Τις ώρες της καταχνιάς, ευτυχώς, υπάρχει η αγκαλιά των ποιητών μας.
Και εκεί, προστατευμένοι, μπορούμε να ξαναδιαβάσουμε τα λόγια τους τα περασμένα, τα σημερινά:
«Φοβάμαι - έγραφε το ‘83 -
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
“Δώστε τη χούντα στο λαό”.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου 'κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα 'σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και “απόψεις”.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Βάλτε δίπλα στα μεγάλα λόγια, στους ευφημισμούς, στη διαστρέβλωση, στο ψέμα των σημαιοφόρων του τίποτα, στους σφετεριστές των εννοιών, στους σαλτιμπάγκους που εξυμνούν κίβδηλα ό,τι προδίδουν, τα λόγια του ποιητή:
Ναι:
«Το τι δεν πρόδωσες εσὺ να μου πεις
Εσὺ κι οι όμοιοί σου, χρόνια και χρόνια»…
Κι άσε τους άλλους, τους «γραφικούς», τους «δογματικούς», τους «κολλημένους», να συνεχίζουν να καρφώνουν τις λέξεις σαν πρόκες. Για να μην τις παίρνει ο άνεμος της δικής σου ασυνέπειας. Για να μην λερώνονται από την δική σου αναξιότητα. Για Να συντηρούν «φωλιές νερού μέσα στις φλόγες». Μέχρι να «ξημερώσει».
Ο Μανώλης Αναγνωστάκης, έφευγε σαν χτες πριν από 11 χρόνια. Ήταν 23 Ιούνη 2005. Οι στίχοι του θα είναι πάντα εδώ. Για να «ξημερώσει».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου