του Albert Coenrant, Ολλανδού ανταποκριτή που κινηματογράφησε την εισβολή στο Πολυτεχνείο.
9ο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗΣ "ΔΙΟΜΗΔΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ"
ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΠΟΥ ΝΙΚΗΣΕ ΤΑ ΤΑΝΚ
(μετάφραση: Έφη Γιαννακοπούλου)
Αυτή η ιστορία είναι εμπνευσμένη από τον ηρωικό θάνατο του Διομήδη Κομνηνού ενός άξιου τέκνου της Ελλάδας. Το Νοέμβριο του1973 μπήκε στο Πολυτεχνείο για να αγωνιστεί την απελευθέρωση της χώρας. Δε θα επέστρεφε σπίτι του πότε.
Ο ηρωικός αγώνας των φοιτητών του Πολυτεχνείου στις 17 Νοεμβρίου 1973 είχε δώσει ελπίδες για σύντομη πτώση της δικτατορίας Παπαδόπουλου. Αντί γι’ αυτό άρχισε μια χειρότερη περίοδος με το διάδοχο του Παπαδόπουλου το νέο δικτάτορα Γιάννη Ιωαννίδη αρχηγό της στρατιωτικής Αστυνομίας.
ALBERT COENRANT
Τα στρατόπεδα-φυλακές του φρικτού τόπου εξορίας στη Γυάρο άνοιξαν ξανά. Οι συλλήψεις και τα βασανιστήρια ήταν πιο συχνά από ποτέ! Ο Παπαδόπουλος κρατούσε τα προσχήματα και πάντα υποκρινόταν ότι τα δημοκρατικά δικαιώματα έχουν ανασταλεί προσωρινά μέχρι να αποκατασταθεί η τάξη στην Ελλάδα. Αντίθετα ο Ιωαννίδης δρούσε ανοιχτά και ποτέ δεν έκρυβε τις άσχημες προθέσεις του. Η περιβόητη Ε.Σ.Α. η στρατιωτική Αστυνομία, σκορπούσε τον τρόμο καθημερινά και φανερά στους δρόμους της Αθήνας και η σιωπή βασίλευε στους ανθρώπους, η νεκρική σιωπή όπως την αποκαλούσαν τότε.
Κατά τη διάρκεια των θλιβερών εβδομάδων μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου ένας επισκέπτης εμφανίστηκε στο γραφείο μου «Απλά λέγε με Γιάννη» είπε. «Άκουσα ότι έχετε αποσιωπήσει την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Σε παρακαλώ πες μου ό,τι έχεις δει». Καθώς ήταν ένας φιλικός έξυπνος άνθρωπος δέχτηκα να μιλήσω. Του διηγήθηκα κάποιες σκηνές απίστευτου θάρρους στις οποίες είχα γίνει μάρτυρας-σήμερα πασίγνωστες χάρη σε αναρίθμητα άρθρα εφημερίδων και ντοκιμαντέρ που προβάλλονται ανελλιπώς από την τηλεόραση. Ήμουν επίσης σε θέση να περιγράψω περιστατικά άγνωστα στην κοινή γνώμη.
Εντυπωσιάστηκε από την περιγραφή μου σχετικά με το ξενοδοχείο Ακρόπολη απέναντι από το Πολυτεχνείο εκείνη τη διάσημη μέρα. Άκουσε επίσης, πως έπρεπε να προφυλαχτώ από τις σφαίρες ελεύθερων σκοπευτών σε ένα κτίριο που ήταν γεμάτο όχι μόνο από φοιτητές αλλά επίσης και από μαθητές. Εντυπωσιάστηκε όταν άκουσε πως ο ίδιος ο διευθυντής του ξενοδοχείου πρόσφερε τα πιάτα με τα σάντουιτς και έλεγε «Δεν είναι καλό να μάχεσαι για τη χώρα σου με άδειο στομάχι». Άκουσε επίσης πως παρά τη βροχή από σφαίρες ένας φοιτητής διαδήλωνε απ’ έξω και χτυπήθηκε λίγα μέτρα μακρύτερα από την πόρτα του ξενοδοχείου.
Εξήγησα πώς δύο μαθήτριες δε δίστασαν να τρέξουν έξω, όπως οι νοσοκόμες στο πεδίο της μάχης, σαν την Φλόρενς Νάιτινγκεϊλ, για να βοηθήσουν το αγόρι και να το μεταφέρουν στο ξενοδοχείο, όταν ένας αστυνομικός το άρπαξε από τα χέρια τους. Άκουσε προσεκτικά την ιστορία μιας Νορβηγίδας, μιας ανυποψίαστης τουρίστριας, που χτυπήθηκε από αδέσποτη σφαίρα στο λαιμό και πέθανε ξαπλωμένη μέσα στο ξενοδοχείο. Η κοπέλα πήγαινε να κάνει ένα τηλεφώνημα στους γονείς της από το κτίριο του Ο.Τ.Ε. λίγα μέτρα μακρύτερα στην οδό Πατησίων, για να τους πει για τις θαυμάσιες εμπειρίες που είχε από την Ελλάδα. Δεν θα ξεχάσω την έκφρασή του όταν περιέγραψα το πώς οι φοιτητές καλούσαν απελπισμένα από τα μεγάφωνα για ιατρική βοήθεια και ασθενοφόρα.
Τα ασθενοφόρα πράγματι έφθασαν με τις σειρήνες να ουρλιάζουν-όχι γεμάτα από γιατρούς ή νοσοκόμες, αλλά αιμοδιψείς αστυνομικούς μερικούς μεταμφιεσμένους σε γιατρούς. Και μετά η πιο φρικτή σουρεαλιστική σκηνή από όλες που δε θα σβήσει ποτέ από το μυαλό μου. Τα τανκ - περισσότερα από είκοσι πέντε – έφθασαν σα να έπρεπε να κατακτήσουν ένα οχυρωμένο κάστρο και όχι ένα πανεπιστημιακό ίδρυμα γεμάτο από παιδιά που φώναζαν για λευτεριά. Ήρθαν κυλώντας αργά, σχεδόν τα μεσάνυχτα. Ένα τεράστιο γκρίζο τέρας στάθηκε ακριβώς μπροστά στην πόρτα του Πολυτεχνείου. Από το άνοιγμα εμφανίστηκε ένας αξιωματικός με ένα όπλο στα χέρια. Οι φοιτητές ικέτευσαν το στρατό να μη χρησιμοποιήσει βία και να μην τους χτυπήσει. Ο αξιωματικός φώναξε από το τανκ ότι οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις δεν διαπραγματεύονται με αναρχικούς. Στο ξενοδοχείο Ακρόπολη τα παιδιά έκλαιγαν και πολλοί γονάτιζαν και προσεύχονταν στο Θεό να σταματήσει αυτή την τρέλα.
Ένα από τα πιο απίστευτα και ντροπιαστικά πράγματα ήταν, ότι την ίδια στιγμή που τα παιδιά της Ελλάδας ήταν έτοιμα να θυσιαστούν για την ελευθερία, στο ίδιο ξενοδοχείο σε μικρή απόσταση από την επερχόμενη καταστροφή υπήρχε ένα δωμάτιο γεμάτο από καμιά διακοσαριά άτομα, κυρίως γυναίκες αλλά και κάποιους άντρες που έπαιζαν χαρτιά τελείως αδιάφοροι για την αγωνιζόμενη και δοκιμαζόμενη νεολαία της χώρας.
Ο επισκέπτης μου είπε ότι ο γιος του ήταν ένας από τους νεαρούς του Πολυτεχνείου εκείνη την ημέρα, αλλά ήταν πολύ μετριόφρων για να μιλήσει γι’ αυτό. Ο άντρας μου ζήτησε την άδεια για να ξανάρθει. Κατά τη διάρκεια της επόμενης επίσκεψης είπε ότι αισθανόταν βαθιά συγκινημένος από τον ηρωισμό που επέδειξε η ελληνική νεολαία εκείνη την εποχή.
Θεωρούσε ότι τα περισσότερα παιδιά είναι κακομαθημένα σήμερα ακόμη και στις πιο φτωχές οικογένειες. Μου είπε υπέροχα ανέκδοτα και αστεία για να το αποδείξει. «Ήξερες, μου είπε, ότι ο Χριστός ήταν Έλληνας;». «Αλήθεια;» ρώτησα χωρίς να είναι απόλυτα σίγουρος ότι ήταν σοβαρός. «Ναι» μου απάντησε με ένα φαρδύ χαμόγελο στο πρόσωπο. «Αυτός πίστευε ότι η μητέρα του ήταν παρθένα και τον θεωρούσε Θεό. Κι όχι μόνο αυτά, ξεκίνησε να δουλεύει όταν ήταν τριάντα χρόνων». Και ανέφερε άλλη μια ιστορία σχετικά με τις -μερικές φορές -ανόητες φιλοδοξίες που έχουν οι Έλληνες γονείς για τα παιδιά τους.
Είχε κάποτε μια γειτόνισσα μητέρα δίδυμων αγοριών περίπου δύο ετών. Μια μέρα τη συνάντησε στο δρόμο και τη ρώτησε τι κάνει ένα από τα παιδιά της.» Ποιον εννοείς, το γιατρό ή το δικηγόρο;» ρώτησε η γυναίκα. Μια μέρα ο επισκέπτης μου άρχισε να μιλά για το δεκαεξάχρονο γιο του. Τον περιέγραφε σαν ένα σοβαρό παιδί ανυπομονούσε να ‘ρθει η μέρα που θα πήγαινε στο Πανεπιστήμιο, το περίφημο Πολυτεχνείο για να γίνει μηχανικός ή αρχιτέκτονας. «Ο Θεός με ευλόγησε δίνοντάς μου αυτό το παιδί», πρόσθεσε «είναι τόσο έξυπνο και επιμελές. Αλλά μη νομίζεις ότι είναι και καλόγερος» πρόσθεσε χαμογελώντας. «Αγαπάει τα κορίτσια και αυτές τον αγαπούν». Μου έδειξε τη φωτογραφία ενός όμορφου αγοριού. Από μέσα μου χαμογέλασα ακούγοντας τους επαίνους και σκέφτηκα ότι είναι ειρωνικό να ακούω άλλον έναν περήφανο Έλληνα γονιό.
Ο επισκέπτης μου συνέχιζε να έρχεται. Πάντα κουβαλούσε πακέτα, μια φορά παιχνίδια για τα φτωχά παιδάκια του φτωχοκομείου και μια άλλη φορά βιβλία με δερμάτινο εξώφυλλο για το γιο του. Συνήθιζε να μιλά για διάφορα θέματα, φαινόταν μορφωμένος αλλά η συζήτηση κατέληγε πάντα στο ίδιο σημείο -με επαίνους για τον πολυαγαπημένο του γιο. Μια μέρα η διάθεσή του φαινόταν διαφορετική και κοίταζε επίμονα έξω από το παράθυρο. Τότε έμενα δίπλα σε ένα νεκροταφείο. Ξαφνικά βγήκε από τη μελαγχολία του και αναφώνησε: Είμαι ευτυχισμένος που ο γιος μου έχει ολόκληρη τη ζωή μπροστά του, είναι τόσο νέος».
Αρκετές φορές τον ρώτησα γιατί δεν έφερνε το παιδί - θαύμα να το γνωρίσω. «Είναι πολύ απασχολημένος με το διάβασμα και το φλερτ με τα κορίτσια» ήταν η συνηθισμένη του απάντηση. Μετά από αρκετά συχνές επισκέψεις ο επισκέπτης μου χάθηκε για ένα δύο χρόνια. Άρχισε να μου λείπει. Αλλά ξαφνικά εμφανίστηκε πάλι. Αυτή τη φορά έλαμπε! Ο γιος του είχε περάσει τις εξετάσεις για το Πολυτεχνείο- με πολύ υψηλή βαθμολογία. Πάλι κουβάλαγε πακέτα και πακέτα και ένα αεροπορικό εισιτήριο στο όνομα του γιου του. Ο νεαρός θα έμενε με συγγενείς στην Αμερική το καλοκαίρι.
Έγινε κι ένα μεγάλο πάρτι με τουλάχιστον πενήντα αγόρια και κορίτσια-ο νεαρός ήταν πολύ δημοφιλής. Όταν έφυγε ο επισκέπτης μου πήγα σε ένα βιβλιοπωλείο για να βρω τον αριθμό του τηλεφώνου του. Σκέφτηκα ότι θα έπρεπε τουλάχιστον να αγοράσω ένα δώρο για το γιο του που τον ένιωθα σαν ένα φίλο που δε γνώρισα ποτέ.
Όταν χτύπησα το κουδούνι του σπιτιού του Γιάννη μου άνοιξε μια κυρία και τη ρώτησα αν ήταν η μητέρα του αγοριού. «Θέλω να σας συγχαρώ για τον εξαιρετικό γιο σας. Άκουσα ότι πέρασε από τους πρώτους στις εξετάσεις. Ο σύζυγός σας μου είπε ότι θα γίνει μηχανικός. Μπορώ να περάσω για να του δώσω ένα μικρό δώρο;». «Ο γιος μου, απάντησε με θλίψη στη φωνή, δε θα γίνει ποτέ μηχανικός και δε θα μπει ποτέ στο Πανεπιστήμιο, πέθανε πριν από τρία χρόνια». Μετά η φωνή της πνίγηκε σε ένα λυγμό, «Σκοτώθηκε από σφαίρα αστυνομικού στην πύλη του Πολυτεχνείου στις 17 Νοεμβρίου 1973».
Ο βετεράνος δημοσιογράφος ALBERT COERANT εργαζόταν σαν ανταποκριτής για τη δανέζικη και βελγική TV στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας.
μετάφραση: Έφη Γιαννακοπούλου
Πηγή: 9ο Δημοτικό Σχολείο Πετρούπολης «Διομήδης Κομνηνός»
9ο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗΣ "ΔΙΟΜΗΔΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ"
ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΠΟΥ ΝΙΚΗΣΕ ΤΑ ΤΑΝΚ
(μετάφραση: Έφη Γιαννακοπούλου)
Αυτή η ιστορία είναι εμπνευσμένη από τον ηρωικό θάνατο του Διομήδη Κομνηνού ενός άξιου τέκνου της Ελλάδας. Το Νοέμβριο του1973 μπήκε στο Πολυτεχνείο για να αγωνιστεί την απελευθέρωση της χώρας. Δε θα επέστρεφε σπίτι του πότε.
Ο ηρωικός αγώνας των φοιτητών του Πολυτεχνείου στις 17 Νοεμβρίου 1973 είχε δώσει ελπίδες για σύντομη πτώση της δικτατορίας Παπαδόπουλου. Αντί γι’ αυτό άρχισε μια χειρότερη περίοδος με το διάδοχο του Παπαδόπουλου το νέο δικτάτορα Γιάννη Ιωαννίδη αρχηγό της στρατιωτικής Αστυνομίας.
ALBERT COENRANT
Τα στρατόπεδα-φυλακές του φρικτού τόπου εξορίας στη Γυάρο άνοιξαν ξανά. Οι συλλήψεις και τα βασανιστήρια ήταν πιο συχνά από ποτέ! Ο Παπαδόπουλος κρατούσε τα προσχήματα και πάντα υποκρινόταν ότι τα δημοκρατικά δικαιώματα έχουν ανασταλεί προσωρινά μέχρι να αποκατασταθεί η τάξη στην Ελλάδα. Αντίθετα ο Ιωαννίδης δρούσε ανοιχτά και ποτέ δεν έκρυβε τις άσχημες προθέσεις του. Η περιβόητη Ε.Σ.Α. η στρατιωτική Αστυνομία, σκορπούσε τον τρόμο καθημερινά και φανερά στους δρόμους της Αθήνας και η σιωπή βασίλευε στους ανθρώπους, η νεκρική σιωπή όπως την αποκαλούσαν τότε.
Κατά τη διάρκεια των θλιβερών εβδομάδων μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου ένας επισκέπτης εμφανίστηκε στο γραφείο μου «Απλά λέγε με Γιάννη» είπε. «Άκουσα ότι έχετε αποσιωπήσει την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Σε παρακαλώ πες μου ό,τι έχεις δει». Καθώς ήταν ένας φιλικός έξυπνος άνθρωπος δέχτηκα να μιλήσω. Του διηγήθηκα κάποιες σκηνές απίστευτου θάρρους στις οποίες είχα γίνει μάρτυρας-σήμερα πασίγνωστες χάρη σε αναρίθμητα άρθρα εφημερίδων και ντοκιμαντέρ που προβάλλονται ανελλιπώς από την τηλεόραση. Ήμουν επίσης σε θέση να περιγράψω περιστατικά άγνωστα στην κοινή γνώμη.
Εντυπωσιάστηκε από την περιγραφή μου σχετικά με το ξενοδοχείο Ακρόπολη απέναντι από το Πολυτεχνείο εκείνη τη διάσημη μέρα. Άκουσε επίσης, πως έπρεπε να προφυλαχτώ από τις σφαίρες ελεύθερων σκοπευτών σε ένα κτίριο που ήταν γεμάτο όχι μόνο από φοιτητές αλλά επίσης και από μαθητές. Εντυπωσιάστηκε όταν άκουσε πως ο ίδιος ο διευθυντής του ξενοδοχείου πρόσφερε τα πιάτα με τα σάντουιτς και έλεγε «Δεν είναι καλό να μάχεσαι για τη χώρα σου με άδειο στομάχι». Άκουσε επίσης πως παρά τη βροχή από σφαίρες ένας φοιτητής διαδήλωνε απ’ έξω και χτυπήθηκε λίγα μέτρα μακρύτερα από την πόρτα του ξενοδοχείου.
Εξήγησα πώς δύο μαθήτριες δε δίστασαν να τρέξουν έξω, όπως οι νοσοκόμες στο πεδίο της μάχης, σαν την Φλόρενς Νάιτινγκεϊλ, για να βοηθήσουν το αγόρι και να το μεταφέρουν στο ξενοδοχείο, όταν ένας αστυνομικός το άρπαξε από τα χέρια τους. Άκουσε προσεκτικά την ιστορία μιας Νορβηγίδας, μιας ανυποψίαστης τουρίστριας, που χτυπήθηκε από αδέσποτη σφαίρα στο λαιμό και πέθανε ξαπλωμένη μέσα στο ξενοδοχείο. Η κοπέλα πήγαινε να κάνει ένα τηλεφώνημα στους γονείς της από το κτίριο του Ο.Τ.Ε. λίγα μέτρα μακρύτερα στην οδό Πατησίων, για να τους πει για τις θαυμάσιες εμπειρίες που είχε από την Ελλάδα. Δεν θα ξεχάσω την έκφρασή του όταν περιέγραψα το πώς οι φοιτητές καλούσαν απελπισμένα από τα μεγάφωνα για ιατρική βοήθεια και ασθενοφόρα.
Τα ασθενοφόρα πράγματι έφθασαν με τις σειρήνες να ουρλιάζουν-όχι γεμάτα από γιατρούς ή νοσοκόμες, αλλά αιμοδιψείς αστυνομικούς μερικούς μεταμφιεσμένους σε γιατρούς. Και μετά η πιο φρικτή σουρεαλιστική σκηνή από όλες που δε θα σβήσει ποτέ από το μυαλό μου. Τα τανκ - περισσότερα από είκοσι πέντε – έφθασαν σα να έπρεπε να κατακτήσουν ένα οχυρωμένο κάστρο και όχι ένα πανεπιστημιακό ίδρυμα γεμάτο από παιδιά που φώναζαν για λευτεριά. Ήρθαν κυλώντας αργά, σχεδόν τα μεσάνυχτα. Ένα τεράστιο γκρίζο τέρας στάθηκε ακριβώς μπροστά στην πόρτα του Πολυτεχνείου. Από το άνοιγμα εμφανίστηκε ένας αξιωματικός με ένα όπλο στα χέρια. Οι φοιτητές ικέτευσαν το στρατό να μη χρησιμοποιήσει βία και να μην τους χτυπήσει. Ο αξιωματικός φώναξε από το τανκ ότι οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις δεν διαπραγματεύονται με αναρχικούς. Στο ξενοδοχείο Ακρόπολη τα παιδιά έκλαιγαν και πολλοί γονάτιζαν και προσεύχονταν στο Θεό να σταματήσει αυτή την τρέλα.
Ένα από τα πιο απίστευτα και ντροπιαστικά πράγματα ήταν, ότι την ίδια στιγμή που τα παιδιά της Ελλάδας ήταν έτοιμα να θυσιαστούν για την ελευθερία, στο ίδιο ξενοδοχείο σε μικρή απόσταση από την επερχόμενη καταστροφή υπήρχε ένα δωμάτιο γεμάτο από καμιά διακοσαριά άτομα, κυρίως γυναίκες αλλά και κάποιους άντρες που έπαιζαν χαρτιά τελείως αδιάφοροι για την αγωνιζόμενη και δοκιμαζόμενη νεολαία της χώρας.
Ο επισκέπτης μου είπε ότι ο γιος του ήταν ένας από τους νεαρούς του Πολυτεχνείου εκείνη την ημέρα, αλλά ήταν πολύ μετριόφρων για να μιλήσει γι’ αυτό. Ο άντρας μου ζήτησε την άδεια για να ξανάρθει. Κατά τη διάρκεια της επόμενης επίσκεψης είπε ότι αισθανόταν βαθιά συγκινημένος από τον ηρωισμό που επέδειξε η ελληνική νεολαία εκείνη την εποχή.
Θεωρούσε ότι τα περισσότερα παιδιά είναι κακομαθημένα σήμερα ακόμη και στις πιο φτωχές οικογένειες. Μου είπε υπέροχα ανέκδοτα και αστεία για να το αποδείξει. «Ήξερες, μου είπε, ότι ο Χριστός ήταν Έλληνας;». «Αλήθεια;» ρώτησα χωρίς να είναι απόλυτα σίγουρος ότι ήταν σοβαρός. «Ναι» μου απάντησε με ένα φαρδύ χαμόγελο στο πρόσωπο. «Αυτός πίστευε ότι η μητέρα του ήταν παρθένα και τον θεωρούσε Θεό. Κι όχι μόνο αυτά, ξεκίνησε να δουλεύει όταν ήταν τριάντα χρόνων». Και ανέφερε άλλη μια ιστορία σχετικά με τις -μερικές φορές -ανόητες φιλοδοξίες που έχουν οι Έλληνες γονείς για τα παιδιά τους.
Είχε κάποτε μια γειτόνισσα μητέρα δίδυμων αγοριών περίπου δύο ετών. Μια μέρα τη συνάντησε στο δρόμο και τη ρώτησε τι κάνει ένα από τα παιδιά της.» Ποιον εννοείς, το γιατρό ή το δικηγόρο;» ρώτησε η γυναίκα. Μια μέρα ο επισκέπτης μου άρχισε να μιλά για το δεκαεξάχρονο γιο του. Τον περιέγραφε σαν ένα σοβαρό παιδί ανυπομονούσε να ‘ρθει η μέρα που θα πήγαινε στο Πανεπιστήμιο, το περίφημο Πολυτεχνείο για να γίνει μηχανικός ή αρχιτέκτονας. «Ο Θεός με ευλόγησε δίνοντάς μου αυτό το παιδί», πρόσθεσε «είναι τόσο έξυπνο και επιμελές. Αλλά μη νομίζεις ότι είναι και καλόγερος» πρόσθεσε χαμογελώντας. «Αγαπάει τα κορίτσια και αυτές τον αγαπούν». Μου έδειξε τη φωτογραφία ενός όμορφου αγοριού. Από μέσα μου χαμογέλασα ακούγοντας τους επαίνους και σκέφτηκα ότι είναι ειρωνικό να ακούω άλλον έναν περήφανο Έλληνα γονιό.
Ο επισκέπτης μου συνέχιζε να έρχεται. Πάντα κουβαλούσε πακέτα, μια φορά παιχνίδια για τα φτωχά παιδάκια του φτωχοκομείου και μια άλλη φορά βιβλία με δερμάτινο εξώφυλλο για το γιο του. Συνήθιζε να μιλά για διάφορα θέματα, φαινόταν μορφωμένος αλλά η συζήτηση κατέληγε πάντα στο ίδιο σημείο -με επαίνους για τον πολυαγαπημένο του γιο. Μια μέρα η διάθεσή του φαινόταν διαφορετική και κοίταζε επίμονα έξω από το παράθυρο. Τότε έμενα δίπλα σε ένα νεκροταφείο. Ξαφνικά βγήκε από τη μελαγχολία του και αναφώνησε: Είμαι ευτυχισμένος που ο γιος μου έχει ολόκληρη τη ζωή μπροστά του, είναι τόσο νέος».
Αρκετές φορές τον ρώτησα γιατί δεν έφερνε το παιδί - θαύμα να το γνωρίσω. «Είναι πολύ απασχολημένος με το διάβασμα και το φλερτ με τα κορίτσια» ήταν η συνηθισμένη του απάντηση. Μετά από αρκετά συχνές επισκέψεις ο επισκέπτης μου χάθηκε για ένα δύο χρόνια. Άρχισε να μου λείπει. Αλλά ξαφνικά εμφανίστηκε πάλι. Αυτή τη φορά έλαμπε! Ο γιος του είχε περάσει τις εξετάσεις για το Πολυτεχνείο- με πολύ υψηλή βαθμολογία. Πάλι κουβάλαγε πακέτα και πακέτα και ένα αεροπορικό εισιτήριο στο όνομα του γιου του. Ο νεαρός θα έμενε με συγγενείς στην Αμερική το καλοκαίρι.
Έγινε κι ένα μεγάλο πάρτι με τουλάχιστον πενήντα αγόρια και κορίτσια-ο νεαρός ήταν πολύ δημοφιλής. Όταν έφυγε ο επισκέπτης μου πήγα σε ένα βιβλιοπωλείο για να βρω τον αριθμό του τηλεφώνου του. Σκέφτηκα ότι θα έπρεπε τουλάχιστον να αγοράσω ένα δώρο για το γιο του που τον ένιωθα σαν ένα φίλο που δε γνώρισα ποτέ.
Όταν χτύπησα το κουδούνι του σπιτιού του Γιάννη μου άνοιξε μια κυρία και τη ρώτησα αν ήταν η μητέρα του αγοριού. «Θέλω να σας συγχαρώ για τον εξαιρετικό γιο σας. Άκουσα ότι πέρασε από τους πρώτους στις εξετάσεις. Ο σύζυγός σας μου είπε ότι θα γίνει μηχανικός. Μπορώ να περάσω για να του δώσω ένα μικρό δώρο;». «Ο γιος μου, απάντησε με θλίψη στη φωνή, δε θα γίνει ποτέ μηχανικός και δε θα μπει ποτέ στο Πανεπιστήμιο, πέθανε πριν από τρία χρόνια». Μετά η φωνή της πνίγηκε σε ένα λυγμό, «Σκοτώθηκε από σφαίρα αστυνομικού στην πύλη του Πολυτεχνείου στις 17 Νοεμβρίου 1973».
Ο βετεράνος δημοσιογράφος ALBERT COERANT εργαζόταν σαν ανταποκριτής για τη δανέζικη και βελγική TV στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας.
μετάφραση: Έφη Γιαννακοπούλου
Πηγή: 9ο Δημοτικό Σχολείο Πετρούπολης «Διομήδης Κομνηνός»