Niko Ago
Αν ο θάνατος έρχεται πρόωρα, δηλώνω πως αυτό για μένα είναι ένα κέρδος. Όποιος ζει σαν κι εμένα, ανάμεσα σε αναρίθμητα δεινά, πώς είναι δυνατόν να μην κερδίζει πεθαίνοντας; Η παραπάνω ρήση του Σοφοκλή θα μπορούσε να είναι το αποχαιρετιστήριο γράμμα της Μαρίας. Η Μαρία έδωσε τέλος στη ζωή της, Σάββατο προς Κυριακή, κάπου στη Νίκαια. Τη γνώριζα μόνο από το Facebook. Όπως έμαθα από τους πραγματικούς της φίλους...είχε έναν μικρό φούρνο, αλλά η κρίση, «κατάπιε» και αυτόν, όπως έκανε με χιλιάδες άλλες επιχειρήσεις. Αλλά εκείνη δεν κάθισε μέσα να κλαίει ή να κάνει από τότε αυτό που εν τέλει έκανε. Βγήκε στους δρόμους και φώναξε. Φώναξε ασταμάτητα και για τους άλλους που έχασαν τις δουλειές τους και είναι εκατοντάδες χιλιάδες. Κραύγασε και για εκείνους που έχασαν την ελευθερία τους και είναι αμέτρητοι. Μίλησε και για αυτούς που δεν έχουν φωνή και είναι τόσοι. Έτρεξε και για τους άλλους, που έχασαν τις συντάξεις τους και αυξάνονται καθημερινά. «Ξελαρυγγιάστηκε» και για αυτούς που δεν έχουν φάρμακα και ασφάλεια, τα λεφτά για το νοίκι. Για όσους παλεύουν να μη χάσουν την αξιοπρέπεια. Ήταν όλοι τους άγνωστοι για εκείνη, όπως ήταν εκείνη άγνωστη για τους περισσότερους. Αυτό, όμως, δεν την έκανε να σιωπά. Την είπαν «ταραχοποιό», την κατηγόρησαν ως «αντιμνημονιακή και ακραία», την ονόμασαν «αναρχική» και τι δεν της είπαν. Μα η Μαρία ήταν εκεί, στο πεζοδρόμιο.
Για μερικούς, το πιασμένο πεζοδρόμιο είναι ο εφιάλτης τους. Διότι εκείνοι, τα θέλουν πάντα ανοιχτά και ελεύθερα. Όχι για τίποτε άλλο, αλλά επειδή θέλουν την ησυχία τους. Θέλουν να κάνουν αμέριμνοι τα ψώνια και τις βόλτες τους (ενίοτε, μαζί με τα σκυλιά τους). Για αυτό και μισούν θανάσιμα εκείνους που φωνάζουν στα πεζοδρόμια. Πιστεύουν πως ποτέ δεν θα αλλάξουν θέση και πάντα θα έχουν δουλειά. Για άλλους, σαν τη Μαρία, όμως, το πεζοδρόμιο είναι η μόνη λύση. Δεν έχουν δουλειά, δεν έχουν λεφτά, δεν έχουν σκυλιά για βόλτα. Το μόνο που έχουν είναι η φωνή τους. Κουβαλάνε κάθε μέρα τη φωνή τους, σαν ευχή και κατάρα, βγαίνουν στο πεζοδρόμιο και φωνάζουν. Δεν ξέρουν καν αν θα επιστρέψουν ή θα βρεθούν σε κάποιο νοσοκομείο. Και η επιστροφή, δεν είναι καθόλου ανώδυνη, καθόλου «φιλόξενη». Φωνάζουν για αυτούς και τους άλλος. Γίνονται «ενοχλητικοί», αλλά δεν έχουν άλλη επιλογή. Η άλλη επιλογή είναι ο θάνατος. Και εκείνος, όταν τους βρίσκει, έρχεται κρύος, μόνος και μακάβριος. Αλλά και ποθητός. Και τότε, εκείνη που φώναζε με στεντόρεια φωνή, η Μαρία, που οι φίλοι της θα πίστευαν πως είναι από ατσάλι, δεν μπορεί να αντισταθεί. Εκείνη, που τόσο πολύ αντιστεκόταν, έρχεται η στιγμή που επιλέγει το μονοπάτι της μεγάλης φυγής. Και η φωνή της, από το πεζοδρόμιο ανεβαίνει στους ουρανούς και γίνεται κραυγή. Η ανώνυμη, που έζησε τόσο θορυβωδώς, επιλέγει να πεθάνει τόσο σιωπηρά και μόνη. Χωρίς αποχαιρετιστήρια γράμματα, χωρίς «πράξεις– παρακαταθήκες», χωρίς να προσφέρει τον θάνατό της για δημόσιο θέαμα. Όσο ζούσε προσέφερε τη φωνή της και αυτό της έφτανε. Στο τέλος, αποφάσισε η ίδια πότε θα νικηθεί ή πότε θα νικήσει. Αντίο, Μαρία Χαράνη...
Για μερικούς, το πιασμένο πεζοδρόμιο είναι ο εφιάλτης τους. Διότι εκείνοι, τα θέλουν πάντα ανοιχτά και ελεύθερα. Όχι για τίποτε άλλο, αλλά επειδή θέλουν την ησυχία τους. Θέλουν να κάνουν αμέριμνοι τα ψώνια και τις βόλτες τους (ενίοτε, μαζί με τα σκυλιά τους). Για αυτό και μισούν θανάσιμα εκείνους που φωνάζουν στα πεζοδρόμια. Πιστεύουν πως ποτέ δεν θα αλλάξουν θέση και πάντα θα έχουν δουλειά. Για άλλους, σαν τη Μαρία, όμως, το πεζοδρόμιο είναι η μόνη λύση. Δεν έχουν δουλειά, δεν έχουν λεφτά, δεν έχουν σκυλιά για βόλτα. Το μόνο που έχουν είναι η φωνή τους. Κουβαλάνε κάθε μέρα τη φωνή τους, σαν ευχή και κατάρα, βγαίνουν στο πεζοδρόμιο και φωνάζουν. Δεν ξέρουν καν αν θα επιστρέψουν ή θα βρεθούν σε κάποιο νοσοκομείο. Και η επιστροφή, δεν είναι καθόλου ανώδυνη, καθόλου «φιλόξενη». Φωνάζουν για αυτούς και τους άλλος. Γίνονται «ενοχλητικοί», αλλά δεν έχουν άλλη επιλογή. Η άλλη επιλογή είναι ο θάνατος. Και εκείνος, όταν τους βρίσκει, έρχεται κρύος, μόνος και μακάβριος. Αλλά και ποθητός. Και τότε, εκείνη που φώναζε με στεντόρεια φωνή, η Μαρία, που οι φίλοι της θα πίστευαν πως είναι από ατσάλι, δεν μπορεί να αντισταθεί. Εκείνη, που τόσο πολύ αντιστεκόταν, έρχεται η στιγμή που επιλέγει το μονοπάτι της μεγάλης φυγής. Και η φωνή της, από το πεζοδρόμιο ανεβαίνει στους ουρανούς και γίνεται κραυγή. Η ανώνυμη, που έζησε τόσο θορυβωδώς, επιλέγει να πεθάνει τόσο σιωπηρά και μόνη. Χωρίς αποχαιρετιστήρια γράμματα, χωρίς «πράξεις– παρακαταθήκες», χωρίς να προσφέρει τον θάνατό της για δημόσιο θέαμα. Όσο ζούσε προσέφερε τη φωνή της και αυτό της έφτανε. Στο τέλος, αποφάσισε η ίδια πότε θα νικηθεί ή πότε θα νικήσει. Αντίο, Μαρία Χαράνη...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου