Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014

Περί προγονολατρείας…


Το φαινόμενο της παρελθοντολαγνείας και η συχνά απεγνωσμένη προσπάθεια αναζήτησης ριζών σε «ένδοξους προγόνους», συνιστούν στην εποχή μας όχι μόνο ένδειξη μιας βαθιάς σύγχυσης ταυτότητας, απόρροια λαών που βρίσκονται σε κρίση και επιζητούν μια κάποια ψυχολογική ανάταση μέσω της σύνδεσης τους με ένα υποτιθέμενο «χρυσό παρελθόν»… Μα, στην περίπτωση της έξαρσης του εθνικισμού, το φαινόμενο αυτό αγγίζει όρια επικίνδυνης βλακείας.

Να το πω απλούστερα: Είμαστε «μεγάλοι» και «περήφανοι», επειδή κάποιοι, κάποτε, πριν 2500 χρόνια (πολύ, πολύ καιρό πριν), δημιούργησαν έναν σπουδαίο πολιτισμό. Μάλιστα. Για την ακρίβεια, δεν είμαστε απλά «μεγάλοι» για τον πολιτισμό που εκείνοι είχαν τη μαγκιά να δημιουργήσουν και να μας τον παραχωρήσουν απλόχερα, για να του αλλάξουμε τον αδόξαστο… Μα θεωρούμε τους εαυτούς μας «μεγαλύτερους» και από τους άλλους! Τέτοιο θράσος. Τόση ύβρις – για να χρησιμοποιήσω την αρχαιοελληνική αυτή λέξη, που τόση σημασία είχε για τους αρχαίους Έλληνες.

Το τραγικό είναι πως η εθνικιστική αυτή εκδοχή της μωρίας επηρεάζει μια μερίδα, απαίδευτου και συγχυσμένου, πλην «περήφανου», κοινού. Και αυτό δεν ισχύει μόνο με την εγχώρια εκδοχή του εθνικισμού, μα με τον εθνικισμό σαν ιδεολογία, σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Οι Αμερικάνοι «πατριώτες» καυχιόνται για τις αξίες του «παλιού καλού καιρού» και των λευκών προτεσταντών που μετοίκισαν από την αντίπερα όχθη του Ατλαντικού. Οι Γάλλοι σοβινιστές περιφρονούν βαθύτατα όσους δεν είναι σαν αυτούς και δε μοιράζονται τη μοναδική, γαλλική κουλτούρα. Οι Γερμανοί, στα χρόνια του Χίτλερ, μιλούσαν συνέχεια για τις ένδοξες ρίζες της «αρίας φυλής» και τις αξίες των «ανόθευτου γερμανικού πνεύματος», με ιστορία τόσο παλιά όσο η φύση η ίδια και καταγωγή ως τα βάθη της μυθολογίας. Οι Ιρανοί φανατικοί υπεραμύνονται των δικαίων της παράδοσης, της θρησκείας και του φονταμενταλισμού.

Κάθε χώρα έχει τους «εθνικούς της ήρωες» και κάθε λαός έχει τους «προαιώνιους εχθρούς» του (εκτός από τους λαούς εκείνους που έπιασαν το νόημα – ευτυχώς για μας, υπάρχουν, εδώ και κει, στον ταλαίπωρο αυτόν πλανήτη). Εξάλλου, χωρίς την ύπαρξη ενός εχθρού, πώς να ορίσεις τον εαυτό σου; Ποιος είμαι, αν δεν έχω κάποιον για να αντιστρατεύομαι;

Και ασφαλώς οι εθνικιστές κάθε χώρας μισούν όλοι ο ένας τον άλλον. Μα σα να μην αρκεί το μίσος ανάμεσα στα έθνη, καθώς βλέπετε ξεχειλίζει και χρειάζεται να διοχετευτεί προς πάσα κατεύθυνση, οι εθνικιστές μισούν και όλους εκείνους τους συμπατριώτες τους που μιλούν για ειρήνη, για αλληλεγγύη, για ανθρώπινα δικαιώματα και άλλα τέτοια… ξεπερασμένα. Μίσος αδέρφια, μόνο μίσος! Μίσος για τους ξένους, μίσος για τους αριστερούς, μίσος για τους φιλελεύθερους, μίσος για τους μαύρους, μίσος για τους «προαιώνιους εχθρούς», μίσος για όλους και για όλα. Η μηχανή να είναι καλολαδωμένη μόνο, τα χρήματα να ρέουν στις πολεμικές βιομηχανίες, να εξολοθρεύσουμε τους άθεους κομμουνιστές και δόξα να χει ο θεός. Ναι, ο θεός εκείνος που έλεγε «αγαπάτε αλλήλους» – δόξα να χει.

Ας είναι καλά οι «ένδοξοι πρόγονοι». Τώρα ο Κίτσος, ο Κίτσος που δε γνωρίζει ορθογραφία, δεν έχει ιδέα από τέχνες, ποίηση, ιστορία και λογοτεχνία, ο Κίτσος που δε ξέρει να μιλήσει καν τη γλώσσα του την ίδια και ενδιαφέρεται μόνο για ποδόσφαιρο και σπάσιμο πιάτων στα σκυλάδικα… ο Κίτσος μπορεί να αισθάνεται «περήφανος»! «Έχω ένδοξους προγόνους εγώ!», σου λέει και καμαρώνει. «Κάποτε, ένας τύπος που τον έλεγαν Αισχύλο έγραψε κάποια έργα, και ένας άλλος τύπος που τον έλεγαν Φειδία έπλασε ορισμένα αγάλματα. Και ένας άλλος, κάποιος Σωκράτης, ήπιε κάποτε το κώνειο και δίδασκε την… πως τη λένε – τη διαλεκτική! Ναι λοιπόν, εγώ, ο Κίτσος είμαι απόγονός τους, και γι’ αυτό είμαι περήφανος, είμαι ανώτερος από εσάς όλους! Ο πολιτισμός είναι δικός μου, ανήκει σε μένα και τους ομοεθνείς μου, γιατί εγώ είμαι απόγονος ένδοξων προγόνων!».

Αχ, Κίτσο. Ο πολιτισμός ανήκει στην ανθρωπότητα όλη… όχι σε σένα. Και σε αυτούς που τονπαράγουν, επί του παρόντος – όχι πριν δυο χιλιάδες χρόνια.




***

 
Εκατό και βάλε χρόνια πριν, ένας Έλληνας, και μάλιστα, ένας από τους σημαντικότερους στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας – ο άνθρωπος που συνέβαλε καθοριστικά στην καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας – είχε πει αυτά για το αίσθημα της προγονολατρείας:

“Σαν το παιδί που τη μάννα του δεν μπορεί ναφήσει, γιατί νοιώθει πως είναι αδύνατο ακόμη, έτσι και μεις μόλις έχουμε πόδι να πατήσουμε κατά γης. Άντρες δε γίναμε ακόμη. Έχουμε ανάγκη οι πρόγονοι να μας βαστούν από το χέρι και να μας πηγαίνουν. Όλο προγόνους φωνάζουμε. Έπαινό μας θαρρούμε ίσια ίσια κείνο που δείχνει τη λίγη μας δύναμη. Έθνος αυτεξούσιο δε γίναμε, κ’ ίσως δε θα γίνουμε ποτές. Η δόξα μας η παλιά θα καταντήσει ο χαμός μας. Δε μας αφήνει να μεγαλώσουμε, να περπατούμε με τα δικά μας τα ποδάρια, να συλλογιούμαστε με το κεφάλι μας, να βλέπουμε με τα μάτια μας, να μιλούμε δική μας γλώσσα (…). Σ’ ένα μόνο δεν τους μιμηθήκαμε: προγόνους εκείνοι δεν είχαν! Εμείς δε θα ταξιωθούμε ποτές και μας μια μέρα προγόνους άλλοι να μας λεν. (…)

Τάλλα τα έθνη, όσο περίφημοι και αν είταν οι πατέρες τους, άφησαν πίσω την παλιά τους ιστορία. Ξανάκαμαν καινούργια, δική τους. Η Ιταλία κ’ η Γαλλία ξέχασαν τη Ρώμη και της είπαν: “Όσο μεγάλη είσουν εσύ, τόσο και μεις θα γίνουμε μεγάλοι. Μας φτάνει το δικό μας το μυαλό και το αίμα που πήραμε από σένα.

Βγήκαν τότες από παντού, άπειρα σαν τα λουλούδια που την άνοιξη ορμούν από μέσα από τη γις, βγήκαν έργα κάθε λογής, της τέχνης, των γραμμάτων, της επιστήμης. Βγήκε και μια γλώσσα καινούρια. (…) Η μια σπίθα άναψε την άλλη, διαδώθηκαν ιδέες, τέχνες, επιστήμες, ο καθείς έφερνε το μερτικό του και το δάνειζε ταλλουνού. Έτσι μορφώθηκε μια Ευρώπη και ανάμεσα στους λαούς έπιασε συγκοινωνία διανοητική.

Εμείς πίσω, όλο πίσω! Που η δύστυχη πατρίδα, με των παιδιών της την αμάθεια, την περηφάνεια και την τρέλλα, να μπορέση και κείνη να ζήση το μεγάλο, το χαρούμενο βίο της ξαναγεννημένης Ευρώπης!”

Γιάννης Ψυχάρης.
Από το “Ταξίδι Μου” (εκδ. της Εστίας). Πρώτη έκδοση το 1889.

Πολύ καιρό μετά, ένας άλλος διανοητής, αρκετά διαφορετικού ύφους και προσανατολισμού συγκριτικά με τον Ψυχάρη, ο Βασίλης Ραφαηλίδης, έγραψε τα ακόλουθα:***

«Ο ταλαιπωρημένος ανθρωπάκος αρχίζει να νιώθει καλύτερα, καθώς διαπιστώνει πως έχει κάποια σχέση με μυθοποιημένους, σπουδαίους προγόνους. Και όσο πιο άθλιος είναι κανείς, τόσο μεγαλύτερη ανάγκη έχει από το «προγονικό μεγαλείο», που άλλωστε ανασύρεται από την ιστορική ναφθαλίνη κυρίως κατά τις δύσκολες ιστορικές περιόδους, προκειμένου να δημιουργηθεί από τους δημαγωγούς μια «ανάταση», αναγκαία για έναν ευκολότερο θάνατο στη μάχη».

Από τη «Νεοελληνική Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας» (εκδ. του Εικοστού Πρώτου).

Ενώ στη «(Μυθ)ιστορία των Βάρβαρων Προγόνων των Σημερινών Ευρωπαίων», ο Ραφαηλίδης συμπληρώνει: «Ουδεμία σημασία έχει πως διαμορφώθηκε η σημερινή λαότητα των Νεοελλήνων και αν οι Νεοέλληνες είναι ή δεν είναι απόγονοι του ενός ή του άλλου. Έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει στη γη «καθαρός λαός». Άλλωστε, σημασία έχει τι πέρασε και τι κληρονομήθηκε σαν πολιτισμός και σαν ήθος, και όχι το, από φυλετικής απόψεως, «καθαρό» αίμα που υπάρχει στις φλέβες ενός σημερινού λαού. (…).

Όσοι κατοικούμε σήμερα σε αυτόν τον υπέροχο τόπο, που τον κατάντησαν ρεντίκολο, είμαστε απαξάπαντες Νεοέλληνες, όχι Έλληνες. Ας αφήσουμε τον χαρακτηρισμό του Έλληνα για κείνον τον μεγάλο λαό, αν στ’ αλήθεια τον σεβόμαστε. Άλλωστε, απ’ την στιγμή που δεν τα καταφέραμε να μάθουμε αρχαία ελληνικά και διαβάζουμε τη γλώσσα των Ελλήνων από μεταφράσεις, όπως και κάθε άλλος λαός, χάσαμε και την τελευταία ελπίδα πως θα ήταν δυνατό να αποχτήσουμε μία απ’ ευθείας επαφή με κείνον τον εκπληκτικό πολιτισμό, που ούτε σαν ιστορία δεν τον ξέρουμε καλά καλά, πόσο μάλλον σαν βιωμένη παιδεία.

Σέβομαι και αγαπώ τόσο πολύ τους αρχαίους Έλληνες, που ούτε καν διανοούμαι πως θα ήταν δυνατό να παραστήσω τον απόγονό τους. Θα το θεωρούσα βλασφημία».
Βασίλης ΡαφαηλίδηςΠηγη: tofonikokouneli.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου