του Βασίλη Δρουκόπουλου
«Δεν κοιμάμαι καλά τη νύχτα όταν ξέρω ότι θα χάσουν τη δουλειά τους τόσοι». Κυριάκος Μητσοτάκης σε συνέντευξή του στo πρακτορείο Bloomberg (Τα Νέα, 12.7.2013)
«[Όπως] ένας αετός τρεφόταν από το συκώτι [του Προμηθέα] καταβροχθίζοντας την ημέρα ό,τι αναπλασσόταν απ’ αυτό τη νύκτα, έτσι και η καρδιά εκείνου που βλέπει πολύ μακριά μεριμνώντας για το μέλλον κάθε μέρα κατατρώγεται από το φόβο του θανάτου, της φτώχειας ή όποιας καταστροφής και δεν υπάρχει γι’ αυτόν ανάπαυση ούτε ανάπαυλα στην αγωνία του παρά μόνον τις στιγμές που αποκοιμιέται». Τόμας Χομπς, Λεβιάθαν, μτφρ. Γρηγόρης Πασχαλίδης-Αιμίλιος Μεταξόπουλος, Γνώση, Αθήνα 2006, σ. 180.
Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής δεν ανέχεται κενά. Εισβάλλει, άλλοτε απροκάλυπτα και βίαια και άλλοτε κρυφά, απαλά και μαλακά, ώστε να καταλάβει όσα διάκενα «ελεύθερου» χρόνου μας έχουν απομείνει από τη στυγνή επέμβασή του. Τα μακρύτερα διαστήματα δυνητικά αποτελούν μεγαλύτερη απειλή, γιατί στη διάρκειά τους οι άνθρωποι μπορούν να απαγκιστρωθούν από τους περιορισμούς του αναπόφευκτου παρόντος και όπου σ’ αυτά μπορούν να επινοηθούν σχέδια για εναλλακτικές στρατηγικές ή, γιατί όχι, και για ονειροπολήσεις.
Τα πιο σύντομα δεν προσφέρονται για τέτοιες αναζητήσεις. Αυτά αποτελούν τα ρετάλια του κιρκαδικού κύκλου, δηλαδή διαλείμματα, στενάχωρα χάσματα και ψήγματα χρόνου ανάμεσα σε δραστηριότητες που έχουν συστημικά επιβληθεί. Κάθε πόρος και ασυνέχεια που έχει δημιουργηθεί πρέπει να γεμίσει από τις απεριόριστες ανάγκες του κεφαλαίου, έτσι ταυτόχρονα να επιταχθεί ώστε να παύσει να βρίσκεται στην ανεξέλεγκτη διάθεση των ανθρώπων. Αντίθετα, όταν ένας μεγάλος αριθμός τους πιστεύει στην αξία και τη δύναμη των συλλογισμών του αυτό αποτελεί φραγμό και κίνδυνο στην ανεμπόδιστη επέκταση του κεφαλαίου. Ανάλογα, όπως καταγράφεται στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο η αστική τάξη είναι υποχρεωμένη να φωλιάζει παντού, να εγκαθίσταται παντού, να αποκαθιστά παντού σχέσεις. Από την κοινωνία της πειθαρχίας (la societé disciplinaire) του Φουκώ περνάμε στην κοινωνία ελέγχου (la societé de contrôle) του Ντελέζ που συμπληρώνεται από την οικονομία της προσήλωσης (attention economy) του Έρικ Σμιντ, όπου η κερδοφορία των παγκόσμιων επιχειρήσεων θα εξαρτάται από τη μεγιστοποίηση του ελέγχου και της δέσμευσης του βολβού των ματιών μας.
Τα πιο σύντομα δεν προσφέρονται για τέτοιες αναζητήσεις. Αυτά αποτελούν τα ρετάλια του κιρκαδικού κύκλου, δηλαδή διαλείμματα, στενάχωρα χάσματα και ψήγματα χρόνου ανάμεσα σε δραστηριότητες που έχουν συστημικά επιβληθεί. Κάθε πόρος και ασυνέχεια που έχει δημιουργηθεί πρέπει να γεμίσει από τις απεριόριστες ανάγκες του κεφαλαίου, έτσι ταυτόχρονα να επιταχθεί ώστε να παύσει να βρίσκεται στην ανεξέλεγκτη διάθεση των ανθρώπων. Αντίθετα, όταν ένας μεγάλος αριθμός τους πιστεύει στην αξία και τη δύναμη των συλλογισμών του αυτό αποτελεί φραγμό και κίνδυνο στην ανεμπόδιστη επέκταση του κεφαλαίου. Ανάλογα, όπως καταγράφεται στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο η αστική τάξη είναι υποχρεωμένη να φωλιάζει παντού, να εγκαθίσταται παντού, να αποκαθιστά παντού σχέσεις. Από την κοινωνία της πειθαρχίας (la societé disciplinaire) του Φουκώ περνάμε στην κοινωνία ελέγχου (la societé de contrôle) του Ντελέζ που συμπληρώνεται από την οικονομία της προσήλωσης (attention economy) του Έρικ Σμιντ, όπου η κερδοφορία των παγκόσμιων επιχειρήσεων θα εξαρτάται από τη μεγιστοποίηση του ελέγχου και της δέσμευσης του βολβού των ματιών μας.
ΠΆΜΠΛΟ ΠΙΚΆΣΟ, «ΑΝΆΠΑΥΣΗ», 1908
Ο χρόνος δεν θάχει πια ουσιαστικά διακριτούς και εναλλασσόμενους ρυθμούς και φάσεις. Θα έχει ομογενοποιηθεί σε μια γραμμική διάσταση όπου ο ενεστώς «χρόνος», χωρίς διακοπές και χασμωδίες, θα έχει ισοπεδώσει τα πάντα. Με αυτό τον τρόπο θα έχουν ακυρωθεί φυσικοί, εθιμικοί και κοινωνικοί περιορισμοί. Ως πρόσφατα, η κυρίαρχη τάξη προσπαθούσε να χειραγωγήσει την παράδοση όπως τη συμφέρει, για τον εαυτό της και έχει παρουσιάσει την ιστορική εξέλιξη ως μια αδιατάραχτη συνεχή ακολουθία που καταλήγει αναπόδραστα και αδιαφιλονίκητα πάντοτε στο δικό της θρίαμβο. Ανάλογα, επιχειρεί να διαχειριστεί και τη ροή του «ενεστώτα» χρόνου.
Υπολείπεται η περίοδος του ύπνου, στην οποία αφιερώνεται ένα μεγάλο διάστημα της ζωής μας. Ταυτόχρονα, ο ύπνος αποτελεί μια μεγάλη προσβολή στην αδηφαγία του σύγχρονου καπιταλισμού, καθώς αυτός δεν έχει κατορθώσει να τον εξουδετερώσει ούτε απόλυτα να τον κατακτήσει. Μέσα από τον ύπνο, τις βαθιές σκέψεις, τα όνειρα και με την προσμονή του ξυπνήματος ξεπηδάει η αόρατη ελπίδα μιας αναβληθείσας ζωής, μιας ζωής που δεν έχει ακόμα βιωθεί. Αυτό ακριβώς είναι που τρομάζει τον καπιταλισμό.
«Ιάγος: Ούτε αφιόνι, ούτε μανδραγόρας, ούτε όλα τα υπνωτικά του κόσμου δεν θα σε γιατρέψουνε να ξαναβρείς το γλυκό ύπνο που χαιρόσουν μέχρι χτες». Σαίξπηρ, Οθέλλος, ΙΙΙ, 3, μτφρ. Ερρίκος Μπελιές, Κέδρος, 6η έκδ., Αθήνα 2000, σ. 92.
Ο υπουργός Μητσοτάκης με παρρησία ομολογεί ότι δεν κοιμάται καλά τα βράδια (Βλέπει άσχημα όνειρα; Πετάγεται από τον ύπνο του; Υποφέρει από αϋπνία; Στριφογυρίζει στο κρεβάτι του; Τα όνειρά μας γίνονται εφιάλτες του; Ή αισθάνεται οίκτο για τους «ανήσυχους ύπνους των ανθρώπων μέσα σ’ αυτή την ήρεμη γη», όπως κατέληγε η Έμιλυ Μπροντέ σταΑνεμοδαρμένα ύψη λόγω του πογκρόμ που έχει εξαπολύσει; Λέτε να αυτοβασανίζεται λοιπόν; Είναι γνωστή η μέθοδος της αποστέρησης του ύπνου με τη βοήθεια εκκωφαντικής μουσικής και εκτυφλωτικού φωτισμού, στην οποία, σε συνδυασμό με βασανιστήρια, επιδιώκεται η ομολογία και εξόντωση του κρατούμενου.[1] Ας μην αποκαρδιωθεί ο υπουργός. Ένα είδος σπουργιτιού (white-crowned sparrow· επιστημονική ονομασία: zonotrichia leucophrys) υπόσχεται πολλά: πρόκειται για ένα αποδημητικό πουλί που μπορεί να παραμένει άυπνο για εφτά ημέρες όσο πετάει από την Αλάσκα στο βόρειο Μεξικό και τανάπαλιν. Τα τελευταία πέντε χρόνια το Υπουργείο Άμυνας (sic) των ΗΠΑ έχει δαπανήσει μεγάλα ποσά ερευνώντας την εγκεφαλική δραστηριότητα του περί ού ο λόγος σπουργιτιού, με την ελπίδα να αποκτηθεί τέτοια γνώση που να επιτρέψει τη δημιουργία στρατιώτη, ο οποίος θα μπορεί να παραμένει άυπνος διατηρώντας ταυτόχρονα την πνευματική και σωματική του μαχητική αποτελεσματικότητα. Έτσι λοιπόν, μετά τον υπνωτισμένο καταναλωτή με τις έξωθεν επιβεβλημένες ανάγκες του, τον άυπνο εργάτη και τον υπνοβατικό υπάλληλο με τις ανειλημμένες εργασιακές υποχρεώσεις τους και τον ακοίμητο στρατιώτη με τα εντεταλμένα εθνοφυλετικά καθήκοντά του, έρχεται και η σειρά του άγρυπνου πολιτικού με την άδολη πατριωτική αποστολή του. Αυτός, δεν θα χρειάζεται πια να διαπιστώνει ότι χάνει τον ύπνο του κι έτσι θα μπορεί άοκνα, ανερυθρίαστα, χωρίς βάρος στη συνείδησή (sic) του, και βέβαια με μυαλό σπουργιτιού, να εξαγγέλλει και να εφαρμόζει στις λευκές νύχτες του τη μαύρη και ζωώδη πολιτική του και, τέλος, να αναφωνεί: «Ηγρύπνησα και εγενόμην ως στρουθίον μονάζον επί δώματος» (Ψαλμοί, ΡΑ΄).
*Το πρόσφατο βιβλίο του Jonathan Crary, 24/7: Late Capitalism and the Ends of Sleep, Verso, Λονδίνο 2013, αποτέλεσε την κύρια και εξαιρετικά σημαντική πηγή σκέψεων και υλικού που δόμησαν το παρόν άρθρο. Η οφειλή μου προς τον συγγραφέα του είναι απεριόριστη.
Ο Βασίλης Δρουκόπουλος είναι οικονομολόγος και δίδαξε στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
[1] Παραπέμπω στo Πανοπτικόν του Μπένθαμ, όπου ο άπλετος φωτισμός καταργούσε τις σκιές και μεγιστοποιούσε τον έλεγχο. Επίσης, ας θυμηθούμε την πρωτοβουλία, στα τέλη της δεκαετίας του ’90, μιας ρωσο-ευρωπαϊκής κοινοπραξίας που απέβλεπε στον διαρκή φωτισμό των απομακρυσμένων περιοχών της Σιβηρίας και της δυτικής Ρωσίας με τις ατέλειωτες πολικές νύχτες, έτσι ώστε η εργασία στην ύπαιθρο για την εκμετάλλευση φυσικών πόρων να παραμένει αδιάκοπη. Το τεχνολογικό αυτό επίτευγμα θα βασιζόταν σε μια αλυσίδα δορυφόρων σε τροχιά συγχρονισμένη με τον Ήλιο και σε απόσταση 1700 χλμ. από τη Γη. Κάθε δορυφόρος θα ανέπτυσσε ένα παραβολικό κάτοπτρο διαμέτρου 200 μέτρων, που θα είχε την ικανότητα να φωτίζει μια έκταση 10 τετραγωνικών μιλίων στη Γη 100 φορές πιο έντονα από το σεληνόφως. Αργότερα, η κοινοπραξία ενσωμάτωσε τη δυνατότητα αδιάλειπτου νυχτερινού φωτισμού για ολόκληρες μητροπολιτικές περιοχές, με πρόσχημα τη μείωση του ενεργειακού κόστους. Το εγχείρημα δεν ευοδώθηκε. Τέλος, αξίζει να αναφερθεί το βιβλίο του Paul Bogard που μόλις κυκλοφόρησε, The End of Night: Searching for Natural Darkness in an Age of Artificial Light, Fourth Estate, Λονδίνο 2013. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, όπως μας πληροφορεί η Salley Vickers στη βιβλιοκριτική της «Hello, darkness-our old, welcome friend» (The Guardian Weekly, 9.8.2013), η ταχεία εξάπλωση του φωτισμού στην εποχή μας αποτελεί ένα σημαντικό και επικίνδυνο χαρακτηριστικό του καπιταλισμού. Ας επιδιώκουμε λοιπόν, προσθέτει, την μικρή έστω επαναφορά της χαμένης αστροφεγγιάς και ας αφήνουμε περισσότερο τη σκιά της φύσης να επιβεβαιώνει το βάλσαμό της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου