Χωρίς περιστροφές: Βρισκόμαστε στην Ελλάδα του εικοστού πρώτου αιώνα και όχι στη Γερμανία του μεσοπολέμου. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί τους εφήβους -ούτε τους στρατιώτες - ως κομπάρσους για να σκηνοθετήσει μια ασχήμια, ένα «show» γεμάτο επίπλαστη πατριδοφροσύνη και ψεύτικο πατριωτισμό. Όλα αυτά είναι άλλωστε ξένα προς τη μετριοπάθεια του πολιτισμού μας και αναντίστοιχα προς την ταπεινοφροσύνη που συνοδεύει πάντα τις ηρωϊκές πράξεις και τις πραγματικές θυσίες. Το να «καμαρώνουμε» τους μαθητές που βαδίζουν στοιχηδόν και να αισθανόμαστε ρίγη βλέποντας τους επισήμους στην εξέδρα είναι - στην καλύτερη περίπτωση - εκτός τόπου και χρόνου.
Όσοι θέλουν να τιμήσουν την επέτειο, ας πάνε καλύτερα - όπως πήγαμε εμείς - στο «Τελευταίο σημείωμα», του Παντελή Βούλγαρη που προβάλλεται στις αίθουσες αυτές τις μέρες. Εκεί θα δουν την ιστορία των 200 ελλήνων κομμουνιστών που εκτελέστηκαν την Πρωτομαγιά του 1944 στην Καισαριανή. Και για να είμαστε ακριβείς: Όχι των 200 «ελλήνων» σκέτο - όπως θα τό θελαν «Τα Νέα» κι η «Καθημερινή». Των 200 ελλήνων κομμουνιστών που κρατoύνταν ως πρόβατα επί σφαγή στο Χαϊδάρι.
Στο «τελευταίο σημειωμα» ο Βούλγαρης ξεπέρασε τον εαυτό του. Μ’ ένα τέτοιο θέμα είναι εύκολο να πέσει κανείς στην παγίδα του μελό, όπως έγινε και με άλλες ταινίες που αποπειράθηκαν να διηγηθούν τα βάσανα και τις θυσίες των αριστερών πριν, κατά και μετά την Κατοχή. Ο Βούλγαρης το απέφυγε σκύβοντας με σεβασμό στο κρυφό νόημα που έχει αυτή η συγκλονιστική ιστορία. Έγραψε ό,τι έπρεπε να γραφτεί στον τίτλο και στο τέλος έβαλε μια κόκκινη τελεία.
Όπως οι σκηνές από το στρατόπεδο Χαϊδαρίου και το σκοπευτήριο της Καισαριανής διαδέχονται η μία την άλλη, το μυαλό καλπάζει: Τι οδηγεί τους ανθρώπους στη θυσία, στην προσφορά ακόμη και της ίδιας τους της ζωής, προκειμένου να υπηρετήσουν ένα ιδανικό; Αν ρωτήσουμε τον Καλύβα και δυο-τρεις άλλους «αναθεωρητές», μπορεί και να μας πουν: «Η απερισκεψία κι ο φανατισμός». Και πριν προλάβουμε να απαντήσουμε, θα παραθέσουν ως παραδείγματα τους Ιάπωνες καμικάζι και τους αυτοκτονικούς-εγκληματικούς τύπους του «Ισλαμικού Κράτους». Αν ρωτήσουμε πάλι ορισμένους νευροεπιστήμονες, θα εισπράξουμε μιαν άλλη απάντηση: «Οι ορμόνες», δηλαδή το ίδιο χημικό χάος που κάνει έναν άνθρωπο να σκοτώσει ή να πέσει στο κενό.
Αν πιστέψουμε όλους αυτούς τους τύπους, χαθήκαμε. Έχουμε αναιρέσει την κοινωνική φύση της ανθρώπινης συνείδησης, έχουμε επιστρέψει στην εποχή των παγετώνων και έχουμε συναιρέσει τον Λόγο και τον πολιτισμό χιλιετηρίδων σε πέντ’- έξι άναρθρες κραυγές. Γιατί αυτοί που αντιστάθηκαν στην Κατοχή, αυτοί που άφησαν τα κόκκαλά τους στον Γράμμο και το Βίτσι, δεν ήθελαν να πεθάνουν. Να ζήσουν ήθελαν σαν άνθρωποι και όχι σαν ζώα. Και σ’ αυτό το δίλημμα απάντησαν όταν χρειάστηκε δίνοντας τη ζωή τους. Η θυσία τους δεν ήταν ένα οξύ ψυχωσικό επεισόδιο, ένα αυτοκτονικό στιμιότυπο. Ήταν μια πορεία, ένα ταξίδι στο ολοένα και πιο σύνθετο νοητικό και ηθικό τοπίο που αποκαλυπτόταν μπροστά τους όπως προχωρούσαν από το μηδέν στο άπειρο. Ένα τοπίο, που σε κάθε βήμα που έκαναν, τους προίκιζε με περισσότερη αυτογνωσία. Αυτό εξηγεί τη στάση και τη γαλήνη τους μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Έρχομαι όμως σε ένα άλλο σημείο: Η αυτοθυσία είναι μια οριακή μορφή ανιδιοτέλειας. Οι κομμουνιστές που εκτελέστηκαν στην Καισαριανή δεν είχαν σχέση με τους φονταμενταλιστές που βιάζονται να συναντήσουν τον Προφήτη στην άλλη ζωή. Ήξεραν ότι η ζωή τους γίνεται λίπασμα για να φυτρώσει μια άλλη ζωή, πιο ωραία, για όλους τους άλλους. Η κορυφαία στιγμή μπροστά στα κτήνη που τους σημάδευαν δεν ήταν παρά η τελευταία λέξη τους στη διαρκή συνομιλία με τους συνανθρώπους τους, φίλους, συγγενείς, αγαπητικούς, συντρόφους στη μάχη. Το πολύμορφο αυτό πάρε-δώσε δεν γινόταν μόνο με λόγια, αλλά και με άπειρες πράξεις συμπαράστασης, αλτρουϊσμού κι αλληλοβοήθειας. Με μικρές καθημερινές θυσίες. Αυτό το ευγενές «tit-for-tat», που τόμαθαν από παιδιά, είναι ο κινητήρας της κοινωνικής εξέλιξης και η αστείρευτη πηγή από την οποία τροφοδοτήθηκε και εξακολουθεί να τροφοδοτείται ο πολιτισμός μας.
Όποιος ξεπέρασε τον εαυτό του στις φυλακές και τα ξερονήσια είχε την ευλογία να νιώσει αυτό που λέει ο Σικελιανός: «Σιμώνει ο νέος Λόγος π’ όλα θα τα βάψει στη νέα του φλόγα». Είχε καταλάβει αυτό που έγραψε ο Ελύτης: την «αλληλουχία των κρυφών νοημάτων», τη συνέχεια της ζωής και τη σκυταλοδρομία του πολιτισμού μας. Είχε δει με τα μάτια της ψυχής του, που είναι «πάντα άγρυπνα και πάντα ανοιχτά», όπως λέει ο Σολωμός, πού πάμε κι από πού ερχόμαστε.
Αυτοί οι κομμουνιστές δεν κατέφυγαν στα λυσάρια του «μαρξισμού-λενινισμού» για να λύσουν τις δύσκολες ασκήσεις της ζωής. Δεν έκοψαν δρόμο βρίσκοντας στηρίγματα στα «πέραν του κόσμου τούτου». Μας παρέδωσαν τη φλόγα που έκαιγε μέσα τους οικειοθελώς, με τα ίδια τα χέρια τους, σαν δώρο απ’ το υστέρημά τους, για να τη μεγαλώσουμε και να τη μεταφέρουμε εκεί που πρέπει. Κι αυτό είναι η ανεκτίμητη προσφορά τους στην Οικουμένη και στην Πατρίδα.
Κάποτε θα αλλάξουν τα πράγματα. Κι αντί για στρατιωτικού τύπου παρελάσεις ο κόσμος θα βαδίζει ελεύθερα στο Σύνταγμα και στις πλατείες εις μνήμην των πραγματικών ηρώων. Κάποτε δεν θα χρειάζονται πια στεφάνια, φάλαγγες και δεκάρικοι για να θυμόμαστε την καταγωγή μας. Η λάμψη του πολιτισμού μας θα φαίνεται στα χαρούμενα μάτια των παιδιών και στα κατάλευκα μαλλιά των μεγαλυτέρων.
Μέχρι τότε, ας κρατηθούμε μαζί απ’ το χέρι κι ας προσπαθήσουμε να καταλάβουμε καλύτερα τι πάει να πει «Ελευθερία ή Θάνατος». Δικό μας είναι στο τέλος - τέλος.