των Σπ. Νιάκα και Β. Καραγεώργου, απο το Red NoteBook...
Επειδή τα ΜΜΕ, αλλά και η εκτελεστική γραμματεία της ΝΔ, έπαιξαν με τα νεύρα μας λέγοντάς μας ότι ο ηττημένος των ευρωεκλογών είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και ο νικητής η συγκυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου,
θα πρέπει αρχικά να παραθέσουμε στο μνημονιακό φαντασιακό τη στεγνή πραγματικότητα. Το πρώτο και βασικό αποτέλεσμα των εκλογών είναι ότι η συγκυβέρνηση και τα κόμματά της υπέστησαν μια ξεκάθαρη ήττα. Το 30% όσων τους ψήφισαν πριν 2 χρόνια, τους εγκατέλειψαν. Αν οι εκλογές ήταν βουλευτικές, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ μαζί θα εξέλεγαν διψήφιο αριθμό βουλευτών.
Ο ΣΥΡΙΖΑ νίκησε στις εκλογές, όχι γιατί βγήκε πρώτος. Αυτό είναι απλά μια διαπίστωση και οι απλές διαπιστώσεις αρκούν μόνο για τους δημοσιολόγους και τους έντιμους δημοσιογράφους. Για τον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ, αυτό που είναι κρίσιμο δεν είναι οι διαπιστώσεις ούτε το να λύσουμε τον γρίφο κατά πόσον η νίκη αυτή είναι ιστορική ή «σκέτη». Η νίκη αυτή έχει σημασία στον βαθμό που θα γίνει εργαλείο στα χέρια των «από κάτω» για να αποσταθεροποιήσουν και να ανατρέψουν την κυβέρνηση και στο βαθμό που ο ΣΥΡΙΖΑ πάρει τις απαραίτητες πρωτοβουλίες για αυτό. Για να ανιχνεύσουμε τις προοπτικές για το προηγούμενο, είναι ανάγκη να εμβαθύνουμε σε κάποια ερωτήματα.
Έχει βελτιωθεί το πολιτικό σκηνικό για το σύστημα σε σχέση με τον Ιούνη του 2012;
Επειδή δεν είμαστε χρυσόψαρα, να θυμίσουμε ότι η πρώτη αντίδραση των συστημικών κοντυλοφόρων στο σοκ της ριζοσπαστικής αριστεράς στο 27% ήταν να μιλήσουν για «αριστερή παρένθεση» που θα ξεφουσκώσει σύντομα, ενώ οι πιο διαβασμένοι παρέπεμπαν στο τι έγινε με το 25% της ΕΔΑ στη δεκαετία του ’60. Και πάλι στεγνά: Αν παρατηρήσει κανείς την εκλογική εξέλιξη τα τελευταία δύο χρόνια, φαίνεται να παγιώνεται ένα σκηνικό όπου η αριστερά έχει περίπου το ένα τρίτο, η δεξιά 40-45% και στο θολό υπόλοιπο τσαλαβουτάει η κεντροαριστερά, τα ποτάμια, τα γεφύρια κλπ.
Αυτή η ανάγνωση, οδηγεί συντρόφους στο αβίαστο συμπέρασμα πως ό,τι είχε να πάρει ο ΣΥΡΙΖΑ από την αριστερά, το πήρε, και ενόψει των επερχόμενων βουλευτικών πρέπει να χυθούμε (απότομα ή λιγότερο απότομα) προς το κέντρο. Η παραπάνω τάση ενισχύεται από την εξαφάνιση της ΔΗΜΑΡ και την κατεδάφιση των ΑΝΕΛ, που σε διάφορα σενάρια εμφανίζονταν ως εν δυνάμει κυβερνητικοί εταίροι.
Για να θέσουμε το ζήτημα όπως το τοποθετούν οι θιασώτες του: το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές, αν ήταν σε βουλευτικές –κι αυτό το αν παραείναι αβίαστο– δεν δίνει κυβερνητική πλειοψηφία και κοιτώντας τα αποτελέσματα, αλλά και τη δύναμη των κομμάτων στη σημερινή Βουλή εξάγουν εύκολα το συμπέρασμα ότι η μόνη λύση είναι η προγραμματική συμμαχία και η συμμαχία με την κεντροαριστερά. Η άποψη αυτή, ενώ ξεκινάει με το νικήσαμε, στη συνέχεια το αναιρεί αφού εισηγείται ότι η ομάδα που νίκησε πρέπει να αλλάξει την τακτική της. Και αυτό είναι το μικρότερο πρόβλημά της. Πιο μεγάλο είναι η απαισιοδοξία και η ηττοπάθεια που αποπνέει. Ακόμα χειρότερα, είναι λάθος.
Έπιασε ο ΣΥΡΙΖΑ το… ταβάνι του;
Αυτοί που ισχυρίζονταν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε τις εκλογές, μόλις αντιλήφθηκαν ότι αυτό δεν περνάει στον κόσμο εξαιτίας του σουρεαλισμού του ισχυρισμού τους, αναπροσάρμοσαν την τακτική τους στην κατεύθυνση του «χέρι που δεν μπορείς να το δαγκώσεις, σκύψε και φίλησέ το». Μας λένε, λοιπόν, ότι το 27% αποτελεί την οροφή των δυνατοτήτων του ΣΥΡΙΖΑ και πολιτικά, αφού εξάντλησε τις εφεδρείες απ” τα αριστερά του, αλλά και κοινωνικά, αφού δεν έχει να περιμένει τίποτε άλλο από τη λαοθάλασσα των φτωχοποιημένων μισθωτών, των άνεργων και των νεολαίων. “Αρα, με την πολιτική του μπακάλη «τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι, έξη το λαδόξυδο», ή μόνη προοπτική για τη ριζοσπαστική αριστερά είναι η προσαρμογή της με βάση τα συμφέροντα των μεσοστρωμάτων και η συμμαχία με την κεντροαριστερά. Μία λογική αθροιστική και, κυρίως, αντιπολιτική. Όσοι επιμένουν ότι αποτελεί μονόδρομο για την ανακούφιση του λαού μας η κυβέρνηση της Αριστεράς, αλλά επιμένουν και στα δύο σκέλη -αφού δεν μπορεί να υπάρξει το ένα χωρίς το άλλο– και κυβέρνηση και της Αριστεράς, οφείλουμε να απαντήσουμε ξεκάθαρα στο βασικό ερώτημα της νέας περιόδου:
Εξαντλήσαμε τις κοινωνικές μας εφεδρείες;
Για να απαντήσουμε στα σοβαρά το ερώτημα, πρέπει να το πιάσουμε απ” την αρχή.
1. Πώς φτάσαμε στο 30%;
Η αριστερή στροφή που συντελέστηκε και οδήγησε το ένα τρίτο της ελληνικής κοινωνίας να ψηφίζει αριστερά δεν είναι προϊόν ούτε απλά της κρίσης, ούτε αποκλειστικά των προσπαθειών της αριστεράς. Είναι προϊόν της ταξικής πάλης που έλαβε χώρα από τον Μάιο του 2010 έως τον Ιούνιο του 2012. Το κίνημα αυτής της περιόδου καταρχάς στοχοποίησε το μνημόνιο και χρησιμοποίησε μεθόδους που ήδη γνώριζε και είχε δοκιμάσει (γενικές απεργίες). Η αποτυχία των αγώνων αυτής της πρώτης φάσης να σταματήσουν τα μέτρα οδήγησαν στην πολιτικοποίηση του αγώνα και την στοχοποίηση της κυβέρνησης, και στην υιοθέτηση νέων μορφών που δεν είχαν δοκιμαστεί στο παρελθόν. Οι αγανακτισμένοι στρατοπέδευσαν έξω από την Βουλή, και όταν στις 15 Ιούνη του 2011 ο ΓΑΠ παραιτήθηκε για λίγες ώρες, νιώσαμε ότι κερδίσαμε. Η αποτυχία να σταματήσουμε τα μέτρα αλλά και η αίσθηση ότι ταρακουνήσαμε την κυβέρνηση και μπορούμε να πάμε παρακάτω, οδήγησε σε επόμενους μετασχηματισμούς της ταξικής πάλης: στις 28 Οκτώβρη καταλήφθηκαν οι παρελάσεις, και λίγες μέρες μετά ο ΓΑΠ έπεσε και ήρθε ο Παπαδήμος. Στις 12 Φλεβάρη του 2012, συνθήκες μισοεξέγερσης δεν απέτρεψαν την ψήφιση του πακέτου μέτρων αλλά ανάγκασαν τον Παπαδήμο λίγο μετά να προκηρύξει εκλογές. Η τελευταία μορφή που πήρε η ταξική πάλη αυτής της περιόδου δεν εμφανίστηκε στους δρόμους αλλά στις κάλπες: ήταν αυτή της εκλογικής ενίσχυσης του ΣΥΡΙΖΑ.
Σε όλη αυτή την πορεία, το κίνημα κατανόησε ότι ο αγώνας ενάντια στα μνημόνια είναι πολιτικός και περνάει από την ανατροπή της κυβέρνησης. Παρότι οι γενικές απεργίες, οι αγανακτισμένοι, οι παρελάσεις κλπ δεν πέτυχαν τον στόχο τους, ταρακουνούσαν αρκετά την κυβέρνηση ώστε να δικαιώνονται και έτσι κάθε αγώνας αυτής της περιόδου κουβαλούσε μέσα του το σπέρμα του επόμενου.
Η πορεία αυτή ανακόπηκε τον Ιούνη του 2012. Η ήττα των εκλογών έφερε όχι μια ασταθή κυβέρνηση, αλλά μια φρέσκια. Αυτή η ήττα οδήγησε στην υποχώρηση της ταξικής πάλης και την κινηματική στασιμότητα των τελευταίων δύο χρόνων. Η υποχώρηση αυτή είναι και η αιτία που δεν βλέπουμε στα αποτελέσματα των ευρωεκλογών μια νέα έκρηξη της αριστεράς.
2. Είναι ορατή μια νέα άνοδος της ταξικής πάλης στην Ελλάδα;
Εξηγήσαμε παραπάνω πως το εργατικό και λαϊκό κίνημα δείχνει να έχει κατανοήσει πως μόνο με κεντρικό πολιτικό αγώνα και ανατροπή της κυβέρνησης μπορεί να αλλάξει η καθημερινότητά μας. Βρίσκει όμως μπροστά του μια κυβέρνηση που φαίνεται να μην ταρακουνιέται εύκολα. Η προϋπόθεση λοιπόν για να μπούμε σε μια νέα φάση ανόδου της ταξικής πάλης είναι να έρθουμε πιο κοντά στην αποσταθεροποίηση ΝΔ και ΠΑΣΟΚ. Κάθε βήμα που μας φέρνει πιο κοντά σε εκλογές, είτε είναι πολιτική πρωτοβουλία είτε κινηματικό γεγονός, μας φέρνει πιο κοντά σε μια περίοδο όπου ο ΣΥΡΙΖΑ θα ξεκολλάει από το διαβόητο ταβάνι του 30%.
Για να το πούμε λίγο πιο απλά: το λαϊκό ένστικτο οδηγήθηκε στην απλή διαπίστωση ότι η κυβέρνηση Σαμαρά δεν πρόκειται να μετακινηθεί από τη μνημονιακή της ευθυγράμμιση, όσο δεν αισθάνεται την απειλή της ανατροπής της. Και αυτό για το λαό μεταφράζεται ότι είναι η ανατροπή της κυβέρνησης, ή το ότι είμαστε πολύ κοντά σ” αυτήν, που μπορεί να ξαναφουσκώσει τα πανιά. Γενικεύοντας ξανά, ο πολιτικός προσανατολισμός του εκλογικού σώματος δεν εξελίσσεται στατικά με βάση την σημερινή εικόνα. Έχει την δική του δυναμική, η οποία είναι συνάρτηση της ταξικής πάλης, είτε αυτή εκφράζεται ευθύγραμμα, δηλαδή κινηματικά, είτε διεθλασμένα μέσω των εκλογών.
Φυσικά, το να κάτσει κανείς και να περιμένει σαν ώριμο φρούτο την ταξική πάλη να ανέβει, αποτελεί οικονομισμό του χειρίστου είδους. Οποιαδήποτε τάση υπάρχει σε οποιαδήποτε περίοδο –ειδικά με την μεταβατικότητα που χαρακτηρίζει τις περιόδους κρίσης – μπορεί να αναστραφεί ή να ενισχυθεί από τον πολιτικό παράγοντα, στην περίπτωσή μας τον ΣΥΡΙΖΑ. Οποιοσδήποτε λοιπόν πολιτικός σχεδιασμός δεν λαμβάνει υπόψιν του την τάση για άνοδο της ταξικής πάλης όσο πλησιάζουμε σε εκλογές κινδυνεύει να αποτύχει, ή και –ακόμα χειρότερα– να υπονομεύσει αυτή την προοπτική.
3. Συμμαχίες ναι, αλλά με την κοινωνία
Ακόμα και στο στατικό τοπίο των 2 τελευταίων χρόνων, υπάρχουν τρία σημαντικά στοιχεία που μας δείχνουν πως σε αυτές τις εκλογές κάθε άλλο παρά εξαντλήσαμε τις κοινωνικές και πολιτικές μας εφεδρείες, ενώ αποκτήσαμε νέες δυνατότητες.
Οι ευρωεκλογές δεν είναι εθνικές εκλογές. Παρότι την δεύτερη Κυριακή υπήρχε εντονότερη πολιτική πόλωση από την πρώτη, ο κόσμος δεν ψήφιζε για κυβέρνηση. Η πολύ υψηλή συσπείρωση που έδειξε ο ΣΥΡΙΖΑ (77-79%) έδειξε ότι έχουμε στερεωθεί στο πολιτικό σκηνικό σαν ένας διακριτός πόλος, και συνεπώς υπάρχουν περιθώρια ανόδου.
Τα ποιοτικά αποτελέσματα των εκλογών έδειξαν πως διευρύναμε την επιρροή μας στην επαρχία που και το 2012 και παραδοσιακά αποτελεί αδύναμο κρίκο της αριστεράς. Από την άλλη, υποχωρήσαμε στην νεολαία, στις πόλεις και στους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα. Ακριβώς στα σημεία στα οποία η αριστερά έχει το know-how να κερδίσει ό,τι έχασε, κι ακόμα παραπάνω.
Για πρώτη φορά βρεθήκαμε στον δεύτερο γύρο στο ένα τρίτο των περιφερειών που αντιπροσωπεύουν πάνω από τον μισό ελληνικό πληθυσμό, και σε κάμποσους δήμους. Το ότι πάνω-κάτω το 50% σε αυτές τις περιοχές ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα και αν πρόκειται για Β” γύρο, δημιουργεί πολιτικούς δεσμούς που οφείλουμε να συμπεριλάβουμε στους σχεδιασμούς μας. Γιατί; Γιατί αποδείχθηκε ότι η αριστερά μπορεί να ηγεμονεύσει πολιτικά σε πλατιά λαϊκά στρώματα στα οποία δεν είναι η πρώτη κομματική επιλογή τους.
Το υψηλό ποσοστό στο Β γύρο στις περιφέρειες και δήμους που κερδίσαμε, αλλά και στους δήμους που χάσαμε, δείχνει ακόμα και με εκλογικούς όρους ότι η οροφή της αριστεράς είναι πολύ ψηλότερα., αφού όταν η επιλογή γίνεται απ” τους πολίτες με διλημματικούς όρους ή αλλιώς με όρους ταξικής πόλωσης -όπως θα είναι το τοπίο στις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές– η ριζοσπαστική αριστερά μπορεί να ηγεμονεύσει σε ακροατήρια που βρίσκονται μακριά από της ιδεολογικές και πολιτικές της αφετηρίες. Κι αυτό χωρίς να στρογγυλέψει τις πολιτικές τις αιχμές. Αυτό το συμπέρασμα είναι το μεγαλύτερο κέρδος από την ιδιαίτερα υψηλή πτήση της Ανοιχτής Πόλης και του άγνωστου αρχικά Γαβριήλ Σακελλαρίδη στη μάλλον εχθρική για την αριστερά Α” Περιφέρεια της Αθήνας. Ακόμα περισσότερο, όταν έχουμε κερδίσει δύο περιφέρειες όπου κατοικεί ο μισός σχεδόν πληθυσμός της χώρας, το δείγμα της διακυβέρνησής μας μπορεί να προσανατολίσει σταθερά το εκλογικό αυτό σώμα στον ΣΥΡΙΖΑ.
Οι προεκλογικές καμπάνιες
Η ΝΔ επέλεξε σε αυτές τις εκλογές να κινηθεί για πρώτη φορά στα μνημονιακά χρονικά έχοντας μια θετική «μεγάλη αφήγηση»: Μας φλόμωσε με μεγαλοστομίες περί εξόδου από την κρίση, για το διαφαινόμενο φως στο τούνελ, την ανάπτυξη που κοντοζυγώνει, το πρωτογενές πλεόνασμα, το κοινωνικό μέρισμα κλπ. Η αφήγηση αυτή για την οικονομία συνοδεύτηκε από μια δόση μετριοπάθειας και ήπιας «στροφής στο κέντρο», που συμβολικά εκφράστηκε με περιστατικά όπως το κόψιμο του Φαήλου Κρανιδιώτη από το ευρωψηφοδέλτιο της ΝΔ. Η καμπάνια αυτή σκοπό είχε να θολώσει το τοπίο της κοινωνικής πόλωσης αφενός, αφετέρου να καλμάρει και ξανακερδίσει τα μεσοστρώματα που η ίδια είχε άγρια χτυπήσει το πολύ πρόσφατο παρελθόν με μέτρα όπως οι πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας κλπ και στα οποία παραδοσιακά στηρίζεται.
Φυσικά, η κοινωνική πόλωση δεν εξαφανίστηκε επειδή το επικοινωνιακό επιτελείο της ΝΔ το επιθυμούσε. Στην πραγματικότητα, έτσι δόθηκε χώρος στον ΣΥΡΙΖΑ, όχι απλά να αποδομήσει την υπεραισιόδοξη άποψη του αντιπάλου (άλλωστε, η αντιπολιτευτική στάση χωρίς πρόταση έχει τα όριά της), αλλά να αντεπιτεθεί, προβάλλοντας προγραμματικές αιχμές για τους άνεργους, τους επισφαλώς εργαζόμενους, τους κατεστραμμένους μικρομεσαίους που νιώθουν πως η κυβέρνηση τους εμπαίζει. Με αυτόν τον τρόπο μας δόθηκε προεκλογικά η ευκαιρία να στερεοποιήσουμε μια κοινωνική συμμαχία που αφορά τα πιο ενεργά και δυναμικά στρώματα της κοινωνίας, αυτά που με το ειδικό τους βάρος έλκουν και τα πιο αδύναμα.
Η ουσιαστικότερη αδυναμία μας –και ταυτόχρονα το σημαντικότερο μάθημά μας– είναι ότι αντί να επενδύσουμε πολιτικά σε αυτή την κοινωνική πόλωση, να επιλέξουμε να προβάλλουμε αιχμές που να μιλάνε στην καρδιά αυτών των κοινωνικών στρωμάτων, που να λύνουν τα πραγματικά προβλήματά τους, που να δείχνουν ουσιαστική πυγμή και όχι απλά λεκτικούς λεονταρισμούς, το κόμμα προσανατολίστηκε σε επικοινωνιακά τρικ και ανούσιες μεγαλοστομίες. Έτσι χάσαμε την ευκαιρία για ακόμα μεγαλύτερο «σκορ», δηλαδή για ένα ακόμα σημαντικότερο όπλο στα χέρια των καταπιεσμένων για να ρίξουν την κυβέρνηση. Τελικά, η επιτυχία του 26,6% είναι επιτυχία όχι του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ, αλλά εκείνου του 2012. Κι αυτό γιατί τότε ήταν που η ριζοσπαστική αριστερά έκανε το αποφασιστικό άλμα που άλλαξε την ιστορία της, με όπλα της την κυβέρνηση της αριστεράς, ένα συγκρουσιακό αντιμνημονιακό λόγο που ούτε η ίδια στρογγύλευε τότε αλλά και που τα ΜΜΕ τον παραμόρφωναν για να τρομοκρατήσουν το λαό, μιλώντας για τους «κομμουνιστές που θα μας πάρουν τα σπίτια και θα μας οδηγήσουν εκτός ευρωζώνης».
Εδώ πρέπει να ξεκαθαρίσουμε και το εξής: το σύνθημα «τρεις κάλπες μια επιλογή» οφείλουμε τίμια να το απολογίσουμε θετικά. Βεβαίως, πολλοί σύντροφοι και συντρόφισσες παρεξήγησαν αυτή την τακτική και πίστεψαν πως απλά με την ταμπέλα ΣΥΡΙΖΑ κάθε δημοτική παράταξη θα έπαιρνε τουλάχιστον 25-26%. Η διάψευση αυτή δείχνει πως οι αυτοδιοικητικές εκλογές δεν μπορούν απλά με ένα σύνθημα να μετατραπούν σε βουλευτικές ή ευρωεκλογές, και πως χρειάζεται δουλεία στην κοινωνία και ρίζωμα για να καρπίσει κάτι. Όμως, ο ρόλος του συνθήματος δεν ήταν να λύσει τις οργανωτικές και πολιτικές αυτές αδυναμίες (κάτι που εκ φύσεως δεν μπορεί να κάνει και το καλύτερο σύνθημα), αλλά να τις υπερβεί. Και ως προς αυτό το αποτέλεσμα δεν ήταν παρά θετικό.
Δύο παραδείγματα με σημασία
Η καμπάνια της Ανοιχτής Πόλης στον δήμο της Αθήνας και της Δύναμης Πολιτών στην Φιλαδέλφεια-Χαλκηδόνα έκαναν ακριβώς το παραπάνω: αντί να κρατήσουν μια μετριοπαθή στάση σε ζητήματα που απασχολούσαν την τοπική κοινωνία, στάθηκαν ξεκάθαρα και με πυγμή. Η καθαρή στάση του Γ. Σακελλαρίδη για το ζήτημα του τζαμιού, το μεταναστευτικό και την Χρυσή Αυγή, και η στάση του Άρη Βασιλόπουλου απέναντι στις μπίζνες του Μελισσανίδη πάνω στα αισθήματα μερίδας φιλάθλων της ΑΕΚ, κατάφεραν να στερεώσουν τον δικό τους πόλο, ώστε κατόπιν να ανοιχτούν και να ασκήσουν ηγεμονία από θέση ισχύος σε ευρύτερα ακροατήρια. Τα συμπιεσμένα ποσοστά του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ συντείνουν σε αυτή την διαπίστωση.
Η Αριστερά στο σταυροδρόμι
Σε τελική ανάλυση, δύο δρόμους έχουμε μπροστά μας. Ο πρώτος, ο απαισιόδοξος, έχει πάψει να βλέπει τις ευκαιρίες που ανοίγονται και είναι έτοιμος να χυθεί προς το κέντρο προκειμένου να μαζευτούν σκόρπια εκλογικά ποσοστά. Η ανακοίνωση της συμφωνίας με τον Μελισσανίδη μετεκλογικά μάλιστα, δεν είναι καθόλου καλό σημάδι Όπως βεβαίως ανησυχητικό είναι και το αδυνάτισμα των ανώτερων οργάνων του κόμματος, προς όφελος «ταχυδακτυλουργών» της επικοινωνίας.
Ο δικός μας δρόμος
Η ηττοπάθεια και η δεξιά προσαρμογή ευτυχώς δεν είναι μονόδρομος. Υπάρχει και η επιλογή να συνεχίσουμε όλοι μαζί το δρόμο που μας έφερε ως εδώ και μπορεί να μας πάει ακόμα πιο μακρυά. Το δρόμο της δικής μας αριστεράς και του ριζοσπαστικού προγράμματος. Το δρόμο που απαντάει ξεκάθαρα στα βασικά ζητήματα για την κυβέρνηση της αριστεράς.
Ζήτημα πρώτο και… τελευταίο: αυτοδυναμία
Να κλείσουμε τα αυτιά μας στις σειρήνες που μας καλούν να προσδιορίσουμε τη στρατηγική μας με βάση τη σημερινή κοινοβουλευτική γεωγραφία και τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών. Αντί να ψαρεύουμε συμμάχους στα θολά νερά της κεντροαριστεράς των πραγματικών ή φαντασιακών συνοδοιπόρων της ακροδεξιάς μνημονιακής κυβέρνησης Σαμαρά, μπορούμε να διεκδικήσουμε μία αυτοδύναμη κυβέρνηση της αριστεράς σε συμμαχία με τα δοκιμαζόμενα από την κρίση κοινωνικά στρώματα. Αντί να αυτοαναιρούμαστε με πολιτικά ζιγκ-ζαγκ που στέλνουν αντιφατικά μηνύματα στην κοινωνία ή να θολώνουμε το αντισυστημικό μας χαρακτήρα με συμμαχίες που προέρχονται από τη μνημονιακή λάσπη, οφείλουμε να δούμε τις ευκαιρίες που εμφανίστηκαν και σε αυτές τις εκλογές και να εστιάσουμε τις πρωτοβουλίες μας το ερχόμενο χρονικό διάστημα:
Σε κάθε είδους πρωτοβουλίες, πολιτικές αλλά και κινηματικές, που στοχεύουν στην ανατροπή της κυβέρνησης από την δική μας θέση. Εδώ χρειάζεται προσοχή: οι κοινοβουλευτικές πρωτοβουλίες είναι απαραίτητες, στον βαθμό που δεν κινδυνεύουν να αποτελέσουν ανάχωμα στην εμπιστοσύνη του κόσμου προς εμάς. Από την άλλη, χωρίς να υποστείλουμε την σημαία του κινήματος, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως είναι πολύ πιθανό μια επόμενη άνοδος της ταξικής πάλης να εμφανιστεί καταρχάς απευθείας στις κάλπες.
Στο ρίζωμα του κόμματος. Έχουμε πλέον στα δύο τρίτα των δήμων δημοτικές παρατάξεις και εκλέξαμε συντρόφους και συντρόφισσες σε περιοχές όπου διαβιεί το 90% του πληθυσμού. Η δραστηριότητα των παρατάξεων αυτών και των οργανώσεών μας δεν πρέπει να αφήνει να πέσει κάτω τίποτα, όσο μικρό και αμελητέο και αν φαίνεται. Για έναν απολυμένο εργαζόμενο πρέπει να κάνουμε σαματά στην γειτονιά. Για κάθε παράνομη κεραία έξω από σχολεία πρέπει να κινητοποιούμαστε, ακόμα και αν τα αποτελέσματα δεν φαίνονται αμέσως. Στα μικρά και στην συνέπεια κερδίζεται η εμπιστοσύνη της κοινωνίας. Έτσι θα ριζώσουμε παντού.
Στο άνοιγμα του κόμματος. Πρέπει να αναγνωρίσουμε πως οι οργανώσεις μελών έχουν δείξει παραπάνω φοβία στο να καλοσωρίσουν νέα μέλη, φοβία που πατάει πάνω στο ότι όποιος μπει στο κόμμα πια μάλλον πιο «δεξιά» από εμάς θα είναι. Η φοβία αυτή τροφοδοτείται και από ατυχείς και πρόχειρες «συμμαχίες» με προσωπικότητες π.χ. Βουδούρης, Καρυπίδης κλπ (ένας παραπάνω λόγος για να πάψουν οι προχειρότητες που μας έχουν ταλανίσει). Όμως χρειάζεται να εγγραφεί στις τοπικές οργανώσεις η αντίληψη πως, παρότι ιδεολογικά ο κόσμος που μας προσεγγίζει θα αποκλίνει από εμάς, κοινωνικά είναι ακριβώς αυτό που χρειάζεται το κόμμα: άνεργους, επισφαλώς εργαζόμενους, ανθρώπους που ζουν στο πετσί τους την κρίση και η απογοήτευσή τους μπορεί να μετατραπεί σε «δημιουργική οργή» μέσω της πολιτικής και να μας δώσει φτερά.
Σε συγκεκριμμένες προγραμματικές αιχμές που εμμονικά να επαναφέρουν τα ζητήματα όπως του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, του αξιοπρεπούς κατώτατου μισθού, της σισάχθειας για τα χρέη των φτωχότερων στρωμάτων. Ο ρεαλισμός και η τεχνική επάρκεια του συνόλου του προγράμματός μας πρέπει να ιεραρχηθεί χαμηλότερα από την ανάγκη να προσανατολίσουμε οριστικά με το μέρος μας συγκεκριμμένα κοινωνικά στρώματα και τάξεις. Να κυβερνήσουμε με διαφορετικό τεχνικά πρόγραμμα από αυτό που επεξεργάζονται οι διάφορες επιτροπές του κόμματος γίνεται, να κυβερνήσουμε χωρίς στέρεες κοινωνικές συμμαχίες δεν γίνεται.
Επειδή τα ΜΜΕ, αλλά και η εκτελεστική γραμματεία της ΝΔ, έπαιξαν με τα νεύρα μας λέγοντάς μας ότι ο ηττημένος των ευρωεκλογών είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και ο νικητής η συγκυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου,
θα πρέπει αρχικά να παραθέσουμε στο μνημονιακό φαντασιακό τη στεγνή πραγματικότητα. Το πρώτο και βασικό αποτέλεσμα των εκλογών είναι ότι η συγκυβέρνηση και τα κόμματά της υπέστησαν μια ξεκάθαρη ήττα. Το 30% όσων τους ψήφισαν πριν 2 χρόνια, τους εγκατέλειψαν. Αν οι εκλογές ήταν βουλευτικές, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ μαζί θα εξέλεγαν διψήφιο αριθμό βουλευτών.
Ο ΣΥΡΙΖΑ νίκησε στις εκλογές, όχι γιατί βγήκε πρώτος. Αυτό είναι απλά μια διαπίστωση και οι απλές διαπιστώσεις αρκούν μόνο για τους δημοσιολόγους και τους έντιμους δημοσιογράφους. Για τον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ, αυτό που είναι κρίσιμο δεν είναι οι διαπιστώσεις ούτε το να λύσουμε τον γρίφο κατά πόσον η νίκη αυτή είναι ιστορική ή «σκέτη». Η νίκη αυτή έχει σημασία στον βαθμό που θα γίνει εργαλείο στα χέρια των «από κάτω» για να αποσταθεροποιήσουν και να ανατρέψουν την κυβέρνηση και στο βαθμό που ο ΣΥΡΙΖΑ πάρει τις απαραίτητες πρωτοβουλίες για αυτό. Για να ανιχνεύσουμε τις προοπτικές για το προηγούμενο, είναι ανάγκη να εμβαθύνουμε σε κάποια ερωτήματα.
Έχει βελτιωθεί το πολιτικό σκηνικό για το σύστημα σε σχέση με τον Ιούνη του 2012;
Επειδή δεν είμαστε χρυσόψαρα, να θυμίσουμε ότι η πρώτη αντίδραση των συστημικών κοντυλοφόρων στο σοκ της ριζοσπαστικής αριστεράς στο 27% ήταν να μιλήσουν για «αριστερή παρένθεση» που θα ξεφουσκώσει σύντομα, ενώ οι πιο διαβασμένοι παρέπεμπαν στο τι έγινε με το 25% της ΕΔΑ στη δεκαετία του ’60. Και πάλι στεγνά: Αν παρατηρήσει κανείς την εκλογική εξέλιξη τα τελευταία δύο χρόνια, φαίνεται να παγιώνεται ένα σκηνικό όπου η αριστερά έχει περίπου το ένα τρίτο, η δεξιά 40-45% και στο θολό υπόλοιπο τσαλαβουτάει η κεντροαριστερά, τα ποτάμια, τα γεφύρια κλπ.
Αυτή η ανάγνωση, οδηγεί συντρόφους στο αβίαστο συμπέρασμα πως ό,τι είχε να πάρει ο ΣΥΡΙΖΑ από την αριστερά, το πήρε, και ενόψει των επερχόμενων βουλευτικών πρέπει να χυθούμε (απότομα ή λιγότερο απότομα) προς το κέντρο. Η παραπάνω τάση ενισχύεται από την εξαφάνιση της ΔΗΜΑΡ και την κατεδάφιση των ΑΝΕΛ, που σε διάφορα σενάρια εμφανίζονταν ως εν δυνάμει κυβερνητικοί εταίροι.
Για να θέσουμε το ζήτημα όπως το τοποθετούν οι θιασώτες του: το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές, αν ήταν σε βουλευτικές –κι αυτό το αν παραείναι αβίαστο– δεν δίνει κυβερνητική πλειοψηφία και κοιτώντας τα αποτελέσματα, αλλά και τη δύναμη των κομμάτων στη σημερινή Βουλή εξάγουν εύκολα το συμπέρασμα ότι η μόνη λύση είναι η προγραμματική συμμαχία και η συμμαχία με την κεντροαριστερά. Η άποψη αυτή, ενώ ξεκινάει με το νικήσαμε, στη συνέχεια το αναιρεί αφού εισηγείται ότι η ομάδα που νίκησε πρέπει να αλλάξει την τακτική της. Και αυτό είναι το μικρότερο πρόβλημά της. Πιο μεγάλο είναι η απαισιοδοξία και η ηττοπάθεια που αποπνέει. Ακόμα χειρότερα, είναι λάθος.
Έπιασε ο ΣΥΡΙΖΑ το… ταβάνι του;
Αυτοί που ισχυρίζονταν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε τις εκλογές, μόλις αντιλήφθηκαν ότι αυτό δεν περνάει στον κόσμο εξαιτίας του σουρεαλισμού του ισχυρισμού τους, αναπροσάρμοσαν την τακτική τους στην κατεύθυνση του «χέρι που δεν μπορείς να το δαγκώσεις, σκύψε και φίλησέ το». Μας λένε, λοιπόν, ότι το 27% αποτελεί την οροφή των δυνατοτήτων του ΣΥΡΙΖΑ και πολιτικά, αφού εξάντλησε τις εφεδρείες απ” τα αριστερά του, αλλά και κοινωνικά, αφού δεν έχει να περιμένει τίποτε άλλο από τη λαοθάλασσα των φτωχοποιημένων μισθωτών, των άνεργων και των νεολαίων. “Αρα, με την πολιτική του μπακάλη «τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι, έξη το λαδόξυδο», ή μόνη προοπτική για τη ριζοσπαστική αριστερά είναι η προσαρμογή της με βάση τα συμφέροντα των μεσοστρωμάτων και η συμμαχία με την κεντροαριστερά. Μία λογική αθροιστική και, κυρίως, αντιπολιτική. Όσοι επιμένουν ότι αποτελεί μονόδρομο για την ανακούφιση του λαού μας η κυβέρνηση της Αριστεράς, αλλά επιμένουν και στα δύο σκέλη -αφού δεν μπορεί να υπάρξει το ένα χωρίς το άλλο– και κυβέρνηση και της Αριστεράς, οφείλουμε να απαντήσουμε ξεκάθαρα στο βασικό ερώτημα της νέας περιόδου:
Εξαντλήσαμε τις κοινωνικές μας εφεδρείες;
Για να απαντήσουμε στα σοβαρά το ερώτημα, πρέπει να το πιάσουμε απ” την αρχή.
1. Πώς φτάσαμε στο 30%;
Η αριστερή στροφή που συντελέστηκε και οδήγησε το ένα τρίτο της ελληνικής κοινωνίας να ψηφίζει αριστερά δεν είναι προϊόν ούτε απλά της κρίσης, ούτε αποκλειστικά των προσπαθειών της αριστεράς. Είναι προϊόν της ταξικής πάλης που έλαβε χώρα από τον Μάιο του 2010 έως τον Ιούνιο του 2012. Το κίνημα αυτής της περιόδου καταρχάς στοχοποίησε το μνημόνιο και χρησιμοποίησε μεθόδους που ήδη γνώριζε και είχε δοκιμάσει (γενικές απεργίες). Η αποτυχία των αγώνων αυτής της πρώτης φάσης να σταματήσουν τα μέτρα οδήγησαν στην πολιτικοποίηση του αγώνα και την στοχοποίηση της κυβέρνησης, και στην υιοθέτηση νέων μορφών που δεν είχαν δοκιμαστεί στο παρελθόν. Οι αγανακτισμένοι στρατοπέδευσαν έξω από την Βουλή, και όταν στις 15 Ιούνη του 2011 ο ΓΑΠ παραιτήθηκε για λίγες ώρες, νιώσαμε ότι κερδίσαμε. Η αποτυχία να σταματήσουμε τα μέτρα αλλά και η αίσθηση ότι ταρακουνήσαμε την κυβέρνηση και μπορούμε να πάμε παρακάτω, οδήγησε σε επόμενους μετασχηματισμούς της ταξικής πάλης: στις 28 Οκτώβρη καταλήφθηκαν οι παρελάσεις, και λίγες μέρες μετά ο ΓΑΠ έπεσε και ήρθε ο Παπαδήμος. Στις 12 Φλεβάρη του 2012, συνθήκες μισοεξέγερσης δεν απέτρεψαν την ψήφιση του πακέτου μέτρων αλλά ανάγκασαν τον Παπαδήμο λίγο μετά να προκηρύξει εκλογές. Η τελευταία μορφή που πήρε η ταξική πάλη αυτής της περιόδου δεν εμφανίστηκε στους δρόμους αλλά στις κάλπες: ήταν αυτή της εκλογικής ενίσχυσης του ΣΥΡΙΖΑ.
Σε όλη αυτή την πορεία, το κίνημα κατανόησε ότι ο αγώνας ενάντια στα μνημόνια είναι πολιτικός και περνάει από την ανατροπή της κυβέρνησης. Παρότι οι γενικές απεργίες, οι αγανακτισμένοι, οι παρελάσεις κλπ δεν πέτυχαν τον στόχο τους, ταρακουνούσαν αρκετά την κυβέρνηση ώστε να δικαιώνονται και έτσι κάθε αγώνας αυτής της περιόδου κουβαλούσε μέσα του το σπέρμα του επόμενου.
Η πορεία αυτή ανακόπηκε τον Ιούνη του 2012. Η ήττα των εκλογών έφερε όχι μια ασταθή κυβέρνηση, αλλά μια φρέσκια. Αυτή η ήττα οδήγησε στην υποχώρηση της ταξικής πάλης και την κινηματική στασιμότητα των τελευταίων δύο χρόνων. Η υποχώρηση αυτή είναι και η αιτία που δεν βλέπουμε στα αποτελέσματα των ευρωεκλογών μια νέα έκρηξη της αριστεράς.
2. Είναι ορατή μια νέα άνοδος της ταξικής πάλης στην Ελλάδα;
Εξηγήσαμε παραπάνω πως το εργατικό και λαϊκό κίνημα δείχνει να έχει κατανοήσει πως μόνο με κεντρικό πολιτικό αγώνα και ανατροπή της κυβέρνησης μπορεί να αλλάξει η καθημερινότητά μας. Βρίσκει όμως μπροστά του μια κυβέρνηση που φαίνεται να μην ταρακουνιέται εύκολα. Η προϋπόθεση λοιπόν για να μπούμε σε μια νέα φάση ανόδου της ταξικής πάλης είναι να έρθουμε πιο κοντά στην αποσταθεροποίηση ΝΔ και ΠΑΣΟΚ. Κάθε βήμα που μας φέρνει πιο κοντά σε εκλογές, είτε είναι πολιτική πρωτοβουλία είτε κινηματικό γεγονός, μας φέρνει πιο κοντά σε μια περίοδο όπου ο ΣΥΡΙΖΑ θα ξεκολλάει από το διαβόητο ταβάνι του 30%.
Για να το πούμε λίγο πιο απλά: το λαϊκό ένστικτο οδηγήθηκε στην απλή διαπίστωση ότι η κυβέρνηση Σαμαρά δεν πρόκειται να μετακινηθεί από τη μνημονιακή της ευθυγράμμιση, όσο δεν αισθάνεται την απειλή της ανατροπής της. Και αυτό για το λαό μεταφράζεται ότι είναι η ανατροπή της κυβέρνησης, ή το ότι είμαστε πολύ κοντά σ” αυτήν, που μπορεί να ξαναφουσκώσει τα πανιά. Γενικεύοντας ξανά, ο πολιτικός προσανατολισμός του εκλογικού σώματος δεν εξελίσσεται στατικά με βάση την σημερινή εικόνα. Έχει την δική του δυναμική, η οποία είναι συνάρτηση της ταξικής πάλης, είτε αυτή εκφράζεται ευθύγραμμα, δηλαδή κινηματικά, είτε διεθλασμένα μέσω των εκλογών.
Φυσικά, το να κάτσει κανείς και να περιμένει σαν ώριμο φρούτο την ταξική πάλη να ανέβει, αποτελεί οικονομισμό του χειρίστου είδους. Οποιαδήποτε τάση υπάρχει σε οποιαδήποτε περίοδο –ειδικά με την μεταβατικότητα που χαρακτηρίζει τις περιόδους κρίσης – μπορεί να αναστραφεί ή να ενισχυθεί από τον πολιτικό παράγοντα, στην περίπτωσή μας τον ΣΥΡΙΖΑ. Οποιοσδήποτε λοιπόν πολιτικός σχεδιασμός δεν λαμβάνει υπόψιν του την τάση για άνοδο της ταξικής πάλης όσο πλησιάζουμε σε εκλογές κινδυνεύει να αποτύχει, ή και –ακόμα χειρότερα– να υπονομεύσει αυτή την προοπτική.
3. Συμμαχίες ναι, αλλά με την κοινωνία
Ακόμα και στο στατικό τοπίο των 2 τελευταίων χρόνων, υπάρχουν τρία σημαντικά στοιχεία που μας δείχνουν πως σε αυτές τις εκλογές κάθε άλλο παρά εξαντλήσαμε τις κοινωνικές και πολιτικές μας εφεδρείες, ενώ αποκτήσαμε νέες δυνατότητες.
Οι ευρωεκλογές δεν είναι εθνικές εκλογές. Παρότι την δεύτερη Κυριακή υπήρχε εντονότερη πολιτική πόλωση από την πρώτη, ο κόσμος δεν ψήφιζε για κυβέρνηση. Η πολύ υψηλή συσπείρωση που έδειξε ο ΣΥΡΙΖΑ (77-79%) έδειξε ότι έχουμε στερεωθεί στο πολιτικό σκηνικό σαν ένας διακριτός πόλος, και συνεπώς υπάρχουν περιθώρια ανόδου.
Τα ποιοτικά αποτελέσματα των εκλογών έδειξαν πως διευρύναμε την επιρροή μας στην επαρχία που και το 2012 και παραδοσιακά αποτελεί αδύναμο κρίκο της αριστεράς. Από την άλλη, υποχωρήσαμε στην νεολαία, στις πόλεις και στους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα. Ακριβώς στα σημεία στα οποία η αριστερά έχει το know-how να κερδίσει ό,τι έχασε, κι ακόμα παραπάνω.
Για πρώτη φορά βρεθήκαμε στον δεύτερο γύρο στο ένα τρίτο των περιφερειών που αντιπροσωπεύουν πάνω από τον μισό ελληνικό πληθυσμό, και σε κάμποσους δήμους. Το ότι πάνω-κάτω το 50% σε αυτές τις περιοχές ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα και αν πρόκειται για Β” γύρο, δημιουργεί πολιτικούς δεσμούς που οφείλουμε να συμπεριλάβουμε στους σχεδιασμούς μας. Γιατί; Γιατί αποδείχθηκε ότι η αριστερά μπορεί να ηγεμονεύσει πολιτικά σε πλατιά λαϊκά στρώματα στα οποία δεν είναι η πρώτη κομματική επιλογή τους.
Το υψηλό ποσοστό στο Β γύρο στις περιφέρειες και δήμους που κερδίσαμε, αλλά και στους δήμους που χάσαμε, δείχνει ακόμα και με εκλογικούς όρους ότι η οροφή της αριστεράς είναι πολύ ψηλότερα., αφού όταν η επιλογή γίνεται απ” τους πολίτες με διλημματικούς όρους ή αλλιώς με όρους ταξικής πόλωσης -όπως θα είναι το τοπίο στις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές– η ριζοσπαστική αριστερά μπορεί να ηγεμονεύσει σε ακροατήρια που βρίσκονται μακριά από της ιδεολογικές και πολιτικές της αφετηρίες. Κι αυτό χωρίς να στρογγυλέψει τις πολιτικές τις αιχμές. Αυτό το συμπέρασμα είναι το μεγαλύτερο κέρδος από την ιδιαίτερα υψηλή πτήση της Ανοιχτής Πόλης και του άγνωστου αρχικά Γαβριήλ Σακελλαρίδη στη μάλλον εχθρική για την αριστερά Α” Περιφέρεια της Αθήνας. Ακόμα περισσότερο, όταν έχουμε κερδίσει δύο περιφέρειες όπου κατοικεί ο μισός σχεδόν πληθυσμός της χώρας, το δείγμα της διακυβέρνησής μας μπορεί να προσανατολίσει σταθερά το εκλογικό αυτό σώμα στον ΣΥΡΙΖΑ.
Οι προεκλογικές καμπάνιες
Η ΝΔ επέλεξε σε αυτές τις εκλογές να κινηθεί για πρώτη φορά στα μνημονιακά χρονικά έχοντας μια θετική «μεγάλη αφήγηση»: Μας φλόμωσε με μεγαλοστομίες περί εξόδου από την κρίση, για το διαφαινόμενο φως στο τούνελ, την ανάπτυξη που κοντοζυγώνει, το πρωτογενές πλεόνασμα, το κοινωνικό μέρισμα κλπ. Η αφήγηση αυτή για την οικονομία συνοδεύτηκε από μια δόση μετριοπάθειας και ήπιας «στροφής στο κέντρο», που συμβολικά εκφράστηκε με περιστατικά όπως το κόψιμο του Φαήλου Κρανιδιώτη από το ευρωψηφοδέλτιο της ΝΔ. Η καμπάνια αυτή σκοπό είχε να θολώσει το τοπίο της κοινωνικής πόλωσης αφενός, αφετέρου να καλμάρει και ξανακερδίσει τα μεσοστρώματα που η ίδια είχε άγρια χτυπήσει το πολύ πρόσφατο παρελθόν με μέτρα όπως οι πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας κλπ και στα οποία παραδοσιακά στηρίζεται.
Φυσικά, η κοινωνική πόλωση δεν εξαφανίστηκε επειδή το επικοινωνιακό επιτελείο της ΝΔ το επιθυμούσε. Στην πραγματικότητα, έτσι δόθηκε χώρος στον ΣΥΡΙΖΑ, όχι απλά να αποδομήσει την υπεραισιόδοξη άποψη του αντιπάλου (άλλωστε, η αντιπολιτευτική στάση χωρίς πρόταση έχει τα όριά της), αλλά να αντεπιτεθεί, προβάλλοντας προγραμματικές αιχμές για τους άνεργους, τους επισφαλώς εργαζόμενους, τους κατεστραμμένους μικρομεσαίους που νιώθουν πως η κυβέρνηση τους εμπαίζει. Με αυτόν τον τρόπο μας δόθηκε προεκλογικά η ευκαιρία να στερεοποιήσουμε μια κοινωνική συμμαχία που αφορά τα πιο ενεργά και δυναμικά στρώματα της κοινωνίας, αυτά που με το ειδικό τους βάρος έλκουν και τα πιο αδύναμα.
Η ουσιαστικότερη αδυναμία μας –και ταυτόχρονα το σημαντικότερο μάθημά μας– είναι ότι αντί να επενδύσουμε πολιτικά σε αυτή την κοινωνική πόλωση, να επιλέξουμε να προβάλλουμε αιχμές που να μιλάνε στην καρδιά αυτών των κοινωνικών στρωμάτων, που να λύνουν τα πραγματικά προβλήματά τους, που να δείχνουν ουσιαστική πυγμή και όχι απλά λεκτικούς λεονταρισμούς, το κόμμα προσανατολίστηκε σε επικοινωνιακά τρικ και ανούσιες μεγαλοστομίες. Έτσι χάσαμε την ευκαιρία για ακόμα μεγαλύτερο «σκορ», δηλαδή για ένα ακόμα σημαντικότερο όπλο στα χέρια των καταπιεσμένων για να ρίξουν την κυβέρνηση. Τελικά, η επιτυχία του 26,6% είναι επιτυχία όχι του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ, αλλά εκείνου του 2012. Κι αυτό γιατί τότε ήταν που η ριζοσπαστική αριστερά έκανε το αποφασιστικό άλμα που άλλαξε την ιστορία της, με όπλα της την κυβέρνηση της αριστεράς, ένα συγκρουσιακό αντιμνημονιακό λόγο που ούτε η ίδια στρογγύλευε τότε αλλά και που τα ΜΜΕ τον παραμόρφωναν για να τρομοκρατήσουν το λαό, μιλώντας για τους «κομμουνιστές που θα μας πάρουν τα σπίτια και θα μας οδηγήσουν εκτός ευρωζώνης».
Εδώ πρέπει να ξεκαθαρίσουμε και το εξής: το σύνθημα «τρεις κάλπες μια επιλογή» οφείλουμε τίμια να το απολογίσουμε θετικά. Βεβαίως, πολλοί σύντροφοι και συντρόφισσες παρεξήγησαν αυτή την τακτική και πίστεψαν πως απλά με την ταμπέλα ΣΥΡΙΖΑ κάθε δημοτική παράταξη θα έπαιρνε τουλάχιστον 25-26%. Η διάψευση αυτή δείχνει πως οι αυτοδιοικητικές εκλογές δεν μπορούν απλά με ένα σύνθημα να μετατραπούν σε βουλευτικές ή ευρωεκλογές, και πως χρειάζεται δουλεία στην κοινωνία και ρίζωμα για να καρπίσει κάτι. Όμως, ο ρόλος του συνθήματος δεν ήταν να λύσει τις οργανωτικές και πολιτικές αυτές αδυναμίες (κάτι που εκ φύσεως δεν μπορεί να κάνει και το καλύτερο σύνθημα), αλλά να τις υπερβεί. Και ως προς αυτό το αποτέλεσμα δεν ήταν παρά θετικό.
Δύο παραδείγματα με σημασία
Η καμπάνια της Ανοιχτής Πόλης στον δήμο της Αθήνας και της Δύναμης Πολιτών στην Φιλαδέλφεια-Χαλκηδόνα έκαναν ακριβώς το παραπάνω: αντί να κρατήσουν μια μετριοπαθή στάση σε ζητήματα που απασχολούσαν την τοπική κοινωνία, στάθηκαν ξεκάθαρα και με πυγμή. Η καθαρή στάση του Γ. Σακελλαρίδη για το ζήτημα του τζαμιού, το μεταναστευτικό και την Χρυσή Αυγή, και η στάση του Άρη Βασιλόπουλου απέναντι στις μπίζνες του Μελισσανίδη πάνω στα αισθήματα μερίδας φιλάθλων της ΑΕΚ, κατάφεραν να στερεώσουν τον δικό τους πόλο, ώστε κατόπιν να ανοιχτούν και να ασκήσουν ηγεμονία από θέση ισχύος σε ευρύτερα ακροατήρια. Τα συμπιεσμένα ποσοστά του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ συντείνουν σε αυτή την διαπίστωση.
Η Αριστερά στο σταυροδρόμι
Σε τελική ανάλυση, δύο δρόμους έχουμε μπροστά μας. Ο πρώτος, ο απαισιόδοξος, έχει πάψει να βλέπει τις ευκαιρίες που ανοίγονται και είναι έτοιμος να χυθεί προς το κέντρο προκειμένου να μαζευτούν σκόρπια εκλογικά ποσοστά. Η ανακοίνωση της συμφωνίας με τον Μελισσανίδη μετεκλογικά μάλιστα, δεν είναι καθόλου καλό σημάδι Όπως βεβαίως ανησυχητικό είναι και το αδυνάτισμα των ανώτερων οργάνων του κόμματος, προς όφελος «ταχυδακτυλουργών» της επικοινωνίας.
Ο δικός μας δρόμος
Η ηττοπάθεια και η δεξιά προσαρμογή ευτυχώς δεν είναι μονόδρομος. Υπάρχει και η επιλογή να συνεχίσουμε όλοι μαζί το δρόμο που μας έφερε ως εδώ και μπορεί να μας πάει ακόμα πιο μακρυά. Το δρόμο της δικής μας αριστεράς και του ριζοσπαστικού προγράμματος. Το δρόμο που απαντάει ξεκάθαρα στα βασικά ζητήματα για την κυβέρνηση της αριστεράς.
Ζήτημα πρώτο και… τελευταίο: αυτοδυναμία
Να κλείσουμε τα αυτιά μας στις σειρήνες που μας καλούν να προσδιορίσουμε τη στρατηγική μας με βάση τη σημερινή κοινοβουλευτική γεωγραφία και τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών. Αντί να ψαρεύουμε συμμάχους στα θολά νερά της κεντροαριστεράς των πραγματικών ή φαντασιακών συνοδοιπόρων της ακροδεξιάς μνημονιακής κυβέρνησης Σαμαρά, μπορούμε να διεκδικήσουμε μία αυτοδύναμη κυβέρνηση της αριστεράς σε συμμαχία με τα δοκιμαζόμενα από την κρίση κοινωνικά στρώματα. Αντί να αυτοαναιρούμαστε με πολιτικά ζιγκ-ζαγκ που στέλνουν αντιφατικά μηνύματα στην κοινωνία ή να θολώνουμε το αντισυστημικό μας χαρακτήρα με συμμαχίες που προέρχονται από τη μνημονιακή λάσπη, οφείλουμε να δούμε τις ευκαιρίες που εμφανίστηκαν και σε αυτές τις εκλογές και να εστιάσουμε τις πρωτοβουλίες μας το ερχόμενο χρονικό διάστημα:
Σε κάθε είδους πρωτοβουλίες, πολιτικές αλλά και κινηματικές, που στοχεύουν στην ανατροπή της κυβέρνησης από την δική μας θέση. Εδώ χρειάζεται προσοχή: οι κοινοβουλευτικές πρωτοβουλίες είναι απαραίτητες, στον βαθμό που δεν κινδυνεύουν να αποτελέσουν ανάχωμα στην εμπιστοσύνη του κόσμου προς εμάς. Από την άλλη, χωρίς να υποστείλουμε την σημαία του κινήματος, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως είναι πολύ πιθανό μια επόμενη άνοδος της ταξικής πάλης να εμφανιστεί καταρχάς απευθείας στις κάλπες.
Στο ρίζωμα του κόμματος. Έχουμε πλέον στα δύο τρίτα των δήμων δημοτικές παρατάξεις και εκλέξαμε συντρόφους και συντρόφισσες σε περιοχές όπου διαβιεί το 90% του πληθυσμού. Η δραστηριότητα των παρατάξεων αυτών και των οργανώσεών μας δεν πρέπει να αφήνει να πέσει κάτω τίποτα, όσο μικρό και αμελητέο και αν φαίνεται. Για έναν απολυμένο εργαζόμενο πρέπει να κάνουμε σαματά στην γειτονιά. Για κάθε παράνομη κεραία έξω από σχολεία πρέπει να κινητοποιούμαστε, ακόμα και αν τα αποτελέσματα δεν φαίνονται αμέσως. Στα μικρά και στην συνέπεια κερδίζεται η εμπιστοσύνη της κοινωνίας. Έτσι θα ριζώσουμε παντού.
Στο άνοιγμα του κόμματος. Πρέπει να αναγνωρίσουμε πως οι οργανώσεις μελών έχουν δείξει παραπάνω φοβία στο να καλοσωρίσουν νέα μέλη, φοβία που πατάει πάνω στο ότι όποιος μπει στο κόμμα πια μάλλον πιο «δεξιά» από εμάς θα είναι. Η φοβία αυτή τροφοδοτείται και από ατυχείς και πρόχειρες «συμμαχίες» με προσωπικότητες π.χ. Βουδούρης, Καρυπίδης κλπ (ένας παραπάνω λόγος για να πάψουν οι προχειρότητες που μας έχουν ταλανίσει). Όμως χρειάζεται να εγγραφεί στις τοπικές οργανώσεις η αντίληψη πως, παρότι ιδεολογικά ο κόσμος που μας προσεγγίζει θα αποκλίνει από εμάς, κοινωνικά είναι ακριβώς αυτό που χρειάζεται το κόμμα: άνεργους, επισφαλώς εργαζόμενους, ανθρώπους που ζουν στο πετσί τους την κρίση και η απογοήτευσή τους μπορεί να μετατραπεί σε «δημιουργική οργή» μέσω της πολιτικής και να μας δώσει φτερά.
Σε συγκεκριμμένες προγραμματικές αιχμές που εμμονικά να επαναφέρουν τα ζητήματα όπως του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, του αξιοπρεπούς κατώτατου μισθού, της σισάχθειας για τα χρέη των φτωχότερων στρωμάτων. Ο ρεαλισμός και η τεχνική επάρκεια του συνόλου του προγράμματός μας πρέπει να ιεραρχηθεί χαμηλότερα από την ανάγκη να προσανατολίσουμε οριστικά με το μέρος μας συγκεκριμμένα κοινωνικά στρώματα και τάξεις. Να κυβερνήσουμε με διαφορετικό τεχνικά πρόγραμμα από αυτό που επεξεργάζονται οι διάφορες επιτροπές του κόμματος γίνεται, να κυβερνήσουμε χωρίς στέρεες κοινωνικές συμμαχίες δεν γίνεται.
http://miastigmistonanemo.blogspot.gr/2014/06/blog-post_8975.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου