Lordon Frédéric
Παρά την αποτυχία της φιλελεύθερης πολιτικής του, ο πρόεδρος Ολάντ επιμένει: «Δεν υπάρχει οδός διαφυγής». Φοβούμενοι ότι σύντομα θα κληθούν να πληρώσουν το τίμημα μιας τέτοιας εμμονής, ολοένα περισσότεροι σοσιαλιστές και οικολόγοι ζητούν αριστερή στροφή.
Στον δημόσιο διάλογο δεν ακούγονται μόνο βλακείες : διατυπώνονται και δηλητηριώδεις απόψεις ή θέσεις. Από όσα θλιβερά επαναλαμβάνουν μονότονα οι στρατιές των ειδικών και των αρθρογράφων, το πλέον τοξικό είναι αναμφίβολα αυτό που ανακοινώνει, με το βαρυσήμαντο ύφος μιας προφητείας, το τέλος των κατηγοριών « δεξιά » και « αριστερά » και την οριστικά παρωχημένη αντινομία τους. Δεν έχει επισημανθεί επαρκώς η ενοχλητική συγγένεια της διατύπωσης, ούτε και η αντικειμενική ταύτιση, ανάμεσα στο « ούτε δεξιά, ούτε αριστερά » της άκρας δεξιάς και της « υπέρβασης της δεξιάς και της αριστεράς » (« γιατί δεν σημαίνουν τίποτα πια ») του ακραίου κέντρου.
Εκπληκτική ειρωνεία, η ομοιότητα σκέψης ανάμεσα σε δυο φαινομενικά διαφορετικούς χώρους, την άκρα δεξιά που κυνηγάει τη χίμαιρα της πάνδημης συμφιλίωσης υπό τη σκέπη της αιώνιας εθνικής ταυτότητας και το ακραίο κέντρο που, διαπνεόμενο από τη διαχειριστική λογική απαιτεί « αναγκαστικά » γενική συμφωνία –και αναμφίβολα θα χρειαστεί ακόμα χρόνος για να συνειδητοποιήσει η κάστα των σχολιαστών των μέσων ενημέρωσης, οι οποίοι υπερασπίζονται με πάθος αυτή την ομοφωνία, τα όσα κοινά έχει με την προηγούμενη.
Αρκεί ένας πρωθυπουργός να διατυπώσει την προφητεία ότι « ναι, η αριστερά μπορεί να πεθάνει » [1], προδίδοντας εμφανώς, με αυτή τη δυσοίωνη πρόβλεψη, το ίδιο το θλιβερό του πρόγραμμα, και το μήνυμα έχει ληφθεί. Πολύ περισσότερο όταν του ανοίγουν τον δρόμο κάποιοι καταθλιπτικοί διανοούμενοι : « Η αριστερά είναι πλέον νεκρή· ό,τι επιβιώνει είναι είτε συγκινησιακό είτε παροδικό· ας ασχοληθούμε με κάτι άλλο », δηλώνει ο Ρεζίς Ντεμπρέ στο Nouvel Observateur (3 Ιουλίου 2014). Όμως, εδώ έχουμε δύο λάθη στην ίδια φράση : το ένα συνίσταται στο ότι συγχέει την αριστερά, ως γενική πολιτική κατηγορία, με τα θλιβερά της κόμματα, το δεύτερο συνίσταται στο ότι, παραφράζοντας, εισάγει την ιδέα πως, αν δεν ασχοληθείς εσύ με την αριστερά, θα ασχοληθεί η δεξιά μαζί σου.
Είναι, όμως, εκπληκτικό, το ότι η χρήση του όρου « αριστερά » περιορίζεται στο Σοσιαλιστικό Κόμμα, ένα κόμμα για το οποίο έχει πλέον αποδειχθεί περίτρανα πως είναι δεξιό [2]. Κι αν είναι αλήθεια ότι το τελευταίο μπορεί να πεθάνει –θα μπορούσε να πει κανείς : αν είναι ευκταίο να πεθάνει-, η αριστερά είναι από άλλη πάστα και άλλης μακροβιότητας, καθόσον πρόκειται για μια ιδέα. Ισότητα και αληθινή Δημοκρατία, αυτή είναι η ιδέα που πρεσβεύει η αριστερά. Και πρέπει κανείς να είναι τυφλός, τοξινικός ή καταθλιπτικός για να πιστεύει πως η συγκεκριμένη ιδέα είναι παρωχημένη : όχι μόνο δεν έχει πάψει να δημιουργεί, αλλά στην πραγματικότητα μόλις έχει αρχίσει να το κάνει. Με δυο λόγια, περιμένει ακόμα να εισέλθει στην πραγματικότητα.
Η αποκατάσταση της πόλωσης δεξιά – αριστερά, ενάντια στο δηλητήριο της άρνησής της, προϋποθέτει να ξεκαθαρίσει και πάλι τι σημαίνει αριστερά, προκειμένου να προσδιοριστεί με μεγαλύτερη ακρίβεια η ιδέα που αντιπροσωπεύει, στην εποχή του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Όμως, αυτός ο προσδιορισμός βασίζεται σε μια διατύπωση αρκετά απλή : ισότητα και αληθινή δημοκρατία δεν μπορούν να υπάρξουν, όταν η κοινωνία είναι εγκαταλελειμμένη στην απόλυτη κυριαρχία του κεφαλαίου –τόσο με την έννοια της κοινωνικής λογικής, όσο και με την έννοια της ομάδας συμφερόντων.
Το ότι το κεφάλαιο επιδιώκει τον απόλυτο έλεγχο των πάντων απορρέει από την ίδια τη διαδικασία της συσσώρευσης, η οποία, από τη φύση της, είναι απεριόριστη. Κανένα όριο δεν υπάρχει στην έννοια της συσσώρευσης –πράγμα που σημαίνει ότι οι μόνοι περιορισμοί που μπορεί να γνωρίσει είναι εξωτερικοί : με τη μορφή των εξαντλημένων φυσικών πόρων ή με τη μορφή της πολιτικής αντίθεσης. Ελλείψει των οποίων, η εν λόγω διαδικασία μεγαλώνει όπως ένα καρκίνωμα, που αναπτύσσεται τερατωδώς, τόσο σε ένταση όσο και σε έκταση. Σε ένταση, με μια προσπάθεια αύξησης της παραγωγικότητας χωρίς τέλος. Σε έκταση, με την κατάληψη νέων χώρων, γεωγραφικών εκτάσεων ανέγγιχτων μέχρι τώρα, ούτως ώστε, μετά την Ασία, να έχει σειρά η Αφρική, αλλά επίσης και με την επέκταση των τομέων της εμπορευματοποίησης.
Να αρνηθούμε την κυριαρχία του κεφαλαίου, να μην του επιτρέψουμε να μας κυβερνά
Το κεφάλαιο, τόσο ως έννοια όσο και ως ομάδα συμφερόντων, είναι μια δύναμη. Η οποία μπορεί να συνεχίζει την επέκτασή της επ’ αόριστον, εφόσον δεν αντιμετωπίζει μια δύναμη πιο ισχυρή, που θα την υποχρεώσει στην αντίστροφη κίνηση –και θα της θέσει όρια. Για τον λόγο αυτό, αν απουσιάζει κάθε σημαντική αντίσταση, δεν πρέπει να αμφιβάλλουμε ότι το κεφάλαιο έχει μια και μόνο προοπτική, να θέσει ολόκληρη την κοινωνία υπό τον ζυγό του –με δυο λόγια, να της επιβάλει μια τυραννία, γλυκιά αναμφίβολα, ζαχαρωμένη με την κατανάλωση και τη διασκέδαση, αλλά τυραννία σε κάθε περίπτωση.
Με αυτό το δεδομένο, το τι είναι αριστερά προκύπτει εύκολα. Η αριστερά είναι μια θέση απέναντι στο κεφάλαιο. Το να είναι κάποιος αριστερός συνεπάγεται μια συγκεκριμένη τοποθέτηση απέναντι στο κεφάλαιο. Και πιο συγκεκριμένα, μια τοποθέτηση που, έχοντας αποδεχτεί την ιδέα της ισότητας και της πραγματικής δημοκρατίας, έχοντας αναγνωρίσει ότι το κεφάλαιο είναι μια εν δυνάμει τυραννία και ότι η ιδέα αυτή δεν έχει καμιά τύχη να γίνει πραγματικότητα, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η πολιτική του συνίσταται στην άρνηση της κυριαρχίας του κεφαλαίου. Να μην αφήσει το κεφάλαιο να επιβληθεί, αυτό σημαίνει να είναι κανείς αριστερός.
Τα γεγονότα που δρομολόγησε η χρηματοοικονομική κρίση του 2007-2008 προσφέρουν μια εύγλωττη εικόνα αυτού του τρόπου τοποθέτησης του προβλήματος, διακριτή σε πλήθος ζητημάτων : τις τράπεζες, το « σύμφωνο υπευθυνότητας », το επίδομα ανεργίας. Καθόσον, σε κάθε μια από αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να δει κανείς την ουσία του κεφαλαίου, δηλαδή το σχέδιό του για πλήρη έλεγχο της κοινωνίας, τον τρόπο που έχει να την καθυποτάξει –και, κατ’ αναλογία, σε τι συνίσταται η αριστερά.
Όσο και αν ήταν εύλογο, το σκάνδαλο που προκάλεσε η σωτηρία των τραπεζών, το 2009, ήταν λάθος. Δεν ήταν σκανδαλώδης η ίδια η διάσωση των τραπεζών· είναι ότι τις έσωσαν χωρίς κανένα αντάλλαγμα, δίνοντάς τους έμμεσα το ελεύθερο να ξαναρχίσουν, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, τις μικρές (μεγάλες) κομπίνες τους. Πράγματι, έπρεπε να σωθούν οι τράπεζες, όχι όμως να καταστραφούμε εμείς οι ίδιοι· γιατί οι τράπεζες κατέχουν μια τέτοια θέση στη δομή του καπιταλισμού, που η γενικευμένη κατάρρευσή τους, η οποία θα συμπαρέσυρε όχι μόνο το σύστημα δανεισμού, αλλά, κυρίως, το σύστημα πληρωμών, εξανεμίζοντας όλες τις χρηματικές αποταμιεύσεις των πολιτών, έμελλε να συμπαρασύρει, σε λίγες μόνο μέρες, το σύνολο της παραγωγής και των συναλλαγών, με δυο λόγια θα μας έφερνε στην οικονομία της ζούγκλας…
Ωστόσο, το συμπέρασμα που έπρεπε να έχει εξαχθεί από αυτή την κατάσταση, δεν ήταν ότι οφείλαμε να περιοριστούμε στη διάσωση των τραπεζών, μπράβο μας και πάμε γι’ άλλα. Ήταν ότι, αφού τις βγάλαμε από το βάραθρο, κι εμάς μαζί τους, δεν ήταν πλέον δυνατό να τις αφήσουμε να διακινδυνεύσουν να μας συμπαρασύρουν και πάλι. Με άλλα λόγια, αν πραγματικά κάνουμε την ανάλυση ότι οι τράπεζες καταλαμβάνουν στο οικοδόμημα του καπιταλισμού τέτοια νευραλγική θέση, από την οποία οι υπερβολές τους εκθέτουν συστηματικά την κοινωνία ενώπιον των επιλογών να τις σώσει με δικό της κόστος ή να πεθάνει μαζί τους, υπάρχει και συνέχεια : πρώτον, ο ορθός χαρακτηρισμός αυτής της κατάστασης ως δομική ομηρεία· δεύτερον, μια αριστερή απάντηση, η οποία, διαπιστώνοντας τα ανελέητα αποτελέσματα των δομών, συμπεραίνει ότι αυτές πρέπει υποχρεωτικά να αλλάξουν.
Αν, πράγματι, ο εγκλωβισμός –ολόκληρης της κοινωνίας– είναι με αυτόν τον τρόπο αναπότρεπτος στην παρούσα έκφανση του διδύμου τράπεζες – χρηματοπιστωτικές αγορές, δεν είναι δυνατό να γίνει ανεκτή η χρηματοδότηση της οικονομίας από το ιδιωτικό χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και τις αχαλίνωτες τάσεις του προς την κατάχρηση. Κατά συνέπεια, το μόνο αντάλλαγμα που μπορούσε να απαιτηθεί για τη διάσωση του 2009, ήταν η απο-ιδιωτικοποίηση του τραπεζικού συστήματος, στην αρχή μέσω της εθνικοποίησης και στη συνέχεια μέσω της κοινωνικοποίησης –για να κρατηθούν σε απόσταση οι απαγωγείς.
Αρκεί να τεθεί το ζήτημα με αυτούς τους όρους, για να γίνει αντιληπτό ποιος είναι ο δόκιμος χαρακτηρισμός της πολιτικής των Ολάντ - Σαπέν σχετικά με την « τραπεζική μεταρρύθμιση » : στην καλύτερη περίπτωση πρόκειται για παραίτηση, στη χειρότερη για συνεργασία. Είναι αλήθεια, ότι σε μια από αυτές τις στιγμές χαλάρωσης που επιτρέπει η θαλπωρή της συνεύρεσης μεταξύ φίλων –ήταν στην ετήσια συνάντηση του Κύκλου των Οικονομολόγων στην Αιξ, στην οποία συμμετέχει παραδοσιακά η αφρόκρεμα του συστήματος-, το τελευταίο από τα τρία γουρουνάκια (είναι στρουμπουλά, είναι ροδαλά και θα μπορούσαν να γίνουν κουμπαράδες) το ξεφούρνισε, μολονότι δεν τα είπε όλα, γιατί, κατά βάθος, αυτό που πραγματικά σκέφτεται απαιτεί την πλήρη αντιστροφή της έννοιας των λέξεων : « Ο καλός μας φίλος είναι τα χρηματοπιστωτικά » [3].
Για το ότι αυτοί οι τρεις, όπως άλλωστε και το κοπάδι των ανεγκέφαλων σχολιαστών, περιορίζουν την κατηγορία της « κράτησης ομήρων » στους ταχυδρόμους και στους σιδηροδρομικούς, δεν υπάρχει κανένας λόγος να εκπλησσόμαστε. Κατά μείζονα λόγο δεν συντρέχει λόγος έκπληξης, όταν όλοι μαζί γιορτάζουν για το « σύμφωνο υπευθυνότητας » και τον αυτοαποκαλούμενο σοσιαλισμό της προσφοράς, το βασικό αξίωμα του οποίου συνίσταται στο ότι, μιας και η σωτηρία βρίσκεται στην « επιχείρηση », πρέπει να της τα δώσουμε όλα, χωρίς κανέναν ενδοιασμό. Το να τα προσφέρεις όλα στον απαγωγέα δεν είναι πλούσια ιδέα ; -πρόκειται ακριβώς για τους ίδιους μηχανισμούς εκβιασμού και τελεσιγράφου, που εφαρμόζονται και πέρα από τα όρια της τραπεζικής νησίδας. Στην πραγματικότητα, αυτή είναι όλη κι όλη η λογική του κεφαλαίου.
Το κεφάλαιο κρατάει όμηρο τον κάθε μισθωτό ατομικά, δεδομένου ότι η πώληση της εργατικής δύναμης είναι η μόνη εφαρμοζόμενη λύση σε μια οικονομία καταμερισμού της εργασίας, στην οποία κανείς δεν μπορεί να αποκτήσει τις προϋποθέσεις της φυσικής του αναπαραγωγής εκτός της εμπορευματικής συναλλαγής. Όταν η πρόσβαση στο χρήμα είναι το υποχρεωτικό πέρασμα για την απλή επιβίωση και η πρόσβαση αυτή είναι εφικτή μόνο μέσω του μισθού, είναι προφανές ότι η μισθωτή εργασία κατά βάθος είναι ένα πιστόλι στον κρόταφο. Κι αν συμβεί οι μισθωτοί να το ξεχάσουν, σε βαθμό που η παρουσίαση αυτή τους φαίνεται υπερβολική, διότι ο καπιταλισμός έχει μεριμνήσει να εμπλουτίσει τις κοπιώδεις τους υπάρξεις με ευχάριστες συγκινήσεις –τις μεν εξωγενείς, αυτές της κατανάλωσης, τις δε ενδογενείς, αυτές της « αυτοπραγμάτωσης μέσω της εργασίας »-, αν, λοιπόν, συμβεί να το ξεχάσουν, το ξαναθυμούνται βίαια, όταν οι μάσκες πέφτουν και η παρενόχληση ή η απόλυση επιβάλλονται χωρίς πολλά λόγια.
Από τη « δημιουργική καταστροφή » οι ιδεολόγοι θυμούνται μόνο το δεύτερο σκέλος
Το κεφάλαιο, όμως, κρατάει όμηρους τους μισθωτούς και συλλογικά, δεδομένου ότι, χάρη στη θέση του στο οικονομικό γίγνεσθαι, στο ίδιο εναπόκειται η πρωτοβουλία της παραγωγής, της εφαρμογής σχεδίων και επενδύσεων –στην οποία μπορεί μια χαρά να κηρύξει « απεργία » όταν, αφ’ ότου έχει εκστομίσει τη φράση « με τους δικούς μου όρους ή τίποτα », εκτιμά ότι δεν έχουν γίνει ακόμα αρκετά για την ικανοποίηση των επιθυμιών του. Και είναι αλήθεια ! Η θέση του κεφαλαίου τού επιτρέπει μια χαρά αυτό το είδος του συσχετισμού δυνάμεων με το σύνολο της κοινωνίας, ο οποίος την υποχρεώνει να ικανοποιεί όλες τις απαιτήσεις του –« αλλιώς τα μαζεύω και φεύγω ». Γιατί με αυτόν τον τρόπο, στην ουσία, απευθύνεται το κεφάλαιο στην κοινωνία, κατά μείζονα λόγο, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, η οποία του άνοιξε άπειρες δυνατότητες μετακινήσεων και στρατηγικών αποφάσεων. « Ή μειώνονται οι ασφαλιστικές εισφορές ή σηκώνομαι και φεύγω »· « ή ελαστικοποιείται η αγορά εργασίας ή σηκώνομαι και φεύγω »· « ή μ’ αφήνουν να πληρώνω ό,τι θέλω σε μερίσματα στους μεν και με μετοχές αύξησης κεφαλαίου στους δε ή τα μαζεύω και φεύγω ».
Δεδομένου ότι είναι διαχειριστής των υποθέσεων όλης της κοινωνίας, της οποίας, μέσω των πρωτοβουλιών του, ρυθμίζει τις συνθήκες ευημερίας ή φτωχοποίησης, πώς το ιδιωτικό κεφάλαιο, με μια ισχύ χωρίς φραγμό, δεν θα επωφελούνταν κατά τρόπο καταχρηστικό, προκειμένου να εγείρει απαιτήσεις χωρίς τέλος, απειλώντας με μπλοκάρισμα της οικονομίας, κι όλα αυτά ακόμα περισσότερο όταν απέναντί του έχει μονάχα κυβερνήτες έτοιμους για κάθε παραχώρηση ; Είναι ανώφελο να αναζητήσουμε στο κεφάλαιο κάποιου είδους λογική απαίτηση μετά την ικανοποίηση της οποίας θα επέστρεφε έντιμα στη δουλειά : δεν υπάρχει –κι είναι τόσο ακριβές όσο η λέξη « απεριόριστο » σημαίνει χωρίς όριο. Απόδειξη αυτού είναι ο ατέλειωτος κατάλογος των όσων έχει κερδίσει το κεφάλαιο στα τελευταία τριάντα χρόνια –όπως επίσης κι η θαυμαστή επιτάχυνση των κερδών του ακριβώς τη στιγμή της ιστορικής του χρεοκοπίας. Και μάλιστα, τη στιγμή που κάτι το οποίο τολμά να αυτοαποκαλείται « αριστερά », είναι στην εξουσία.
Από την προηγούμενη ανάλυση προκύπτει ότι αριστερός είναι ακριβώς κάποιος που αρνείται να υποκύψει στον χρόνιο εκβιασμό, με δυο λόγια που αλλάζει τις δομές οι οποίες καθορίζουν τη θέση ισχύος του κεφαλαίου επί της κοινωνίας, φροντίζοντας, για παράδειγμα : 1. τον περιορισμό της κινητικότητας που επιτρέπει στο κεφάλαιο το στρατηγικό του εύρος (μετεγκαταστάσεις παραγωγικών μονάδων, κινήσεις κεφαλαίων, μετεγκατάσταση της έδρας των επιχειρήσεων, πρόσβαση σε υπεράκτιες ζώνες)· 2. τον περιορισμό της απόδοσης των μετοχών με έναν φόρο σαν τον SLAM [4]· 3. την απελευθέρωση της οικονομίας από το χρηματοπιστωτικό σύστημα, αφ’ ενός, κλείνοντας το χρηματιστήριο [5], αφ’ ετέρου, εξετάζοντας κατά το πρότυπο της κοινοκτητοκρατίας [6] την αποκαθήλωση της οικονομικής ιδιοκτησίας, από τον ρόλο της αρχής διοίκησης της παραγωγής· 4. τον λογικό προστατευτισμό που διακόπτει τον άγριο ανταγωνισμό, όχι μόνο μεταξύ των μισθωτών, αλλά και μεταξύ τρόπων ζωής κ.λπ.
Η αμφισβήτηση της κυριαρχίας του κεφαλαίου σημαίνει επίσης ανάδειξη της ευθύνης του για τα όσα βλαπτικά προκάλεσε στη συλλογικότητα, τα οποία θα ήθελε να αγνοεί. Βλαπτικές ενέργειες που δεν έχουν τίποτα το περιστασιακό, αλλά επιδρούν, εξαιτίας της φύσης του κεφαλαίου, ως δύναμη η οποία θέτει σε διαρκεί κινητικότητα όλο τον καταμερισμό εργασίας, είναι δηλαδή ταυτόχρονα δύναμη καταστροφής, υποβάθμισης αλλά και καινοτομίας. Οι Μαρξ και Ένγκελς, στην εποχή τους, είχαν επισημάνει ότι « οι συνεχείς ανατροπές στην παραγωγή, η διαρκής ανατροπή όλων των κοινωνικών κατηγοριών, η ανασφάλεια και η συνεχής κινητικότητα διακρίνουν την εποχή της αστικής τάξης από όλες τις άλλες που προηγήθηκαν » (Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος).
Τίποτα δεν μπορεί να προστατεύσει εκ προοιμίου από τις ζημιές ενός είδους διαρκούς μετάβασης, που συνιστά ένα εγγενές και κλασικό οξύμωρο του καπιταλισμού· και, αν υποθέσουμε ότι τελικά έρχονται τα οφέλη από αυτό που προωθεί, ποτέ δεν έρχονται αρκετά νωρίς ώστε να εξισορροπήσουν σε πραγματικό χρόνο τις καταστροφές, οι οποίες, με τη σειρά τους, συμβαίνουν άμεσα. Η Αφρική θα εισέλθει στην παγκοσμιοποίηση και θα προκαλέσει στην Κίνα το ίδιο κακό που αυτή προκάλεσε στην Ευρώπη, το MP3 αποκαθήλωσε το CD, που με τη σειρά του είχε αποκαθηλώσει το βινύλιο, το φιλμ εξαφανίστηκε από την ψηφιακή φωτογραφία, οι φωτογραφικές μηχανές από τα smartphones : η ίδια η κίνηση του καπιταλισμού είναι μια αποσταθεροποίηση που επανεκκινεί αενάως και που αφήνει στο διάβα της μια στρατιά σακάτηδες.
Αναμφίβολα, η κοινωνική ομάδα των καπιταλιστών επιδίδεται με πάθος στο παιγνίδι του κεφαλαίου, ως ιδέα, το οποίο παιγνίδι ο Γιόζεφ Σουμπέτερ είχε εγκωμιάσει χαρακτηρίζοντάς το « δημιουργική καταστροφή ». Μολονότι οι ιδεολόγοι του φιλελευθερισμού έχουν κρατήσει μόνο τον δεύτερο όρο, προκειμένου να τροφοδοτήσουν με επιχειρήματα την υπεράσπισή τους, είναι καιρός να τους υπενθυμίσουμε το πραγματικό νόημα της φράσης, όχι της τεμαχισμένης, αλλά της πλήρους, που σημαίνει ότι το κεφάλαιο καταστρέφει τόσα όσα δημιουργεί –κι ότι ακόμα δημιουργεί πάνω στα ίδια τα ερείπιά του. Όμως οι καπιταλιστές θα ήθελαν να μπορούν να επιδίδονται απερίσπαστοι στο « δημιουργικό » τους πάθος, χωρίς να τίθενται αντιμέτωποι με τις καταστροφικές του συνέπειες, και να απολαμβάνουν ήσυχα την επιθυμία τους να « επιχειρούν » (δηλαδή να εκμεταλλεύονται).
Απέναντι σε αυτήν τη δόλια διανοητική ημιπληγία, να ποιο θα μπορούσε να ήταν ένα πραγματικό « σύμφωνο υπευθυνότητας »· όχι, βεβαίως, η θλιβερή συνθηκολόγηση χωρίς όρους της κομπλεξικής δεξιάς, αλλά η θέση μιας ανάλυσης και των λογικών συμπερασμάτων που εξάγονται : εάν το κεφάλαιο είναι πράγματι από τη φύση του « συνεχής ανατροπή της παραγωγής », αν η υποβάθμιση που εισάγεται από τη « συνεχή μετάβαση » είναι αναγκαστικά το αποτέλεσμα της ποθητής ενέργειας που επενδύουν οι καπιταλιστές στο « παιγνίδι » τους, τότε το κεφάλαιο είναι πλήρως υπεύθυνο των καταστροφών που προκαλούν οι « δημιουργίες » του.
Άλλο πράγμα είναι να θεωρεί κανείς την Unedic [7] σαν μια ασφάλεια έναντι των ατυχημάτων στις ατομικές διαδρομές απασχόλησης, μια ουδετεροποίηση « βασισμένη στην αμοιβαιότητα », καλά οργανωμένη ώστε να περνούν απαρατήρητα τα κύρια διακυβεύματα· κι άλλο να τη θέτεις ως « υποχρεωτικό » αντιστάθμισμα που συνοδεύει την προσωρινή αποδοχή από μέρους της κοινωνίας του παιγνιδιού του κεφαλαίου. Peugeot, Alstom, Fralib, Continental, Goodyear κ.λπ. είναι τα αποτελέσματα του παιγνιδιού στο οποίο επιδίδονται με πάθος οι καπιταλιστές, των οποίων η υλική ύπαρξη είναι εκτός κινδύνου : το παιγνίδι του ανταγωνισμού, της μετακίνησης του κεφαλαίου, των συγχωνεύσεων – αποκτήσεων, με δυο λόγια, η μέθη της παγκοσμιοποίησης, που θεωρείται ένα συναρπαστικόKriegspiel (παιγνίδι πολέμου) και μια ζωτικής σημασίας περιπέτεια.
Η ιδέα της αριστεράς υπάρχει μόνο εδώ και δύο αιώνες, είναι στο άνθος της νιότης της
Το κεφάλαιο επιδίδεται στα παιγνίδια του ; Το κεφάλαιο θα πληρώσει τις ζημιές ! Αυτή είναι η αρχή –της υπευθυνότητας– στην οποία πρέπει να το παραπέμπουμε αδιάκοπα. Ενόσω η κοινωνία θα υποφέρει διότι η υλική αναπαραγωγή της εξαρτάται από το κεφάλαιο και το κεφάλαιο καθιστά τα πρωταρχικής γι’ αυτό σημασίας διακυβεύματα αντικείμενο του πόθου του, η κοινωνία οφείλει, για την προστασία των σημαντικότερων συμφερόντων της, να μην αφεθεί να παγιδευτεί σε αυτόν τον πόθο, ούτε να υποδουλωθεί σε αυτόν, αλλά να θέσει τους περιορισμούς υπό τους οποίους θα ανεχθεί αυτή την υποταγή.
Άλλωστε, οι περιορισμοί αυτοί είναι στοιχειώδεις. Επιτρέπεται σε μια κοινωνική ομάδα να μετατρέπει το δημόσιο συμφέρον σε δικό της υπαρξιακό παιγνίδι : μια τόσο εξωφρενική κατάσταση δεν είναι δυνατό να υπάρξει χωρίς τα απαιτούμενα ανταλλάγματα. Το κεφάλαιο πρέπει να πληρώσει για οτιδήποτε καταστρέφει « παίζοντας ». Αποζημίωση στους άνεργους και στους περιοδικά εργαζόμενους, αντισταθμίσματα για τις μειώσεις των εισοδημάτων, επανορθώσεις για τις ελαστικοποιήσεις, τις ανασφάλειες, τις ανατροπές στον ρυθμό της ζωής : πρέπει να του υπενθυμίζεται ότι του γίνεται μεγάλη χάρη, όταν τείνει να υποκύψει στον πειρασμό να το ξεχάσει, και να πληρώνει χωρίς να το συζητάει. Αντί για αυτό, απαλλάσσουν το κεφάλαιο από 40 δισεκατομμύρια σε φόρους και ασφαλιστικές εισφορές ! Κι ακόμα χειρότερα, με αηδιαστική ειρωνεία βαφτίζουν αυτό το πράγμα « σύμφωνο υπευθυνότητας », μια απεχθή αντίφαση που δίνει την ευλογία της σε όλες τις ανευθυνότητες.
Πρέπει, λοιπόν, να θυμίζουμε ασταμάτητα την κοινοτοπία ότι αριστερός σημαίνει να μη θεωρείς ότι το κεφάλαιο δεν επιδέχεται αμφισβήτηση κι ότι είναι στο απυρόβλητο ακόμα και για τον τρόπο που κατορθώνει να ξεφεύγει από το φορολογικό κόσκινο. Η σχέση με το κεφάλαιο, που χαρακτηρίζει μια αριστερή στάση, είναι, κατά συνέπεια, μια πολιτική σχέση ισχύος, μια σχέση που αμφισβητεί μια μοναρχία και διακηρύσσει μια κυριαρχία, αυτή του μη καπιταλιστικού πλήθους ενάντια σε μια άλλη, αυτή της « κερδοσκοπίας » -για να θυμηθούμε τη φράση των απεργών της Γουαδελούπης, στο κίνημα του 2009 [8].
Διαπιστώνει κανείς ότι αυτός ο ορισμός της αριστεράς, αφήνοντας φυσικά κατά μέρος τις προσθήκες της αριστεράς της δεξιάς, είναι αρκετά ευρύς, μιας και δεν προϋποθέτει συμφωνία για τη μοίρα που θα επιφυλαχθεί στον καπιταλισμό και αφήνει ανοιχτό, με μια ευρύτητα που χωράει πολύ κόσμο, τον διάλογο σχετικά με την ανατροπή του. Η διακήρυξη μιας αντικαπιταλιστικής κυριαρχίας σημαίνει αναγνώριση, κάτω από το βάρος της σύγχρονης πραγματικότητας, της παρουσίας του κεφαλαίου, αλλά και θέληση να αφοπλίσει την έφεσή του για ολική κυριαρχία. Και μπορεί κάλλιστα να σημαίνει ότι ονειρευόμαστε ήδη, όχι μονάχα να περιορίσουμε την κυριαρχία του, αλλά και να την καταργήσουμε -για παράδειγμα, με τη γενίκευση και τη νομοθέτηση της αρχής της κοινοκτητοκρατίας, ή με το όπλο της στάσης πληρωμών του δημοσίου χρέους, η οποία, ισοπεδώνοντας στο λεπτό το τραπεζικό σύστημα, μας δίνει τη δυνατότητα να το ανακτήσουμε για ψίχουλα και να το ξαναστήσουμε με τον δικό μας τρόπο, καταρχάς μέσω της εθνικοποίησης – κατάσχεσης και στη συνέχεια με τη μετατροπή του σε ένα είδος κοινωνικοποιημένου συστήματος δανεισμού [9].
Απομένει το ερώτημα της επιθυμητής εδαφικής κλίμακας για να εφαρμοστεί αυτός ο συσχετισμός καταστάσεων με το κεφάλαιο. Εθνική, ευρωπαϊκή, κάποια άλλη; Είναι ξεκάθαρο ότι η σύγκρουση κυριαρχιών και η έναρξη μιας αντιπαράθεσης στην οποία η αριστερά βρίσκει τον λόγο ύπαρξής της, προϋποθέτουν, από την πλευρά που αμφισβητεί την αυτοκρατορία του κεφαλαίου, μια πολιτική πυκνότητα, μια πυκνότητα συγκεκριμένων αμοιβαίων δράσεων, συζητήσεις, συναντήσεις, οργανωμένες κινήσεις, οι οποίες, δεδομένου ότι βασίζονται στην κοινή γλώσσα, είναι δύσκολο να βρουν πεδίο πιο προνομιακό από τον εθνικό χώρο.
Τον περασμένο Ιούνιο, η Συντονιστική Επιτροπή Εποχιακών Εργαζομένων του Ιλ ντε Φρανς (CIP-IDF) εισέβαλε στο εργοτάξιο της Φιλαρμονικής του Παρισιού προκειμένου να συναντήσει εργάτες, προφανώς παράνομους και προερχόμενους από ένα πλήθος χωρών. Στον φόβο που τους προκαλεί η απόλυτη ανασφάλεια προστίθεται η πλήρης αδυναμία να μιλήσουν μεταξύ τους, να καταλάβουν ο ένας τον άλλο, κατά συνέπεια να συντονιστούν και να αγωνιστούν. Και συνιστούν μια άμορφη και αποπροσανατολισμένη μάζα, που προσφέρεται στον εργοδοτικό δεσποτισμό, ο οποίος γνωρίζει να τους διαιρεί με γλωσσικό κριτήριο για να επιβάλλεται καλύτερα. Πρόκειται, λοιπόν, για μια κατάσταση σχεδόν καθαρού προλεταριακού διεθνισμού. Και, εκ των πραγμάτων, μια κατάσταση ολικής αδυναμίας.
Διακινδυνεύοντας να πληγώσουμε κάποιους δίγλωσσους ή τρίγλωσσους ακτιβιστές της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης, συνηθισμένους στα ταξίδια, οι οποίοι έχουν την τάση να πιστεύουν πως οι ικανότητές τους είναι παγκοσμίως κοινές, η διεθνής δράση, που είναι καθ’ όλα εφικτή και επιθυμητή, δεν μπορεί να έχει την ίδια πυκνότητα, ούτε την ίδια έκταση, ούτε τις ίδιες επιπτώσεις με μια καταρχάς εθνική δράση. Η οποία, βεβαίως, δεν αποκλείει, το αντίθετο μάλιστα, τις συμπληρωματικές αρετές της διάδοσης, της ενίσχυσης και της διασυνοριακής άμιλλας. Δεν θα συγκροτηθεί επομένως μία αριστερά που θα είναι εξ αρχής μετα-εθνική. Θα συγκροτηθούν πολλές αριστερές, με τοπική επιρροή, αλλά και με έντονη επιθυμία να συζητήσουν μεταξύ τους και να αλληλοϋποστηριχθούν.
Μονάχα απόψεις πανεπιστημιακών, οι οποίοι δεν έχουν συναίσθηση της ιδιομορφίας της κοινωνικής τους θέσης, μπορούν να αγνοήσουν σε τέτοιο βαθμό τις συγκεκριμένες συνθήκες της συγκεκριμένης δράσης. Και να προσπεράσουν, με μια απαξιωτική κίνηση, ό,τι εξελίσσεται σε εθνικό επίπεδο, δηλαδή, σχεδόν το σύνολο των πραγματικών –και όχι των φαντασιακών– αγώνων που διεξάγονται. Με δυο λόγια, για να κυνηγούν αενάως τη χίμαιρα του « διεθνούς », αυτού του απροσδιόριστου και αδιαμόρφωτου χώρου, όταν η αντικαπιταλιστική πολιτική δεν μπορεί παρά να είναι εγγενής του εθνικού χώρου.
Ουδείς αγνοεί την ένταση αυτού του διαλόγου, αλλά μικρή σημασία έχει, δεν είναι εκεί η ουσία. Άλλωστε, όπως πάντα, τη λύση θα δώσουν οι πραγματικές εξελίξεις, οι οποίες θα αποκαλύψουν τα μέσα που οι φορείς τους θα μετέλθουν στην πράξη, τα οποία θα ανακαλύψουν στο πλαίσιο ενός σχεδίου κυριαρχίας στην υπηρεσία μιας ιδέας. Ένα σχέδιο κυριαρχίας, γιατί αυτό είναι το όνομα που προσδιορίζει τη συλλογική διακήρυξη μιας μορφής ζωής και μιας « συναπόφασης », ιδίως όταν αυτή τοποθετείται απέναντι σε μια καταπιεστική κυριαρχία, όπως αυτή του κεφαλαίου.
Με εξαίρεση τη λύσσα της εθνικής ταυτότητας, που πιστεύει ότι όλα μπορεί να τα ενώσει και να εξαφανίσει την αριστερά και τη δεξιά μέσα στο αιώνιο γαλλικό έθνος, με εξαίρεση την τύφλωση του κόμματος των διαχειριστών που, πιστεύοντας ότι « ξεπερνάει την αριστερά και τη δεξιά », στην πραγματικότητα αναπαράγει τη δεξιά, με εξαίρεση τις επικοινωνιακές συγχύσεις της αριστεράς και των κομμάτων της, με εξαίρεση την αρνητική δράση μερικών « πολιτικών δολοφόνων », οι οποίοι, μολονότι καμώνονται ότι αυτό φοβούνται, δεν έχουν τίποτε άλλο στο νου τους από το να σκοτώσουν την αριστερά, η ιδέα αυτή δε μπορεί να πεθάνει. Είναι μόλις διακοσίων ετών, είναι στο άνθος της νιότης της, οι εξελίξεις δεν παύουν να της δίνουν δίκιο, το σκάνδαλο του παρόντος χρόνου την καλεί μεγαλοπρεπώς. Το μέλλον της ανήκει.
Notes
[1] Δήλωση του Μανουέλ Βαλς ενώπιον του εθνικού συμβουλίου του Σοσιαλιστικού Κόμματος, 14 Ιουνίου 2014.
[2] (Σ.τ.Ε.) Ο συγγραφέας αναφέρεται στη Γαλλία.
[3] « Ο καλός μας φίλος είναι τα χρηματοπιστωτικά : τα καλά χρηματοπιστωτικά », δήλωσε ο Μισέλ Σαπέν στις 6 Ιουλίου 2014, στις Οικονομικές Συναντήσεις του Αιξ εν Προβάνς.
[4] (Σ.τ.Μ.) Shareholder Limited Authorized Margin : φόρος επί της απόδοσης των μετοχών, τον οποίο έχει προτείνει ο ίδιος ο Lordon. Ο εν λόγω φόρος προβλέπει μια μέγιστη απόδοση των μετοχών σε ποσοστό της τάξης του 6%-7%. Τυχόν επιπλέον κέρδος κατάσχεται με τη μορφή φορολογίας. Στόχος τού εν λόγω φόρου είναι να περιοριστεί η πίεση που ασκούν οι μέτοχοι των επιχειρήσεων για περικοπές θέσεων εργασίας και κλείσιμο παραγωγικών μονάδων, προκειμένου να αυξηθούν οι βραχυπρόθεσμες αποδόσεις των μετοχών τους. Βλ. « Enfin une mesure contre la démesure de la finance : le SLAM ! », Le Monde diplomatique, Φεβρουάριος 2007.
[5] Βλ. « Et si on fermait la Bourse… ! », Le Monde diplomatique, Φεβρουάριος 2010.
[6] Κατ’ αναλογία προς τη δημοκρατία (κράτος του δήμου), η κοινοκτητοκρατία είναι κράτος της κοινοκτησίας, τα κοινά πράγματα μιας συλλογικότητας, της οποίας, κατά συνέπεια, όλα τα μέλη έχουν δικαίωμα συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων. Μια συλλογικότητα παραγωγής, για παράδειγμα, μια « επιχείρηση », είναι αφ’ εαυτής μια κοινοκτητοκρατία. Κοινοκτητοκρατία είναι το όνομα με το οποίο εισέρχεται η αρχή της δημοκρατίας στην οικονομική ζωή. Βλ. « La crise de trop. Reconstruction d’ un monde failli », Fayard, Παρίσι, 2009.
[7] (Σ.τ.Μ.) Union nationale interprofessionnelle pour l’emploi dans l’industrie et le commerce : οργανισμός με νομικό καθεστώς ΜΚΟ, ο οποίος διαχειρίζεται τους πόρους των επιδομάτων ανεργίας. Ιδρύθηκε το 1958 από τον στρατηγό Ντεγκόλ. Τα έσοδά του προέρχονται από τις υποχρεωτικές εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών, οι οποίες καθορίζονται κάθε δύο ή τρία χρόνια, μέσω διαπραγματεύσεων μεταξύ των συνδικαλιστικών και των εργοδοτικών οργανώσεων.
[8] (Σ.τ.Μ.) Στις 20 Ιανουαρίου του 2009 ξέσπασε γενική απεργία στη Γουαδελούπη, στις γαλλικές Αντίλλες, με αιτήματα τη μείωση των τιμών στα είδη πρώτης ανάγκης και την αύξηση των χαμηλών ημερομισθίων. Μετά από 44 ημέρες απεργίας που παρέλυσαν κάθε δραστηριότητα, στις 5 Μαρτίου, η γαλλική κυβέρνηση ικανοποίησε όλα τα αιτήματα των απεργών.
[9] « Notre stratégie du choc », στο « La Malfaçon. Monnaie européenne et souveraineté démocratique », Les Liens qui libèrent, Παρίσι, 2014.
Μετάφραση: Γιάννης Χρυσοβέργης
ΠΗΓΗ tvxs.gr
http://vathiprasino.blogspot.gr/2014/10/blog-post_768.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου