«Η πολιτική είναι ένα καθήκον, η ποίηση είναι μια ανάγκη. Είναι ένα ούρλιασμα, μια κραυγή που δεν μπορείς να πνίξεις. Το άγχος μιας στιγμής που δεν θέλεις να ξεχαστεί. Τότε ψάχνεις για χαρτί και μολύβι ζητώντας να ζωγραφίσεις με στίχους αυτή τη στιγμή». Α.Παναγούλης
Η ΜΠΟΓΙΑ
Ζωντάνεψα τους τοίχους
φωνή τους έδωσα
πιο φιλική να γίνουν συντροφιά
Κι οι δεσμοφύλακες ζητούσαν
να μάθουνε που βρήκα τή μπογιά
Οι τοίχοι του κελιού
το μυστικό το κράτησαν
κι οι μισθοφόροι ψάξανε παντού
Όμως μπογιά δε βρήκαν
Γιατί στιγμή δέ σκέφτηκαν
στις φλέβες μου να ψάξουν.Το ΠΟΝΤΙΚΙ έγραψε: H ματωμένη Πρωτομαγιά του «ανίκητου»
Αυτή την Πρωτομαγιά συμπληρώνονται 30 χρόνια από τον ξαφνικό χαμό του ήρωα της δημοκρατίας Αλέκου Παναγούλη. Ενός ανθρώπου που αγωνίστηκε για τον λαό, αλλά είχε μια περίεργη σχέση με τα πλήθη. Χωρίς να έχει πολιτική στήριξη πίσω του ξεκίνησε αντιδικτατορικό αγώνα μόνος του, στην πορεία τον πίστεψαν ελάχιστοι και ακόμα λιγότεροι τον βοήθησαν, στη μεταπολίτευση πολλοί τον θαύμασαν, αλλά ελάχιστοι τον ψήφισαν, και, ενώ με την κηδεία του κατάφερε να βγάλει εκατομμύρια ανθρώπους στους δρόμους, σήμερα βρίσκεται στο ίδιο στάδιο που ήταν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας: τον έχουν όλοι ξεχάσει.
Ξημερώματα Σαββάτου Πρωτομαγιάς του 1976 και το αυτοκίνητο του βουλευτή Αλέξανδρου Παναγούλη τρέχει με μεγάλη ταχύτητα στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης κατευθυνόμενο προς τη Γλυφάδα, ενώ δίπλα του ένα ή δύο αυτοκίνητα μοιάζουν σαν να κάνουν κόντρα μαζί του.
Κάποια δευτερόλεπτα αργότερα ακούγεται ένας μεγάλος κρότος και ένα σύννεφο καπνού και σκόνης απλώνεται στη δεξιά πλευρά του δρόμου. Οι πρώτοι περαστικοί που πλησιάζουν στο ατύχημα για να βοηθήσουν βρίσκουν τον Αλέκο Παναγούλη ετοιμοθάνατο στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Έφυγε μέσα στα χέρια τους βγάζοντας μόνο τρία «αχ».
Από την επόμενη ημέρα η φράση «πολιτική δολοφονία» είναι σε όλα τα στόματα και όλα, το πρώτο διάστημα, συνέτειναν σε αυτό. Από τη μία, ο κατά πολλούς «μοναδικός αντιστασιακός» που είχε ή φίλους ή εχθρούς, αλλά σίγουρα δεν άφηνε κανέναν αδιάφορο, και από την άλλη, το έντονα πολιτικοποιημένο κλίμα της εποχής, μαζί με τη μισή «αποχουντοποίηση» και τα «σταγονίδια».
Η δημοσίευση των αρχείων της ΕΣΑ που ο ίδιος είχε αποκαλύψει και η γρήγορη απαγόρευσή τους δημιουργούν ένα κλίμα σύγκρουσης μεταξύ του Παναγούλη και του τότε υπουργού Εθνικής Άμυνας Ευάγγελου Αβέρωφ. Ο Παναγούλης μάλιστα είχε ζητήσει συνάντηση με τον Καραμανλή για να τον ενημερώσει για το θέμα των αρχείων, μια και καταλάβαινε ότι αυτά τα χαρτιά που είχε στα χέρια του θα του δημιουργούσαν πολλά προβλήματα.
Αλλά και ο εισαγγελέας της υπόθεσης Δημήτρης Τσεβάς μιλούσε στην αρχή για εγκληματική ενέργεια: «Ερευνάται η υπόθεσις προς πάσα κατεύθυνσιν και αφήνει μεγάλα λογικά περιθώρια στην πιθανότητα της εγκληματικής ενέργειας. Είναι περίεργο τροχαίο ατύχημα. Τόσο περίεργο, ώστε να μην μπορεί κανείς να υποστηρίξει λογικώς ότι είναι ατύχημα». Όλοι ψάχνουν τα άγνωστα «Πεζώ» «Φορντ» «Αλφα Ρομέο» ή «Τζάγκουαρ» που τον έβγαλαν από την πορεία του, ενώ κάποιοι μιλάνε για σφαίρα με αναισθητικό που τον ακινητοποίησε.
Τη σύγχυση επιτείνει η εμφάνιση του Μιχάλη Στέφα στις 3 Μαΐου, ο οποίος ισχυρίζεται πως προκάλεσε χωρίς δόλο το ατύχημα με ένα ξαφνικό φρενάρισμά του, το οποίο λόγω μεγάλης ταχύτητας ο Παναγούλης δεν μπόρεσε να αποφύγει.
Η παρουσία του αυτόκλητου Στέφα, που παρουσιάζεται από τις φιλοκυβερνητικές εφημερίδες σαν μέλος του «Ρήγα Φεραίου», αλλά και η δυσκολία να τεκμηριώσει τα λεγόμενά του στην αναπαράσταση που γίνεται, πείθει μόνο αυτούς που είναι έτοιμοι να πειστούν και πεισμώνει αυτούς που δεν θέλουν να δεχτούν τη θεωρία του ατυχήματος.
Τα ερωτήματα πολλά: Γιατί ο Παναγούλης, ενώ βρισκόταν ήδη στο Παλαιό Φάληρο και μπορούσε να κατευθυνθεί στο σπίτι του στη Γλυφάδα από την παραλιακή, θέλησε να κάνει έναν τεράστιο κύκλο πηγαίνοντας από τη Λεωφόρο Συγγρού και μετά από τη Βουλιαγμένης; Τα αμάξια που τον οδήγησαν στην πορεία θανάτου ήταν δύο ή τρία και αληθεύει ότι υπήρχε λογομαχία μεταξύ των οδηγών; Όλοι έχουν από ένα δικό τους ερώτημα, ένα δικό τους σενάριο.
Η κηδεία γίνεται στις 5 Μαΐου και μεταβάλλεται σε πάνδημο δημοκρατικό συλλαλητήριο με συνθήματα κατά του Αβέρωφ, ενώ ακούγεται συνέχεια μια κραυγή που θα κοσμούσε τους τοίχους της πόλης για πολλά χρόνια: ZEI. Σε αυτή την παλλαϊκή διακομματική συγκέντρωση – κηδεία δεν παρίστανται ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο πρωθυπουργός Καραμανλής, ενώ οι ένοπλες δυνάμεις δεν στέλνουν επίσημο εκπρόσωπο.
Όλοι οι άλλοι όμως είναι εκεί. Όλα τα κόμματα, αλλά κυρίως εκατοντάδες χιλιάδες λαού, που ίσως προσπαθούν να παραφράσουν έναν στίχο του Παναγούλη: «Δεν σε κατάλαβα λαέ (Θεέ). Για πες μου πάλι! Να σε ευχαριστήσω ζητάς ή να σε συγχωρέσω;». Κορυφαία στο πλήθος, η μορφή της ηρωικής μητέρας τού «Ανίκητου» Αθηνά, που έχει ζητήσει να μη σταυρώσουν τα χέρια του παιδιού της μέσα στο γυάλινο φέρετρο, γιατί αυτά τα χέρια ήταν πολλά χρόνια ενωμένα με τις χειροπέδες…
Λίγο διάστημα μετά, ένας παρακρατικός με το όνομα Γεώργιος Λεονάρδος είχε μιλήσει για κάποια οργάνωση «Αράχνη» που δολοφόνησε τον Παναγούλη, αλλά στη δίκη που έγινε κατέπεσαν όλοι οι ισχυρισμοί του και καταδικάστηκε για συκοφαντική δυσφήμηση. Υπήρξε δικαστική καταδίκη για τον θάνατο του Παναγούλη, μόνο που αυτή δεν ήταν για δολοφονία, αλλά για αυτοκινητικό δυστύχημα.
Ο Στέφας καταδικάστηκε σε φυλάκιση 11 μηνών και η ποινή εξαγοράστηκε προς 150 δρχ. την ημέρα. Η οικογένεια Παναγούλη δεν ήταν εκεί για να ακούσει την ποινή και μίλησε για παρωδία.
Ο ρόλος των ΜΜΕ
Για τα μέσα ενημέρωσης της εποχής, ο θάνατος του Παναγούλη ήταν η σημαντικότερη είδηση μετά την επάνοδο της δημοκρατίας. Τις πρώτες ημέρες που δεν υπήρχαν εφημερίδες λόγω της αργίας της Πρωτομαγιάς και της Κυριακής, η αποκλειστική πηγή πληροφόρησης ήταν τα κρατικά μέσα, που, όπως ήταν φυσικό, αντιμετώπισαν με τρόμο την πανελλήνια βεβαιότητα της δολοφονίας και ακολούθησαν πλήρως την κυβερνητική γραμμή που από την πρώτη στιγμή μιλούσε για ατύχημα.
Για να δώσει βαρύτητα στην κυβερνητική άποψη, η τηλεόραση ανέφερε ότι «(…) στην εξέταση αίματος που του έγινε αμέσως μετά το ατύχημα ανευρέθησαν 57,5 χιλιοστά του γραμμαρίου οινόπνευμα κατά μίλι λίτρου του αίματος…».
Για τον πολύ κόσμο που δεν είχε άλλη ενημέρωση και για τους περισσότερους που δεν ήξεραν ότι αυτό το ποσοστό ήταν μέσα στα φυσιολογικά όρια οινοπνεύματος, τους έμενε η βεβαιότητα πως ήταν ένα ατύχημα που προκλήθηκε από την υπερβολική ταχύτητα του Παναγούλη που είχε πιει.
Το κλίμα άλλαξε άρδην από τη Δευτέρα 3 Μαΐου που κυκλοφόρησαν οι εφημερίδες και παρουσιάστηκαν όλες οι απόψεις, που στην ουσία ήταν οι εξής δύο: δολοφονία ή ατύχημα.
«Τα Νέα»: «Τον σκότωσαν για να μην κάνει αποκαλύψεις. Χτυπήθηκε από σφαίρα δηλητηρίου;».
Βραδυνή: «άπλετο φως στον θάνατο του Παναγούλη. Όλες οι ενδείξεις συγκλίνουν σε κλασικό τροχαίο ατύχημα».
Είναι αξιοπερίεργο, αλλά η μόνη εφημερίδα που δεν είχε κύριο θέμα τον θάνατο του Παναγούλη ήταν ο «Ριζοσπάστης».
Αντίστοιχη δημοσιότητα δόθηκε και στα έντυπα του εξωτερικού, μόνο που εκεί η βεβαιότητα για δολοφονία ήταν φανερή: «Ντέιλι Εξπρές»:
«Δολοφόνοι κλείνουν το στόμα του Έλληνα μάρτυρα των βασανιστηρίων». «Τάιμ»: «Οι Έλληνες γνωρίζουν πολλά για ήρωες και μύθους, ώστε να μην πιστεύουν σε ατυχήματα».
Ακόμα και 15 ημέρες μετά τον θάνατό του, ο σάλος όχι μόνο δεν είχε κοπάσει αλλά τα σενάρια, οι υποθέσεις και οι αμφιβολίες περί σκευωρίας και συγκάλυψης συνεχίζονταν αμείωτα, σε σημείο που ο τότε υφυπουργός Προεδρίας Παναγιώτης Λαμπρίας έστειλε επιστολή στην Ένωση Ιδιοκτητών και την ΕΣΗΕΑ με την οποία ζητούσε να «(…) παύσει η διαστρέβλωση των γεγονότων γύρω από τον θάνατο του Αλέκου Παναγούλη», ενώ έκανε λόγο για τεχνητή πρόκληση ανησυχιών που θα μπορούσε να προκαλέσει κινδύνους και για την ίδια τη δημοκρατία.
Ποιος να το περίμενε πως ο αγωνιστής της δημοκρατίας θα ήταν υπαίτιος με τον θάνατό του στο να κινδυνεύσει η… δημοκρατία. Η επιστολή αυτή ξεσήκωσε νέο κύμα αντίδρασης από τα κόμματα της αντιπολίτευσης προς την κυβέρνηση, τα οποία μίλησαν για απόπειρα φίμωσης του Τύπου και προληπτική λογοκρισία.
Αντιπροσωπευτική του κλίματος της εποχής είναι η επιστολή που είχε στείλει στον Καραμανλή ο δημοσιογράφος Β. Βασιλείου: «Με στενοχωρεί πολύ που, εκτός από έναν ασφαλιστή αυτοκινήτων, δεν συνάντησα κανέναν άλλον που να αποκλείει την εκδοχή της δολοφονίας στον θάνατο του Παναγούλη.
Νομίζω ότι θα ήταν καλό να μας προβληματίσει ότι σε τέτοιες στιγμές μόνο ένας δημοσιογράφος βρίσκεται για να υποστηρίξει επωνύμως τις θέσεις μιας Κυβερνήσεως στηριζόμενης στο 54,5%».
Στις επετείους του θανάτου του Αλέκου Παναγούλη συνηθίζεται να ακούγεται το σύνθημα «Ζει», προφανώς διότι πολλοί θυμούνται την εφηβεία τους. Δυστυχώς, τριάντα χρόνια μετά, στη σημερινή απολιτική εποχή, όπου η ιδιώτευση, το προσωπικό μικροσυμφέρον και τα κάθε λογής σκουπίδια γεμίζουν τις καθημερινές ασχολίες μας, θα λέγαμε ότι ο Παναγούλης δεν ζει στις καρδιές μας ενθυμούμενοι κάποιον στίχο του Γιάννη Ρίτσου: «Κατεβάσανε τις σημαίες, μπήκαν στα σπίτια τους, μετράνε τα λεφτά τους».
«Ψυχή φυλακισμένη στο κορμί
Κορμί φυλακισμένο στη ζωή
Ζωή φυλακισμένη μες στο Χρόνο
Πνεύμα που από όποια φυλακή κι αν βγει
σε φυλακή πάλι θα πέσει
Κι είναι μονάχα το κορμί
που αγάπησε τη φυλακή του
Πώς να μην έρθει ο θάνατος λοιπόν;»
http://pnyka21os.wordpress.com
Η ΜΠΟΓΙΑ
Ζωντάνεψα τους τοίχους
φωνή τους έδωσα
πιο φιλική να γίνουν συντροφιά
Κι οι δεσμοφύλακες ζητούσαν
να μάθουνε που βρήκα τή μπογιά
Οι τοίχοι του κελιού
το μυστικό το κράτησαν
κι οι μισθοφόροι ψάξανε παντού
Όμως μπογιά δε βρήκαν
Γιατί στιγμή δέ σκέφτηκαν
στις φλέβες μου να ψάξουν.Το ΠΟΝΤΙΚΙ έγραψε: H ματωμένη Πρωτομαγιά του «ανίκητου»
Αυτή την Πρωτομαγιά συμπληρώνονται 30 χρόνια από τον ξαφνικό χαμό του ήρωα της δημοκρατίας Αλέκου Παναγούλη. Ενός ανθρώπου που αγωνίστηκε για τον λαό, αλλά είχε μια περίεργη σχέση με τα πλήθη. Χωρίς να έχει πολιτική στήριξη πίσω του ξεκίνησε αντιδικτατορικό αγώνα μόνος του, στην πορεία τον πίστεψαν ελάχιστοι και ακόμα λιγότεροι τον βοήθησαν, στη μεταπολίτευση πολλοί τον θαύμασαν, αλλά ελάχιστοι τον ψήφισαν, και, ενώ με την κηδεία του κατάφερε να βγάλει εκατομμύρια ανθρώπους στους δρόμους, σήμερα βρίσκεται στο ίδιο στάδιο που ήταν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας: τον έχουν όλοι ξεχάσει.
Ξημερώματα Σαββάτου Πρωτομαγιάς του 1976 και το αυτοκίνητο του βουλευτή Αλέξανδρου Παναγούλη τρέχει με μεγάλη ταχύτητα στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης κατευθυνόμενο προς τη Γλυφάδα, ενώ δίπλα του ένα ή δύο αυτοκίνητα μοιάζουν σαν να κάνουν κόντρα μαζί του.
Κάποια δευτερόλεπτα αργότερα ακούγεται ένας μεγάλος κρότος και ένα σύννεφο καπνού και σκόνης απλώνεται στη δεξιά πλευρά του δρόμου. Οι πρώτοι περαστικοί που πλησιάζουν στο ατύχημα για να βοηθήσουν βρίσκουν τον Αλέκο Παναγούλη ετοιμοθάνατο στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Έφυγε μέσα στα χέρια τους βγάζοντας μόνο τρία «αχ».
Από την επόμενη ημέρα η φράση «πολιτική δολοφονία» είναι σε όλα τα στόματα και όλα, το πρώτο διάστημα, συνέτειναν σε αυτό. Από τη μία, ο κατά πολλούς «μοναδικός αντιστασιακός» που είχε ή φίλους ή εχθρούς, αλλά σίγουρα δεν άφηνε κανέναν αδιάφορο, και από την άλλη, το έντονα πολιτικοποιημένο κλίμα της εποχής, μαζί με τη μισή «αποχουντοποίηση» και τα «σταγονίδια».
Η δημοσίευση των αρχείων της ΕΣΑ που ο ίδιος είχε αποκαλύψει και η γρήγορη απαγόρευσή τους δημιουργούν ένα κλίμα σύγκρουσης μεταξύ του Παναγούλη και του τότε υπουργού Εθνικής Άμυνας Ευάγγελου Αβέρωφ. Ο Παναγούλης μάλιστα είχε ζητήσει συνάντηση με τον Καραμανλή για να τον ενημερώσει για το θέμα των αρχείων, μια και καταλάβαινε ότι αυτά τα χαρτιά που είχε στα χέρια του θα του δημιουργούσαν πολλά προβλήματα.
Αλλά και ο εισαγγελέας της υπόθεσης Δημήτρης Τσεβάς μιλούσε στην αρχή για εγκληματική ενέργεια: «Ερευνάται η υπόθεσις προς πάσα κατεύθυνσιν και αφήνει μεγάλα λογικά περιθώρια στην πιθανότητα της εγκληματικής ενέργειας. Είναι περίεργο τροχαίο ατύχημα. Τόσο περίεργο, ώστε να μην μπορεί κανείς να υποστηρίξει λογικώς ότι είναι ατύχημα». Όλοι ψάχνουν τα άγνωστα «Πεζώ» «Φορντ» «Αλφα Ρομέο» ή «Τζάγκουαρ» που τον έβγαλαν από την πορεία του, ενώ κάποιοι μιλάνε για σφαίρα με αναισθητικό που τον ακινητοποίησε.
Τη σύγχυση επιτείνει η εμφάνιση του Μιχάλη Στέφα στις 3 Μαΐου, ο οποίος ισχυρίζεται πως προκάλεσε χωρίς δόλο το ατύχημα με ένα ξαφνικό φρενάρισμά του, το οποίο λόγω μεγάλης ταχύτητας ο Παναγούλης δεν μπόρεσε να αποφύγει.
Η παρουσία του αυτόκλητου Στέφα, που παρουσιάζεται από τις φιλοκυβερνητικές εφημερίδες σαν μέλος του «Ρήγα Φεραίου», αλλά και η δυσκολία να τεκμηριώσει τα λεγόμενά του στην αναπαράσταση που γίνεται, πείθει μόνο αυτούς που είναι έτοιμοι να πειστούν και πεισμώνει αυτούς που δεν θέλουν να δεχτούν τη θεωρία του ατυχήματος.
Τα ερωτήματα πολλά: Γιατί ο Παναγούλης, ενώ βρισκόταν ήδη στο Παλαιό Φάληρο και μπορούσε να κατευθυνθεί στο σπίτι του στη Γλυφάδα από την παραλιακή, θέλησε να κάνει έναν τεράστιο κύκλο πηγαίνοντας από τη Λεωφόρο Συγγρού και μετά από τη Βουλιαγμένης; Τα αμάξια που τον οδήγησαν στην πορεία θανάτου ήταν δύο ή τρία και αληθεύει ότι υπήρχε λογομαχία μεταξύ των οδηγών; Όλοι έχουν από ένα δικό τους ερώτημα, ένα δικό τους σενάριο.
Η κηδεία γίνεται στις 5 Μαΐου και μεταβάλλεται σε πάνδημο δημοκρατικό συλλαλητήριο με συνθήματα κατά του Αβέρωφ, ενώ ακούγεται συνέχεια μια κραυγή που θα κοσμούσε τους τοίχους της πόλης για πολλά χρόνια: ZEI. Σε αυτή την παλλαϊκή διακομματική συγκέντρωση – κηδεία δεν παρίστανται ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο πρωθυπουργός Καραμανλής, ενώ οι ένοπλες δυνάμεις δεν στέλνουν επίσημο εκπρόσωπο.
Όλοι οι άλλοι όμως είναι εκεί. Όλα τα κόμματα, αλλά κυρίως εκατοντάδες χιλιάδες λαού, που ίσως προσπαθούν να παραφράσουν έναν στίχο του Παναγούλη: «Δεν σε κατάλαβα λαέ (Θεέ). Για πες μου πάλι! Να σε ευχαριστήσω ζητάς ή να σε συγχωρέσω;». Κορυφαία στο πλήθος, η μορφή της ηρωικής μητέρας τού «Ανίκητου» Αθηνά, που έχει ζητήσει να μη σταυρώσουν τα χέρια του παιδιού της μέσα στο γυάλινο φέρετρο, γιατί αυτά τα χέρια ήταν πολλά χρόνια ενωμένα με τις χειροπέδες…
Λίγο διάστημα μετά, ένας παρακρατικός με το όνομα Γεώργιος Λεονάρδος είχε μιλήσει για κάποια οργάνωση «Αράχνη» που δολοφόνησε τον Παναγούλη, αλλά στη δίκη που έγινε κατέπεσαν όλοι οι ισχυρισμοί του και καταδικάστηκε για συκοφαντική δυσφήμηση. Υπήρξε δικαστική καταδίκη για τον θάνατο του Παναγούλη, μόνο που αυτή δεν ήταν για δολοφονία, αλλά για αυτοκινητικό δυστύχημα.
Ο Στέφας καταδικάστηκε σε φυλάκιση 11 μηνών και η ποινή εξαγοράστηκε προς 150 δρχ. την ημέρα. Η οικογένεια Παναγούλη δεν ήταν εκεί για να ακούσει την ποινή και μίλησε για παρωδία.
Ο ρόλος των ΜΜΕ
Για τα μέσα ενημέρωσης της εποχής, ο θάνατος του Παναγούλη ήταν η σημαντικότερη είδηση μετά την επάνοδο της δημοκρατίας. Τις πρώτες ημέρες που δεν υπήρχαν εφημερίδες λόγω της αργίας της Πρωτομαγιάς και της Κυριακής, η αποκλειστική πηγή πληροφόρησης ήταν τα κρατικά μέσα, που, όπως ήταν φυσικό, αντιμετώπισαν με τρόμο την πανελλήνια βεβαιότητα της δολοφονίας και ακολούθησαν πλήρως την κυβερνητική γραμμή που από την πρώτη στιγμή μιλούσε για ατύχημα.
Για να δώσει βαρύτητα στην κυβερνητική άποψη, η τηλεόραση ανέφερε ότι «(…) στην εξέταση αίματος που του έγινε αμέσως μετά το ατύχημα ανευρέθησαν 57,5 χιλιοστά του γραμμαρίου οινόπνευμα κατά μίλι λίτρου του αίματος…».
Για τον πολύ κόσμο που δεν είχε άλλη ενημέρωση και για τους περισσότερους που δεν ήξεραν ότι αυτό το ποσοστό ήταν μέσα στα φυσιολογικά όρια οινοπνεύματος, τους έμενε η βεβαιότητα πως ήταν ένα ατύχημα που προκλήθηκε από την υπερβολική ταχύτητα του Παναγούλη που είχε πιει.
Το κλίμα άλλαξε άρδην από τη Δευτέρα 3 Μαΐου που κυκλοφόρησαν οι εφημερίδες και παρουσιάστηκαν όλες οι απόψεις, που στην ουσία ήταν οι εξής δύο: δολοφονία ή ατύχημα.
«Τα Νέα»: «Τον σκότωσαν για να μην κάνει αποκαλύψεις. Χτυπήθηκε από σφαίρα δηλητηρίου;».
Βραδυνή: «άπλετο φως στον θάνατο του Παναγούλη. Όλες οι ενδείξεις συγκλίνουν σε κλασικό τροχαίο ατύχημα».
Είναι αξιοπερίεργο, αλλά η μόνη εφημερίδα που δεν είχε κύριο θέμα τον θάνατο του Παναγούλη ήταν ο «Ριζοσπάστης».
Αντίστοιχη δημοσιότητα δόθηκε και στα έντυπα του εξωτερικού, μόνο που εκεί η βεβαιότητα για δολοφονία ήταν φανερή: «Ντέιλι Εξπρές»:
«Δολοφόνοι κλείνουν το στόμα του Έλληνα μάρτυρα των βασανιστηρίων». «Τάιμ»: «Οι Έλληνες γνωρίζουν πολλά για ήρωες και μύθους, ώστε να μην πιστεύουν σε ατυχήματα».
Ακόμα και 15 ημέρες μετά τον θάνατό του, ο σάλος όχι μόνο δεν είχε κοπάσει αλλά τα σενάρια, οι υποθέσεις και οι αμφιβολίες περί σκευωρίας και συγκάλυψης συνεχίζονταν αμείωτα, σε σημείο που ο τότε υφυπουργός Προεδρίας Παναγιώτης Λαμπρίας έστειλε επιστολή στην Ένωση Ιδιοκτητών και την ΕΣΗΕΑ με την οποία ζητούσε να «(…) παύσει η διαστρέβλωση των γεγονότων γύρω από τον θάνατο του Αλέκου Παναγούλη», ενώ έκανε λόγο για τεχνητή πρόκληση ανησυχιών που θα μπορούσε να προκαλέσει κινδύνους και για την ίδια τη δημοκρατία.
Ποιος να το περίμενε πως ο αγωνιστής της δημοκρατίας θα ήταν υπαίτιος με τον θάνατό του στο να κινδυνεύσει η… δημοκρατία. Η επιστολή αυτή ξεσήκωσε νέο κύμα αντίδρασης από τα κόμματα της αντιπολίτευσης προς την κυβέρνηση, τα οποία μίλησαν για απόπειρα φίμωσης του Τύπου και προληπτική λογοκρισία.
Αντιπροσωπευτική του κλίματος της εποχής είναι η επιστολή που είχε στείλει στον Καραμανλή ο δημοσιογράφος Β. Βασιλείου: «Με στενοχωρεί πολύ που, εκτός από έναν ασφαλιστή αυτοκινήτων, δεν συνάντησα κανέναν άλλον που να αποκλείει την εκδοχή της δολοφονίας στον θάνατο του Παναγούλη.
Νομίζω ότι θα ήταν καλό να μας προβληματίσει ότι σε τέτοιες στιγμές μόνο ένας δημοσιογράφος βρίσκεται για να υποστηρίξει επωνύμως τις θέσεις μιας Κυβερνήσεως στηριζόμενης στο 54,5%».
Στις επετείους του θανάτου του Αλέκου Παναγούλη συνηθίζεται να ακούγεται το σύνθημα «Ζει», προφανώς διότι πολλοί θυμούνται την εφηβεία τους. Δυστυχώς, τριάντα χρόνια μετά, στη σημερινή απολιτική εποχή, όπου η ιδιώτευση, το προσωπικό μικροσυμφέρον και τα κάθε λογής σκουπίδια γεμίζουν τις καθημερινές ασχολίες μας, θα λέγαμε ότι ο Παναγούλης δεν ζει στις καρδιές μας ενθυμούμενοι κάποιον στίχο του Γιάννη Ρίτσου: «Κατεβάσανε τις σημαίες, μπήκαν στα σπίτια τους, μετράνε τα λεφτά τους».
«Ψυχή φυλακισμένη στο κορμί
Κορμί φυλακισμένο στη ζωή
Ζωή φυλακισμένη μες στο Χρόνο
Πνεύμα που από όποια φυλακή κι αν βγει
σε φυλακή πάλι θα πέσει
Κι είναι μονάχα το κορμί
που αγάπησε τη φυλακή του
Πώς να μην έρθει ο θάνατος λοιπόν;»
http://pnyka21os.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου