H καταγωγή των Μποτσαραίων ήταν η Δράγανη (σημερινή Αμπελιά) Θεσπρωτίας. Ο Μάρκος Μπότσαρης γεννήθηκε στο Σούλι το 1790 και πέθανε ηρωικά στο Καρπενήσι το 1823. Γιος του Κίτσου Μπότσαρη, υπήρξε από τις επιφανέστερες και ηρωικότερες μορφές της Ελληνικής Επανάστασης.
Το 1820 βοήθησε τον Αλή Πασά στον αγώνα του εναντίον των στρατευμάτων του σουλτάνου. Ως αντάλλαγμα η περιοχή του Σουλίου αφέθηκε ελεύθερη. Μετά από πολλές νίκες κατά των τουρκικών δυνάμεων, ο Μπότσαρης έλαβε μέρος ως οπλαρχηγός στην υπό την αρχηγία του Μαυροκορδάτου εκστρατεία στην Ήπειρο, που όμως κατέληξε στην καταστροφή του Πέτα (Ιούλιος 1822). Κατά την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου (Οκτώβριος 1822), ο Μπότσαρης κατάφερε σημαντικά πλήγματα στους Τούρκους, αναγκάζοντάς τους να λύσουν τη πολιορκία. Τον Αύγουστο του 1823, επικεφαλής 1250 ανδρών πήγε στο Καρπενήσι για να αντιμετωπίσει τους πολυάριθμους Τουρκαλβανούς του Μουσταή. Στη μάχη που δόθηκε στο Κεφαλόβρυσο, ο Μάρκος Μπότσαρης σκοτώθηκε. Η κηδεία του έγινε στο Μεσολόγγι.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ Μ. ΜΠΟΤΣΑΡΗ
Ο Μπότσαρης μαθαίνοντας πως η προφυλακή της στρατιάς του Μουσταή πασά της Σκόρδας, από 5000 Αλβανούς υπό τον Τσελαδιμπέη, κατέβαινε από την κοιλάδα του Αχελώου και βρισκόταν κοντά στο Καρπενήσι ανάλαβε με ενθουσιασμό την εναντίον τους επιχείρηση με 350 εμπειροπόλεμους Σουλιώτες αφού συνεννοήθηκε πρώτα με άλλους οπλαρχηγούς να ενισχύσουν την επίθεσή του τη νύχτα της 9η Αυγούστου 1823. Επειδή όμως ήταν παρών μόνο ο Κίτσος Τζαβέλας, ο Μάρκος Μπότσαρης επιτέθηκε μόνος του .Οι Τούρκοι βρέθηκαν απροετοίμαστοι, πανικοβλήθηκαν και μερικοί κλείστηκαν στο περιτοιχισμένο τμήμα του στρατοπέδου τους, όπου ήταν και η σκηνή του πασά. Ο Μ. Μπότσαρης αν και τραυματισμένος, προσπάθησε να ανεβεί στο μαντρότοιχο αλλά μια σφαίρα τον βρήκε στο μέτωπο και έπεσε νεκρός. Κηδεύτηκε στο Μεσολόγγι και ο θάνατος του θρηνήθηκε ως εθνική απώλεια.
Ο Μ. ΜΠΟΤΣΑΡΗΣ ΣΚΙΖΕΙ ΤΟ ΔΙΠΛΩΜΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΑΣ ΤΟΥ
Όταν ο Μάρκος Μπότσαρης διορίσθηκε από την κυβέρνηση στρατηγός, προσκάλεσε όλους τους οπλαρχηγούς και αγωνιστές που βρίσκονταν στο Μεσολόγγι και τους είπε: "Σπαράζεται η καρδιά μου βλέποντας τους συμπατριώτες μου χωρισμένους, νομίζουν πως εγώ από εγωισμό επιθυμώ να τους διοικώ. Εμείς παρατήσαμε την πατρίδα μας και τώρα γυρεύουμε να αποκτήσουμε καινούρια. Σας ρωτώ: Μπορούμε να πετύχουμε όσο θα είμαστε χωρισμένοι; Εγώ πατριώτες μου, δε ζήτησα αξιώματα από τη διοίκηση ούτε αρχηγός σας διορίστηκα. Ένα βαθμό μου δώσανε. Τάχατες κι εσείς όλοι οι καπεταναίοι δεν είστε άξιοι να τον πάρετε; Για να σας αποδείξω πως δε με κατέχει κανένας εγωισμός και καμιά δίψα για μεγαλεία και πως είμαι εκείνος ο Μάρκος, που τον γνωρίσατε να πολεμάει στο πλευρό σας, να εδώ μπροστά σας σκίζω το δίπλωμα της στρατηγίας που μου στείλανε. Και σας ορκίζομαι πως κανένα άλλο αξίωμα δε θέλω από εκείνο που είχανε οι πρόγονοί μας, κι εσείς οι ίδιοι έχετε. Εμάς αδέρφια δεν μας απέμεινε τίποτα να μοιράσουμε ανάμεσά μας.Το μόνο κοινό που έχουμε είναι η τιμή και η δόξα. Να ο εχθρός μας περιμένει! Στο πόλεμο όπου θα ανοίξουμε μαζί του θα δοξαστεί και θα τιμηθεί εκείνος από μας, που θα σταθεί αληθινό παλικάρι."
ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ
Η Μάχη στο Κεφαλόβρυσο και ο θάνατος του Μ. Μπότσαρη
Βρισκόμαστε στα 1823. Στον Μοριά και τη Ρούμελη αντιβουίζει το κλέφτικο ντουφέκι ήδη εδώ και δυο χρόνια. Στα δυσπρόσιτα μέρη τα δικά μας, η Λευτεριά φαίνεται να γλυκοχαράζει. Μα ο κακός δαίμονας της πατρίδας, η Διχόνοια που βαστάει το "δολερό της σκήπτρο", αρχίζει το εθνοφθόρο έργο της. Στην πιο κρίσιμη καμπή του Αγώνα, η Πελοπόννησος αρχίζει να συνταράσσεται από τον Εμφύλιο σπαραγμό. Κινήσεις στρατευμάτων Ελληνικών που στρέφονται ενάντια σε αδελφικές θέσεις σημειώνονται σ’ όλη την επικράτεια. Είναι γλυκός ο καρπός της εξουσίας για ν’ αφεθεί στους άξιους να τη διαφεντεύουν. Οι Τούρκοι περνούν στην αντεπίθεση. Αισθάνονται την ανάγκη να ξεκαθαρίσουν τη Ρούμελη και στέλνουν τα πολυάριθμα λεφούσια τους για να πνίξουν στο αίμα τους άπιστους Γραικούς που τόλμησαν να σηκώσουν κεφάλι. Δώδεκα χιλιάδες πεζοί και καβαλλαραίοι Τουρκαλβανοί ξεκινάνε από τα Τρίκαλα για την Ευρυτανία, με σκοπό να τρομοκρατήσουν τον ανυπότακτο Ευρυτανικό λαό. Αρχηγός του τεράστιου αυτού εκστρατευτικού σώματος ο Μουσταής πασάς της Σκόντρας. Άμεσος στόχος τους, η δήλωση υποταγής των επαναστατημένων αρματολών της περιοχής. Με το καλό ή με τη βία ο τόπος έπρεπε να ξαναπροσκυνήσει τον Σουλτάνο. Με χίλια δυο τερτίπια οι ντόπιοι καπεταναίοι προσπαθούν να ξεγελάσουν τον πασά και να κερδίσουν λίγο χρόνο, ώστε να προλάβουν να κρυφτούν στα κορφοβούνια οι Έλληνες που ζούσαν στα μέρη απ’ όπου περνούσε το Τούρκικο ασκέρι. Σε δύο τμήματα γινόταν η προέλαση. Το πρώτο, αφού σάρωσε στο διάβα του τ’ απομεινάρια της ομάδας του Καραϊσκάκη, έφτασε στο Καρπενήσι από τα δυτικά, περνώντας τη Βούλπη, ύστερα τον Άη Θανάση, και κατόπιν μπήκε στην πόλη από τη Λαγκαδιά και στρατοπέδευσε. Το δεύτερο τμήμα, 5000 Τουρκαλβανοί μανιασμένοι ήρθαν από τα Ανατολικά, και κατεβαίνοντας τα Καγκέλια προχώρησαν και στρατοπέδευσαν στο νότιο και ανατολικό τμήμα της πόλης. Μαυρολόγησε ο τόπος από τα Λιβάδια ως τη Μεσοχώρα και πίσω απ’ τον Άη Δημήτρη μέχρι το Κεφαλόβρυσο. Εκεί ήταν η εμπροσθοφυλακή με αρχηγό τον Τσελαλεδίν – μπέη. Φανταστείτε τον πανικό που έσπειρε στην πόλη, τις καταστροφές και τις κλεψιές που γίνονταν, το θανατικό και το θρήνο που έπεσε στις όμορφες κόρες του Καρπενησιού. Και οι άντρες να λείπουν από τα σπίτια τους, στρατολογημένοι στα γύρω βουνά, δίχως να μπορούν να προσφέρουν καμιά βοήθεια στις φαμίλιες τους. Δώδεκα χιλιάδες στρατός λοιπόν, θα έμενε εδώ, όσο καιρό χρειαζόταν ως να δηλώσουν υποταγή οι επαναστάτες κι ύστερα θα συνέχιζε από την Ποταμιά στον Προυσσό κι από ‘κει στο Μεσολόγγι. Η επανάσταση κινδύνευε να σβήσει.
Και τότε ήρθε ο ήρωας
Δίχως να τον αντιληφθεί ο εχθρός, μόλις έμαθε τα σχέδια του πασά της Σκόδρας κι ενώ βρισκόνταν στα μέρη του Αγρινίου, μάζεψε τους Σουλιώτες του, πέρασε από το Μεσσολόγγι για να εφοδιαστεί με μπαρουτόβολα και τράβηξε στα γρήγορα για το Καρπενήσι,.Απ’ τον Ψηλόβραχο πέρασε στη Χούνη, κι ύστερα ακολούθησε το ποτάμι ως τα Διπόταμα. Από ‘κει βγήκε στο Μεγάλο Χωριό, χωρίς να τον πάρει κανένας είδηση. Άρχισε τις ετοιμασίες για την επίθεση. Οι δεκαπέντε μέρες διορία που δόθηκαν στον ντόπιο καπετάνιο για να προσκυνήσει κόντευαν να τελειώσουν. Το μαντάτο του ερχομού έφτασε γρήγορα στα Λακκώματα της Ανιάδας, οπού ‘ταν στρατοπεδευμένοι οι άλλοι καπεταναίοι ανήμποροι να κάμουν τίποτα και αμήχανοι. Τους έγραψε ο ίδιος:
«Αδελφοί καπεταναίοι, Εγώ ήρθα εδώ και σκοπόν έχω να προσβάλλω τον πασά. Αν θέλετε κατεβάτε κάτω στον Άγιο Αθανάσιο του χωριού Κλαψίου να κουβεντιάσουμε και να τον χτυπήσουμε μαζί, και σαν δε θέλετε μην έρχεσθε».
Οι καπεταναίοι τον άκουσαν. Κατέβηκαν στο Κλαψί και το σχέδιο του Μάρκου για την επίθεση εγκρίθηκε και παρά τις διαφωνίες που φάνηκαν εδώ ξεχώρισε πια καθαρά ο στρατηγικός νους του Μάρκου. Εδώ κέρδισε στην αιωνιότητα ξανά τον τίτλο που αποποιήθηκε πριν λίγες μέρες στο Μεσολόγγι. Τότε ο Μάρκος, για να κατασιγάσει τα πνεύματα που είχαν αρχίσει να οξύνονται επειδή ανακηρύχτηκε στρατηγός (κάτι που οι άλλοι Σουλιώτες δεν είδαν και με τόσο καλό μάτι) και για να πνίξει τον άθλιο σπόρο της Διχόνοιας δε συλλογίστηκε πολύ για να φτάσει σε μιαν αντρίκεια απόφαση: Κάλεσε τους Σουλιώτες στο Μεσολόγγι και τους μίλησε. Τους είπε πολλά για Ομόνοια και Αδελφοσύνη. Έβγαλε ύστερα το δίπλωμα του στρατηγού απ’ το σελάχι του, το φίλησε πρώτα κι είπε αυτά τα λόγια:
«Όποιος είναι άξιος, παίρνει του στρατηγού το δίπλωμα από το Σκόντρα – πασά»
Και με μιάς, το ‘σκισε στα δυο και κίνησε για τα μέρη μας, όπου έμελλε να αναδειχτεί όχι απλά στρατηγός μα ήρωας. Συμφώνησαν λοιπόν οι αρχηγοί της Ανιάδας με το σχέδιο του Στρατηγού Μάρκου Μπότσαρη που ήταν το εξής: Θα χτυπούσαν τους Τούρκους από δυο μεριές: Ο Μάρκος με τους 350 Σουλιώτες του στο Κεφαλόβρυσο και οι υπόλοιποι δυο χιλιάδες θα ρίχνονταν από τη μεριά της Μπιάρας, στο πίσω μέρος του στρατού. Αν ο αιφνιδιασμός πετύχαινε, τότε η φθορά του εχθρού θα ήταν πολύ σημαντική. Η επίθεση καθορίστηκε να γίνει τα μεσάνυχτα της 8ης προς την 9η Αυγούστου.Οι Τούρκοι δεν είχαν υποπτευθεί τίποτα γιατί το μυστικό το γνώριζαν μόνο οι καπεταναίοι. Οι πολεμιστές θα πληροφορούνταν την επίθεση την τελευταία στιγμή για να μη μαθευτεί τίποτα από τους εχθρούς. Δυνατός αέρας απ’ τον Αϊ – Δημήτρη βούιζε μες τα πλατάνια και πυκνά μαύρα σύννεφα έκρυβαν τ’ ολόγιομο, αυγουστιάτικο φεγγάρι. Ιδανική νύχτα για αιφνιδιασμό. Την ορισμένη ώρα, οι Σουλιώτες με μαντίλια στο κεφάλι για να γνωρίζονται τη νύχτα, ρίχτηκαν στον εχθρό, ενώ ως την πλατεία του Καρπενησιού αντήχησε η σάλπιγγα της επίθεσης. Λίγες τουφεκιές έπεσαν κι αμέσως ακολούθησε μάχη σώμα με σώμα. Αλαλάζοντας οι Σουλιώτες έσυραν τα γιαταγάνια τους και χτυπούσαν με μανία τους Αρβανίτες. Έσφαζαν, λιάνιζαν το εχθρικό ασκέρι που δεν μπορούσε να καταλάβει από πού ερχόταν τούτο το θανατικό.
Η σύγχυση στο εχθρικό στρατόπεδο ήταν απερίγραπτη και βαστούσε ώρες.
Οι Αρβανίτες όμως κρατούσαν τις θέσεις τους με λύσσα. Δεν μπορούσαν άλλωστε να κάμουν και διαφορετικά γιατί τους χτυπούσαν από δυο μεριές. Ο Μάρκος πολεμώντας ανάμεσα στα παλικάρια του, ακράτητος και μανιωμένος, νιώθει μια σφαίρα να τον χτυπά στον βουβώνα. Αμίλητος, αγόγγυστα συνέχισε τη μάχη. Η ώρα φτάνει τρεισήμισι το πρωί. Ο Μάρκος πολεμάει στην από δω μεριά από το ποτάμι,. αντάμα με τον αγαπημένο του ξάδερφο, Τούσα Μπότσαρη. Οι εχθροί δεν έχουν συνέλθει ακόμα. Ξάφνου ο ήρωας διακρίνει μια μεγάλη σκηνή. Σίγουρα κάποιος μεγάλος είναι ταμπουρωμένος εκεί. Σηκώνει το κεφάλι του πάνω από τη μάντρα για να καλοδεί. Κι ο θάνατος με τη μορφή φαρμακερού βολιού τον βρίσκει στο δεξί ακρόφρυδο. Ο πιστός του σύντροφος, ο γιγαντόσωμος Τούσιας τον σηκώνει κρυφά για να μη δειλιάσουν οι συμπολεμιστές και τον απομακρύνει προς το Μεγάλο Χωριό. Πήρε να ξημερώνει. Η μάχη καταλάγιαζε. Η Νίκη στεφάνωνε τους Έλληνες που υποχωρούσαν συνταγμένοι. Η τύχη όμως είχε κρατήσει ένα σπουδαίο λάφυρο: Το στρατηγό Μάρκο.
Μεγάλη η δόξα των ελληνικών όπλων στη μάχη του Κεφαλόβρυσου. Μα τι μπορεί να αντισταθμίσει το χαμό του Μεγάλου Ήρωα; Μια συνοδεία από 100 συντρόφους του, τον μετέφεραν στο Μεσολόγγι, πάνω στο άλογό του, στηριγμένο σαν να ‘χε καβαλικέψει. Τα λάφυρα των επαναστατών ήταν: 4 σημαίες, 1600 τουφέκια, 1800 πιστόλες, 300 σπαθιά, 1200 άλογα κι άλλα, κι άλλα. Οι Τούρκοι είχαν κοντά 2000 νεκρούς, ενώ οι Έλληνες 60 νεκρούς και 42 τραυματίες.
Περνώντας από τον Προυσσό κάθισαν λίγο να ξαποστάσουν. Πήρε είδηση ο Καραϊσκάκης, και άρρωστος καθώς ήταν, κατέβηκε από το καλύβι του στο δρόμο τρεκλίζοντας, γονάτισε μπροστά στο κουφάρι του Μάρκου και μονολόγησε προφητικά για τον εαυτό του:
«Άμποτες ήρωα Μάρκο, από τέτοιο βόλι να πήγαινα κι εγώ».
Σε λίγο η πομπή ξεκίνησε για το Μεσολόγγι. Εκεί η υποδοχή του νεκρού ήταν αντάξια του μεγαλείου του. Η κηδεία στάθηκε γεγονός τόσο μεγαλοπρεπές που από μόνη της εμψύχωνε τα πλήθη και τα πότιζε πόθο για λευτεριά. Πάμπολλα ήταν τα τραγούδια που ύμνησαν την λεβεντιά του ήρωα και τον τραγικό χαμό του. Και τα τραγούδια αυτά έμειναν και έφτασαν ως εμάς για να θυμίζουν τις δύσκολες εκείνες μέρες που το έθνος μέσα από συμπληγάδες αγωνιζόταν για την ανεξαρτησία του.
Την εποχή της Τουρκοκρατίας, οι καλόγεροι και γενικά όσοι είχαν πρόσβαση στα εκκλησιαστικά βιβλία, κάθε φορά που σημειώνονταν κάποιο ιστορικό γεγονός, είτε επρόκειτο για σεισμό είτε για μάχη, σημείωναν σε λευκές σελίδες των βιβλίων αυτών, ή και στο περιθώριό τους μια μικρή αναμνηστική καταγραφή. Το παρακάτω κείμενο είναι μια τέτοια θύμιση από την Ακολουθία του Αγ. Βησσαρίωνος, της Ιεράς μονής Τατάρνας, με χρονολογία 1823.
ΘΥΜΗΣΗ : «Όντας ήρθε ο Σκόντρας Πασάς από τον τόπο του με δώδεκα χιλιάδες. Και ήρθε στα Τρίκαλα και έμασε και άλλους ντόπιους και έγιναν δέκα πέντε χιλιάδες Και έστειλε να προσκυνήσουν οι Καπεταναίοι όλοι. Και οι Καπεταναραίοι δεν το εδεχθήκανε κανένας να πάνε να προσκυνήσει. Και επήγαν και εχάλασαν του Στουρνάρα. Και έπειτα έστειλε να πάγη ο Καπετάν Καραϊσκάκης να τον προσκυνήσει που ήταν Καπετάνιος στα Άγραφα. Ούτε και αυτός επήγε. Και εκίνησαν οι Τούρκοι και επήραν τα Άγραφα σβάρνα καίγοντας και ήλθανε στα Απινιανά
Και όθεν απεργούσαν δεν άφηναν τίποτε ούτε καλύβια και μοναστήρια και εκκλησίες, όλα τα έβαλαν φωτιά και έπειτα επήγαν μέσα στο Καρπενήσι και εστάθηκαν ένα μήνα και αμαζώχτηκαν οι Καπεταναρέοι και ήλθε και ο Μάρκος από το Μεσολόγγι με χίλιους Σουλιώτες. Μαζώχτηκαν στη Ράχη στη Χελιδόνα και έγιναν οι ρωμαίοι χιλιάδες τέσσερις. Και εσηκώθη ο Καπετάν Μάρκος με τ' ασκέρι του και επήγανε στην φωτιάν και οι άλλοι ήταν απέξω, όπου φύλαγαν τις (στράτες) και ο Μάρκος ερίχτηκε μέσα με το σπαθί και εκόπηκαν Τούρκοι οχτακόσιοι πενήντα πάνω Ρωμαίγοι ουδέ έξι και λαβωμένοι είκοσι πέντε. Και εκείνην την ημέρα την (που) επολέμησαν εσκοτώθη και ο Καπετάν Μάρκος. Το ασκέρι το Ρωμέικο εκρύωσε πολύ, ως τόσο ήταν φοβερός ο Καπετάνιος.»
Μεγάλος θρήνος έγινε μέσα στο Μεσολόγγι.
Το Μάρκο παν' στην εκκλησιά, το Μάρκο παν' στον τάφο.
Εξήντα παπάδες παν' μπροστά και δέκα δεσποτάδες.
Κι από κοντά Σουλιώτισσες πάνε μοιρολογώντας.
Σηκώσου απάνω, Μάρκο μου, και μη βαριά κοιμάσαι.
Πώς να σ’κωθώ, μωρέ παιδιά, και πως να αναβλέψω;
Έχω μολύβι στην καρδιά, και βόλια στο κορμί μου.
Κι ανάμεσα στο στήθος μου είμαι μαχαιρωμένος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου