Νικήτας Χιωτίνης
Τα κόμματα, στα πρώτα χρόνια του νεοελληνικού κράτους, υπήρξαν ειλικρινή και με ξεκάθαρες στοχεύσεις. Τρία κόμματα, το ρωσικόν, το γαλλικόν και τοαγγλικόν, χωρίς περιστροφές και ψευδαισθήσεις. Η νεότερη Ελλάς, κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821, βοηθήθηκε μεν να απελευθερωθεί, ο σκοπός όμως ήταν να καταστεί προτεκτοράτο. Η μοίρα της αυτή μάλιστα εντέχνως ασφαλίστηκε, καθ’ όσον δεσμεύτηκε με δάνεια από τους προστάτες της, τα περίφημα «δάνεια της Αγγλίας», έκφραση που παλαιότερα χρησιμοποιούσαν συχνά οι παππούδες μας θέλοντας να χαρακτηρίσουν τα τεράστια χρέη. Η Ελλάς έκτοτε έτσι πορεύτηκε, ο Κοραής μάλιστα αιτιολόγησε και πνευματικά αυτήν την «προστασία», εισάγοντας την περίφημη «μετακένωση» ως τον μοναδικό τρόπο «φωτισμού» των νεοελλήνων από τη Δύση. Το προτεκτοράτο ξεκίνησε και πορεύθηκε πολιτικά και ιδεολογικά ως απολύτως εξαρτώμενο από τις «προστάτιδες δυνάμεις» και ουδέποτε μπόρεσε να αποδεσμευθεί από αυτό. Προσπάθειες αλλαγής αυτής της μοίρας του έγιναν, π.χ., με τον Ίωνα Δραγούμη, με τον Περικλή Γιαννόπουλο και άλλους, κυρίως όμως με την περίφημη γενιά του ’30. Καταδήλως όμως δεν μπόρεσαν να αποδεσμεύσουν τη χώρα από τους αρχικούς σχεδιασμούς της υπόλοιπης Ευρώπης γι’ αυτήν.
Ουδείς γινόταν πρωθυπουργός αν δεν πέρναγε από την Αγγλία αρχικώς, από τις ΗΠΑ στη συνέχεια, απ’ όταν δηλαδή η νέα αυτή υπερδύναμη καταδήλως καθυπόταξε την Ευρώπη (συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, με τις περίφημες Συμφωνίες της Βόννης το 1951 και του Λονδίνου το 1953). Έτσι δεν θα πρέπει να εκπλησσόμαστε που ενώ αρχικώς οι πολιτικές παρατάξεις της χώρας μας (ή του χώρου μας, όπως θα ’λεγε ο Καραμπελιάς[1]) έπαψαν να ονομάζονται ευθέως με τα ονόματα των προστατών τους, τελευταία φαίνεται πως έπαψαν να κρύβονται («θέλει η π… να κρυφτεί μα η χαρά δεν την αφήνει»). Επιπλέον αιτιολογούν και αυτές με θαυμαστή σύμπνοια – στη σύμπνοια αυτή περιλαμβάνονται και οι συστημικοί δήθεν αντίθετοι[2] – ως άλλοι Κοραήδες, τα τεκταινόμενα, προτείνοντάς μας en bloc τη μοναδική οδό του εκσυγχρονισμού μας. Από το να «γίνουμε ευρωπαίοι» μέχρι την προσφώνηση της (τότε) προέδρου της Βουλής κ. Μπενάκη προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όπου τόνισε πως εισερχόμαστε σε περίοδο καταλύσεων των εθνικών ανεξαρτησιών των κρατών, γιατί έτσι πρέπει να γίνει, φτάσαμε αισίως στην κωμικοτραγική κατάσταση να έχουμε υπουργούς με λιγότερες αρμοδιότητες επί του αντικειμένου του υπουργείου τους, από αυτές που είχαν παλαιότερα οι γενικοί γραμματείς. Τον ρόλο της κυβέρνησης ανέλαβαν ανοικτά και προκλητικά υπάλληλοι της τρόικας.
Είναι σαφές πως η Ελλάς ψευδεπιγράφως εξακολουθεί να αποκαλείται κράτος. Της είναι αδύνατο να ασκήσει πολιτική αυτεξουσίως, ο αρμόδιος υπουργός των Οικονομικών ούτε για τον ΦΠΑ των τζατζικιών μπορεί να αποφασίσει! Οι «πολιτικοί» που παίζουν τους πολιτικούς, έλκοντας την ισχύ τους από ξένα κέντρα, είναι ανερυθριάστως ανδρείκελα και φερέφωνα. Ολοένα και περισσότερο προκλητικά, ολοένα με περισσότερο θράσος, μια πολιτική κάστα εναλλάσσεται στην εξουσία (δηλαδή στην άσκηση αρμοδιοτήτων τοποτηρητή) ψευδόμενη, εξαπατώντας και δημιουργώντας στρατούς φανατισμένων, τινές εκ των οποίων νομίζουν μάλιστα πως κάνουν πολιτική. Εδώ και πάνω από μισόν αιώνα, δυόμισι οικογένειες εναλλάσσονταν στην εξουσία, με κάποιες πρόσκαιρες προσθήκες ημετέρων οικογενειών στα ημίχρονα. Σήμερα, σιγά σιγά παίρνουν τη σκυτάλη απευθείας οι υπάλληλοι των πατρώνων, δηλαδή των μεγάλων αρχηγών του χρηματοπιστωτικού συστήματος (μην ξοδευόμαστε με τους ενδιαμέσους). Βεβαίως πάντα παρόντες και οι διανοούμενοι του συστήματος, αιτιολογούν και προπαγανδίζουν για τους εργοδότες τους[3]. Όπως έλεγε ο Καστοριάδης, το όνειρο σήμερα του διανοουμένου είναι να γίνει σύμβουλος του πρίγκιπα.
Αλλαγή (συγγνώμη για τη λέξη, δεν φταίει αυτή για τον τρόπο που χρησιμοποιείται) δεν πρόκειται να προκύψει αν δεν συνεργήσουν η πολιτική και η πνευματική χειραφέτηση των λαών. Μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο; Μπορεί να επαναληφθεί μια χειραφέτηση τύπου πολιτιστικής επανάστασης Μάο, που κατάφερε να αποσπάσει την Κίνα από τους Άγγλους; Υπάρχει στη χώρα μας τέτοιας εμβέλειας πολιτικό προσωπικό, ή μάλλον μπορεί να υπάρξει; Μια και δεν μπορούμε να στειρώνουμε τους πολιτικούς μας, μπορούμε να ψηφίζουμε με βάση τις πραγματικές τους προθέσεις, γνώσεις και ικανότητες και την πραγματική κοινωνική τους προσφορά; Μπορούμε να απαιτήσουμε θεσμική θωράκιση της Δημοκρατίας, αρχικώς με την τήρηση της συνταγματικής επιταγής περί τριών διακριτών εξουσιών, της εκτελεστικής, της νομοθετικής και της δικαστικής, μη εμπλεκόμενη ή ακόμα και συνταυτιζόμενη η μια με την άλλη; Αυτός ο λαός των καναπέδων και των σίριαλ μπορεί να επιβάλει μια πραγματική αλλαγή ή βολεύεται υποταγμένος; Μήπως τελικά η μοίρα των προτεκτοράτων και των protectés έχει ενσωματωθεί με το DNA των συλλογικώς αλλά και των ατομικώς προστατευομένων; Δεν νομίζω πως αυτό μας αξίζει...
* O Δρ. Νικήτας Χιωτίνης είναι Αρχιτέκτων, Καθηγητής ΤΕΙ, Τμήματος Εσωτερικής Αρχιτεκτονικής και Σχεδιασμού Αντικειμένων.
[1] Αναφέρομαι σε μια δημόσια συζήτηση του «Άρδην» στις 4 Ιουλίου, με θέμα «Η Ελλάδα από χώρα σε χώρο».
[2] Τα πολιτικά συστήματα αυτοδιαμορφώνονται για να διαρκέσουν, με τη δημιουργία πάντα μιας δήθεν αμφισβήτησής τους, εντός των κόλπων τους, ως απαραίτητο προσάρτημα που εξασφαλίζει τη βιωσιμότητά τους. Θυμηθείτε το περίφημο χαρτάκι της Γιάλτας με την ένδειξη στην Ελλάδα «10%».
[3] Δες «Η αποστασία των διανοουμένων», Γ. Καραμπελιάς, Εναλλακτικές εκδόσεις, Αθήνα 2013.
http://topontiki.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου