Ένα οδοιπορικό-σοκ στο δημοσιογραφικό άβατο των κέντρων κράτησης μεταναστών Έβρου.
Του Δημήτρη Ρουμπή, μέλους των Γιατρών Χωρίς Σύνορα.
Ο ανθρώπινος πόνος ευδοκιμεί στον Έβρο. Διεκδικώντας τον τίτλο ισόβιου πρωταθλητή στη χώρα. Μελαγχολικοί, μοναχικοί φαντάροι περιπλανώνται σε σταθμούς λεωφορείων και τραίνων. Ξεχασμένοι μουσουλμανικοί πληθυσμοί χάνονται καθημερινά ανάμεσα σε δύο κουλτούρες. Μετανάστες και πρόσφυγες από την Ασία και την Αφρική ξυπνάνε απότομα από το ευρωπαϊκό τους όνειρο. Τα κάγκελα, οι φράχτες και τα σύρματα είναι το σήμα κατατεθέν της περιοχής κι έχουν υψωθεί θεόρατα για να διαχωρίσουν τους καλούς από τους κακούς, εμάς από τους άλλους, τους δικούς μας από τους εχθρούς.
Στον ‘Εβρο βρέθηκα για πρώτη φορά αυτόν τον Φεβρουάριο με την ομάδα τωνΓιατρών Χωρίς Σύνορα. Η οργάνωση παρεμβαίνει στα κέντρα κράτησης μεταναστών και αιτούντων άσυλο της ευρύτερης Θράκης από το 2009 παρέχοντας στους κρατούμενους το -όχι-και-τόσο αυτονόητο δικαίωμα στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και στην ψυχολογική υποστήριξη.
Είμαι προετοιμασμένος για αυτό που θα συναντήσω. Έχει φροντίσει για αυτό η Χούλια, Ισπανίδα γιατρός με την οποία ταξιδεύουμε από την Αλεξανδρούπολη, περνώντας μέσα από τυπικά, φτωχικά χωριά της ελληνικής υπαίθρου με καλογυαλισμένα και μελαγχολικά μνημεία στην κεντρική πλατεία. «Όταν μου είπαν ότι θα έρθω αποστολή στην Ελλάδα θεώρησα ότι θα ήταν κάτι απλό. Έχω πάει σε διάφορα μέρη, όπως στο Νότιο Σουδάν και στο Πακιστάν, και έχω βιώσει άθλιες καταστάσεις. Σύντομα όμως κατάλαβα πως εδώ μιλάμε για τη σκοτεινή πλευρά της Ευρώπης, μια πλευρά που οι περισσότεροι αγνοούμε».
Μπαίνοντας, ωστόσο, στο Φυλάκιο, το μεγαλύτερο κέντρο κράτησης στον Βόρειο Έβρο, σοκάρομαι. Η άμυνα του καλομαθημένου οργανισμού μου αμέσως προσπαθεί να με προστατεύσει. Φαντάζομαι ότι βρίσκομαι σε σκηνικό από ταινία, κάτι σαν το δικό μαςΕξπρές του Μεσονυκτίου. Οι συμβολισμοί είναι αναπόφευκτοι. Ένα κτήριο, σχεδόν στα σύνορα με τη Βουλγαρία και την Τουρκία, έχει μετατραπεί σε αποθήκη ανθρώπων, στοιβάζοντας κυριολεκτικά εκατοντάδες ψυχές. Τέσσερα πέντε μεγάλα κλουβιά - «όχι κελιά» όπως σωστά μου λέει η Άντζι, βελγίδα συνάδελφος που συντονίζει το πρόγραμμα – με κάγκελα μπροστά τους απλώνονται σε έναν σκοτεινό, υγρό και βρώμικο διάδρομο. Το κάθε κλουβί-κελί, όχι πολύ μεγαλύτερο από ένα δυάρι, φιλοξενεί με όρους Ξένιου Δία του νεότερου περισσότερα από 50 άτομα για 22 ώρες την ημέρα επί 18 μήνες. Οι διπλές κουκέτες είναι τόσο συνωστισμένες που οι άνθρωποι δεν μπορούν καν να περπατήσουν στον ανύπαρκτο σχεδόν διάδρομο και αναγκάζονται να μετακινούνται από κρεβάτι σε κρεβάτι φτάνοντας μέχρι τα μπροστινά κάγκελα. Τους βλέπεις παντού. Κάποιοι κοιμούνται, ορισμένοι συζητούν, ένας προσεύχεται, εναποθέτοντας την τελευταία του ελπίδα στο Θεό.
Οι άνθρωποι αυτοί θα περάσουν τουλάχιστον ενάμιση χρόνο από τη ζωή τους σε αυτές τις συνθήκες χωρίς να έχουν κάνει τίποτα το αξιόποινο. Το μοναδικό τους «έγκλημα» είναι ότι τους λείπει ένα χαρτί. Ίσως και το γεγονός ότι πίστεψαν πως θα έβρισκαν στην Ευρώπη τον πολιτισμό για τον οποίο είχαν ακούσει.
Μόλις μας βλέπουν, συνωστίζονται στα κάγκελα και φωνάζουν. «Doctor! Doctor!» Η Χούλια περνά και τους χαιρετά όλους με χειραψία και χαμόγελο. Έχουν τόσο ανάγκη την ανθρώπινη επαφή με τον έξω κόσμο. Το πρόσωπό τους φωτίζεται. Η γιατρός τούς ρωτάει αν έχουν κάποιο πρόβλημα υγείας. Πάντα υπάρχει κάτι. «Σχεδόν όλα σχετίζονται με τις συνθήκες κράτησης» μου λέει η Julia. «Λοιμώξεις εξαιτίας των βρώμικων, βουλωμένων τουαλετών και μεταδιδόμενα νοσήματα λόγω του συνωστισμού αλλά και της απαράδεκτης τακτικής των αρχών π.χ. να δίνουν σε περιορισμένο αριθμό ξυραφάκια έτσι ώστε να χρησιμοποιούνται από πολλά άτομα. Καθημερινά διαπιστώνουμε γαστρεντερικά προβλήματα λόγω της ελλιπούς διατροφής, ιώσεις από την ανυπαρξία θέρμανσης, μυοσκελετικά προβλήματα σε εικοσάχρνους από την υγρασία μέχρι τη μη αντιμετώπιση χρόνιων ασθενειών, όπως ο διαβήτης. Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως σχεδόν όλοι πάσχουν από κατάθλιψη. Έχουν αποκαρδιωθεί εδώ μέσα». Οι γιατροί μας κάνουν ότι μπορούν, πραγματοποιώντας περίπου 5.500 ιατρικές συνεδρίες την περίοδο 2013-14. Επιπλέον, οι ομάδες της οργάνωσης διένειμαν είδη πρώτης ανάγκης που περισσότερο μοιάζουν με είδη πολυτελείας σε αυτούς τους χώρους, συμπεριλαμβανομένων 6.662 κιτ με είδη προσωπικής υγιεινής και 1.648 σετ με ρούχα, παπούτσια και υπνόσακους.
Από την άλλη μεριά, οι ψυχολόγοι των Γιατρών Χωρίς Σύνορα καθημερινά γίνονται μάρτυρες της απύθμενης ανθρώπινης απόγνωσης. Οι απόπειρες αυτοκτονίας πλέον δεν σοκάρουν κανέναν. Πριν λίγο καιρό δύο κρατούμενοι στο αντίστοιχο κέντρο κράτησης της Κομοτηνής, ισχυρίζονται πως είναι ανήλικοι αλλά κανείς από την Αστυνομία δεν τους δίνει σημασία, όπως άλλωστε κάνουν με όλα τα παιδιά, καθώς η παραδοχή της ηλικίας κάτω των 18 προϋποθέτει υποχρεώσεις για το κράτος και για τους όχι και τόσο ενθουσιώδεις δημόσιους λειτουργούς. Αν είναι όντως ανήλικοι αυτό έχει ως άμεση συνέπεια την απελευθέρωση και την υποχρέωση της Πολιτείας για την προστασία τους. Η Πολιτεία προτιμάει να κλείσει τα μάτια, όπως κάνει συνήθως μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, όπου το μαχαίρι δεν συναντά ποτέ το κόκκαλο. Οι δύο κρατούμενοι ανεβαίνουν στην ταράτσα των κτηρίων και απειλούν να πέσουν αν δεν τους ακούσουν. Η κίνησή τους δεν συγκινεί κανέναν. Η απελπισία, τους οδηγεί στο κενό. «Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον ήχο που κάνει το σώμα όταν προσκρούει στο έδαφος» μου λέει η Αλίκη, ψυχολόγος των Γιατρών Χωρίς Σύνορα. «Ο ένας εκ των δύο έσπασε και τα δύο του πόδια. Το ένα πόδι δεν θα επανέλθει ποτέ».
Πίσω στο Φυλάκιο, πιάνω την κουβέντα. «Είμαστε σαν ζώα εδώ μέσα. Σαν κοτόπουλα»,λέει ένας άνδρας από τη Μέση Ανατολή. «Χειρότερα από κοτόπουλα», τον διακόπτει ένας νεαρός από την Αφρική γελώντας ειρωνικά. «Έχεις δίκιο», του απαντάει ο πρώτος. «Έφυγα από τη χώρα μου για λόγους ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ακόμη αναρωτιέμαι πού είναι ο ένδοξος πολιτισμός της Ελλάδας για τον οποίο είχα ακούσει τόσα πολλά».
«Είμαι δέκα χρόνια στην Ελλάδα. Δούλευα σε βιοτεχνία με ρούχα στην Καλλιθέα», μου λέει ένας πολύ φιλικός άνδρας από το Μπαγκλαντές. «Μια μέρα με συνέλαβαν καθώς τα χαρτιά μου έληξαν το 2008 και από τότε δεν υπάρχει τρόπος να τα ανανεώσω. Με πήγαν στην Αμυγδαλέζα για 13 μήνες και μετά με έφεραν εδώ. Σε 2 μήνες θα είμαι ελεύθερος και πάλι. Ούτε στην Αμυγδαλέζα, ούτε εδώ είναι καλά. Το φαγητό είναι χάλια, αλλά τι να κάνεις;». Βγάζουν ένα κεσεδάκι με κόκκινο ζουμί και μου δείχνουν το πιάτο ημέρας. Επίσης μου δείχνουν ένα γάλα που τους έδωσαν και έχει λήξει δύο εικοσιτετράωρα πριν. Ο φίλος από το Μπαγκλαντές έχει ανάγκη από κουβέντα. Με ρωτάει αν έχω γονείς, γυναίκα, παιδιά, αδέρφια. Με ρωτάει πού μένουν. Φαίνεται ότι όλα αυτά έχουν τεράστια σημασία για εκείνον. Προφανώς κι έχουν, γιατί εκείνοι είναι ελεύθεροι και μένουν σε διάφορες περιοχές της Αθήνας που ξέρει. Για εκείνον το να είσαι ελεύθερος στην Αθήνα είναι το υπέρτατο αγαθό. Στο πρόσωπό του διαγράφεται ένα έντονο λαμπερό χαμόγελο, σχεδόν σουρεαλιστικό μέσα σε αυτές τις τραγικές συνθήκες, πίσω από τα κάγκελα που ορίζουν τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στη δυστυχία των μέσα και την ντροπή των έξω. «Όταν βγω, θα έρθω να σε συναντήσω στην Αθήνα!».
Προχωράω λίγο πιο κάτω στο διάδρομο. Κάποιος με φωνάζει «Doctor!». Του εξηγώ πως δεν είμαι γιατρός αλλά επιμένει. «Τότε έλα μέσα από τα σίδερα να δεις καλύτερα πώς είναι να μένεις εδώ. Φάε το φαγητό μας», μου λέει σκωπτικά. Ξεροκαταπίνω και προσπαθώ να χαμογελάσω καθώς δεν ξέρω τι άλλο να κάνω. Την αμηχανία μου διακόπτουν οι φωνές. Φωνές που σπάνε τη δυστυχία και είναι παράδοξα χαρούμενες. Βλέπω τους συναδέλφους να μοιράζουν μπάλες ποδοσφαίρου. Μία σε κάθε κελί. Ο ενθουσιασμός είναι ασυγκράτητος. Δεν μπορώ να το εξηγήσω, αλλά το γεγονός ότι μια μπάλα ποδοσφαίρου μπορεί να προκαλέσει τόση χαρά σε κάποιον που δεν είναι πέντε χρονών και στερείται σχεδόν τα πάντα, είναι από τη μια μεριά συγκινητικό αλλά ταυτόχρονα τραγικό. Νιώθω υπερήφανος με τη δουλειά των συναδέλφων μου. Είναι μια εστία φωτός μέσα σε αυτό το σκοτεινό τούνελ του φαύλου κύκλου των ευθυνών. Επίσης νιώθω υπερήφανος για την καμπάνια«Παστίλιες για τον πόνο του άλλου» κι όλους εκείνους που προμηθεύτηκαν το θαυματουργό κόκκινο κουτάκι από το φαρμακείο. Τουλάχιστον 175.000 ευρώ από τις πωλήσεις διοχετευτήκαν στην ανακούφιση του ανθρώπινου πόνου στη χώρα μας. Εδώ βιώνω στην πράξη γιατί οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα δρουν ανεξάρτητοι από οποιαδήποτε παρέμβαση εκεί όπου δεν μπορεί ή δεν θέλει να πάει κανείς άλλος.
Η Νικολέτα που ταξιδέψαμε μαζί από την Αθήνα μού δίνει ανταπόκριση από το άλλο μεγάλο κέντρο κράτησης στην Κομοτηνή. Και για εκείνη η εμπειρία είναι πρωτόγνωρη, ξαφνική κι έντονα δυσάρεστη. Νιώθουμε το ίδιο. Σαν να έχουμε φάει χαστούκι από κάποιον φίλο. Ακούγεται σοκαρισμένη και θυμωμένη «Η κατάσταση είναι άθλια. Γενικά όλα είναι αυτοσχέδια. Αντί για πόρτες υπάρχουν κουβέρτες για να διατηρούν τη ζέστη. Την όποια ζέστη, καθώς δεν υπάρχει θέρμανση. Η υγρασία ποτίζει τα πάντα και κάνει το κλίμα βαρύ. Σε πιάνει στη μύτη από την πρώτη στιγμή. Μόνο κάτι στρώματα στον τοίχο υπάρχουν για να τη μαζεύουν. Ήταν ποτισμένα κι από τις δύο πλευρές. Στις πόρτες δεν υπάρχουν χερούλια, μόνο σχοινιά. Ο διάδρομος είναι σκοτεινός και βρώμικος. Από τους κάδους σκουπιδιών τρέχουν ζουμιά. Τα νερά βγαίνουν από τις τουαλέτες. Η αποχέτευση τρέχει με τις ακαθαρσίες του πάνω ορόφου να καταλήγουν στον κάτω. Ζεστό νερό υπάρχει για μισή ώρα το πολύ. Για όλες τις χρήσεις επαναχρησιμοποιούν παλιά μπουκάλια χλωρίνης. Μας ζήτησαν ένα ρολόι γιατί έχουν χάσει την αίσθηση του χρόνου. Το πιο σοκαριστικό όμως απ’ όλα είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι στερούνται την ελευθερία τους για 18 μήνες χωρίς να έχουν κάνει τίποτα. Είναι αδιανόητο αυτό που συμβαίνει και με κάνει να ντρέπομαι. Το βράδυ οι περισσότεροι δεν μπορούν να κοιμηθούν».
Φεύγοντας από το Φυλάκιο αναρωτιέμαι για τη στωικότητα και την ηρεμία με την οποία αντιμετωπίζουν οι κρατούμενοι όλη αυτή την αδικία. Με εκπλήσσουν πραγματικά. Περίμενα μεγαλύτερη ένταση και τσακωμούς. Σκέφτομαι πως, αν με έβαζαν με την οικογένεια και τους φίλους μου σε τέτοιες συνθήκες, θα είχαμε σκοτωθεί μέσα στον πρώτο μήνα. «Παρά το γεγονός ότι οι άνθρωποι αυτοί υποφέρουν, είναι αξιοσημείωτο ότι διατηρούν την αξιοπρέπειά τους μέσα σε αυτές τις απαράδεκτες συνθήκες. Στα παράθυρά τους έχουν φυτέψει σπόρους σε κεσεδάκια και μεγαλώνουν φυτά. Έχουν ανάγκη να νιώσουν ότι η ζωή συνεχίζεται. Έτσι είμαστε οι άνθρωποι» μου λέει η Χούλια αποχαιρετώντας με.
Έξω από το κέντρο τρία αδέσποτα σκυλιά απολαμβάνουν τον ήλιο, τα χάδια και το φαγητό. Σκέφτομαι και πάλι την αντίθεση με το εσωτερικό του κτηρίου, αναλογίζομαι ξανά το οξύμωρο κι ανατριχιάζω στην σκέψη του πόνου που είμαστε ικανοί να προκαλέσουμε ο ένας στον άλλο. Φεύγω, με τη σκιά του αόρατου εχθρού απλωμένη πάνω μου να σκοτεινιάζει το ταξίδι της επιστροφής.
Το βράδυ με βρίσκει στην Αλεξανδρούπολη. Ο Ολυμπιακός παίζει τον αγώνα της χρονιάς εναντίον της μεγάλης Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Κατά τη διάρκεια του αγώνα, ακούγονται διάφορα κοσμητικά επίθετα για τους μαύρους παίκτες και τον δύο ομάδων, με αφορμή την απόδοσή τους, από τους θαμώνες του καφενείου. Στο τέλος, ο μαύρος παίκτης του Ολυμπιακού, Κάμπελ, σκοράρει και χαρίζει απλόχερα δόσεις υπερηφάνειας σε όλους τους Έλληνες καθώς υπέταξαν τους «σνομπ» Άγγλους. Η εικόνα αυτή με κάνει να αναρωτιέμαι αν τελικά τα κάγκελα πέφτουν το ίδιο εύκολα όπως σηκώνονται. Τόσο απλά όσο ένα αριστερό σουτ που αναπαύεται στη γωνία του τέρματος.
Γιατί πρέπει να χρειαζόμαστε πάντα αόρατους εχθρούς; Γιατί πρέπει να υψώνουμε κάγκελα για να μας διαχωρίσουν από τους άλλους;. Ο Έβρος σε επαναφέρει απότομα στην πραγματικότητα. Εδώ δεν υπάρχουν αυταπάτες. Οι κρατούμενοι στα κέντρα κράτησης δεν λέγονται Κάμπελ. Δεν τους χαρίζεται καν η μπάλα. Κι αυτή την ώρα είναι ξύπνιοι στο δικό μας σκοτάδι.
Ο Δημήτρης Ρουμπής είναι Υπεύθυνος Τύπου του ελληνικού παραρτήματος των Γιατρών Χωρίς Σύνορα - See more at:
http://left.gr/news/kagkela-pantoy-gia-ton-aorato-ehthro#sthash.1523fZjm.dpuf
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου