων της μειονότητας, ένθεν και ένθεν, διευκολύνεται από τις συνθήκες απόλυτης ένδειας και τους ακραίους κοινωνικούς αποκλεισμούς που μαστίζουν τη Θράκη. Χρειάζεται να δουλέψουμε περισσότερο προς αυτή την κατεύθυνση, επιμένοντας ότι τα δικαιώματα, πολιτικά και κοινωνικά, είτε ισχύουν για όλους είτε, εν τέλει, για κανέναν.
Η Τασία Χριστοδουλοπούλου είναι δικηγόρος, συντονίστρια του Τμήματος Δικαιωμάτων του ΣΥΡΙΖΑ και υποψήφια ευρωβουλευτής.
http://enthemata.wordpress.com/2014/04/27/anastasia-2/#more-14886
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου