της Μαρίας Καλαντζοπούλου
Έργο του Ερκούτ Τερλικσίζ
Όλο και συχνότερα τελευταία εμφανίζεται η θλιβερή ανάγκη να καταγγείλουμε την επίθεση στα συλλογικά μας κεκτημένα: στους θεσμούς, τη δημοκρατία, τα δικαιώματα, την κληρονομιά μας και τον δημόσιο πλούτο. Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τον χώρο, το εναρκτήριο λάκτισμα και πλαίσιο-ομπρέλα για όσα ακολούθησαν έδωσε ο διαβόητος Εφαρμοστικός Νόμος 3986/2011 του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής. Εκεί, ο νομοθέτης μάς προϊδέασε για τα επερχόμενα: ξήλωμα θεσμών και κανόνων για την προστασία και ανάπτυξη της γης (ιδιωτικής και δημόσιας), κατάργηση του δημόσιου σχεδιασμού για το δημόσιο συμφέρον, κατίσχυση ιδιωτικών σχεδίων –των ενδιαφερόμενων επενδυτών, μικρών και μεγάλων– έναντι όποιων όρων, σχεδίων ή περιορισμών είναι θεσμοθετημένοι. Όσοι θυμόμαστε τον τρόπο με τον οποίο ψηφίστηκε ο Εφαρμοστικός εκείνο το καλοκαίρι, αντιλαμβανόμαστε ότι ήταν ένα προκλητικά αντιδημοκρατικό υπόδειγμα, από κάθε άποψη.
Έκτοτε έχουν μεσολαβήσει τρία χρόνια νομοθετικής υπερπαραγωγής που εξειδικεύει, ραφινάρει ή βαθαίνει αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση. Το νομοσχέδιο για τη Χωροταξική και Πολεοδομική Μεταρρύθμιση και τις Χρήσεις Γης, που ψηφίστηκε την περασμένη Τετάρτη, είναι ένα απ’ τα πολλά, σε μια μακρά σχετική σειρά. Αναμενόταν εδώ και καιρό και αποτέλεσε, υποτίθεται, αντικείμενο επεξεργασίας από κατάλληλα συνεργάσιμους ειδικούς εδώ και δύο χρόνια. Την αναμονή του συνόδευε, βέβαια, το πολύ δυσοίωνο αιτιολογικό ότι συνιστά «μνημονιακή υποχρέωση». Ακόμα κι η «υποχρέωση» αυτή, ωστόσο, δεν δικαιολογεί τον τρόπο με τον οποίο προωθήθηκε στη Βουλή, με διαδικασίες «κατεπείγοντος», και μάλιστα σε θερινό τμήμα. Ο ακραία αντικοινοβουλευτικός και αντιδημοκρατικός τρόπος με τον οποίο ψηφίστηκε άρον άρον, χωρίς ουσιαστικά να συζητηθεί, ταιριάζει στον ακραία ισοπεδωτικό του χαρακτήρα απέναντι σε θεσμούς, παραδόσεις οργάνωσης του χώρου, διαδικασίες κοινωνικού ελέγχου, ακόμα και το ίδιο το Σύνταγμα.
Η εξέλιξη του περιεχομένου όλης της μνημονιακής νομοθεσίας για τον χώρο, ακόμα και η εξέλιξη των νομοθετημάτων αποδεικνύουν πως σιγά-σιγά τα νομοθετικά επιτελεία αποθρασύνονται και αποκαλύπτουν εξόφθαλμα τις υπηρεσίες που παρέχουν σε μεγάλο κεφάλαιο, ημέτερους και λόμπι. Οι παλιές μομφές περί «φωτογραφικών διατάξεων» φαντάζουν σήμερα ανέκδοτο μπροστά στον ορυμαγδό των φωτογραφικών αλλά κυρίως αντισυνταγματικών διατάξεων που αντικαθιστούν κάθε μέρα που περνά το προϋπάρχον θεσμικό πλαίσιο. Η κατάχρηση στη δημιουργία νησίδων «εξαίρεσης» από τους κανόνες για μεγαλοεπενδυτές, η κατά κόρον προσφυγή σε μια μονοσήμαντη ερμηνεία του δημόσιου συμφέροντος μέσα από την «έξοδο της χώρας από την κρίση» που δεν πατά νομικά πουθενά ει μη μόνον στη γνώμη του εκάστοτε υπουργού Περιβάλλοντος, Ανάπτυξης ή Οικονομικών, η οριστική απενοχοποίηση των συντακτών των νομοσχεδίων που τους επιτρέπει να μη διατηρούν ούτε για τα μάτια του κόσμου την προάσπιση του περιβάλλοντος, της «βιώσιμης ανάπτυξης» ή της «ποιότητας ζωής» ακόμα και ως γενικό στόχο, είναι πλέον η νομοθετική νόρμα.
Αν από κάτι έπασχε η οργάνωση του χώρου στην Ελλάδα ήταν η μη τήρηση των κανόνων, το νομοθετικός δαίδαλος των «παρεκκλίσεων» και η εκτεταμένη αυθαιρεσία στην εκμετάλλευση του χώρου (δόμηση και χρήσεις γης). Με τον τρόπο αυτό δεν υπέφεραν μόνο οι περιοχές που έπρεπε να προστατευθούν, έπασχε ακόμα και η ίδια η τοπική, περιφερειακή και εθνική ανάπτυξη, έπασχε η ίδια η κοινωνία. Ελέω «δόσης», «χρέους» ή «ανάπτυξης-μνημονίου-ευλογίας», το άτυπο αυτό καθεστώς, που διέκρινε κανείς σε ορισμένες μόνο περιοχές, γίνεται πλέον ο κανόνας παντού, στο παρόν αλλά και για το μέλλον.
Ο σχεδιασμός και ο ρόλος της Πολιτείας σ’ αυτόν, που είναι ακριβώς να θέτει τους κανόνες και τις προδιαγραφές για την ανάπτυξη του χώρου, ανατίθεται πλέον στους ιδιώτες «επισπεύδοντες». Ο ρόλος της Πολιτείας όχι να εγγυάται τον σχεδιασμό, όπως προβλέπει το Σύνταγμα, αλλά, αν μη τι άλλο, να τον ελέγχει ή να τον διαπραγματεύεται με τις υπηρεσίες του δημοσίου και την κοινωνία μέσω της αυτοδιοίκησης (τουλάχιστον), περιορίζεται πια, όλο και πιο ξεκάθαρα, σε αποφάσεις υπουργών ή γενικών γραμματέων της Αποκεντρωμένης Διοίκησης – δηλαδή σε πολιτικά διορισμένους και γι’ αυτό πολιτικά όμηρους ή συνεργούς σε πιέσεις συγκεκριμένων συμφερόντων. Αποφάσεις που ρητά παίρνονται ερήμην έστω και της τυπικής γνωμοδότησης υπηρεσιών, φορέων, και αυτοδιοίκησης, αποφάσεις για επενδύσεις ιδιωτών που χρησιμοποιούν εθνικούς πόρους των αιρετών Περιφερειών ή του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (γιατί το κράτος υποχρεούται συχνά να τους εξασφαλίσει τις υποδομές). Η παραίτηση από τον δημόσιο έλεγχο είναι συγκροτημένος στόχος, χάριν του οποίου άλλωστε απογυμνώθηκαν κατάλληλα από προσωπικό οι πιο κρίσιμες υπηρεσίες (δασικές, πολεοδομικές κ.ά.). Και, διά παν ενδεχόμενο, τονίζεται εμφατικά στο θεσμικό πλαίσιο ότι δεν συνιστά εμπόδιο το να παρέλθουν άπρακτες οι όποιες προκλητικά περιορισμένες προθεσμίες για γνωμοδότηση ή και έγκριση εκ μέρους τους.
Έτσι, το άτυπο «πελατειακό κράτος» που καταγγέλλεται γενικευμένα επί δεκαετίες δεν έρχεται απλώς στο προσκήνιο· γίνεται κυρίαρχο. Και η υποδούλωση της κοινωνίας, του τρόπου που αναπτύσσεται ο χώρος μας, της δημοκρατίας και των θεσμών στο «εκάστοτε Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής» και τους εφαρμοστικούς του νόμους, διατυπώνεται πλέον ρητά και με αναπάντεχη ειλικρίνεια.
Ακόμα κι αυτό, μαζί με μυριάδες άλλες λεπτομέρειες, συνιστούν, εκτός της περιφρόνησης για τη δημοκρατία, την πραγματική ανάπτυξη και την κοινωνία, τρανταχτή περιφρόνηση και όλων των κεκτημένων των επιστημών του χώρου και του περιβάλλοντος. Μας λένε δηλαδή ότι περιβαλλοντικά αντικείμενα όπως το δάσος, ο αιγιαλός, τα ρέματα, οι λίμνες, οι υγροβιότοποι κλπ., δεν προσδιορίζονται από τις φυσικές επιστήμες αλλά ως περιγράμματα οικοπέδων με φαστ-τρακ φωτοερμηνεία. Μας λένε ότι η χωρική και κοινωνική μας ανάπτυξη υπαγορεύεται από τομεακές και αχωρικές πολιτικές των λόμπι (τα γνωστά μας Ειδικά Χωροταξικά Πλαίσια), που μάλιστα αναβαθμίζονται σε «Εθνικά». Μας λένε κατάμουτρα, με τα Ειδικά Χωρικά Σχέδια για τη δημόσια ή την ιδιωτική γη (ΕΣΧΑΔΑ, ΕΣΧΑΣΕ), ότι δεν υπάρχουν κανόνες υπέρτεροι των επιθυμιών εκμετάλλευσης του χώρου από ορισμένους, και ειδικά το μεγάλο κεφάλαιο. Μας λένε (προσεχώς με το νομοσχέδιο για τους αιγιαλούς λ.χ.) ότι δεν υπάρχει δημόσιος πλούτος, κτήμα, πόρος κοινής χρήσης, εκτός συναλλαγής και ανεπίδεκτος χρησικτησίας. Ακυρώνουν, κοντολογίς, δικαιικές παραδόσεις αιώνων.
Ακόμα, επιχειρούν να διαφθείρουν οριζόντια όλο το κοινωνικό σώμα ξηλώνοντας τους κανόνες για το τι, πόσο και πού επιτρέπεται, προκειμένου να εξασφαλίσουν την ανοχή του για όσα «κατ’ εξαίρεση» θα εξασφαλίσουν για τον εαυτό τους οι πιο προνομιούχοι «πελάτες» τους. (Απέναντι σε αυτή την τακτική, ο αλήστου μνήμης έξτρα όροφος που έδωσε η χούντα στον λαό το 1968, φαντάζει νηπιαγωγείο διαφθοράς). Παραιτούνται απ’ το πολιτικό κόστος να μαζέψουν ακόμα και τα πιο στοιχειώδη νόμιμα έσοδα απ’ τα «τακτοποιημένα» από τους ίδιους αυθαίρετα, προκειμένου να εμπεδωθεί ακόμα περισσότερο η κοινωνική συν-ενοχή και τα νομιμοποιούν όχι μόνο στο παρελθόν, αλλά και προκαταβολικά για το μέλλον (πράγμα ολοφάνερο στο νομοσχέδιο για τους αιγιαλούς).
Ζούμε, ως κοινωνία, στο επίκεντρο μιας ολομέτωπης επίθεσης, ενός προγράμματος υφαρπαγής της γης μας που προϋποθέτει την υφαρπαγή των δικαιωμάτων μας σ’ αυτήν και την κατάλυση των θεσμικών παραδόσεων που την προάσπιζαν, μαζί και της δημοκρατίας. Δεν έχουμε άλλο δρόμο, δεν έχουμε μέλλον αν δεν φροντίσουμε, όσο το δυνατόν συντομότερα, όλα όσα μας κλέβουν να τα πάρουμε πίσω.
Έργο του Ερκούτ Τερλικσίζ
Όλο και συχνότερα τελευταία εμφανίζεται η θλιβερή ανάγκη να καταγγείλουμε την επίθεση στα συλλογικά μας κεκτημένα: στους θεσμούς, τη δημοκρατία, τα δικαιώματα, την κληρονομιά μας και τον δημόσιο πλούτο. Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τον χώρο, το εναρκτήριο λάκτισμα και πλαίσιο-ομπρέλα για όσα ακολούθησαν έδωσε ο διαβόητος Εφαρμοστικός Νόμος 3986/2011 του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής. Εκεί, ο νομοθέτης μάς προϊδέασε για τα επερχόμενα: ξήλωμα θεσμών και κανόνων για την προστασία και ανάπτυξη της γης (ιδιωτικής και δημόσιας), κατάργηση του δημόσιου σχεδιασμού για το δημόσιο συμφέρον, κατίσχυση ιδιωτικών σχεδίων –των ενδιαφερόμενων επενδυτών, μικρών και μεγάλων– έναντι όποιων όρων, σχεδίων ή περιορισμών είναι θεσμοθετημένοι. Όσοι θυμόμαστε τον τρόπο με τον οποίο ψηφίστηκε ο Εφαρμοστικός εκείνο το καλοκαίρι, αντιλαμβανόμαστε ότι ήταν ένα προκλητικά αντιδημοκρατικό υπόδειγμα, από κάθε άποψη.
Έκτοτε έχουν μεσολαβήσει τρία χρόνια νομοθετικής υπερπαραγωγής που εξειδικεύει, ραφινάρει ή βαθαίνει αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση. Το νομοσχέδιο για τη Χωροταξική και Πολεοδομική Μεταρρύθμιση και τις Χρήσεις Γης, που ψηφίστηκε την περασμένη Τετάρτη, είναι ένα απ’ τα πολλά, σε μια μακρά σχετική σειρά. Αναμενόταν εδώ και καιρό και αποτέλεσε, υποτίθεται, αντικείμενο επεξεργασίας από κατάλληλα συνεργάσιμους ειδικούς εδώ και δύο χρόνια. Την αναμονή του συνόδευε, βέβαια, το πολύ δυσοίωνο αιτιολογικό ότι συνιστά «μνημονιακή υποχρέωση». Ακόμα κι η «υποχρέωση» αυτή, ωστόσο, δεν δικαιολογεί τον τρόπο με τον οποίο προωθήθηκε στη Βουλή, με διαδικασίες «κατεπείγοντος», και μάλιστα σε θερινό τμήμα. Ο ακραία αντικοινοβουλευτικός και αντιδημοκρατικός τρόπος με τον οποίο ψηφίστηκε άρον άρον, χωρίς ουσιαστικά να συζητηθεί, ταιριάζει στον ακραία ισοπεδωτικό του χαρακτήρα απέναντι σε θεσμούς, παραδόσεις οργάνωσης του χώρου, διαδικασίες κοινωνικού ελέγχου, ακόμα και το ίδιο το Σύνταγμα.
Η εξέλιξη του περιεχομένου όλης της μνημονιακής νομοθεσίας για τον χώρο, ακόμα και η εξέλιξη των νομοθετημάτων αποδεικνύουν πως σιγά-σιγά τα νομοθετικά επιτελεία αποθρασύνονται και αποκαλύπτουν εξόφθαλμα τις υπηρεσίες που παρέχουν σε μεγάλο κεφάλαιο, ημέτερους και λόμπι. Οι παλιές μομφές περί «φωτογραφικών διατάξεων» φαντάζουν σήμερα ανέκδοτο μπροστά στον ορυμαγδό των φωτογραφικών αλλά κυρίως αντισυνταγματικών διατάξεων που αντικαθιστούν κάθε μέρα που περνά το προϋπάρχον θεσμικό πλαίσιο. Η κατάχρηση στη δημιουργία νησίδων «εξαίρεσης» από τους κανόνες για μεγαλοεπενδυτές, η κατά κόρον προσφυγή σε μια μονοσήμαντη ερμηνεία του δημόσιου συμφέροντος μέσα από την «έξοδο της χώρας από την κρίση» που δεν πατά νομικά πουθενά ει μη μόνον στη γνώμη του εκάστοτε υπουργού Περιβάλλοντος, Ανάπτυξης ή Οικονομικών, η οριστική απενοχοποίηση των συντακτών των νομοσχεδίων που τους επιτρέπει να μη διατηρούν ούτε για τα μάτια του κόσμου την προάσπιση του περιβάλλοντος, της «βιώσιμης ανάπτυξης» ή της «ποιότητας ζωής» ακόμα και ως γενικό στόχο, είναι πλέον η νομοθετική νόρμα.
Αν από κάτι έπασχε η οργάνωση του χώρου στην Ελλάδα ήταν η μη τήρηση των κανόνων, το νομοθετικός δαίδαλος των «παρεκκλίσεων» και η εκτεταμένη αυθαιρεσία στην εκμετάλλευση του χώρου (δόμηση και χρήσεις γης). Με τον τρόπο αυτό δεν υπέφεραν μόνο οι περιοχές που έπρεπε να προστατευθούν, έπασχε ακόμα και η ίδια η τοπική, περιφερειακή και εθνική ανάπτυξη, έπασχε η ίδια η κοινωνία. Ελέω «δόσης», «χρέους» ή «ανάπτυξης-μνημονίου-ευλογίας», το άτυπο αυτό καθεστώς, που διέκρινε κανείς σε ορισμένες μόνο περιοχές, γίνεται πλέον ο κανόνας παντού, στο παρόν αλλά και για το μέλλον.
Ο σχεδιασμός και ο ρόλος της Πολιτείας σ’ αυτόν, που είναι ακριβώς να θέτει τους κανόνες και τις προδιαγραφές για την ανάπτυξη του χώρου, ανατίθεται πλέον στους ιδιώτες «επισπεύδοντες». Ο ρόλος της Πολιτείας όχι να εγγυάται τον σχεδιασμό, όπως προβλέπει το Σύνταγμα, αλλά, αν μη τι άλλο, να τον ελέγχει ή να τον διαπραγματεύεται με τις υπηρεσίες του δημοσίου και την κοινωνία μέσω της αυτοδιοίκησης (τουλάχιστον), περιορίζεται πια, όλο και πιο ξεκάθαρα, σε αποφάσεις υπουργών ή γενικών γραμματέων της Αποκεντρωμένης Διοίκησης – δηλαδή σε πολιτικά διορισμένους και γι’ αυτό πολιτικά όμηρους ή συνεργούς σε πιέσεις συγκεκριμένων συμφερόντων. Αποφάσεις που ρητά παίρνονται ερήμην έστω και της τυπικής γνωμοδότησης υπηρεσιών, φορέων, και αυτοδιοίκησης, αποφάσεις για επενδύσεις ιδιωτών που χρησιμοποιούν εθνικούς πόρους των αιρετών Περιφερειών ή του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (γιατί το κράτος υποχρεούται συχνά να τους εξασφαλίσει τις υποδομές). Η παραίτηση από τον δημόσιο έλεγχο είναι συγκροτημένος στόχος, χάριν του οποίου άλλωστε απογυμνώθηκαν κατάλληλα από προσωπικό οι πιο κρίσιμες υπηρεσίες (δασικές, πολεοδομικές κ.ά.). Και, διά παν ενδεχόμενο, τονίζεται εμφατικά στο θεσμικό πλαίσιο ότι δεν συνιστά εμπόδιο το να παρέλθουν άπρακτες οι όποιες προκλητικά περιορισμένες προθεσμίες για γνωμοδότηση ή και έγκριση εκ μέρους τους.
Έτσι, το άτυπο «πελατειακό κράτος» που καταγγέλλεται γενικευμένα επί δεκαετίες δεν έρχεται απλώς στο προσκήνιο· γίνεται κυρίαρχο. Και η υποδούλωση της κοινωνίας, του τρόπου που αναπτύσσεται ο χώρος μας, της δημοκρατίας και των θεσμών στο «εκάστοτε Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής» και τους εφαρμοστικούς του νόμους, διατυπώνεται πλέον ρητά και με αναπάντεχη ειλικρίνεια.
Ακόμα κι αυτό, μαζί με μυριάδες άλλες λεπτομέρειες, συνιστούν, εκτός της περιφρόνησης για τη δημοκρατία, την πραγματική ανάπτυξη και την κοινωνία, τρανταχτή περιφρόνηση και όλων των κεκτημένων των επιστημών του χώρου και του περιβάλλοντος. Μας λένε δηλαδή ότι περιβαλλοντικά αντικείμενα όπως το δάσος, ο αιγιαλός, τα ρέματα, οι λίμνες, οι υγροβιότοποι κλπ., δεν προσδιορίζονται από τις φυσικές επιστήμες αλλά ως περιγράμματα οικοπέδων με φαστ-τρακ φωτοερμηνεία. Μας λένε ότι η χωρική και κοινωνική μας ανάπτυξη υπαγορεύεται από τομεακές και αχωρικές πολιτικές των λόμπι (τα γνωστά μας Ειδικά Χωροταξικά Πλαίσια), που μάλιστα αναβαθμίζονται σε «Εθνικά». Μας λένε κατάμουτρα, με τα Ειδικά Χωρικά Σχέδια για τη δημόσια ή την ιδιωτική γη (ΕΣΧΑΔΑ, ΕΣΧΑΣΕ), ότι δεν υπάρχουν κανόνες υπέρτεροι των επιθυμιών εκμετάλλευσης του χώρου από ορισμένους, και ειδικά το μεγάλο κεφάλαιο. Μας λένε (προσεχώς με το νομοσχέδιο για τους αιγιαλούς λ.χ.) ότι δεν υπάρχει δημόσιος πλούτος, κτήμα, πόρος κοινής χρήσης, εκτός συναλλαγής και ανεπίδεκτος χρησικτησίας. Ακυρώνουν, κοντολογίς, δικαιικές παραδόσεις αιώνων.
Ακόμα, επιχειρούν να διαφθείρουν οριζόντια όλο το κοινωνικό σώμα ξηλώνοντας τους κανόνες για το τι, πόσο και πού επιτρέπεται, προκειμένου να εξασφαλίσουν την ανοχή του για όσα «κατ’ εξαίρεση» θα εξασφαλίσουν για τον εαυτό τους οι πιο προνομιούχοι «πελάτες» τους. (Απέναντι σε αυτή την τακτική, ο αλήστου μνήμης έξτρα όροφος που έδωσε η χούντα στον λαό το 1968, φαντάζει νηπιαγωγείο διαφθοράς). Παραιτούνται απ’ το πολιτικό κόστος να μαζέψουν ακόμα και τα πιο στοιχειώδη νόμιμα έσοδα απ’ τα «τακτοποιημένα» από τους ίδιους αυθαίρετα, προκειμένου να εμπεδωθεί ακόμα περισσότερο η κοινωνική συν-ενοχή και τα νομιμοποιούν όχι μόνο στο παρελθόν, αλλά και προκαταβολικά για το μέλλον (πράγμα ολοφάνερο στο νομοσχέδιο για τους αιγιαλούς).
Ζούμε, ως κοινωνία, στο επίκεντρο μιας ολομέτωπης επίθεσης, ενός προγράμματος υφαρπαγής της γης μας που προϋποθέτει την υφαρπαγή των δικαιωμάτων μας σ’ αυτήν και την κατάλυση των θεσμικών παραδόσεων που την προάσπιζαν, μαζί και της δημοκρατίας. Δεν έχουμε άλλο δρόμο, δεν έχουμε μέλλον αν δεν φροντίσουμε, όσο το δυνατόν συντομότερα, όλα όσα μας κλέβουν να τα πάρουμε πίσω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου