Η γλώσσα του κεφαλαίου και των υποτακτικών του που παρασιτούν στην επικράτησή του, δεν μας εξέπληξε ούτε αυτή τη φορά. Οι πρώτες αναφορές για τους δύο νεκρούς νέους στη Μάνη –ανακλαστικά πλέον– παρουσιάστηκαν περισσότερο αγιογραφικές παρά βιογραφικές ή έστω ψύχραιμα δημοσιογραφικές.
«Σύμφωνα με τη σελίδα του στο facebook, εργαζόταν ως σύμβουλος διατροφής και άσκησης» ο ένας, «ασχολούνταν φανατικά με τη γυμναστική και το body building» και οι δύο, «τους άρεσαν τα τατουάζ», «αγαπούσαν τη γυμναστική» και άλλα τέτοια εξωραϊστικά στερεότυπα εν είδει αποφόρτισης του όποιου ιδεολογικού πλέγματος μπορεί να συνδεθεί με ή να συνδέσει στοιχεία του εγκλήματος και της ταυτότητας των εμπλεκομένων σ’αυτό. Μια πρώτη παρατήρηση: όποιος δεν έχει περάσει από τη ζωή μόνο κοιτάζοντας, μπορεί να καταλάβει με τη μία ότι «σύμβουλος διατροφής και άσκησης» σε γλώσσα αγοραία καθημερινή σημαίνει έμπορος αναβολικών. Κι αυτό πριν χρειαστεί να μας αποκαλυφθεί δημοσιογραφικά και διακινδυνεύσουμε πτώση εκ συγνέφων, ειδικά οι πιο νοικοκυραίοι τω πνεύματι. Αυτά για την αποκατάσταση της γλώσσας.
Παρατήρηση δεύτερη: αν και γνωρίζουμε τους σκοπούς της και τη λογική άρθρωσής της, η λανθάνουσα γλώσσα των κρατούντων μέσων -δηλαδή ο εξουσιαστικός λόγος- είναι η πλέον αποκαλυπτική· και πολλές φορές κυνικά συμπυκνωμένη. Πράγματι, στους δύο φουσκωτούς νέους –όπως και στους περισσότερους της κάστας αυτής– «άρεσαν τα τατουάζ». Και ίσως τους άρεσαν μόνο τα τατουάζ και όχι εκείνο που συμβολίζουν, αφού αυτό είναι κενό νοήματος, κενό υποστηρικτικής αφήγησης· πρώτα απ’όλα από τους ίδιους. Δεν υπάρχει καμία συνεκτική ιδεολογία πίσω από τα σημεία, όσο κι αν αυτά επικρατούν εκκωφαντικά. Εκκωφαντικός είναι και ο σκοπός τους: να φωνάξουν, όχι να δηλώσουν κάτι. Να αποδείξουν ότι μπορούν να φωνάξουν, όχι να πείσουν. Για την ακρίβεια, δεν υπάρχουν ούτε τα σύμβολα –με την έννοια που μπορεί να τα νοηματοδοτήσει μια ερμηνευτική αντιστοίχιση– παρά μόνο η ανάγκη επίδειξής τους. Όλος αυτός ο εννοιακός συμφυρμός (ναζί, Μακεδονία, Μεγαλέξανδρος, Σπαρτιάτες, Αρχαία Ελλάδα, πολεμικά γνωμικά, πατριωτικά λάβαρα, κέλτικα σύμβολα κλπ.) με τη μορφή της κιτς σωματικής τοιχογραφίας, συνιστά επίδειξη εξουσίας στους εκτός κάστας και παράλληλα εκπέμπει αναγνωριστικά σημάδια εντός της οργανικής αδελφότητας που λέγεται Μαφία. Για εκείνα τα χαραγμένα σύμβολα (όπως τα δύο πολύγωνα αστέρια συμμετρικά στην κορυφή του θώρακα) που πιστωμένα αντιστοιχούν σε κάποια ισχυρή δήλωση, ένα απλό γκουγκλάρισμα αρκεί για να μας αποκαλυφθεί η ερμηνεία τους. Και δεν είναι αρχαιοελληνικά, ούτε καν εθνικιστικά ή άλλως ιδεολογικά.
Επέκταση της δεύτερης παρατήρησης: Η εξουσία δεν έχει ιδεολογία· η εξουσία η ίδια είναι η ιδεολογία: ως αυτοσκοπός. Το γνωρίζει αυτό ακόμα και η άρια στα χαρτιά Χρυσή Αυγή, που ιδεολογικά έχει νερώσει όσο δεν πάει το κρασί της, προκειμένου όλα να προσμετρηθούν στην κάλπη του Προκρούστη· αρκεί να τροφοδοτεί τους εξαθλιωμένους πληβείους με μια λυτρωτική αίσθηση πυγμής και ακέραιου μίσους σε κάθε τι ατροφικό και συντροφικό. Εχθρός του έθνους είναι κάθε φτωχός, κάθε κακομοίρης, κάθε ένας που απειλεί να διασαλεύσει την τάξη (αυτή που επιβάλλει φτωχούς και κακομοίρηδες, που τρέφεται, αναπαράγεται και κατοχυρώνεται από αυτή τη συνθήκη). Στην περίπτωση, το έθνος δεν είναι ούτε καν μια αφηρημένη έννοια, αλλά μια ολότελα έωλη νοηματικά περιοχή, δυσπρόσιτη πρώτα απ’όλα στους ίδιους τους θιασώτες της. Ακόμα και ο εθνικισμός ως μια παραδοσιακά ακραία ρομαντική τάση πλήρωσης του τρόμου του κενού και του νοήματος της ύπαρξης, θεωρείται μάλλον βαριά κουλτούρα. Κοινώς: που να ασχολούμαστε τώρα. Τρία συνθηματικά γνωμικά σε αρχαία γραφή, ως ξένη γλώσσα πάντα φυτευμένα, αρκούν. Και καμία περιχαράκωση επίσης, όπως με συνέπεια θα αποζητούσε η καθαρή κάστα σε παλιότερες εποχές. Το αντίθετο: αυτό το στάτους κατοχυρώνεται με δεσπόζοντες όρους κοινωνικού προτύπου, ορίζει μια καθημερινή κανονικότητα – από το facebook και το χώρο εργασίας μέχρι το καφέ και την παραλία. Γίνεται σιγά σιγά κανονικό.
Ακόμα και σε επίπεδο επιφάσεων, τίποτα το «ελληνικό» δεν ανιχνεύεται στις έξεις και τις εθιμικές συνήθειες αυτών των εθνικιστών νέας κοπής. Όχι μόνο δεν «αγαπάνε τη γυμναστική», αλλά δεν απαντάται η συνδρομή της αγάπης σε ο,τιδήποτε τους αφορά. Δεν υπάρχει γι΄αυτούς «κοινότητα», δεν υπάρχουν δεσμοί αλληλεγγύης, παρά μια βαρβαρη σύμβαση ανοχής μεταξύ ομοίων· για την ακρίβεια: μεταξύ πεδίων άσκησης εξουσίας και συμφερόντων, δηλαδή συναλλακτικών δραστηριοτήτων, όχι πάντα καθαρών –κυρίως όχι καθαρών. Το πρότυπο σωματικό ιδεώδες δεν εμπνέεται ούτε από το ολυμπιακό πνεύμα ούτε από τη σπαρτιάτικη ανδρεία ούτε από άλλη αρχαιοπρεπή διδαχή γύμνασης. Αντίθετα, υπακούει στις επιταγές του φαίνεσθαι και της μεταμοντέρνας κακογουστιάς, ασχημονεί στους νόμους του ανθρώπινου οργανισμού υποθηκεύοντας την υγεία του ίδιου του οργανισμού, επενδύει στην πλαστή ενίσχυση που υπόσχονται τα στεροειδή και των λογής αναβολικά. Επαγγελματικά, οι περισσότεροι από αυτούς εμπλέκονται σε βρώμικες υποθέσεις και αδιαφανείς συναλλαγές –και εξαιρετικά σπανίως σε ρόλους που προσφέρουν υπηρεσίες στο κοινωνικό σύνολο (ειδικά με το φως του ήλιου...)– ενώ στον ελεύθερο χρόνο τους διασκεδάζουν με κουτοφράγκικα (sic) ηλεκτροφόρα beats στα beach bars που στέκουν ως φρούρια άλωσης των παραλιών, δηλαδή της ξεπουλημένης γης – «γη», όπως «πατρίδα». Χωνεύουν την ιστορία των προπατόρων μέσα από χολιγουντιανές παραγωγές και μορφώνονται από τις θεωρίες συνομωσίας που καθημερινά αυξάνουν την υπεραξία των επιχειρήσεων της Google. Τόσο έλληνες σε όλα τους. Για να το συνοψίσουμε όμως πολιτικά, τώρα που τα κραταιά οφίτσια, οι γονικές παραγγελιές και οι συναλλακτικές υποσχέσεις στέρεψαν ως πολιτική (και κυρίως ανταποδοτική) προοπτική από τους γαλαζοπράσινους εμπνευστές και κύριους φορείς της –πιο απλά: από την ηγεμονία της αστικής τάξης– η οργανωμένη Μαφία, ο πυρήνας του αυθεντικού εγκλήματος και οι αφοσιωμένοι μπράβοι του απέκτησαν κόμμα και ιδεοληπτικό απάγκιο. (και όχι κίνημα, αφού ένα κίνημα, εικαζόμενο με ιστορικούς όρους τουλάχιστον, έχει εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά).
Παρακολουθώντας τις αντιδράσεις του κόσμου της αριστερής ευαισθησίας σχετικά με την είδηση του διπλού φονικού, φαίνεται πως τα από δω ανακλαστικά στομώσαν στο συναίσθημα. «Δυο φασίστες λιγότεροι», διατυπωνόταν στα social media σε διάφορους τόνους· από ελαφρό χιουμοράκι μέχρι χαιρεκακία σε εκδικητική προφορά. Ακόμα πιο σοβαρά, κάποιοι πιθανώς οραματίζονταν τρόπους να απαλλαγούμε από το βόρβορο. Κι όμως: είναι δύο φασίστες περισσότεροι. Είναι οι ακόμα πιο νεαροί δολοφόνοι των φασιστών, τα χέρια των οποίων δεν σκότωσαν φασίστες, αλλά ακριβώς επειδή ανήκουν σε φασίστες. Είναι η κατοχύρωση μιας κτηνώδους πρακτικής που ολοένα επικρατεί, σταδιακά νομιμοποιείται παντοιοτρόπως και –το χειρότερο– κερδίζει έδαφος στην καθημερινότητα, τις συνειδήσεις και τις προσλαμβάνουσες, διευρύνει επικίνδυνα τις αντοχές και τις ανοχές του κοινωνικού συνόλου. Αρκεί να αναλογιστούμε πόσες σφαίρες και κακό μετράμε στο αστυνομικό δελτίο από το Δεκαπενταύγουστο μέχρι τώρα· από το ζευγάρι που βρέθηκε νεκρό στην εθνική οδό μέχρι τον πατέρα που δολοφόνησε τον γιο του, με τη συνέργεια της οικογένειας, αλλά και τις αποκαλύψεις για τους βιασμούς ανηλίκων σε ίδρυμα στο Βόλο. Με τον όρο «ξεκαθάρισμα λογαριασμών» επιδιώκουμε συνήθως να αποφορτίσουμε το έγκλημα από τις προεκτάσεις τόσο του ίδιου του εγκλήματος, όσο και των «λογαριασμών» που το κατευθύνουν και το εμπεριέχουν ως έννομο εργαλείο. Δεν είναι όμως ξεκαθάρισμα λογαριασμών, είναι ξεκαθάρισμα ανθρώπων. Στη λίστα της βαρβαρότητας που μια αριστερά σμιλευμένη συνείδηση αντιπαλεύει, αυτές οι πρακτικές επίλυσης οποιουδήποτε λογαριασμού οφείλουν να βρίσκονται σε υψηλή προτεραιότητα. Να μην προσπερνώνται ως «υποθέσεις του κοινού ποινικού δικαίου», αλλά να αναδεικνύονται εμφατικά ως οι κατ’εξοχήν βαρβαρικές μέθοδοι του φασισμού –δηλαδή της ακραίας μορφής καπιταλισμού– που δεν δικαιολογούν, αλλά αντίθετα εργαλειοποιούν το έγκλημα. Όσο ξεκάθαρο γίνεται ότι αυτές οι εγκληματικές πρακτικές αναγκαστικά προβλέπουν και θύματα μεταξύ ομοειδών (ο φασισμός δεν εξαιρεί κανέναν στο σκοπό του), τόσο κρυστάλλινα καθαρά χρειάζεται το βάρος της κουβέντας να μην μένει στα θύματα (και την ταυτότητά τους), αλλά στην πρακτική. Στη δίκαιη και ελεύθερη κοινωνία του ανθρώπου για τον άνθρωπο, στην απελευθερωτική ουτοπία του κομμουνιστικού οράματος, στην δημοκρατική αριστερή συνείδηση, εχθρός ήταν πάντα και θα είναι η απαξίωση της ανθρώπινης ζωής. Και σ’ αυτήν εδώ τη ζωή, στις μέρες της κτηνώδους εξουσίας της αγοράς, εχθρός είναι η αφομοίωση των μεθόδων εξευτελισμού του ανθρώπου στην καθημερινότητα· εχθρός είναι οι όροι επιβολής της εξαθλίωσης, που χωρίζουν τον άνθρωπο σε είδη και κατηγορίες και παράλληλα του αφαιρούν με τόση βία εκείνα που τον ξεχωρίζουν από το ζωικό βασίλειο. Με λίγα λόγια, εχθρός μας είναι ό,τι εχθρεύεται τον άνθρωπο, όχι οι ίδιοι οι άνθρωποι. Κι αυτό γιατί οι ίδιοι οι άνθρωποι συνιστούν πάντα μια εκδοχή, ανοιχτή στο καλύτερο και στο χειρότερο, έρμαια πολλές φορές και των αντιφάσεων που διέπουν τη φύση της. Το γερμανικό πνεύμα γέννησε τον Μπετόβεν, τον Γκαίτε, τον Μαρξ και τον Αϊνστάιν, εμπνεύστηκε όμως και έθρεψε και το ναζισμό. Αυτές λοιπόν οι προεκτάσεις του εγκλήματος είναι βαθιά πολιτικές, είναι πολλαπλά ιδεολογικές, και αυτά τα εγκλήματα οφείλει να αναδείξει η αριστερή ευαισθησία ως πολιτικά και να τα αντιπαλέψει. Ακριβώς γιατί είναι σύμφυτα και λειτουργικά στοιχεία της πιο βάρβαρης μορφής του καπιταλισμού.
Και κάτι ακόμα. Όμοια, μάθαμε να διασκεδάζουμε χλευάζοντας την ανορθογραφία των χρυσαυγιτών, περίπου ως να είναι επιλογή τους ή κάποια εκ γενετής αναπηρία, και αντίστοιχα να θεωρούνται σαν ένα τσούρμο πιθήκων που έπεσε ουρανοκατέβατο από κάποιο πλανήτη. Κατά συνέπεια, θα πει κανείς ότι αρκεί ένα στρατηγικό σχέδιο για να τους ξεφορτωθούμε ως κοινωνία· ή ακόμα καλύτερα, να ξεπαστρευτούν μόνοι τους ει δυνατόν. (Ας το ξαναπούμε όμως: τα ξεπαστρέματα δεν θα σημειώσουν καμία ήττα του φασισμού· γιατί είναι ακριβώς το αντίθετο: ο θρίαμβος του φασισμού). Σε κάθε ανορθόγραφη διατύπωση μίσους, οφείλουμε να αναγνωρίζουμε ένα αποτυχημένο σε όλους τους στόχους και τις μεθόδους του σύστημα εκπαίδευσης, αλλά και ακόμα συνολικότερα: ένα θλιβερά αποσαθρωμένο και ανίσχυρο πλέγμα αξιών –πρώτιστα ανθρωπιστικών, ηθικών και πνευματικών-, έναν πολιτισμό που έχει απωλέσει την πυξίδα του –ίσως και την πορεία του- καθώς και την καταστροφική κατάπτωση της κουλτούρας, της σημασίας και του ρόλου αυτής (ας θυμηθούμε εδώ την εντατική δουλειά δεκαετιών που έκαναν γι’αυτό οι πιστές οργανικές στρατιές των πασοκοφρουρών). Πίσω από κάθε ιστορικά λαθρόχειρη και φιλοπολεμική ψευδορητορική, ας αγναντέψουμε με αναστοχασμό τις απόκρημνες πλαγιές της ουτοπίας, της οποίας το όραμα όλο και απομακρύνεται, εντός και εκτός μας, και συνθλίβεται από τις εκφυλιστικές επιταγές της διαχείρισης, από τη μέγγενη των παγκόσμιων συμβολαίων εξαθλίωσης της εργασίας και εξανδραποδισμού της ανθρώπινης σκέψης, αλλά και από τον αδυσώπητο αγώνα για επιβίωση. Σε κάθε ναζιστή, να διαβάζουμε μια χαμένη ευκαιρία· ενός ανθρώπου που σε αυτό το σύστημα, σε αυτή τη συγκυρία, σε αυτή τη στάση της Ιστορίας, επέλεξε να ασπαστεί αφοσιωμένα τη βαρβαρότητα στις πιο αποκρουστικές ατραπούς της. Σε κάθε αρχαιολαγνικό κιτς τατουάζ, ας σκεφτούμε σοβαρά ποια είναι η θέση της Τέχνης στην κοινωνία σήμερα, ποια η θέση και η επίγνωση της Ιστορίας και του μεγάλου Αρχαίου πολιτισμού των προγόνων μας, της γραμματείας τους και των αξιών τους, ποια είναι η δική μας αγωνία και ευθύνη· εμάς, των πολιτισμένων, των δημοκρατών, των αριστερών, των ανθρώπων που επιμένουν να οραματίζονται κοινωνία για όλους, που γνωρίζουν το παρελθόν τους ως πυξίδα για ένα άλλο μέλλον.
Άλλωστε, η διαφορά της αριστερής συνείδησης από τον κάθε αποκτηνωμένο φορέα της εξουσίας, χαρακτηρίζεται από τη θέση που προβλέπει για τον άνθρωπο η ιδεολογική της στόχευση και το οραματικό θεμέλιό της: η δίκαιη κοινωνία έχει τον άνθρωπο και τις ανάγκες του στο κέντρο, θέλει τον άνθρωπο ελεύθερο και χειραφετημένο. Ο φασισμός κρατάει τον άνθρωπο στο περιθώριο, υποχείριο και εχθρό για τους άλλους ανθρώπους, και τις ανάγκες του εξαρτημένες από τις επιβουλές της εξουσίας.
Κωστής Ζουλιάτης
Εικ. "Hurrah, die, Butter ist Alle!" ή "Hurray! The butter is gone!" του John Heartfield (1935). Το έργο αποτελεί παρωδία της ναζιστικής προπαγάνδας και συνοδεύεται από την εξής λεζάντα: «Το σίδερο έκανε πάντα ένα έθνος σκληρό, το βούτυρο και το μπέικον κάναν απλώς τους ανθρώπους να παχαίνουν». Η ειρωνεία του καλλιτέχνη αναφέρεται στην έλλειψη τροφίμων εκείνη την περίοδο. Οι Γερμανοί τότε χρησιμοποιούσαν πολύ περισσότερο σίδερο για τα όπλα που ετοίμαζαν παρά τροφή.
«Σύμφωνα με τη σελίδα του στο facebook, εργαζόταν ως σύμβουλος διατροφής και άσκησης» ο ένας, «ασχολούνταν φανατικά με τη γυμναστική και το body building» και οι δύο, «τους άρεσαν τα τατουάζ», «αγαπούσαν τη γυμναστική» και άλλα τέτοια εξωραϊστικά στερεότυπα εν είδει αποφόρτισης του όποιου ιδεολογικού πλέγματος μπορεί να συνδεθεί με ή να συνδέσει στοιχεία του εγκλήματος και της ταυτότητας των εμπλεκομένων σ’αυτό. Μια πρώτη παρατήρηση: όποιος δεν έχει περάσει από τη ζωή μόνο κοιτάζοντας, μπορεί να καταλάβει με τη μία ότι «σύμβουλος διατροφής και άσκησης» σε γλώσσα αγοραία καθημερινή σημαίνει έμπορος αναβολικών. Κι αυτό πριν χρειαστεί να μας αποκαλυφθεί δημοσιογραφικά και διακινδυνεύσουμε πτώση εκ συγνέφων, ειδικά οι πιο νοικοκυραίοι τω πνεύματι. Αυτά για την αποκατάσταση της γλώσσας.
Παρατήρηση δεύτερη: αν και γνωρίζουμε τους σκοπούς της και τη λογική άρθρωσής της, η λανθάνουσα γλώσσα των κρατούντων μέσων -δηλαδή ο εξουσιαστικός λόγος- είναι η πλέον αποκαλυπτική· και πολλές φορές κυνικά συμπυκνωμένη. Πράγματι, στους δύο φουσκωτούς νέους –όπως και στους περισσότερους της κάστας αυτής– «άρεσαν τα τατουάζ». Και ίσως τους άρεσαν μόνο τα τατουάζ και όχι εκείνο που συμβολίζουν, αφού αυτό είναι κενό νοήματος, κενό υποστηρικτικής αφήγησης· πρώτα απ’όλα από τους ίδιους. Δεν υπάρχει καμία συνεκτική ιδεολογία πίσω από τα σημεία, όσο κι αν αυτά επικρατούν εκκωφαντικά. Εκκωφαντικός είναι και ο σκοπός τους: να φωνάξουν, όχι να δηλώσουν κάτι. Να αποδείξουν ότι μπορούν να φωνάξουν, όχι να πείσουν. Για την ακρίβεια, δεν υπάρχουν ούτε τα σύμβολα –με την έννοια που μπορεί να τα νοηματοδοτήσει μια ερμηνευτική αντιστοίχιση– παρά μόνο η ανάγκη επίδειξής τους. Όλος αυτός ο εννοιακός συμφυρμός (ναζί, Μακεδονία, Μεγαλέξανδρος, Σπαρτιάτες, Αρχαία Ελλάδα, πολεμικά γνωμικά, πατριωτικά λάβαρα, κέλτικα σύμβολα κλπ.) με τη μορφή της κιτς σωματικής τοιχογραφίας, συνιστά επίδειξη εξουσίας στους εκτός κάστας και παράλληλα εκπέμπει αναγνωριστικά σημάδια εντός της οργανικής αδελφότητας που λέγεται Μαφία. Για εκείνα τα χαραγμένα σύμβολα (όπως τα δύο πολύγωνα αστέρια συμμετρικά στην κορυφή του θώρακα) που πιστωμένα αντιστοιχούν σε κάποια ισχυρή δήλωση, ένα απλό γκουγκλάρισμα αρκεί για να μας αποκαλυφθεί η ερμηνεία τους. Και δεν είναι αρχαιοελληνικά, ούτε καν εθνικιστικά ή άλλως ιδεολογικά.
Επέκταση της δεύτερης παρατήρησης: Η εξουσία δεν έχει ιδεολογία· η εξουσία η ίδια είναι η ιδεολογία: ως αυτοσκοπός. Το γνωρίζει αυτό ακόμα και η άρια στα χαρτιά Χρυσή Αυγή, που ιδεολογικά έχει νερώσει όσο δεν πάει το κρασί της, προκειμένου όλα να προσμετρηθούν στην κάλπη του Προκρούστη· αρκεί να τροφοδοτεί τους εξαθλιωμένους πληβείους με μια λυτρωτική αίσθηση πυγμής και ακέραιου μίσους σε κάθε τι ατροφικό και συντροφικό. Εχθρός του έθνους είναι κάθε φτωχός, κάθε κακομοίρης, κάθε ένας που απειλεί να διασαλεύσει την τάξη (αυτή που επιβάλλει φτωχούς και κακομοίρηδες, που τρέφεται, αναπαράγεται και κατοχυρώνεται από αυτή τη συνθήκη). Στην περίπτωση, το έθνος δεν είναι ούτε καν μια αφηρημένη έννοια, αλλά μια ολότελα έωλη νοηματικά περιοχή, δυσπρόσιτη πρώτα απ’όλα στους ίδιους τους θιασώτες της. Ακόμα και ο εθνικισμός ως μια παραδοσιακά ακραία ρομαντική τάση πλήρωσης του τρόμου του κενού και του νοήματος της ύπαρξης, θεωρείται μάλλον βαριά κουλτούρα. Κοινώς: που να ασχολούμαστε τώρα. Τρία συνθηματικά γνωμικά σε αρχαία γραφή, ως ξένη γλώσσα πάντα φυτευμένα, αρκούν. Και καμία περιχαράκωση επίσης, όπως με συνέπεια θα αποζητούσε η καθαρή κάστα σε παλιότερες εποχές. Το αντίθετο: αυτό το στάτους κατοχυρώνεται με δεσπόζοντες όρους κοινωνικού προτύπου, ορίζει μια καθημερινή κανονικότητα – από το facebook και το χώρο εργασίας μέχρι το καφέ και την παραλία. Γίνεται σιγά σιγά κανονικό.
Ακόμα και σε επίπεδο επιφάσεων, τίποτα το «ελληνικό» δεν ανιχνεύεται στις έξεις και τις εθιμικές συνήθειες αυτών των εθνικιστών νέας κοπής. Όχι μόνο δεν «αγαπάνε τη γυμναστική», αλλά δεν απαντάται η συνδρομή της αγάπης σε ο,τιδήποτε τους αφορά. Δεν υπάρχει γι΄αυτούς «κοινότητα», δεν υπάρχουν δεσμοί αλληλεγγύης, παρά μια βαρβαρη σύμβαση ανοχής μεταξύ ομοίων· για την ακρίβεια: μεταξύ πεδίων άσκησης εξουσίας και συμφερόντων, δηλαδή συναλλακτικών δραστηριοτήτων, όχι πάντα καθαρών –κυρίως όχι καθαρών. Το πρότυπο σωματικό ιδεώδες δεν εμπνέεται ούτε από το ολυμπιακό πνεύμα ούτε από τη σπαρτιάτικη ανδρεία ούτε από άλλη αρχαιοπρεπή διδαχή γύμνασης. Αντίθετα, υπακούει στις επιταγές του φαίνεσθαι και της μεταμοντέρνας κακογουστιάς, ασχημονεί στους νόμους του ανθρώπινου οργανισμού υποθηκεύοντας την υγεία του ίδιου του οργανισμού, επενδύει στην πλαστή ενίσχυση που υπόσχονται τα στεροειδή και των λογής αναβολικά. Επαγγελματικά, οι περισσότεροι από αυτούς εμπλέκονται σε βρώμικες υποθέσεις και αδιαφανείς συναλλαγές –και εξαιρετικά σπανίως σε ρόλους που προσφέρουν υπηρεσίες στο κοινωνικό σύνολο (ειδικά με το φως του ήλιου...)– ενώ στον ελεύθερο χρόνο τους διασκεδάζουν με κουτοφράγκικα (sic) ηλεκτροφόρα beats στα beach bars που στέκουν ως φρούρια άλωσης των παραλιών, δηλαδή της ξεπουλημένης γης – «γη», όπως «πατρίδα». Χωνεύουν την ιστορία των προπατόρων μέσα από χολιγουντιανές παραγωγές και μορφώνονται από τις θεωρίες συνομωσίας που καθημερινά αυξάνουν την υπεραξία των επιχειρήσεων της Google. Τόσο έλληνες σε όλα τους. Για να το συνοψίσουμε όμως πολιτικά, τώρα που τα κραταιά οφίτσια, οι γονικές παραγγελιές και οι συναλλακτικές υποσχέσεις στέρεψαν ως πολιτική (και κυρίως ανταποδοτική) προοπτική από τους γαλαζοπράσινους εμπνευστές και κύριους φορείς της –πιο απλά: από την ηγεμονία της αστικής τάξης– η οργανωμένη Μαφία, ο πυρήνας του αυθεντικού εγκλήματος και οι αφοσιωμένοι μπράβοι του απέκτησαν κόμμα και ιδεοληπτικό απάγκιο. (και όχι κίνημα, αφού ένα κίνημα, εικαζόμενο με ιστορικούς όρους τουλάχιστον, έχει εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά).
Παρακολουθώντας τις αντιδράσεις του κόσμου της αριστερής ευαισθησίας σχετικά με την είδηση του διπλού φονικού, φαίνεται πως τα από δω ανακλαστικά στομώσαν στο συναίσθημα. «Δυο φασίστες λιγότεροι», διατυπωνόταν στα social media σε διάφορους τόνους· από ελαφρό χιουμοράκι μέχρι χαιρεκακία σε εκδικητική προφορά. Ακόμα πιο σοβαρά, κάποιοι πιθανώς οραματίζονταν τρόπους να απαλλαγούμε από το βόρβορο. Κι όμως: είναι δύο φασίστες περισσότεροι. Είναι οι ακόμα πιο νεαροί δολοφόνοι των φασιστών, τα χέρια των οποίων δεν σκότωσαν φασίστες, αλλά ακριβώς επειδή ανήκουν σε φασίστες. Είναι η κατοχύρωση μιας κτηνώδους πρακτικής που ολοένα επικρατεί, σταδιακά νομιμοποιείται παντοιοτρόπως και –το χειρότερο– κερδίζει έδαφος στην καθημερινότητα, τις συνειδήσεις και τις προσλαμβάνουσες, διευρύνει επικίνδυνα τις αντοχές και τις ανοχές του κοινωνικού συνόλου. Αρκεί να αναλογιστούμε πόσες σφαίρες και κακό μετράμε στο αστυνομικό δελτίο από το Δεκαπενταύγουστο μέχρι τώρα· από το ζευγάρι που βρέθηκε νεκρό στην εθνική οδό μέχρι τον πατέρα που δολοφόνησε τον γιο του, με τη συνέργεια της οικογένειας, αλλά και τις αποκαλύψεις για τους βιασμούς ανηλίκων σε ίδρυμα στο Βόλο. Με τον όρο «ξεκαθάρισμα λογαριασμών» επιδιώκουμε συνήθως να αποφορτίσουμε το έγκλημα από τις προεκτάσεις τόσο του ίδιου του εγκλήματος, όσο και των «λογαριασμών» που το κατευθύνουν και το εμπεριέχουν ως έννομο εργαλείο. Δεν είναι όμως ξεκαθάρισμα λογαριασμών, είναι ξεκαθάρισμα ανθρώπων. Στη λίστα της βαρβαρότητας που μια αριστερά σμιλευμένη συνείδηση αντιπαλεύει, αυτές οι πρακτικές επίλυσης οποιουδήποτε λογαριασμού οφείλουν να βρίσκονται σε υψηλή προτεραιότητα. Να μην προσπερνώνται ως «υποθέσεις του κοινού ποινικού δικαίου», αλλά να αναδεικνύονται εμφατικά ως οι κατ’εξοχήν βαρβαρικές μέθοδοι του φασισμού –δηλαδή της ακραίας μορφής καπιταλισμού– που δεν δικαιολογούν, αλλά αντίθετα εργαλειοποιούν το έγκλημα. Όσο ξεκάθαρο γίνεται ότι αυτές οι εγκληματικές πρακτικές αναγκαστικά προβλέπουν και θύματα μεταξύ ομοειδών (ο φασισμός δεν εξαιρεί κανέναν στο σκοπό του), τόσο κρυστάλλινα καθαρά χρειάζεται το βάρος της κουβέντας να μην μένει στα θύματα (και την ταυτότητά τους), αλλά στην πρακτική. Στη δίκαιη και ελεύθερη κοινωνία του ανθρώπου για τον άνθρωπο, στην απελευθερωτική ουτοπία του κομμουνιστικού οράματος, στην δημοκρατική αριστερή συνείδηση, εχθρός ήταν πάντα και θα είναι η απαξίωση της ανθρώπινης ζωής. Και σ’ αυτήν εδώ τη ζωή, στις μέρες της κτηνώδους εξουσίας της αγοράς, εχθρός είναι η αφομοίωση των μεθόδων εξευτελισμού του ανθρώπου στην καθημερινότητα· εχθρός είναι οι όροι επιβολής της εξαθλίωσης, που χωρίζουν τον άνθρωπο σε είδη και κατηγορίες και παράλληλα του αφαιρούν με τόση βία εκείνα που τον ξεχωρίζουν από το ζωικό βασίλειο. Με λίγα λόγια, εχθρός μας είναι ό,τι εχθρεύεται τον άνθρωπο, όχι οι ίδιοι οι άνθρωποι. Κι αυτό γιατί οι ίδιοι οι άνθρωποι συνιστούν πάντα μια εκδοχή, ανοιχτή στο καλύτερο και στο χειρότερο, έρμαια πολλές φορές και των αντιφάσεων που διέπουν τη φύση της. Το γερμανικό πνεύμα γέννησε τον Μπετόβεν, τον Γκαίτε, τον Μαρξ και τον Αϊνστάιν, εμπνεύστηκε όμως και έθρεψε και το ναζισμό. Αυτές λοιπόν οι προεκτάσεις του εγκλήματος είναι βαθιά πολιτικές, είναι πολλαπλά ιδεολογικές, και αυτά τα εγκλήματα οφείλει να αναδείξει η αριστερή ευαισθησία ως πολιτικά και να τα αντιπαλέψει. Ακριβώς γιατί είναι σύμφυτα και λειτουργικά στοιχεία της πιο βάρβαρης μορφής του καπιταλισμού.
Και κάτι ακόμα. Όμοια, μάθαμε να διασκεδάζουμε χλευάζοντας την ανορθογραφία των χρυσαυγιτών, περίπου ως να είναι επιλογή τους ή κάποια εκ γενετής αναπηρία, και αντίστοιχα να θεωρούνται σαν ένα τσούρμο πιθήκων που έπεσε ουρανοκατέβατο από κάποιο πλανήτη. Κατά συνέπεια, θα πει κανείς ότι αρκεί ένα στρατηγικό σχέδιο για να τους ξεφορτωθούμε ως κοινωνία· ή ακόμα καλύτερα, να ξεπαστρευτούν μόνοι τους ει δυνατόν. (Ας το ξαναπούμε όμως: τα ξεπαστρέματα δεν θα σημειώσουν καμία ήττα του φασισμού· γιατί είναι ακριβώς το αντίθετο: ο θρίαμβος του φασισμού). Σε κάθε ανορθόγραφη διατύπωση μίσους, οφείλουμε να αναγνωρίζουμε ένα αποτυχημένο σε όλους τους στόχους και τις μεθόδους του σύστημα εκπαίδευσης, αλλά και ακόμα συνολικότερα: ένα θλιβερά αποσαθρωμένο και ανίσχυρο πλέγμα αξιών –πρώτιστα ανθρωπιστικών, ηθικών και πνευματικών-, έναν πολιτισμό που έχει απωλέσει την πυξίδα του –ίσως και την πορεία του- καθώς και την καταστροφική κατάπτωση της κουλτούρας, της σημασίας και του ρόλου αυτής (ας θυμηθούμε εδώ την εντατική δουλειά δεκαετιών που έκαναν γι’αυτό οι πιστές οργανικές στρατιές των πασοκοφρουρών). Πίσω από κάθε ιστορικά λαθρόχειρη και φιλοπολεμική ψευδορητορική, ας αγναντέψουμε με αναστοχασμό τις απόκρημνες πλαγιές της ουτοπίας, της οποίας το όραμα όλο και απομακρύνεται, εντός και εκτός μας, και συνθλίβεται από τις εκφυλιστικές επιταγές της διαχείρισης, από τη μέγγενη των παγκόσμιων συμβολαίων εξαθλίωσης της εργασίας και εξανδραποδισμού της ανθρώπινης σκέψης, αλλά και από τον αδυσώπητο αγώνα για επιβίωση. Σε κάθε ναζιστή, να διαβάζουμε μια χαμένη ευκαιρία· ενός ανθρώπου που σε αυτό το σύστημα, σε αυτή τη συγκυρία, σε αυτή τη στάση της Ιστορίας, επέλεξε να ασπαστεί αφοσιωμένα τη βαρβαρότητα στις πιο αποκρουστικές ατραπούς της. Σε κάθε αρχαιολαγνικό κιτς τατουάζ, ας σκεφτούμε σοβαρά ποια είναι η θέση της Τέχνης στην κοινωνία σήμερα, ποια η θέση και η επίγνωση της Ιστορίας και του μεγάλου Αρχαίου πολιτισμού των προγόνων μας, της γραμματείας τους και των αξιών τους, ποια είναι η δική μας αγωνία και ευθύνη· εμάς, των πολιτισμένων, των δημοκρατών, των αριστερών, των ανθρώπων που επιμένουν να οραματίζονται κοινωνία για όλους, που γνωρίζουν το παρελθόν τους ως πυξίδα για ένα άλλο μέλλον.
Άλλωστε, η διαφορά της αριστερής συνείδησης από τον κάθε αποκτηνωμένο φορέα της εξουσίας, χαρακτηρίζεται από τη θέση που προβλέπει για τον άνθρωπο η ιδεολογική της στόχευση και το οραματικό θεμέλιό της: η δίκαιη κοινωνία έχει τον άνθρωπο και τις ανάγκες του στο κέντρο, θέλει τον άνθρωπο ελεύθερο και χειραφετημένο. Ο φασισμός κρατάει τον άνθρωπο στο περιθώριο, υποχείριο και εχθρό για τους άλλους ανθρώπους, και τις ανάγκες του εξαρτημένες από τις επιβουλές της εξουσίας.
Κωστής Ζουλιάτης
Εικ. "Hurrah, die, Butter ist Alle!" ή "Hurray! The butter is gone!" του John Heartfield (1935). Το έργο αποτελεί παρωδία της ναζιστικής προπαγάνδας και συνοδεύεται από την εξής λεζάντα: «Το σίδερο έκανε πάντα ένα έθνος σκληρό, το βούτυρο και το μπέικον κάναν απλώς τους ανθρώπους να παχαίνουν». Η ειρωνεία του καλλιτέχνη αναφέρεται στην έλλειψη τροφίμων εκείνη την περίοδο. Οι Γερμανοί τότε χρησιμοποιούσαν πολύ περισσότερο σίδερο για τα όπλα που ετοίμαζαν παρά τροφή.
http://kommon.gr/ix/105-mani-dyo-fasistes
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου