Ο Αλέκος Παναγούλης στα πλοκάμια της ΚΥΠ
Του ΜΑΚΑΡΙΟΥ ΔΡΟΥΣΙΩΤΗ
Στις 13 Αυγούστου 1968 ο Αλέκος Παναγούλης αποπειράθηκε να σκοτώσει τον Γεώργιο Παπαδόπουλο πυροδοτώντας ισχυρό εκρηκτικό μηχανισμό, με τον οποίο είχε παγιδεύσει τον δρόμο Αθηνών-Σουνίου, τη στιγμή που διερχόταν η αυτοκινητοπομπή του δικτάτορα.Το εγχείρημα απέτυχε, ο Παναγούλης συνελήφθη και καταδικάστηκε δις εις θάνατον. Ο Παναγούλης έγινε το σύμβολο της αντίστασης κατά της δικτατορίας και η ποινή του τελικά δεν εκτελέστηκε λόγω των σφοδρών διεθνών αντιδράσεων.
Μετά τη σύλληψη του Αλέκου Παναγούλη αποκαλύφθηκε ότι έδρασε σε συνεργασία με τον τότε υπουργό Εσωτερικών της Κύπρου Πολύκαρπο Γιωρκάτζη, ο οποίος ήταν ο στρατιωτικός αρχηγός της οργάνωσης Ελληνική Αντίσταση που είχε ιδρύσει ο Παναγούλης. Η αυτοθυσία του Παναγούλη επισκίασε τον ρόλο του Πολύκαρπου Γιωρκάτζη, ο οποίος υπήρξε η πιο σκοτεινή και πιο αμφιλεγόμενη προσωπικότητα της νεότερης Ιστορίας της Κύπρου. Ολη η βιβλιογραφία που ασχολήθηκε με την υπόθεση Παναγούλη απέδωσε στον Γιωρκάτζη αντιδικτατορικά κίνητρα. Ωστόσο, τέσσερις δεκαετίες μετά την απόπειρα η έρευνα αποκαλύπτει μια άλλη, εντελώς διαφορετική διάσταση για τα κίνητρα του Γιωρκάτζη.
Μετά τη σύλληψη του Αλέκου Παναγούλη αποκαλύφθηκε ότι έδρασε σε συνεργασία με τον τότε υπουργό Εσωτερικών της Κύπρου Πολύκαρπο Γιωρκάτζη, ο οποίος ήταν ο στρατιωτικός αρχηγός της οργάνωσης Ελληνική Αντίσταση που είχε ιδρύσει ο Παναγούλης. Η αυτοθυσία του Παναγούλη επισκίασε τον ρόλο του Πολύκαρπου Γιωρκάτζη, ο οποίος υπήρξε η πιο σκοτεινή και πιο αμφιλεγόμενη προσωπικότητα της νεότερης Ιστορίας της Κύπρου. Ολη η βιβλιογραφία που ασχολήθηκε με την υπόθεση Παναγούλη απέδωσε στον Γιωρκάτζη αντιδικτατορικά κίνητρα. Ωστόσο, τέσσερις δεκαετίες μετά την απόπειρα η έρευνα αποκαλύπτει μια άλλη, εντελώς διαφορετική διάσταση για τα κίνητρα του Γιωρκάτζη.
Ο Αλέκος Παναγούλης στα χέρια της χούντας |
Ομως, ας πάρουμε τα γεγονότα από την αρχή:
Στις 27 Μαΐου του 1967, ένα μόλις μήνα μετά το πραξικόπημα στην Ελλάδα, ο Αλέκος Παναγούλης, ο οποίος υπηρετούσε τότε τη στρατιωτική του θητεία, έφυγε λιποτάκτης από τη μονάδα του με σκοπό να οργανώσει κίνημα κατά της χούντας. Αποφάσισε να επισκεφθεί την Κύπρο, με σκοπό να βρει συνεργάτες, όπλα και εκρηκτικές ύλες.
Μέσω μιας γνωστής του εξασφάλισε το διαβατήριο του Κύπριου φοιτητή της Παντείου Χριστάκη Ζώππου και στις 18 Ιουνίου του 1967 έφτασε αεροπορικώς στην Κύπρο. Ο Παναγούλης πήγε στο σπίτι των γονιών του Ζώππου στη Γεροσκήπου της Πάφου, οι οποίοι τον φιλοξένησαν. Ο πατέρας του Χριστάκη Ζώππου, Χαράλαμπος, ήταν ο επαρχιακός γραμματέας του ΑΚΕΛ Πάφου. Ο Παναγούλης συστηνόταν σαν ο δικηγόρος Αλέκος Αλεξίου, στενός φίλος του Χριστάκη Ζώππου.
Στο μεταξύ, ο Χριστάκης Ζώππος αποτάθηκε στην κυπριακή πρεσβεία στην Αθήνα και ζήτησε να του εκδώσουν καινούργιο διαβατήριο, ισχυριζόμενος πως έχασε το δικό του. Η πρεσβεία τού υπέδειξε ότι έπρεπε να καταγγείλει πρώτα την απώλεια του διαβατηρίου του στις ελληνικές Αρχές. Αποτάθηκε στην Ασφάλεια όπου δήλωσε το όνομά του, καθώς και τα στοιχεία του διαβατηρίου του.
Οταν εξακριβώθηκε ότι ένα άτομο με το δικό του όνομα ταξίδεψε στην Κύπρο ο Ζώππος συνελήφθη, ανακρίθηκε και ομολόγησε ότι έδωσε το διαβατήριό του στον Παναγούλη. Σύμφωνα με τον φάκελο του Αλέκου Παναγούλη στην ελληνική ΚΥΠ, ο Ζώππος είπε στην ανάκριση πως ο Παναγούλης τον είχε απειλήσει ότι αν δεν του έδινε το διαβατήριό του θα τον «καθάριζε η οργάνωσή» του.
Αν και όσοι έγραψαν για την υπόθεση Παναγούλη αναφέρουν πως ο Ζώππος απέδρασε από την Ασφάλεια και διέφυγε παράνομα στην Κύπρο, στην πραγματικότητα τον άφησαν ελεύθερο και τον διευκόλυναν να φύγει, με σκοπό να τους οδηγήσει στον Παναγούλη.
Ο υπουργός εσωτερικών της Κύπρου Πολύκαρπος Γιωρκάτζης ήταν ο προϊστάμενος της κυπριακής ΚΥΠ που δρούσε σαν παράρτημα της αντίστοιχης ελληνικής. Ο Γιωρκάτζης, που ήταν ο τοποτηρητής της ελληνικής χούντας στην Κύπρο, ενημερώθηκε από την Ασφάλεια για την αναχώρηση του Ζώππου από την Αθήνα και έστειλε δικούς του αστυνομικούς και τον παρέλαβαν από το αεροδρόμιο.
Οπως τα διηγήθηκε ο Ζώππος σε συνέντευξή του στο ΡΙΚ, τον παρέλαβαν άντρες του Τμήματος Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων (CID). «Ηρθαν και μου είπαν: Χριστάκη μου, είμαστε του CID, μην ανησυχείς, σε παραλαμβάνουμε. Το ίδιο βράδυ με είχαν πάρει στον Γιωρκάτζη, από τον Αγιο Δομέτιο (αναφέρεται στον αστυνομικό σταθμό Αγίου Δομετίου, όπου κρατήθηκε μετά την άφιξη και τη σύλληψή του). Μην ανησυχείς καθόλου, μου λέει ο Γιωρκάτζης».
Ο Ζώππος έφτασε στην Κύπρο στις 18 Ιουλίου 1967, την επομένη η εφημερίδα «Αγών», εκφραστικό όργανο του Γιωρκάτζη, έγραψε για την υπόθεση Ζώππου: «Συνελήφθη από τας ελληνικάς αρχάς και εκρατήθη δια σύντομον χρόνον, αργότερον δε απεστάλη εις Κύπρον, με την σκέψιν ότι η εδώ άφιξίς του θα ωδήγει εις την ανακάλυψιν και σύλληψιν του καταζητουμένου (Παναγούλη)».
Στις 27 Μαΐου του 1967, ένα μόλις μήνα μετά το πραξικόπημα στην Ελλάδα, ο Αλέκος Παναγούλης, ο οποίος υπηρετούσε τότε τη στρατιωτική του θητεία, έφυγε λιποτάκτης από τη μονάδα του με σκοπό να οργανώσει κίνημα κατά της χούντας. Αποφάσισε να επισκεφθεί την Κύπρο, με σκοπό να βρει συνεργάτες, όπλα και εκρηκτικές ύλες.
Μέσω μιας γνωστής του εξασφάλισε το διαβατήριο του Κύπριου φοιτητή της Παντείου Χριστάκη Ζώππου και στις 18 Ιουνίου του 1967 έφτασε αεροπορικώς στην Κύπρο. Ο Παναγούλης πήγε στο σπίτι των γονιών του Ζώππου στη Γεροσκήπου της Πάφου, οι οποίοι τον φιλοξένησαν. Ο πατέρας του Χριστάκη Ζώππου, Χαράλαμπος, ήταν ο επαρχιακός γραμματέας του ΑΚΕΛ Πάφου. Ο Παναγούλης συστηνόταν σαν ο δικηγόρος Αλέκος Αλεξίου, στενός φίλος του Χριστάκη Ζώππου.
Στο μεταξύ, ο Χριστάκης Ζώππος αποτάθηκε στην κυπριακή πρεσβεία στην Αθήνα και ζήτησε να του εκδώσουν καινούργιο διαβατήριο, ισχυριζόμενος πως έχασε το δικό του. Η πρεσβεία τού υπέδειξε ότι έπρεπε να καταγγείλει πρώτα την απώλεια του διαβατηρίου του στις ελληνικές Αρχές. Αποτάθηκε στην Ασφάλεια όπου δήλωσε το όνομά του, καθώς και τα στοιχεία του διαβατηρίου του.
Οταν εξακριβώθηκε ότι ένα άτομο με το δικό του όνομα ταξίδεψε στην Κύπρο ο Ζώππος συνελήφθη, ανακρίθηκε και ομολόγησε ότι έδωσε το διαβατήριό του στον Παναγούλη. Σύμφωνα με τον φάκελο του Αλέκου Παναγούλη στην ελληνική ΚΥΠ, ο Ζώππος είπε στην ανάκριση πως ο Παναγούλης τον είχε απειλήσει ότι αν δεν του έδινε το διαβατήριό του θα τον «καθάριζε η οργάνωσή» του.
Αν και όσοι έγραψαν για την υπόθεση Παναγούλη αναφέρουν πως ο Ζώππος απέδρασε από την Ασφάλεια και διέφυγε παράνομα στην Κύπρο, στην πραγματικότητα τον άφησαν ελεύθερο και τον διευκόλυναν να φύγει, με σκοπό να τους οδηγήσει στον Παναγούλη.
Ο υπουργός εσωτερικών της Κύπρου Πολύκαρπος Γιωρκάτζης ήταν ο προϊστάμενος της κυπριακής ΚΥΠ που δρούσε σαν παράρτημα της αντίστοιχης ελληνικής. Ο Γιωρκάτζης, που ήταν ο τοποτηρητής της ελληνικής χούντας στην Κύπρο, ενημερώθηκε από την Ασφάλεια για την αναχώρηση του Ζώππου από την Αθήνα και έστειλε δικούς του αστυνομικούς και τον παρέλαβαν από το αεροδρόμιο.
Οπως τα διηγήθηκε ο Ζώππος σε συνέντευξή του στο ΡΙΚ, τον παρέλαβαν άντρες του Τμήματος Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων (CID). «Ηρθαν και μου είπαν: Χριστάκη μου, είμαστε του CID, μην ανησυχείς, σε παραλαμβάνουμε. Το ίδιο βράδυ με είχαν πάρει στον Γιωρκάτζη, από τον Αγιο Δομέτιο (αναφέρεται στον αστυνομικό σταθμό Αγίου Δομετίου, όπου κρατήθηκε μετά την άφιξη και τη σύλληψή του). Μην ανησυχείς καθόλου, μου λέει ο Γιωρκάτζης».
Ο Ζώππος έφτασε στην Κύπρο στις 18 Ιουλίου 1967, την επομένη η εφημερίδα «Αγών», εκφραστικό όργανο του Γιωρκάτζη, έγραψε για την υπόθεση Ζώππου: «Συνελήφθη από τας ελληνικάς αρχάς και εκρατήθη δια σύντομον χρόνον, αργότερον δε απεστάλη εις Κύπρον, με την σκέψιν ότι η εδώ άφιξίς του θα ωδήγει εις την ανακάλυψιν και σύλληψιν του καταζητουμένου (Παναγούλη)».
Το πρωτοσέλιδο του «ΑΓΩΝΑ» |
Ο Γιωρκάτζης τονψάχνει
Στο μεταξύ, αμέσως μετά την ανακάλυψη της Ασφάλειας ότι ο Παναγούλης είχε διαφύγει στην Κύπρο με το διαβατήριο του Ζώππου, ενημερώθηκε ο Γιωρκάτζης και του ζητήθηκε η συνεργασία για τον εντοπισμό και τη σύλληψή του. Ο Γιωρκάτζης κάλεσε στο γραφείο του τον αστυνόμο Φανή Δημητρίου και του εξήγησε πως η Ασφάλεια Αθηνών αναζητούσε στην Κύπρο κάποιον τρομοκράτη και του ανέθεσε να συνεργαστεί με το κυπριακό κλιμάκιο της ελληνικής ΚΥΠ για να τον ανακαλύψουν. Μαρτυρεί σχετικά ο Φάνης Δημητρίου:
«Πήγαμε μαζί με τον Γιωρκάτζη στο γραφείο του υπευθύνου της ελληνικής ΚΥΠ στη Λευκωσία, Π. Σιδερίδη. Ο Γιωρκάτζης, αφού με σύστησε, έφυγε και με άφησε να συζητήσω το θέμα μαζί του. Ο Σιδερίδης μού είπε πως ένας σεσημασμένος κομμουνιστής, ο Παναγούλης, βρισκόταν στην Κύπρο και έπρεπε οπωσδήποτε να τον βρούμε. Μου έδωσε φωτογραφία του και γραπτή περιγραφή των χαρακτηριστικών του. Ετοίμασα μια σχετική ανακοίνωση, η οποία δημοσιεύτηκε στο αστυνομικό δελτίο».
Μετά τη σύλληψη και την ομολογία του Χριστάκη Ζώππου στην Αθήνα, η ελληνική ΚΥΠ ειδοποίησε τον Φανή Δημητρίου πως ο Παναγούλης βρισκόταν στο σπίτι της οικογένειας Ζώππου στην Πάφο. Ο Φανής Δημητρίου ανέθεσε στον υπαστυνόμο Νεόφυτο Σοφοκλέους να οργανώσει την επιχείρηση σύλληψής του.
Στις 17 Ιουλίου 1967, νωρίς το πρωί, ο Νεόφυτος Σοφοκλέους διενήργησε έρευνα στο σπίτι της οικογένειας Ζώππου. Ο Παναγούλης ήταν άφαντος. Ο πατέρας Χαράλαμπος Ζώππος προσποιήθηκε άγνοια. Από την έρευνα που έγινε βρέθηκε το ημερολόγιο της αρραβωνιαστικιάς του Χριστάκη Ζώππου, στο οποίο καταγράφονταν λεπτομέρειες για την άφιξη του Παναγούλη, καθώς και για την αναχώρησή του το βράδυ της προηγούμενης μέρας για τη Λευκωσία. Ο Χαράλαμπος Ζώππος συνελήφθη και οδηγήθηκε στη Λευκωσία για ανάκριση.
Ο Παναγούλης με την ΚΥΠ
Οταν ο Παναγούλης έφυγε από την Πάφο και πήγε στη Λευκωσία, συνδέθηκε με τον πρώην διευθυντή του ΑΠΕ Αντρέα Χριστοδουλίδη τον οποίο γνώριζε από την Αθήνα. Ο Χριστοδουλίδης τον φιλοξένησε για λίγες μέρες στο σπίτι του. Οταν διαπίστωσε πως το σπίτι του παρακολουθούνταν, ο Χριστοδουλίδης φυγάδεψε τον Παναγούλη στο σπίτι του γνωστού του δικηγόρου Αντρέα Παναγιώτου, ο οποίος αποδέχτηκε να φιλοξενήσει τον Παναγούλη χωρίς να γνωρίζει ποιος ήταν. Ο Παναγούλης τού συστήθηκε σαν Αντώνιος Χριστοδούλου.
Ο Αντρέας Παναγιώτου ήταν μέλος της Επιτροπής για την Αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα (ΕΑΔΕ) η οποία ιδρύθηκε την επομένη του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου. Ταυτόχρονα ήταν φίλος με τον Γιωρκάτζη, με τον οποίο υπήρξαν συγκρατούμενοι την εποχή της ΕΟΚΑ. Λόγω της σχέσης του με τον Γιωρκάτζη ο Παναγιώτου είχε φιλίες με στελέχη της ΚΥΠ Κύπρου.
Μια Κυριακή ο Παναγούλης συνόδευσε τον Παναγιώτου σε επίσκεψη που έκανε στην Κερύνεια. Μαζί τους ήταν και τρία στελέχη της ΚΥΠ, ο Αντρέας Μακρίδης, ο Μιχαλάκης Κουδουνάρης και ο Φρίξος Γιάγκου, ο οποίος ήταν αξιωματικός της υπηρεσίας. Οι ΚΥΠίτες, όπως μαρτυρούν σήμερα, αναγνώρισαν τον Παναγούλη και συζήτησαν μαζί του τα σχέδιά του για δράση κατά της χούντας. Η παρουσία ενός καταζητούμενου «συνωμότη» σε μια παρέα στελεχών της ΚΥΠ δεν ήταν ένα ασήμαντο γεγονός που μπορούσε να παρασιωπηθεί ή να μείνει κρυφό από τον Γιωρκάτζη. Μάλιστα, ένας από αυτούς, ο Αντρέας Μακρίδης, σε συνέντευξή του ανέφερε πως ενημέρωσε αμέσως τον Γιωρκάτζη για την παρουσία του Παναγούλη στην Κερύνεια.
«Εντάξει, ξέχασέ το»
Ο Παναγούλης είχε αναγνωριστεί στην Κερύνεια και από τον πολίτη Χαράλαμπο Χατζηλαμπή ο οποίος είδε τη φωτογραφία του στο αστυνομικό δελτίο. Η πληροφορία έφτασε στο αρχηγείο της Αστυνομίας και διαβιβάστηκε στον Φανή Δημητρίου, τον αξιωματικό στον οποίο ο Γιωρκάτζης είχε αναθέσει την έρευνα για τον εντοπισμό του Παναγούλη. Ο Φανής Δημητρίου έστειλε στην Κερύνεια τον υπαστυνόμο Νεόφυτο Σοφοκλέους ο οποίος ερεύνησε και επιβεβαίωσε την πληροφορία.
Ο Δημητρίου πήγε στον Γιωρκάτζη και ζήτησε διευκρινίσεις: «Τι είναι αυτή η ιστορία με τον Παναγούλη; Μου αναθέσατε να τον βρούμε και αυτός κινείται με μέλη της ΚΥΠ Κερύνειας», του είπε. Ο Γιωρκάτζης απάντησε: «Εντάξει, κ. Φανή, ξέχασέ το». Υστερα από αυτό, γράφει ο Δημητρίου, ο φάκελος Παναγούλη για την κυπριακή αστυνομία έκλεισε!
Ο Γιωρκάτζης, λοιπόν, είχε εντοπίσει τον Παναγούλη, ενώ έμπιστοί του της ΚΥΠ διείσδυσαν στην παρέα του και του έδιναν αναφορά για τις σκέψεις και τις κινήσεις του. Ομως η σύλληψη του Παναγούλη δεν ήταν πια στις προτεραιότητες του Γιωρκάτζη. Ο Παναγούλης ήταν ένα «κεφάλαιο» στο οποίος ο Γιωρκάτζης αποφάσισε να επενδύσει.
Οταν ο Αντρέας Παναγιώτου πληροφορήθηκε την πραγματική ταυτότητα του Παναγούλη πανικοβλήθηκε και αποφάσισε να τον ξεφορτωθεί. Συνεννοήθηκε με το στέλεχος της Επιτροπής για τη Δημοκρατία στην Ελλάδα, Τάκη Χατζηδημητρίου, και διευθέτησαν τη φυγάδευσή του από το σπίτι του στο γραφείο του ηθοποιού Νίκου Σιαφκάλη.
Ο Παναγούλης έζησε για πολλούς μήνες κρυβόμενος στο γραφείο του Σιαφκάλη. Η ΚΥΠ δεν έχασε τα ίχνη του Παναγούλη. Ο Χατζηδημητρίου αναφέρεται σε έρευνα που έκανε κρυφά η ΚΥΠ στο σπίτι του, ενώ ο Σιαφκάλης μαρτυρεί την είσοδο αστυνομικών του Γιωρκάτζη στο σπίτι του χρησιμοποιώντας αντικλείδι, ενώ ο Παναγούλης ήταν σφηνωμένος σε μια κρύπτη που κατασκευάστηκε σε μια ντουλάπα.
Παρέμβαση Μακαρίου
Το φθινόπωρο του 1967 ξέσπασε στην Κύπρο μια μεγάλη κρίση με αφορμή τα πολεμικά γεγονότα στο τουρκοκυπριακό χωριό Κοφίνου. Η Τουρκία απειλούσε με εισβολή και η Ελλάδα συμβιβάστηκε και αποδέχτηκε την αποχώρηση από την Κύπρο της ελληνικής μεραρχίας που στάθμευε στο νησί από το 1964.
Ο Παναγούλης συζητούσε ήδη με τα μέλη της Επιτροπής για τη Δημοκρατία στην Ελλάδα τα σχέδιά του να δολοφονήσει τον Γεώργιο Παπαδόπουλο και αδημονούσε να βρει τρόπο να επιστρέψει στην Ελλάδα.
Εγιναν διάφορα σενάρια διαφυγής διά θαλάσσης, είτε με καΐκι είτε ως λαθρεπιβάτης σε εμπορικό πλοίο. Σε αυτή τη φάση, οι γνώριμοί του στην ΚΥΠ προθυμοποιήθηκαν να βοηθήσουν. Ο επικεφαλής του γραφείου της ΚΥΠ στην Κερύνεια, Μιχαλάκης Κουδουνάρης, σφράγισε ένα κλεμμένο διαβατήριο που είχε στην κατοχή του ο Παναγούλης και έκαναν ενέργειες να του εξασφαλίσουν καΐκι να μεταβεί στη Ρόδο.
Τελικά, τον Ιανουάριο του 1968 λήφθηκε απόφαση από τα μέλη της Επιτροπής για τη Δημοκρατία στην Ελλάδα να φύγει ο Παναγούλης αεροπορικώς, ως κανονικός επιβάτης, με το διαβατήριο του Νίκου Σιαφκάλη. Ορίστηκε ημερομηνία αναχώρησής του η 28η Ιανουαρίου με προορισμό την Ελλάδα, μέσω Βηρυτού.
Επειδή ο Παναγούλης ήταν ήδη καταζητούμενος και η φωτογραφία του ήταν αναρτημένη στα αστυνομικά τμήματα και στο αεροδρόμιο, αποφασίστηκε να ζητηθεί από τον Μακάριο να τον διευκολύνει, δίνοντας οδηγίες στις αρχές του αεροδρομίου να κάνουν τα στραβά μάτια.
Ο Χατζηδημητρίου αποτάθηκε στον Λυσσαρίδη, ο οποίος έκλεισε ραντεβού με τον Μακάριο, την Παρασκευή 26 Ιανουαρίου 1968. Ο Μακάριος δεν είχε ευρεία αντίληψη του ποιος ήταν ο Παναγούλης και τι επεδίωκε στην Κύπρο. Εδωσε τη συγκατάθεσή του να φύγει, αφ' ενός για να εξυπηρετήσει τον Λυσσαρίδη και αφ' ετέρου να ξεφορτωθεί τον μπελά του. Αντί να διευκολύνει τον Παναγούλη να φύγει με ξένο διαβατήριο, ο Μακάριος αποφάσισε να του δοθεί ταξιδιωτικό έγγραφο μιας χρήσης («λεσέ πασέ») για να αναχωρήσει νομότυπα από την Κύπρο. Για τα διαδικαστικά, ο Μακάριος τον έστειλε στον Γιωρκάτζη!
Ο Μακάριος διευθέτησε συνάντηση του Παναγούλη με τον Γιωρκάτζη στο γραφείο του στο υπουργείο Εσωτερικών, το πρωί της επομένης. Ο Παναγούλης πήγε στο ραντεβού συνοδευόμενος από τον Τάκη Χατζηδημητρίου. Κάθησαν στον προθάλαμο του γραφείου του και περίμεναν, όμως ο Γιωρκάτζης δεν εμφανίστηκε. Υστερα από αρκετή ώρα έστειλε τον διευθυντή της ΚΥΠ Ανδρέα Ρήγα με οδηγίες να διευθετήσει την υπόθεση. Ο Ρήγας τούς ζήτησε ένα όνομα για το «λεσέ πασέ» και εκείνη τη στιγμή γεννήθηκε το ψευδώνυμο του χρησιμοποίησε ο Πανανούλης, Μάριος Αντρέου.
Ο Αντρέας Ρήγας τούς είπε ότι μπορούσαν να φύγουν και να επιστρέψουν στις 12.30 για να παραλάβουν το «λεσέ πασέ». Οι Παναγούλης και Χατζηδημητρίου χώρισαν και έδωσαν ραντεβού το μεσημέρι στο οδοντιατρείο του Χατζηδημητρίου για να πάνε μαζί να πάρουν το ταξιδιωτικό έγγραφο.
Οπως μαρτυρεί ο Χατζηδημητρίου, η ώρα πήγε σχεδόν 12.30 αλλά ο Παναγούλης δεν εμφανίστηκε στο ραντεβού. «Με κατέλαβε μεγάλη αγωνία. Πήγα μόνος μου στο υπουργείο και συνάντησα τον Αντρέα Ρήγα, ο οποίος απλώς μου είπε πως υπήρχε μια περιπλοκή, χωρίς να μου δώσει άλλες εξηγήσεις». Ο Χατζηδημητρίου υπέθεσε ότι ο Γιωρκάτζης τού έπαιξε κάποιο παιχνίδι και ενδεχομένως να είχε διατάξει τη σύλληψη του Παναγούλη. Προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον Μακάριο αλλά δεν τα κατάφερε και επέστρεψε απογοητευμένος στο ιατρείο του. Εκεί, έκπληκτος είχε μπροστά του τον Παναγούλη. «Εκεί μου εκμυστηρεύτηκε κάτι που τον ξόρκισαν να το κρατήσει μυστικό από μένα: Μετά που φύγαμε από το υπουργείο Εσωτερικών συναντήθηκαν με τον Αντρέα Παναγιώτου, ο οποίος τον πήρε στον Γιωρκάτζη...».
Η συνάντηση με Γιωρκάτζη
Το πώς διευθετήθηκε η συνάντηση Γιωρκάτζη - Παναγούλη δεν έχει διευκρινιστεί πλήρως. Ο Αντρέας Παναγιώτου μαρτυρεί πως μετά που ο Παναγούλης έφυγε από το υπουργείο Εσωτερικών πήγε στο σπίτι του, του χτύπησε την πόρτα και του παραπονέθηκε, επειδή ο Γιωρκάτζης τον έστησε, αρνούμενος να εκτελέσει την εντολή που του είχε δώσει ο Μακάριος και να του παραχωρήσει ταξιδιωτικό έγγραφο. Ο Παναγιώτου υποστηρίζει ότι με δική του πρωτοβουλία έκλεισε ραντεβού με τον Γιωρκάτζη και τον συνόδευσε στη συνάντηση που είχε μαζί του, την επόμενη μέρα.
Η μαρτυρία του Αντρέα Παναγιώτου έχει σοβαρές ανακρίβειες: Επόμενη μέρα δεν υπήρχε. Ολα έγιναν το Σάββατο 27 Ιανουαρίου, στο τρίωρο 10 το πρωί έως 1 το μεσημέρι. Επίσης, αν και ο Γιωρκάτζης δεν εμφανίστηκε στη συνάντηση με τον Παναγούλη, η διαδικασία για την έκδοση του ταξιδιωτικού εγγράφου είχε προωθηθεί μέσω του διευθυντή της ΚΥΠ Αντρέα Ρήγα. Ο Παναγούλης είχε ζητήσει ταξιδιωτικό έγγραφο και όχι συνάντηση με τον Γιωρκάτζη. Συνεπώς, δεν υπήρχε λόγος να σπεύσει ο Παναγούλης στον Παναγιώτου για να του ζητήσει να μεσολαβήσει για να τον βοηθήσει ο Γιωρκάτζης.
Είτε ο Παναγούλης πήγε αυτόβουλα στο σπίτι του Παναγιώτου είτε ο Γιωρκάτζης ανέθεσε να τον παρακολουθούν μέχρι να χωρίσει από τον Χατζηδημητρίου, το βέβαιο είναι πως ύστερα από έξι μηνών παρακολούθηση του Παναγούλη από την κυπριακή ΚΥΠ, ο Γιωρκάτζης δεν θα τον άφηνε αβασάνιστα να φύγει στο άγνωστο με ένα «λεσέ πασέ» που του υποσχέθηκε ο Μακάριος. Λογικό ήταν ο Γιωρκάτζης να επιδιώξει να κρατήσει την επαφή μαζί του και μετά την αναχώρησή του από την Κύπρο.
Πώς περιγράφει ο ίδιος
Ο Παναγούλης περιέγραψε, μετά το 1974, την εμπειρία του από τη συνάντησή του με τον Γιωρκάτζη. «Στην αρχή δεν ήξερε ποιος ήμουν. Οταν άκουσε το όνομά μου -το όνομα του ανθρώπου τον οποίο οι υπηρεσίες του καταδίωκαν μάταια- έμεινε έκπληκτος. "Ωστε συ είσαι, μου είπε. Και για πες μου, πού κρυβόσουν τόσο καιρό και δεν σε βρίσκαμε;"».
Η συμπεριφορά αυτή του Γιωρκάτζη, όπως την περιέγραψε ο Παναγούλης, ήταν υποκριτική. Ο Γιωρκάτζης δεν συνέλαβε τον Παναγούλη επειδή δεν το επεδίωξε και όχι επειδή δεν τον έβρισκε. Ο Παναγούλης ανέφερε πως αντέδρασε στα λόγια του Γιωρκάτζη, λέγοντας: «"Τι κάθεσαι λοιπόν; Γιατί δεν με παραδίδεις στη χούντα; Σκέψου όμως όπως σκεφτόσουν όταν ήσουν κι εσύ στην παρανομία". Φαίνεται πως θυμούμενος τα παλιά του, συγκλονίστηκε. Από τη στιγμή εκείνη γίναμε φίλοι εγκάρδιοι. Και συνεργάτες για έναν κοινό σκοπό. Ο Γιωρκάτζης έγινε αντιστασιακός».
Ο Αντρέας Παναγιώτου, ο οποίος ήταν παρών, αναφέρει πως η συνάντηση κράτησε αρκετή ώρα, ο Γιωρκάτζης ήταν ήρεμος και έδειχνε πως κατανοούσε απόλυτα τον Παναγούλη και συμφώνησαν να συνεργαστούν στο κίνημα κατά της χούντας. Μάλιστα, αντί «λεσέ πασέ» που πρότεινε ο Μακάριος, του εξέδωσε κανονικό διαβατήριο.
Ο Παναγούλης, με το διαβατήριο της Κυπριακής Δημοκρατίας στο χέρι, αναχώρησε την επομένη για τη Βηρυτό. Ο Γιωρκάτζης συνόδευσε τον Παναγούλη στο αεροδρόμιο Λευκωσίας για να παρέμβει στην περίπτωση που θα τον αναγνώριζαν και παρεμπόδιζαν την αναχώρησή του. *
Η λύση του μυστηρίου για τη συνεργασία Γιωρκάτζη - Παναγούλη
Στο μεταξύ, αμέσως μετά την ανακάλυψη της Ασφάλειας ότι ο Παναγούλης είχε διαφύγει στην Κύπρο με το διαβατήριο του Ζώππου, ενημερώθηκε ο Γιωρκάτζης και του ζητήθηκε η συνεργασία για τον εντοπισμό και τη σύλληψή του. Ο Γιωρκάτζης κάλεσε στο γραφείο του τον αστυνόμο Φανή Δημητρίου και του εξήγησε πως η Ασφάλεια Αθηνών αναζητούσε στην Κύπρο κάποιον τρομοκράτη και του ανέθεσε να συνεργαστεί με το κυπριακό κλιμάκιο της ελληνικής ΚΥΠ για να τον ανακαλύψουν. Μαρτυρεί σχετικά ο Φάνης Δημητρίου:
«Πήγαμε μαζί με τον Γιωρκάτζη στο γραφείο του υπευθύνου της ελληνικής ΚΥΠ στη Λευκωσία, Π. Σιδερίδη. Ο Γιωρκάτζης, αφού με σύστησε, έφυγε και με άφησε να συζητήσω το θέμα μαζί του. Ο Σιδερίδης μού είπε πως ένας σεσημασμένος κομμουνιστής, ο Παναγούλης, βρισκόταν στην Κύπρο και έπρεπε οπωσδήποτε να τον βρούμε. Μου έδωσε φωτογραφία του και γραπτή περιγραφή των χαρακτηριστικών του. Ετοίμασα μια σχετική ανακοίνωση, η οποία δημοσιεύτηκε στο αστυνομικό δελτίο».
Μετά τη σύλληψη και την ομολογία του Χριστάκη Ζώππου στην Αθήνα, η ελληνική ΚΥΠ ειδοποίησε τον Φανή Δημητρίου πως ο Παναγούλης βρισκόταν στο σπίτι της οικογένειας Ζώππου στην Πάφο. Ο Φανής Δημητρίου ανέθεσε στον υπαστυνόμο Νεόφυτο Σοφοκλέους να οργανώσει την επιχείρηση σύλληψής του.
Στις 17 Ιουλίου 1967, νωρίς το πρωί, ο Νεόφυτος Σοφοκλέους διενήργησε έρευνα στο σπίτι της οικογένειας Ζώππου. Ο Παναγούλης ήταν άφαντος. Ο πατέρας Χαράλαμπος Ζώππος προσποιήθηκε άγνοια. Από την έρευνα που έγινε βρέθηκε το ημερολόγιο της αρραβωνιαστικιάς του Χριστάκη Ζώππου, στο οποίο καταγράφονταν λεπτομέρειες για την άφιξη του Παναγούλη, καθώς και για την αναχώρησή του το βράδυ της προηγούμενης μέρας για τη Λευκωσία. Ο Χαράλαμπος Ζώππος συνελήφθη και οδηγήθηκε στη Λευκωσία για ανάκριση.
Ο Παναγούλης με την ΚΥΠ
Οταν ο Παναγούλης έφυγε από την Πάφο και πήγε στη Λευκωσία, συνδέθηκε με τον πρώην διευθυντή του ΑΠΕ Αντρέα Χριστοδουλίδη τον οποίο γνώριζε από την Αθήνα. Ο Χριστοδουλίδης τον φιλοξένησε για λίγες μέρες στο σπίτι του. Οταν διαπίστωσε πως το σπίτι του παρακολουθούνταν, ο Χριστοδουλίδης φυγάδεψε τον Παναγούλη στο σπίτι του γνωστού του δικηγόρου Αντρέα Παναγιώτου, ο οποίος αποδέχτηκε να φιλοξενήσει τον Παναγούλη χωρίς να γνωρίζει ποιος ήταν. Ο Παναγούλης τού συστήθηκε σαν Αντώνιος Χριστοδούλου.
Ο Αντρέας Παναγιώτου ήταν μέλος της Επιτροπής για την Αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα (ΕΑΔΕ) η οποία ιδρύθηκε την επομένη του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου. Ταυτόχρονα ήταν φίλος με τον Γιωρκάτζη, με τον οποίο υπήρξαν συγκρατούμενοι την εποχή της ΕΟΚΑ. Λόγω της σχέσης του με τον Γιωρκάτζη ο Παναγιώτου είχε φιλίες με στελέχη της ΚΥΠ Κύπρου.
Μια Κυριακή ο Παναγούλης συνόδευσε τον Παναγιώτου σε επίσκεψη που έκανε στην Κερύνεια. Μαζί τους ήταν και τρία στελέχη της ΚΥΠ, ο Αντρέας Μακρίδης, ο Μιχαλάκης Κουδουνάρης και ο Φρίξος Γιάγκου, ο οποίος ήταν αξιωματικός της υπηρεσίας. Οι ΚΥΠίτες, όπως μαρτυρούν σήμερα, αναγνώρισαν τον Παναγούλη και συζήτησαν μαζί του τα σχέδιά του για δράση κατά της χούντας. Η παρουσία ενός καταζητούμενου «συνωμότη» σε μια παρέα στελεχών της ΚΥΠ δεν ήταν ένα ασήμαντο γεγονός που μπορούσε να παρασιωπηθεί ή να μείνει κρυφό από τον Γιωρκάτζη. Μάλιστα, ένας από αυτούς, ο Αντρέας Μακρίδης, σε συνέντευξή του ανέφερε πως ενημέρωσε αμέσως τον Γιωρκάτζη για την παρουσία του Παναγούλη στην Κερύνεια.
«Εντάξει, ξέχασέ το»
Ο Παναγούλης είχε αναγνωριστεί στην Κερύνεια και από τον πολίτη Χαράλαμπο Χατζηλαμπή ο οποίος είδε τη φωτογραφία του στο αστυνομικό δελτίο. Η πληροφορία έφτασε στο αρχηγείο της Αστυνομίας και διαβιβάστηκε στον Φανή Δημητρίου, τον αξιωματικό στον οποίο ο Γιωρκάτζης είχε αναθέσει την έρευνα για τον εντοπισμό του Παναγούλη. Ο Φανής Δημητρίου έστειλε στην Κερύνεια τον υπαστυνόμο Νεόφυτο Σοφοκλέους ο οποίος ερεύνησε και επιβεβαίωσε την πληροφορία.
Ο Δημητρίου πήγε στον Γιωρκάτζη και ζήτησε διευκρινίσεις: «Τι είναι αυτή η ιστορία με τον Παναγούλη; Μου αναθέσατε να τον βρούμε και αυτός κινείται με μέλη της ΚΥΠ Κερύνειας», του είπε. Ο Γιωρκάτζης απάντησε: «Εντάξει, κ. Φανή, ξέχασέ το». Υστερα από αυτό, γράφει ο Δημητρίου, ο φάκελος Παναγούλη για την κυπριακή αστυνομία έκλεισε!
Ο Γιωρκάτζης, λοιπόν, είχε εντοπίσει τον Παναγούλη, ενώ έμπιστοί του της ΚΥΠ διείσδυσαν στην παρέα του και του έδιναν αναφορά για τις σκέψεις και τις κινήσεις του. Ομως η σύλληψη του Παναγούλη δεν ήταν πια στις προτεραιότητες του Γιωρκάτζη. Ο Παναγούλης ήταν ένα «κεφάλαιο» στο οποίος ο Γιωρκάτζης αποφάσισε να επενδύσει.
Οταν ο Αντρέας Παναγιώτου πληροφορήθηκε την πραγματική ταυτότητα του Παναγούλη πανικοβλήθηκε και αποφάσισε να τον ξεφορτωθεί. Συνεννοήθηκε με το στέλεχος της Επιτροπής για τη Δημοκρατία στην Ελλάδα, Τάκη Χατζηδημητρίου, και διευθέτησαν τη φυγάδευσή του από το σπίτι του στο γραφείο του ηθοποιού Νίκου Σιαφκάλη.
Ο Παναγούλης έζησε για πολλούς μήνες κρυβόμενος στο γραφείο του Σιαφκάλη. Η ΚΥΠ δεν έχασε τα ίχνη του Παναγούλη. Ο Χατζηδημητρίου αναφέρεται σε έρευνα που έκανε κρυφά η ΚΥΠ στο σπίτι του, ενώ ο Σιαφκάλης μαρτυρεί την είσοδο αστυνομικών του Γιωρκάτζη στο σπίτι του χρησιμοποιώντας αντικλείδι, ενώ ο Παναγούλης ήταν σφηνωμένος σε μια κρύπτη που κατασκευάστηκε σε μια ντουλάπα.
Παρέμβαση Μακαρίου
Το φθινόπωρο του 1967 ξέσπασε στην Κύπρο μια μεγάλη κρίση με αφορμή τα πολεμικά γεγονότα στο τουρκοκυπριακό χωριό Κοφίνου. Η Τουρκία απειλούσε με εισβολή και η Ελλάδα συμβιβάστηκε και αποδέχτηκε την αποχώρηση από την Κύπρο της ελληνικής μεραρχίας που στάθμευε στο νησί από το 1964.
Ο Παναγούλης συζητούσε ήδη με τα μέλη της Επιτροπής για τη Δημοκρατία στην Ελλάδα τα σχέδιά του να δολοφονήσει τον Γεώργιο Παπαδόπουλο και αδημονούσε να βρει τρόπο να επιστρέψει στην Ελλάδα.
Εγιναν διάφορα σενάρια διαφυγής διά θαλάσσης, είτε με καΐκι είτε ως λαθρεπιβάτης σε εμπορικό πλοίο. Σε αυτή τη φάση, οι γνώριμοί του στην ΚΥΠ προθυμοποιήθηκαν να βοηθήσουν. Ο επικεφαλής του γραφείου της ΚΥΠ στην Κερύνεια, Μιχαλάκης Κουδουνάρης, σφράγισε ένα κλεμμένο διαβατήριο που είχε στην κατοχή του ο Παναγούλης και έκαναν ενέργειες να του εξασφαλίσουν καΐκι να μεταβεί στη Ρόδο.
Τελικά, τον Ιανουάριο του 1968 λήφθηκε απόφαση από τα μέλη της Επιτροπής για τη Δημοκρατία στην Ελλάδα να φύγει ο Παναγούλης αεροπορικώς, ως κανονικός επιβάτης, με το διαβατήριο του Νίκου Σιαφκάλη. Ορίστηκε ημερομηνία αναχώρησής του η 28η Ιανουαρίου με προορισμό την Ελλάδα, μέσω Βηρυτού.
Επειδή ο Παναγούλης ήταν ήδη καταζητούμενος και η φωτογραφία του ήταν αναρτημένη στα αστυνομικά τμήματα και στο αεροδρόμιο, αποφασίστηκε να ζητηθεί από τον Μακάριο να τον διευκολύνει, δίνοντας οδηγίες στις αρχές του αεροδρομίου να κάνουν τα στραβά μάτια.
Ο Χατζηδημητρίου αποτάθηκε στον Λυσσαρίδη, ο οποίος έκλεισε ραντεβού με τον Μακάριο, την Παρασκευή 26 Ιανουαρίου 1968. Ο Μακάριος δεν είχε ευρεία αντίληψη του ποιος ήταν ο Παναγούλης και τι επεδίωκε στην Κύπρο. Εδωσε τη συγκατάθεσή του να φύγει, αφ' ενός για να εξυπηρετήσει τον Λυσσαρίδη και αφ' ετέρου να ξεφορτωθεί τον μπελά του. Αντί να διευκολύνει τον Παναγούλη να φύγει με ξένο διαβατήριο, ο Μακάριος αποφάσισε να του δοθεί ταξιδιωτικό έγγραφο μιας χρήσης («λεσέ πασέ») για να αναχωρήσει νομότυπα από την Κύπρο. Για τα διαδικαστικά, ο Μακάριος τον έστειλε στον Γιωρκάτζη!
Ο Μακάριος διευθέτησε συνάντηση του Παναγούλη με τον Γιωρκάτζη στο γραφείο του στο υπουργείο Εσωτερικών, το πρωί της επομένης. Ο Παναγούλης πήγε στο ραντεβού συνοδευόμενος από τον Τάκη Χατζηδημητρίου. Κάθησαν στον προθάλαμο του γραφείου του και περίμεναν, όμως ο Γιωρκάτζης δεν εμφανίστηκε. Υστερα από αρκετή ώρα έστειλε τον διευθυντή της ΚΥΠ Ανδρέα Ρήγα με οδηγίες να διευθετήσει την υπόθεση. Ο Ρήγας τούς ζήτησε ένα όνομα για το «λεσέ πασέ» και εκείνη τη στιγμή γεννήθηκε το ψευδώνυμο του χρησιμοποίησε ο Πανανούλης, Μάριος Αντρέου.
Ο Αντρέας Ρήγας τούς είπε ότι μπορούσαν να φύγουν και να επιστρέψουν στις 12.30 για να παραλάβουν το «λεσέ πασέ». Οι Παναγούλης και Χατζηδημητρίου χώρισαν και έδωσαν ραντεβού το μεσημέρι στο οδοντιατρείο του Χατζηδημητρίου για να πάνε μαζί να πάρουν το ταξιδιωτικό έγγραφο.
Οπως μαρτυρεί ο Χατζηδημητρίου, η ώρα πήγε σχεδόν 12.30 αλλά ο Παναγούλης δεν εμφανίστηκε στο ραντεβού. «Με κατέλαβε μεγάλη αγωνία. Πήγα μόνος μου στο υπουργείο και συνάντησα τον Αντρέα Ρήγα, ο οποίος απλώς μου είπε πως υπήρχε μια περιπλοκή, χωρίς να μου δώσει άλλες εξηγήσεις». Ο Χατζηδημητρίου υπέθεσε ότι ο Γιωρκάτζης τού έπαιξε κάποιο παιχνίδι και ενδεχομένως να είχε διατάξει τη σύλληψη του Παναγούλη. Προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον Μακάριο αλλά δεν τα κατάφερε και επέστρεψε απογοητευμένος στο ιατρείο του. Εκεί, έκπληκτος είχε μπροστά του τον Παναγούλη. «Εκεί μου εκμυστηρεύτηκε κάτι που τον ξόρκισαν να το κρατήσει μυστικό από μένα: Μετά που φύγαμε από το υπουργείο Εσωτερικών συναντήθηκαν με τον Αντρέα Παναγιώτου, ο οποίος τον πήρε στον Γιωρκάτζη...».
Η συνάντηση με Γιωρκάτζη
Το πώς διευθετήθηκε η συνάντηση Γιωρκάτζη - Παναγούλη δεν έχει διευκρινιστεί πλήρως. Ο Αντρέας Παναγιώτου μαρτυρεί πως μετά που ο Παναγούλης έφυγε από το υπουργείο Εσωτερικών πήγε στο σπίτι του, του χτύπησε την πόρτα και του παραπονέθηκε, επειδή ο Γιωρκάτζης τον έστησε, αρνούμενος να εκτελέσει την εντολή που του είχε δώσει ο Μακάριος και να του παραχωρήσει ταξιδιωτικό έγγραφο. Ο Παναγιώτου υποστηρίζει ότι με δική του πρωτοβουλία έκλεισε ραντεβού με τον Γιωρκάτζη και τον συνόδευσε στη συνάντηση που είχε μαζί του, την επόμενη μέρα.
Η μαρτυρία του Αντρέα Παναγιώτου έχει σοβαρές ανακρίβειες: Επόμενη μέρα δεν υπήρχε. Ολα έγιναν το Σάββατο 27 Ιανουαρίου, στο τρίωρο 10 το πρωί έως 1 το μεσημέρι. Επίσης, αν και ο Γιωρκάτζης δεν εμφανίστηκε στη συνάντηση με τον Παναγούλη, η διαδικασία για την έκδοση του ταξιδιωτικού εγγράφου είχε προωθηθεί μέσω του διευθυντή της ΚΥΠ Αντρέα Ρήγα. Ο Παναγούλης είχε ζητήσει ταξιδιωτικό έγγραφο και όχι συνάντηση με τον Γιωρκάτζη. Συνεπώς, δεν υπήρχε λόγος να σπεύσει ο Παναγούλης στον Παναγιώτου για να του ζητήσει να μεσολαβήσει για να τον βοηθήσει ο Γιωρκάτζης.
Είτε ο Παναγούλης πήγε αυτόβουλα στο σπίτι του Παναγιώτου είτε ο Γιωρκάτζης ανέθεσε να τον παρακολουθούν μέχρι να χωρίσει από τον Χατζηδημητρίου, το βέβαιο είναι πως ύστερα από έξι μηνών παρακολούθηση του Παναγούλη από την κυπριακή ΚΥΠ, ο Γιωρκάτζης δεν θα τον άφηνε αβασάνιστα να φύγει στο άγνωστο με ένα «λεσέ πασέ» που του υποσχέθηκε ο Μακάριος. Λογικό ήταν ο Γιωρκάτζης να επιδιώξει να κρατήσει την επαφή μαζί του και μετά την αναχώρησή του από την Κύπρο.
Πώς περιγράφει ο ίδιος
Ο Παναγούλης περιέγραψε, μετά το 1974, την εμπειρία του από τη συνάντησή του με τον Γιωρκάτζη. «Στην αρχή δεν ήξερε ποιος ήμουν. Οταν άκουσε το όνομά μου -το όνομα του ανθρώπου τον οποίο οι υπηρεσίες του καταδίωκαν μάταια- έμεινε έκπληκτος. "Ωστε συ είσαι, μου είπε. Και για πες μου, πού κρυβόσουν τόσο καιρό και δεν σε βρίσκαμε;"».
Η συμπεριφορά αυτή του Γιωρκάτζη, όπως την περιέγραψε ο Παναγούλης, ήταν υποκριτική. Ο Γιωρκάτζης δεν συνέλαβε τον Παναγούλη επειδή δεν το επεδίωξε και όχι επειδή δεν τον έβρισκε. Ο Παναγούλης ανέφερε πως αντέδρασε στα λόγια του Γιωρκάτζη, λέγοντας: «"Τι κάθεσαι λοιπόν; Γιατί δεν με παραδίδεις στη χούντα; Σκέψου όμως όπως σκεφτόσουν όταν ήσουν κι εσύ στην παρανομία". Φαίνεται πως θυμούμενος τα παλιά του, συγκλονίστηκε. Από τη στιγμή εκείνη γίναμε φίλοι εγκάρδιοι. Και συνεργάτες για έναν κοινό σκοπό. Ο Γιωρκάτζης έγινε αντιστασιακός».
Ο Αντρέας Παναγιώτου, ο οποίος ήταν παρών, αναφέρει πως η συνάντηση κράτησε αρκετή ώρα, ο Γιωρκάτζης ήταν ήρεμος και έδειχνε πως κατανοούσε απόλυτα τον Παναγούλη και συμφώνησαν να συνεργαστούν στο κίνημα κατά της χούντας. Μάλιστα, αντί «λεσέ πασέ» που πρότεινε ο Μακάριος, του εξέδωσε κανονικό διαβατήριο.
Ο Παναγούλης, με το διαβατήριο της Κυπριακής Δημοκρατίας στο χέρι, αναχώρησε την επομένη για τη Βηρυτό. Ο Γιωρκάτζης συνόδευσε τον Παναγούλη στο αεροδρόμιο Λευκωσίας για να παρέμβει στην περίπτωση που θα τον αναγνώριζαν και παρεμπόδιζαν την αναχώρησή του. *
Η λύση του μυστηρίου για τη συνεργασία Γιωρκάτζη - Παναγούλη
Το ρεύμα των σκληρών της χούντας και η απόπειρα κατά του Παπαδόπουλου
Ο Αλέκος Παναγούλης, αφού περιπλανήθηκε στην Κύπρο για έξι μήνες, έφυγε τον Ιανουάριο του 1968 από τη Λευκωσία με προορισμό τη Ρώμη, μέσω Βηρυτού. Ταξίδευε με διαβατήριο που του παραχώρησε ο Πολύκαρπος Γιωρκάτζης, ο οποίος τον κατευόδωσε στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας.
Στα μέσα Φεβρουαρίου επισκέφθηκε τη Ρώμη ο προσωπικός φίλος του Γιωρκάτζη, Ανδρέας Παναγιώτου, ο οποίος συζήτησε τα σχέδια της οργάνωσης με τον Παναγούλη και τον Νικολαΐδη. Οταν επέστρεψε στην Κύπρο ο Παναγιώτου έστειλε επιστολή στον Παναγούλη και του ανακοίνωσε ότι ο Γιωρκάτζης «αποδέχθη να βοηθήσει μέσα στα πλαίσια δυνατοτήτων και πλήρους μυστικότητας».
Ο Γιωρκάτζης, συνοδευόμενος από τη σύζυγό του Φωτεινή ταξίδεψε στο Παρίσι στις 9 Μαΐου του 1968, για ιδιωτική επίσκεψη. Συναντήθηκε με τον Παναγούλη και συζήτησαν τις λεπτομέρειες για την οργάνωση του κινήματος. Σ' αυτή τη συνάντηση συμφωνήθηκε να αναλάβει ο Γιωρκάτζης καθήκοντα στρατιωτικού αρχηγού της οργάνωσης «Ελληνική Αντίσταση» με το ψευδώνυμο «Ακρίτας».
Από το Παρίσι ο Γιωρκάτζης πήγε μέσω Λονδίνου στην Αθήνα. Εκεί έφτασε στις 20 Μαΐου και ο Παναγούλης. Οι δυο τους συναντήθηκαν δύο φορές στο σπίτι του Γιάννη Κλωνιζάκη. Μετά τις συναντήσεις ο Παναγούλης εκμυστηρεύτηκε στον Κλωνιζάκη πως ο Γιωρκάτζης τού «υποσχέθηκε ότι θα παρέσχη οικονομικήν ενίσχυσιν» μέχρι ποσού ενός εκατομμυρίου δραχμών το μήνα και ότι «θα βοηθήση εις τον αποστολήν πυρομαχικών». Ο Κλωνιζάκης είπε πως μετά τη συνάντηση εκείνη άρχισε να υποψιάζεται ότι ο αρχηγός της οργάνωσης «Ελληνική Αντίσταση» ήταν ο Γιωρκάτζης.
Πριν από τις συναντήσεις με τον Παναγούλη, ο Γιωρκάτζης επισκέφθηκε τον αρχηγό της ΚΥΠ Χατζηπέτρο, τον οποίο συναντούσε κάθε φορά που περνούσε από την Αθήνα. Ο Γιωρκάτζης μαγνητοφώνησε κρυφά τη συνομιλία του με τον Χατζηπέτρο και την πήρε στον Παναγούλη να την ακούσει. «Ο Γιωρκάτζης όταν έφερε το μαγνητόφωνο έκανε σαν μικρό παιδί», είπε αργότερα ο Παναγούλης.
Ο Παναγούλης επισκέφθηκε ξανά την Κύπρο στις 29 Ιουνίου 1968, συνοδευόμενος από τον Νίκο Νικολαΐδη. Ο Γιωρκάτζης έστειλε ανθρώπους του και τους παρέλαβαν από το αεροδρόμιο και τους μετέφεραν στο ξενοδοχείο «Ελση» που ανήκε στο φίλο του Κλεάνθη Ναύτη. Στο ίδιο ξενοδοχείο ο Γιωρκάτζης φιλοξενούσε όλα τα στελέχη της χούντας που επισκέπτονταν την Κύπρο. Στο παρελθόν είχε φιλοξενήσει στο «Ελση» και τον Γεώργιο Παπαδόπουλο.
Οι Παναγούλης και Νικολαΐδης είχαν μακρές συζητήσεις με τον Πολύκαρπο Γιωρκάτζη, ο οποίος τους παραλάμβανε από το ξενοδοχείο τους με το αυτοκίνητό του. Η άποψη του Νικολαΐδη ήταν να κάνουν «αντίσταση - φάντασμα», δηλαδή να κτυπάνε με δολιοφθορές και να εξαφανίζονται. Ομως, ο Γιωρκάτζης επεδίωκε τη δολοφονία του Παπαδόπουλου και έλεγε «πως για να επιτύχει η ενέργεια κατά της δικτατορίας πρέπει από την πρώτη μέρα να πέσει ένα μεγάλο κεφάλι».
Ο Γιωρκάτζης ανέθεσε στον αστυνομικό της ΚΥΠ Κυριάκο Πατατάκο να εκπαιδεύσει τον Παναγούλη στην κατασκευή και χρήση εκρηκτικών μηχανισμών. Ο Πατατάκος, που ήταν ειδικός στις εκρηκτικές ύλες, συνάντησε τον Παναγούλη στο γραφείο του Γιωρκάτζη, παρουσία του Αντρέα Παναγιώτου. «Μου ανέθεσε ο Γιωρκάτζης να του κάμω μερικά μαθήματα για τη χρήση εκρηκτικών. Τον πήρα στο σπίτι μου και τον εκπαίδευσα για μερικές μέρες. Του έδωσα επίσης γραπτό υλικό για να μελετήσει», αναφέρει. Ο Πατατάκος έκανε τουλάχιστον δέκα μαθήματα στον Παναγούλη, μεταξύ των οποίων και πραγματική πρόκληση έκρηξης νάρκης σε μια απόμακρη περιοχή της Κερύνειας.
Τα εκρηκτικά που έστειλε ο Γιωρκάτζης στην Αθήνα με τον διπλωματικό σάκο της κυπριακής πρεσβείας |
Το υλικό αυτό δεν ανήκε στον στρατό ούτε στην αστυνομία, μήτε ήταν καταγραμμένο σε οποιαδήποτε κρατική υπηρεσία. Στην αποθήκη αυτή φυλάσσονταν όπλα, πυρομαχικά και εκρηκτικά για τις ανάγκες ενός μικρού ιδιωτικού στρατού που διατηρούσε ο Πολύκαρπος Γιωρκάτζης, ο οποίος ήταν ο επικεφαλής του τοπικού κλιμακίου της οργάνωσης Glandio στην Κύπρο.
Ο ιδιωτικός στρατός του Γιωρκάτζη ήταν παρακλάδι του ΙΔΕΑ και ιδρύθηκε στην Κύπρο με τη βοήθεια και τη συνεργασία της ελληνικής ΚΥΠ.
Ο Γιωρκάτζης θα έστελνε στην Αθήνα, μέσω του διπλωματικού σάκου της κυπριακής πρεσβείας, τα εκρηκτικά και χρήματα. Θα ακολουθούσε και μια αποστολή οπλισμού, καμουφλαρισμένη σ' ένα αυτοκίνητο Μερσεντές που θα στέλνονταν στην Αθήνα με φέρι-μπόουτ, με οδηγό τον Κλεάνθη Ναύτη.
Η κυπριακή ΚΥΠ ήταν αυτή που ετοίμασε και πολυγράφησε σε 2.000 αντίτυπα, στο τοπικό κλιμάκιο της Κερύνειας, την προκήρυξη που θα κυκλοφορούσε η Ελληνική Αντίσταση στην Αθήνα, μετά την εκδήλωση του κινήματος.
Στις 11 Ιουλίου του 1968 ο Παναγούλης έφυγε από την Κύπρο και πήγε στη Ρώμη, όπου συνάντησε τον Νικολαΐδη που έφυγε ενωρίτερα. Εκεί, είπε στον Νικολαΐδη «για το σχέδιο εκτέλεσης του Παπαδόπουλου». Ο Παναγούλης πήγε από τη Ρώμη στην Αθήνα και άρχισε να οργανώνει την απόπειρα. Το σχέδιο πρόβλεπε παγίδευση του δρόμου με νάρκη και ανατίναξη του αυτοκινήτου που μετέφερε τον Γεώργιο Παπαδόπουλο από τη βίλα που του είχε παραχωρήσει ο Ωνάσης στο Λαγονήσι, στην Αθήνα.
Σε δύο περιπτώσεις, στις 3 και 10 Αυγούστου 1968, ημέρα Σάββατο, ο συνεργάτης του Παναγούλη, Ν. Λεκανίδης, παρέλαβε από την κυπριακή πρεσβεία δέματα με εκρηκτικά και υλικά για την κατασκευή βομβών που έστειλε ο Γιωρκάτζης στο όνομα Βασίλειος Χριστοδούλου.
Η απόπειρα
Στις 8 Αυγούστου ο Νικολαΐδης με κωδικοποιημένη επιστολή προς τον Παναγούλη του ανακοίνωσε ότι η ενέργεια θα γινόταν στις 13 Αυγούστου, ενώ στις 15 Αυγούστου θα έφτανε η Μερσεντές με τον οπλισμό από την Κύπρο.
Ο Παναγούλης έκανε αναγνώριση του χώρου, κατασκεύασε τον εκρηκτικό μηχανισμό, τον τοποθέτησε σε έναν οχετό κάτω από το δρόμο και κρύφτηκε περιμένοντας την αυτοκινητοπομπή να περάσει.
Το 1970 ο Γιωρκάτζης συνεργάζεται με τον Ασλανίδη για τη δολοφονία του Μακαρίου. Μέρος της συνωμοσίας ήταν και η ανατροπή του Παπαδόπουλου. Η απόπειρα κατά του Μακαρίου απέτυχε και η φατρία του Ασλανίδη στη χούντα δολοφόνησε τον Γιωρκάτζη για να του κλείσει το στόμα |
Οι ανακριτές ισχυρίζονται ότι ο Παναγούλης ομολόγησε και κατέδωσε τους συνεργάτες του. Συνελήφθησαν όλοι στις 16 Αυγούστου και ομολόγησαν. Σε μερικές μόνο μέρες η Ασφάλεια γνώριζαν σχεδόν τα πάντα για την απόπειρα. Ο Παναγούλης και 10 συνεργάτες του παραπέμφθηκαν σε στρατοδικείο. Οι συνεργάτες του κατέθεσαν ενώπιόν του όλες τις λεπτομέρειες της οργάνωσης και της εκτέλεσης της απόπειρας. Ο ίδιος ο Παναγούλης αντιμετώπισε τους στρατοδίκες με τόλμη και θάρρος. «Είστε οι εκπρόσωποι της τυραννίας και ξέρω πως θα με στείλετε στο εκτελεστικό απόσπασμα. Ξέρω όμως ότι για κάθε αγωνιστή της ελευθερίας, το καλύτερο τραγούδι είναι ο θάνατος από το εκτελεστικό απόσπασμα», είπε στην απολογία του.
Τον καταδίκασαν δις εις θάνατον. Τρεις νύχτες και τρεις μέρες περίμενε να τον πάνε για εκτέλεση, αλλά η χούντα δεν το αποτόλμησε, διότι ήδη είχε γίνει σύμβολο δημοκρατίας και ελευθερίας. Ο Παναγούλης έζησε πέντε χρόνια μέσα σ' ένα τσιμεντένιο κελί, ενάμισι μέτρο επί τρία, και αποφυλακίστηκε στο 1973 όταν το καθεστώς παραχώρησε γενική αμνηστία.
Τα κίνητρα του Γιωρκάτζη
Από το 1968 μέχρι τις μέρες μας το ερώτημα για τα κίνητρα του Γιωρκάτζη παραμένει ανοιχτό. Οσοι έγραψαν για την υπόθεση Παναγούλη απέδωσαν στον Γιωρκάτζη δύο λόγους για την απόφασή του να συνεργαστεί με τον Παναγούλη:
* Ο Γιωρκάτζης ήταν ενοχλημένος με τη χούντα λόγω της απόσυρσης της μεραρχίας, διέβλεψε τα δεινά που θα προκαλούσε η χούντα στην Κύπρο και αποφάσισε να συνεργαστεί για την ανατροπή της.
* Οταν συναντήθηκε με τον Παναγούλη έβαλε τον εαυτό του στη θέση του όταν ήταν αγωνιστής της ΕΟΚΑ και αποφάσισε να το βοηθήσει.
Αυτές τις εκδοχές τις υιοθέτησε και τις υποστήριξε μετά το '74 και ο Αλέκος Παναγούλης.
Η εξιδανικευμένη ερμηνεία των προθέσεων του Γιωρκάτζη δεν στηρίζεται σε εξακριβωμένα γεγονότα ούτε ανταποκρίνεται στον βίο και την πολιτεία του.
Ο Γιωρκάτζης ήταν ο τοποτηρητής της χούντας στην Κύπρο πολύ πριν από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Είχε συνεργασία με τον ΙΔΕΑ από τα πρώτα βήματα της Κυπριακής Δημοκρατίας και γνώριζε προσωπικά τον Παπαδόπουλο, ο οποίος τον βοήθησε, το 1960, να ιδρύσει την κυπριακή ΚΥΠ στα πρότυπα της αντίστοιχης ελληνικής. Συνεργάστηκε με τον Ιωαννίδη το 1962-63 όταν αυτός υπηρετούσε στην Κύπρο, στην ίδρυση οργάνωσης με σκοπό την ακύρωση των Συμφωνιών της Ζυρίχης και την ανακήρυξη της Ενωσης.
Για τα πολιτικά δεδομένα της εποχής ήταν παντελώς αδιανόητο να συμμαχήσει ένας ακραίος εθνικιστής με έναν «σεσημασμένο κομμουνιστή» για την ανατροπή ενός καθεστώτος, στις δομές του οποίου στήριζε ο Γιωρκάτζης την ισχύ και την ηγεμονία του. Μια τόσο βαθιά ριζωμένη σχέση μπορούσε να αναιρεθεί τόσο εύκολα σε μια συνάντηση μερικών λεπτών και να καταλήξει τόσο γρήγορα σε τόσο ριζοσπαστικές δράσεις, όπως ήταν το ένοπλο κίνημα κατά της χούντας;
Από την άλλη, η συμμετοχή του Γιωρκάτζη στην απόπειρα κατά του Παπαδόπουλου είναι μια πραγματικότητα. Ηταν ζήτημα μερικών δευτερολέπτων να δολοφονηθεί ο Γεώργιος Παπαδόπουλος. Εστω ότι πετύχαινε η απόπειρα, θα έπεφτε η χούντα; Ποιος θα επωφελείτο από τις συνέπειες μιας τέτοιας ενέργειας;
Η χούντα δεν υπήρξε ποτέ ομοιογενής. Ευθύς εξαρχής είχαν δημιουργηθεί δύο ρεύματα. Το ένα ρεύμα που είχε την πλειοψηφία στο «επαναστατικό συμβούλιο» εκφραζόταν από την τριανδρία Παπαδόπουλου, Παττακού και Μακαρέζου. Ο Παπαδόπουλός συγκέντρωσε στα χέρια του όλες τις εξουσίας. Μετά το κίνημα του βασιλιά έγινε αντιβασιλέας, πρωθυπουργός, υπουργός Εξωτερικών, Εσωτερικών και Αμυνας. Ο Παπαδόπουλος εννοούσε να κυβερνήσει την Ελλάδα για πολλά χρόνια, αλλά επιδίωκε να μεταμορφώσει το καθεστώς σε κατ' επίφαση δημοκρατικό.Στα σχέδια αυτά του Παπαδόπουλου αντιδρούσε το ρεύμα των σκληροπυρηνικών που εκφραζόταν από στην τριανδρία Λαδάς, Ασλανίδης και Ιωαννίδης. Αυτοί οι τρεις αξιωματικοί με πρώτο τον Λαδά, δεύτερο τον Ασλανίδη και σε λιγότερο βαθμό τον Ιωαννίδη ήταν οι ενδοχουντικοί αντίπαλοι του Γεώργιου Παπαδόπουλου.
Από τα πρώτα στάδια της δικτατορίας, οι Λαδάς, Ιωαννίδης και Ασλανίδης έδιναν ιδιαίτερη σημασία στην αποστολή της χούντας σαν «ηθικοπλαστικού οργάνου της διεφθαρμένης ελληνικής κοινωνίας» και ήταν ενάντια σε οποιαδήποτε τάση επαναφοράς δημοκρατικών ελευθεριών. Η ομάδα αυτή των «σκληρών» της χούντας διαφωνούσε με τους «πραγματιστές» της ομάδας Παπαδόπουλου. Διαφώνησαν με πολλές αποφάσεις και πρακτικές του Παπαδόπουλου, όπως τα ανοίγματα προς την Τουρκία, την αποχώρηση της μεραρχίας από την Κύπρο στην εκπνοή του '67 και τη διευκόλυνση του Ανδρέα Παπανδρέου να φύγει από την Ελλάδα τον Ιανουάριο του 1968.
Πάνω απ' όλα όμως αντιδρούσαν στη «συμφιλιωτική πολιτική» που ακολουθούσε ο Παπαδόπουλος το 1968, προκειμένου να επιβληθεί ομαλότερα το νέο σύνταγμα που ετοίμαζε. Στο πλαίσιο της πολιτικής του αυτής, ο Παπαδόπουλος, άφησε την άνοιξη του 1968 ελεύθερους 4.000 κρατούμενους που θεωρούνταν κομμουνιστές, κατήργησε τον Ιούλιο έξι από τα δέκα στρατοδικεία και απελευθέρωσε τους περισσοτέρους από τους παλιούς πολιτικούς που τελούσαν υπό κατ' οίκον περιορισμό. Στις 30 Ιουλίου 1968 είχε υποσχεθεί επιστροφή στην κοινοβουλευτική δημοκρατία.
Ακριβώς τότε, οι Αμερικανοί, εντοπίζουν τις πρώτες σοβαρές διαφωνίες του Δημήτριου Ιωαννίδη με τον Παπαδόπουλο. Το 1973, όταν ο Ιωαννίδης ανέτρεψε τον Παπαδόπουλο με πραξικόπημα και οι υπηρεσίες των ΗΠΑ έκαναν το ψυχογράφημά του, ανέφεραν ότι οι διαφωνίες αυτές ξεκίνησαν «τουλάχιστον από το καλοκαίρι του 1968, όταν ο Ιωαννίδης τάχθηκε ενάντια στο δημοψήφισμα για το Σύνταγμα». Ο Ιωαννίδης έγινε επικριτικός στον τρόπο διακυβέρνησης του Παπαδόπουλου και «τον κατηγορούσε για κυβερνητική διαφθορά και νεποτισμό και για τη φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος μέσω της επανεμπλοκής των πολιτικών». Ο Ιωαννίδης ήταν επικριτικός στην «έμμονη ανησυχία του Παπαδόπουλου για το δικό του πολιτικό μέλλον» και «θεωρούσε ότι όλα αυτά τα ζητήματα παρεξέκλιναν από τους στόχους και το πνεύμα που διέπει την "επανάσταση" του 1967».
Παρατηρείται, λοιπόν, το πρώτο εννιάμηνο του 1968, από την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Γεώργιο Παπαδόπουλο μέχρι το «δημοψήφισμα» για το νέο Σύνταγμα τον Σεπτέμβριο, μια βαθιά ρήξη στους κόλπους της χούντας που αφορά τον προσανατολισμό της «επανάστασης».
Είναι εξακριβωμένο ότι εκείνη την περίοδο ο Γιωρκάτζης είχε επαφή με τους σκληρούς της χούντας και ειδικά με τον Ασλανίδη. Η σχέση αυτή δεν διακόπηκε όταν αποκαλύφθηκε η συμμετοχή του στην απόπειρα κατά του Παπαδόπουλου. Μόλις έξι μήνες μετά το εγχείρημα του Παναγούλη να σκοτώσει τον Παπαδόπουλο, ο Γιωρκάτζης άρχισε να οργανώνει μαζί με τον Ασλανίδη την απόπειρα δολοφονίας του Μακαρίου, που έγινε τον Μάρτιο του 1970. Η ενέργεια αυτή ήταν μια κοινή δράση του Γιωρκάτζη και του διοικητή των ΛΟΚ στην Κύπρο Δημήτρη Παπαποστόλου.
Ενας από τους πιο στενούς συνεργάτες του Γιωρκάτζη, ο Νίκος Ιωάννου - Ψωμάς, αποκάλυψε πως λίγους μήνες πριν από την απόπειρα κατά του Μακαρίου, ο Γιωρκάτζης του είπε: «Εχω πληροφορίες ότι σε δύο μήνες θα "φάνε" τον Παπαδόπουλο και θα βάλουνε πρωθυπουργό τον Ασλανίδη και μετά θα φάνε τον Μακάριο».
Ο Αντωνάκης Σολομώντος, ο οποίος οργάνωσε κατ' εντολή του Γιωρκάτζη την απόπειρα δολοφονίας του Μακαρίου, μαρτυρεί ότι ο Γιωρκάτζης τού είπε πως μετά το εγχείρημα στην Κύπρο αναμένονταν εξελίξεις και στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Σολομώντος μετά τη δολοφονία του Μακαρίου θα γινόταν ένα επαναστατικό συμβούλιο, στο οποίο θα συμμετείχαν ο Παπαποστόλου και ο Γιωρκάτζης για την ανακήρυξη της ένωσης.
Στο αμερικανικό δημόσιο αρχείο υπάρχει πλούσια αλληλογραφία μεταξύ του πρέσβη των ΗΠΑ στην Αθήνα και του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, σχετικά με τις προθέσεις του Ασλανίδη να ρίξει τον Παπαδόπουλο, μέσω μιας κρίσης στην Κύπρο που θα κατέληγε στη διπλή Ενωση. Ανάλογες πληροφορίες είχε και ο Κληρίδης στη Λευκωσία, ο οποίος τις μοιράστηκε με τον πρέσβη των ΗΠΑ στη Λευκωσία Τέιλορ Μπέλτσερ.
Η συνολική εκτίμηση της αμερικανικής διπλωματίας ήταν πως μετά τη δολοφονία του Μακαρίου από τους Παπαποστόλου - Γιωρκάτζη θα ακολουθούσε κίνημα στην Ελλάδα υπό τον Ασλανίδη. Δηλαδή, η απόπειρα που έγινε κατά του Μακαρίου στην Κύπρο ήταν απόλυτα συναρτημένη και με τη δολοφονία του Γεώργιου Παπαδόπουλου στην Ελλάδα!
Ο Γιωρκάτζης ουδέποτε απέδωσε στον εαυτό του ρόλο αντιστασιακού κατά της χούντας. Οταν έγινε γνωστή η ανάμιξή του στην υπόθεση Παναγούλη, μιλούσε για «σκευωρία». Αυτή ήταν η άποψη και σύσσωμου του κυπριακού Τύπου που τον στήριζε. Ακόμη, λίγο μετά την αποτυχημένη απόπειρα του να δολοφονήσει τον Μακάριο, τον Μάρτιο του '70, επιχείρησε να τον συναντήσει και να του πει τα παράπονά του. Ετοίμασε ένα σημείωμα με τις επικεφαλίδες των θεμάτων που θα του ανέπτυσσε. Για το ζήτημα του Παναγούλη, έγραψε: «Επικράνθην από το ότι με αφήσατε εκτεθειμένον εις την υπόθεσιν Παναγούλη. Εδέχθην το στίγμα αγογγύστως διά να σας υποβοηθήσω». Η μεγαλύτερη αντιστασιακή πράξη κατά της χούντας ήταν κατά τον Γιωρκάτζη στίγμα.
Ο Γιωρκάτζης ήταν πολύ έμπειρος συνωμότης για να γνωρίζει πως μια οργάνωση των μερικών ατόμων με πενιχρά μέσα, όπως ήταν η «Ελληνική Αντίσταση» δεν είχε τη δυνατότητα ν' ανατρέψει τη χούντα, ακόμη κι αν κατάφερνε να δολοφονήσει τον Παπαδόπουλο.
«Οι δυνάμεις που επέβαλαν τη Χούντα έχουν αρκετές εφεδρείες σαν τον Παπαδόπουλο. Αντίθετα η αρνητική ζημιά υπήρξε σημαντική», έγραψε από τότε ο Γιάννης Κάτρης, αποτιμώντας αρνητικά το αποτέλεσμα της απόπειρας του Παναγούλη να σκοτώσει τον Παπαδόπουλο. «Με μια επιτήδεια προπαγανδιστική εκμετάλλευση της απόπειρας, η Χούντα επί πολλούς μήνες μπόρεσε ν' αντιστρέψει τους ρόλους και να γίνει από κατηγορούμενη κατήγορος. Το σφυροκόπημα της δικτατορίας από την παγκόσμια κοινή γνώμη έπεσε σε χαμηλότερους τόνους. Και επιπλέον νέα κύματα συλλήψεων και διωγμών τροφοδότησαν τα άντρα των βασανιστών».
Αν, λοιπόν, πετύχαινε η απόπειρα, ο Παπαδόπουλος θα έφευγε από τη μέση χωρίς αντιπραξικόπημα, θα γινόταν ήρωας της «επαναστάσεως», η πολιτική των «πραγματιστών» θα είχε ηττηθεί και το ρεύμα των «σκληρών» θα ενδυναμωνόταν. Περισσότεροι «σεσημασμένοι κομμουνιστές» θα στέλνονταν στα ξερονήσια, τα «πειράματα» για νέα συντάγματα θα αποτύγχαναν και δεν θα υπήρχε καθόλου ελεύθερος χώρος δράσης των παλαιών πολιτικών που ήταν ανάθεμα για τους σκληρούς.
Η απόπειρα δολοφονίας του Παπαδόπουλου απέτυχε, όπως απέτυχε ενάμιση χρόνο αργότερα η απόπειρα δολοφονίας του Μακαρίου. Στις 15 Μαρτίου 1970 οι άνθρωποι του Ασλανίδη δολοφόνησαν στη Λευκωσία τον Πολύκαρπο Γιωρκάτζη, ο οποίος γνώριζε ήδη πάρα πολλά για να ζήσει...
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 13/08/2008 και 14/08/2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου