Eduardo Galeano
O δουλέμπορος που περισσότερο αγαπούσε την ελευθερία είχε ονομάσει τα καλύτερα πλοία του “Βολταίρος και Ρουσό”. Μερικοί τους είχαν δώσει ευλαβικά ονόματα “Ευσπλαχνία, Προφήτης Δαυίδ, Ιησούς, Άγιος Αντώνιος'”.
Άλλοι εκδήλωναν την αγάπη τους για την ανθρωπότητα, τη φύση και τις γυναίκες : “Ελπίδα, Ισότητα, Φιλία, Ουράνιο Τόξο, Κολιμπρί, Μικρή Πόλυ, Αγαπημένη Σεσίλια, Φρόνιμη Χάνα”.
Τα πιο ειλικρινή πλοία έφεραν ονόματα όπως “Υποτέλεια” και Φρουρός”.
Όταν ένα φορτίο με εργατικά χέρια πλησίαζε το λιμάνι, δε σήμαιναν σειρήνες ούτε έριχναν πυροτεχνήματα για να αναγγείλουν τον ερχομό τους. Δεν υπήρχε η ανάγκη. Ο κόσμος το καταλάβαινε από τη μπόχα.
Το εμπόρευμα με τη φριχτή μυρωδιά ήταν κλεισμένο στα αμπάρια. Οι σκλάβοι ήταν καλά δεμένοι και ακίνητοι μέρα, νύχτα, ώστε να μη χαραμίζεται ούτε σπιθαμή από τον πολύτιμο χώρο. Κατουρούσαν και αφόδευαν ο ένας παν στον άλλο, έτσι αλυσοδεμένοι όπως ήταν αναμεταξύ τους από το λαιμό, τους καρπούς και τους αστραγάλου, και όλοι μαζί σε μεγάλες σιδερένιες μπάρες. Πολλοί πέθαιναν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Κάθε πρωί πετούσαν οι φύλακες τους μπόγους μέσα στη θάλασσα.
Τα παιδιά της οδοιπορίας
Οι άθλιες βάρκες με τους μετανάστες που καταποντίζονται στη θάλασσα είναι τα δισέγγονα εκείνων των δουλεμπορικών.
Οι σημερινοί σκλάβοι, που δεν ονομάζονται πια έτσι, έχουν την ίδια ελευθερία που είχαν και οι πρόγονοι τους, όταν τους χτυπούσαν με το μαστίγιο και τους πετούσαν στις φυτείες της Αμερικής. Δεν φεύγουν : τους αναγκάζουν. Κανείς δε μεταναστεύει επειδή το θέλει.
Από την Αφρική και από πολλά άλλα μέρη, οι απελπισμένοι προσπαθούν να γλιτώσουν από τον πόλεμο, τη ξηρασία, τη χέρσα γη, τα μολυσμένα ποτάμια και την άδεια τους κοιλιά.
Το εμπόριο ανθρώπινης σάρκας αποτελεί σήμερα μια από τις καλύτερες εξαγωγικές δραστηριότητες του Νότου.
Απόσπασμα από το “Καθρέφτες μια σχεδόν παγκόσμια ιστορία”.
Σύντομη Περιγραφή:
Eduardo Galeano
Όταν ένα φορτίο με εργατικά χέρια πλησίαζε το λιμάνι, δε σήμαιναν σειρήνες ούτε έριχναν πυροτεχνήματα για να αναγγείλουν τον ερχομό τους. Δεν υπήρχε η ανάγκη. Ο κόσμος το καταλάβαινε από τη μπόχα. Το εμπόρευμα με τη φριχτή μυρωδιά ήταν κλεισμένο στα αμπάρια. Οι σκλάβοι ήταν καλά δεμένοι και ακίνητοι μέρα, νύχτα, ώστε να μη χαραμίζεται ούτε σπιθαμή από τον πολύτιμο χώρο. Κατουρούσαν και αφόδευαν ο ένας παν στον άλλο, έτσι αλυσοδεμένοι όπως ήταν αναμεταξύ τους από το λαιμό, τους καρπούς και τους αστραγάλου, και όλοι μαζί σε μεγάλες σιδερένιες μπάρες. Πολλοί πέθαιναν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Κάθε πρωί πετούσαν οι φύλακες τους μπόγους μέσα στη θάλασσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου