Του Τάσου Κ. Κοντογιαννίδη akontogiannidis@yahoo.gr
“ Έργον του αρχιεπισκόπου είναι να ελευθερώνη και όχι να υποδουλώνη”
Απαγόρευσε με τη διαθήκη του σε συγγενείς του και ταυτόχρονα τους αποκήρυξε αν ζητήσουν συντάξεις και επιδόματα από το κράτος λόγω του αξιώματός του!
Φωτο: Ο Χρύσανθος υποδέχεται τον δούκα Νικόλαο Νικολάγιεβιτς, αντιβασιλέα του Καυκάσου όταν οι Ρώσοι κατέλαβαν την Τραπεζούντα.
Τέτοιες μέρες το 1949, 28 Σεπτεμβρίου, ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και ακαδημαϊκός, ο από Τραπεζούντος Χρύσανθος, άφηνε την τελευταία του πνοή για να περάσει στην αιωνιότητα, σε διαμερισματάκι της Γλυφάδας (επι κατοχής διέμενε στην οδό Σουμελά 4 στην Κυψέλη). Και η πάνδημη κηδεία του, παρουσία του βασιλιά Παύλου, έγινε με τιμές πρωθυπουργού.
Ο Χρύσανθος ηταν άνθρωπος και ιεράρχης αλύγιστος. Δεν ήξερε τι θα πεί ελαστικότης χαρακτήρος, τι θα πει ανάγκη ηθικής προσαρμογής προς τις περιστάσεις, της οποίας ελατήριο θα ήταν το ατομικό συμφέρον. Ευλόγησε τα όπλα στο ΟΧΙ του 1940, στάθηκε δίπλα στους τραυματίες του πολέμου και δεν δέχθηκε συμβιβασμό με την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί με το Στρατό κατοχής…
Στις 27-4-1941, οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα. Ο έλλην φρούραρχος Καβράκος, του ζητούσε να πάνε μαζί να τους υποδεχτούν στους Αμπελοκήπους και να τους παραδώσουν την πόλη. Αρνήθηκε κατηγορηματικά λέγοντας! « ΄Εργον του Αρχιεπισκόπου είναι να ελευθερώνη και όχι να υποδουλώνη». Δυο μέρες μετά, ο επίτροπος του ναού της Μεταμορφώσεως Πλάκας Πλάτων Χατζημιχάλης, του αναγγέλλει τον σχηματισμό της κυβερνήσεως Τσολάκογλου της οποίας ήταν μέλος, και ζητεί απο τον Χρύσανθο να τους ορκίσει!!
Του απαντά: «Η εθνική κυβέρνησις την οποία ώρκισα, εξακολουθεί να υφίσταται και να συνεχίζη τον πόλεμον. Αλλην κυβέρνησιν δεν δύναμαι να ορκίσω!...», προσθέτοντας ότι «σε ύποπτες και αντεθνικές ενέργειες, που θα είναι εθνικώς ολέθριες, δεν μπορεί η εκκλησία να δώσει τον όρκο και την ευλογία της…»
Και λίγες ώρες μετά, καθώς έβγαινε από την Αρχιεπισκοπή για να κηδέψει τον φίλο του Κων. Σπανούδη, δημοσιογράφο στην Πόλη και πρόεδρο της ΑΕΚ, συναντά τον υπασπιστή του Τσολάκογλου ( ταγματάρχη Δ. Γαργαρόπουλο) που τον καλεί εκ μέρους του στρατηγού να πάει στην ορκωμοσία. «Εγώ δεν έρχομαι να ορκίσω κυβέρνησιν προβληθείσα υπο του εχθρού, τας Κυβερνήσεις ορίζει ο λαός ή ο Βασιλεύς. Η κυβέρνηση που όρκισα εξακολουθεί να υπάρχη και να δίδη τον υπέρ της ελευθερίας και του Έθνους αγώνα στην Κρήτη». Θαρραλέα στάση τήρησε όταν τον επισκέφθηκε την επομένη ο γερμανός στρατηγός Στούμ, λέγοντας του: «Προσέξατε στρατηγέ μου, να μήν τραυματίσητε την υπερηφάνειαν του Ελληνικού Λαού…» Λίγες μέρες μετά, ο μέγας αυτός ιεράρχης θα παυθεί και τη θέση του θα πάρει ο από Κορινθίας Δαμασκηνός, με τις ευλογίες του Τσολάκογλου.
Ο Χρύσανθος (κατά κόσμον Χαρίλαος Φιλιππίδης) γεννήθηκε στη Γρατινή Ροδόπης το 1881.Φοίτησε στο Γυμνάσιο Ξάνθης, σπούδασε στη θεολογική σχολή Χάλκης, χειροτονήθηκε διάκονος το 1903 κι εστάλη στην Τραπεζούντα ως ιεροκήρυκας και καθηγητής στο εκεί Φροντιστήριο. Σπούδασε στην Λειψία και την Λωζάνη, ορκίσθηκε Μητροπολίτης Τραπεζούντος το 1913 και αγαπήθηκε από τον Ποντιακό Ελληνισμό. Όταν λίγο αργότερα οι Ρώσοι κατέλαβαν την Τραπεζούντα κι έφυγε η τουρκική διοίκηση, πήρε υπο την προστασία του τον μουσουλμανικό πληθυσμό.
Κατά την ταραχώδη περίοδο 1915-1923, μεταβάλλεται σε εθνικό ηγέτη για τον ελληνισμό της “καθ΄ημάς Ανατολής” και αγωνίζεται στο Παρίσι για τα δίκαια της φυλής μας στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης του 1919, με συναντήσεις και συνομιλίες που είχε, με τον αμερικανό πρόεδρο Ουίλσων και το Γάλλο πρωθυπουργό Κλεμανσό. Εκεί έθεσε ενώπιον τους την ανεξαρτησία του Πόντου, κέρδισε τον θαυμασμό τους και βοήθησε σημαντικά τον Ελευθέριο Βενιζέλο, στο χειρισμό των θεμάτων της Ανατολής.
Το 1921, ο πρωθυπουργός Γούναρης καλεί τον Χρύσανθο να μετάσχει της ελληνικής αποστολής στο Λονδίνο, αλλά στην Τουρκία το «Δικαστήριο της Ανεξαρτησίας» το πληροφορείται, και τον καταδικάζει ερήμην εις θάνατον! Το 1938 εκλέγεται αρχιεπίσκοπος Αθηνών σε επανεκλογή, με αντίπαλο τον από Κορινθίας Δαμασκηνό.
Η διαθήκη του Χρυσάνθου
Ο Χρύσανθος, με την από 10-7-1943 διαθήκη, ζητούσε συγγνώμη από όσους ελύπησε και συγχωρούσε όσους τον ελύπησαν. Περιουσία δεν είχε και τα λίγα προσωπικά του είδη (σταυρό, αρχιερατικούς ράβδους, άμφια και στυλογράφο) τα άφησε σε συνεργάτες του αρχιμανδρίτες και διάκους. « Οι συγγενείς μου κατά σάρκα – έγραφε - θα σεβαστούν τη μνήμη μου και δεν θα ζητήσουν συντάξεις και επιδόματα από το Κράτος. Αν κανείς αθετήσει την τελευταίαν μου ταύτην θέλησιν, τον τοιούτον αποκηρύσσω από συγγενήν μου και παρακαλώ Εκκλησίαν και Πολιτείαν να απορρίψωσι τοιαύτην ασεβήν αίτησιν».