συνέντευξη του Ερίκ Τουσέν στον Ερβέ Νατάν*
- Με την ανάληψη της κυβέρνησης, ο ΣΥΡΙΖΑ επανέφερε στην ημερήσια διάταξη την ακύρωση χρεών της Γερμανίας κατά τη συμφωνία του Λονδίνου στις 27 Φεβρουαρίου 1953. Με την ίδια ευκαιρία, πληροφορούμαστε ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας θα μπορούσε να χρωστά σημαντικά ποσά στο ελληνικό κράτος… Σε τι ακριβώς συνίστανται αυτές οι αξιώσεις;
Στην πραγματικότητα, η ελληνική κυβέρνηση κάνει λόγο για δυο διαφορετικά είδη χρέους. Το ένα προέρχεται από το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο που επέβαλαν οι ναζί κατακτητές στις ελληνικές αρχές την περίοδο 1941-1944. Επρόκειτο για ένα δάνειο ύψους 476 εκατ. Reichmarks (το νόμισμα της Γερμανίας μέχρι το 1948), το οποίο στην πραγματικότητα μετακυλούσε το κόστος της κατοχής στους ίδιους τους κατακτημένους. Το δάνειο αυτό ουδέποτε εξοφλήθηκε παρά τα σχετικά αιτήματα των ελληνικών κυβερνήσεων. Αν εφαρμόζαμε στο χρέος αυτό ένα μέτριο ετήσιο επιτόκιο, της τάξης του 3%, θα καταλήγαμε πράγματι σε ένα σημαντικό ποσό της τάξης των 12 με 15 δισ. σημερινών ευρώ . ποσό που αντιστοιχεί στα περίπου 15 δισ. ευρώ που το Βερολίνο δέχθηκε να δανείσει – με 4,5% επιτόκιο – στην Ελλάδα το 2010 με τη σύναψη του πρώτου Μνημονίου. Σήμερα, το γερμανικό κράτος είναι επίσημος πιστωτής της Ελλάδας για ένα ποσό που ανέρχεται στα 15 δισ. ευρώ.
Το άλλο είδος χρέους άπτεται των πολεμικών αποζημιώσεων. Να θυμίσουμε ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν υποχρεώθηκε να αναλάβει το κόστος των ζημιών που προκάλεσαν κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τα στρατεύματα του Τρίτου Ράιχ στις κατεχόμενες χώρες. Μεταξύ των χωρών αυτών, η Ελλάδα, μαζί με την Πολωνία και τη Σοβιετική Ένωση, ήταν οι χώρες που υπέστησαν τις μεγαλύτερες καταστροφές – καταστροφές πολύ μεγαλύτερης κλίμακας απ’όσες υπέστη η Γαλλία, το Βέλγιο ή οι Κάτω χώρες. Αν προσθέσουμε το αναγκαστικό δάνειο του 1941 και τις πολεμικές αποζημιώσεις, η Γερμανία θα μπορούσε να είναι οφειλέτης ενός διόλου ευκαταφρόνητου ποσού που, ανάλογα με τους υπολογισμούς, ανέρχεται μεταξύ 100 και 200 δισ. ευρώ, κυμαίνεται δηλαδή ανάμεσα στο ένα ή στα δυο τρίτα του σημερινού ελληνικού δημόσιου χρέους...
- Πρόκειται για τεράστιο ποσό. Αναρωτιόμαστε όμως αν και σε ποιο βαθμό αυτό το «γερμανικό χρέος» αποτελεί μια πραγματικότητα για τους Έλληνες;
Επίσημα, η Ελλάδα δεν παραιτήθηκε ποτέ από την ανάκτηση αυτών των οφειλών. Στη σύσκεψη του Λονδίνου, οι αποζημιώσεις του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου παραπέμφθηκαν στις διαπραγματεύσεις του συμφώνου ειρήνης ανάμεσα στη Γερμανία και τους νικητές, συμπεριλαμβανομένου του σοβιετικού μπλοκ, διαπραγματεύσεις όμως που παρέμεινα πλασματικές μεσούντος του ψυχρού πολέμου. Για να αναδείξει και στηρίξει τα επιχειρήματά της, η Ελλάδα θα πρέπει μάλλον να απευθυνθεί στο Διεθνές Δικαστήριο των Ηνωμένων Εθνών, στη Χάγη. Το 1981, με την οριστική ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (που εξελίχθηκε στη σημερινή ΕΕ), η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ επέλεξε να παγώσει το εν λόγω ζήτημα, καθώς η χώρα επωφελούνταν από σημαντικά ευρωπαϊκά πακέτα στήριξης. Η κρίση όμως του 2010 και οι εξαιρετικά αυστηροί κανόνες που επιβλήθηκαν στη χώρα από τους πιστωτές της, μεταξύ των οποιων και η Γερμανία της κας Μέρκελ, επανέφεραν το ζήτημα στο προσκήνιο και, ως εκ τούτου, στην ελληνική πραγματικότητα!
- Η αντιμετώπιση λοιπόν που επιφυλάχθηκε στην Ελλάδα είναι πολύ διαφορετική από εκείνη απέναντι στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας...
Η Συμφωνία του Λονδίνου, που υπογράφηκε στις 27 Φεβρουαρίου 1953, επέτρεψε στην Ομοσπονδιακή Γερμανία να διαγράψει το μισό προπολεμικό και μεταπολεμικό χρέος της. Και έτσι άρχισε το γερμανικό "οικονομικό θαύμα"...
Πράγματι. Στη σύσκεψη του Λονδίνου, οι πιστωτές κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν τη νέα τότε Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και τα συσσωρευμένα χρέη τόσο των δεκαετιών 1920 και 1930 (συμπεριλαμβανομένων εκείνων που είχαν συναφθεί προκειμένου να αντικαταστήσουν τις αποζημιώσεις του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπως υπαγόρευε η Συνθήκη των Βερσαλλιών) όσο και της περιόδου 1945-1953. Τα συμβαλλόμενα μέλη, δηλαδή οι Σύμμαχοι (ΗΠΑ, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο...) όχι μόνο μείωσαν το χρέος (τοκοχρεολύσια και κεφάλαιο) της Βόννης κατά 62,5%, αλλά και έθεσαν τους όρους για τη συντομότερη δυνατή ανοικοδόμηση της Ομοσπονδιακής Γερμανίας. Έτσι, τα ποσά εξόφλησης δεν μπορούσαν σε καμία περίπτωση να υπερβαίνουν το 5% των εσόδων της χώρας από εξαγωγές, το επιτόκιο κυμαινόταν μεταξύ 0.5% και 5%, η εξυπηρέτηση του χρέους γινόταν εν μέρει σε γερμανικό νόμισμα – το γερμανικό μάρκο που, την εποχή εκείνη, είχε χαμηλή τιμή στις διεθνείς συναλλαγές. Αυτό σήμαινε ότι, πρακτικά, οι πιστώτριες χώρες, δηλαδή η Γαλλία, το Βέλγιο, οι Κάτω Χώρες, οι ΗΠΑ, δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα χρήματα των αποπληρωμών παρά για να αγοράσουν... γερμανικά προϊόντα. Με αυτόν τον τρόπο συμμετείχαν στην ταχεία ανασυγκρότηση των μεγάλων γερμανικών βιομηχανικών ομίλων Thyssen, Siemens, IG Farben... των ίδιων δηλαδή ομίλων που είχαν στηρίξει ενεργά το ναζιστικό καθεστώς και τον πολέμου που αυτό διεξήγαγε. Τώρα πια, αυτό που τους άνοιγε νέες αγορές ήταν το γερμανικό χρέος... Τέλος, τυχόν διαφορές με τους πιστωτές θα έπρεπε να επιλυθούν ενώπιον της γερμανικής δικαιοσύνης. Εν ολίγοις, μπορούμε να πούμε ότι οι όροι της συμφωνίας είναι διαμετρικά αντίθετοι με αυτούς που επέβαλαν στην Ελλάδα η ΕΕ, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ.
- Σίγουρα, αλλά η συμφωνία του Λονδίνου εγγραφόταν σε ένα ευρύτερο νομικό και ιδεολογικό πλαίσιο, εκείνο της ανάκαμψης της δυτικής Ευρώπης...
Ο στόχος ήταν να ανοικοδομηθεί η Γερμανία το συντομότερο δυνατόν ώστε να αποτελέσει ανάχωμα στο σοβιετικό μπλοκ. Κινητοποιήθηκαν λοιπόν όλα τα διαθέσιμα μέσα και πόροι που μπορούσαν να συμβάλουν στην ανάκαμψη των συμμαχικών χωρών. Δεν ήταν μόνο οι ακυρώσεις χρεών της Γερμανίας αλλά και μια δέσμη μέτρων που έλαβαν οι ΗΠΑ προς όφελος της Γαλλίας, του Βελγίου και του Ηνωμένου Βασιλείου. Τα μέτρα αυτά περιλάμβαναν και δωρεές: από τα 13 δισ. δολάρια του σχεδίου Μάρσαλ (σχεδόν 100 δισ. δολάρια με τις τρέχουσες τιμές), το 1,5 δισ. αφορούσε την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (γύρω στα 10 δισ. δολάρια με τρέχουσες τιμές). Η πράξη αυτή βέβαια ήταν προϊόν σκέψης και επεξεργασιών που είχαν λάβει χώρα στους κολπους της διοίκησης Ρούσβελτ προτού ακόμα επιτευχθεί η Απελευθέρωση. Το ερώτημα ήταν αν θα παρασχεθεί βοήθεια με τη μορφή δωρεών ή με τη μορφή δανείων. Οι Αμερικανοί πρόκριναν τη λύση των δωρεών έτσι ώστε οι ευρωπαϊκές χώρες να μην είναι αναγκασμένες να εξάγουν τα προϊόντα τους προς τις ΗΠΑ προκειμένου να αντλήσουν τα αναγκαία δολάρια για την αποπληρωμή των χρεών τους. Ήταν μια γενναιόδωρη κίνηση αλλά πλήρως ενταγμένη στο πλαίσιο μιας πολιτικής προστατευτισμού. Οι αμερικανικές εταιρίες δεν θα χρειαζόταν να ανταγωνιστούν τα ευρωπαϊκά προϊόντα στην εγχώρια αμερικανική αγορά. Μέσω των δωρεών, μπορούσαν να πουλούν τις δικές τους μηχανές, εργαλεία, αλυσίδες παραγωγής και αγροτικά προϊόντα στις αγορές της δυτικής Ευρώπης, και να διατηρούν έτσι την πολιτική πλήρους απασχόλησης που είχε ήδη κατακτηθεί στην Αμερική από το 1942. Στην πραγματικότητα, όλοι βγήκαν κερδισμένοι μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950. Το δίδαγμα της εποχής αυτής: η ευημερία πρέπει να μοιράζεται.
- Πρόκειται γι αυτό που αποκαλούμε ενάρετο κύκλο ανάπτυξης;
Περί αυτού ακριβώς πρόκειται. Είχαν ήδη εξαχθεί τα συμπεράσματα από τις καταστροφικές συνέπειες της Συνθήκης των Βερσαλλιών και τα σφάλματα της δεκαετίας του 1920 που είχε καταστήσει ανάγλυφα ο Τζον Μέιναρντ Κέυνς. Είχαμε επίσης ήδη εισέλθει σε μια περίοδο ελέγχου και ρύθμισης. Το 1944, με τις συμφωνίες του Μπρέτον Γουντς, είχαν συσταθεί το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα. Το πρώτο για να εξασφαλίσει τη σταθερότητα των νομισματικών συναλλαγών και τον έλεγχο των κινήσεων κεφαλαίου, η δεύτερη για να επιτρέψει τη χρηματοδότηση εθνικών οικονομιών σε φάση επανεκκίνησης. Έτσι ξεκίνησε άλλωστε και η λεγόμενη «ένδοξη τριακονταετία», περίοδος ανάκαμψης, ανάπτυξης και πλήρους απασχόλησης για το δυτικό κόσμο, η οποία βρίσκεται σε ευθεία αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σήμερα σε μια ΕΕ που διολισθαίνει σε μια σπειροειδή κάθοδο, εφαρμόζει περιοριστικές πολιτικές, έχει μετατρέψει σε δόγμα τους εξισορροπημένους προϋπολογισμούς, τις μειώσεις μισθών, τo αμετάκλητο των χρεών, και έχει κάνει τις πιο δυνατές οικονομίες να αναπτύσσονται εις βάρος των πιο αδύναμων εταίρων τους.
- Γιατί όμως οι Γερμανοί επιμένουν να ασκούν τέτοιες πολιτικές παρά την πρόδηλη αποτυχία τους στην περίπτωση της Ελλάδας;
Αν η Άνγκελα Μέρκελ συνεχίζει στην ίδια λογική, είναι γιατί θεωρεί ότι η Ευρώπη – μια Ευρώπη με κέντρο την Γερμανία – πρέπει να είναι πιο ανταγωνιστική από τις ΗΠΑ, την Κίνα ή κάποιες αναδυόμενες χώρες όπως η Ρωσσία, η Βραζιλία και η Ινδία. Γι αυτήν, δεν υπάρχει εναλλακτική πέραν της μείωσης των μισθών και της ενίσχυσης της εργασιακής επισφάλειας, τόσο στην Γερμανία όσο και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Ο Ματεό Ρέντσι στην Ιταλία και ο Φρανσουά Ολάντ στη Γαλλία δεν την αμφισβητούν. Αντιγράφουν εκούσια ή ακούσια τις μεταρρυθμίσεις του Πέτερ Χαρτζ που διέλυσαν το γερμανικό κοινωνικό μοντέλο κατά την περίοδο 2003-2005: στην Ιταλία με τον πρόσφατο νόμο για τη λεγόμενη «μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας», στη Γαλλία με τον πρόσφατο «νόμο Μακρόν». Το μόνο που ζητούν είναι μια μικρότερη αυστηρότητα σε ό,τι αφορά τα δημοσιονομικά.
- Τη στιγμή που η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θέλει να διαπραγματευτεί με την ΕΕ, είναι άραγε μια πραγματικά καίρια κίνηση να επαναφέρει τους Γερμανούς στο παρελθόν τους, στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο; Δεν είναι σαν να τους λέει: «Είστε υπεύθυνοι, οφείλετε να πληρώσετε για τα σφάλματά σας;»
Ο γερμανικός λαός δεν είναι υπεύθυνος για το ναζισμό. Δεν υπάρχει καμία «συλλογική ευθύνη» και κανένα «συλλογικό χρέος» των Γερμανών. Παρ’όλα αυτά, είναι ανεπίτρεπτο ότι η Άνγκελα Μέρκελ και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε παρουσιάζουν τις αξιώσεις τους απέναντι στους Έλληνες σαν απόρροια μιας γενναιόδωρης πολιτικής. Με την ελληνική κρίση, το κόστος των κρατικών δανείων δεκαετίας της Γερμανίας πέρασε από το 3% το 2010 στο 0,4% το 2014. Κατέγραψε δηλαδή μια μείωση της τάξης του 75%, επιτρέποντας στην Γερμανία να εξοικονομίσει 63 δισ. ευρώ. Κι αυτό γιατί οι αγορές δεν ήθελαν πια να πάρουν ρίσκα και στράφηκαν μαζικά στα κρατικά ομόλογα. Το ίδιο ισχύει και για τη Γαλλία. Οι γερμανικές αρχές, η ΕΚΤ ή το ΔΝΤ – του οποίου η διευθύντρια Κριστίν Λαγκάρντ διαμήνυσε ότι «Το χρέος είναι χρέος και πρέπει να πληρωθεί» – προβαίνουν σε μια συστηματική χειραγώγηση της κοινής γνώμης. Ο γάλλος υπουργός Οικονομίας, Μισέλ Σαπέν, το κάνει επίσης, καίτοι με πιο εύσχημο τρόπο. Ο στόχος τους όμως είναι να στρέψουν τους πολίτες εναντίον της Ελλάδας και να κάνουν τη χώρα να γονατίσει κάτω από το βάρος οικονομικών δυσκολιών. Οι συντηρητικοί ηγέτες θέλουν να καταφέρουν μια βαριά ήττα στην ελληνική κυβέρνηση προσβλέποντας στην αποτροπή της ανάληψης της κυβέρνησης της Ισπανίας από το Ποδέμος. Κάποιοι οικονομολόγοι μάλιστα δεν διστάζουν να παραποιήσουν την ίδια την ιστορία ισχυριζόμενοι πως η Ελλάδα είναι υπαίτια για την κρίση της ευρωζώνης.
Και βέβαια η Ελλάδα ήταν ο αδύναμος κρίκος της αλυσίδας. Το πρόβλημα όμως είναι και παραμένει ο τρόπος συγκρότησης της ίδιας της ευρωζώνης. Από τη στιγμή της μετάβασης στο ευρώ, οι σημαντικές ροές κεφαλαίων από τις χώρες του Βορρά προς τις χώρες του Νότου (Ισπανία, Ελλάδα, Ιταλία, Πορτογαλία) αντικαταστάθηκαν από δάνεια μεγάλων τραπεζών των ισχυρών χωρών (Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία) προς τις χώρες της περιφέρειας. Οι τράπεζες πολλαπλασίασαν τα ενυπόθηκα δάνεια στην αγορά ακινήτων και ενίσχυσαν την κερδοσκοπική φούσκα που έσκασε το 2010. Το 2012, το ελληνικό χρέος αναδιαρθρώθηκε και οι πιστώσεις των τραπεζών αντικαταστάθηκαν από δάνεια που βαρύνουν τους ευρωπαίους φορολογούμενους. Τα χρήματα όμως αυτά – γύρω στα 240 δισ. ευρώ – χρησιμοποιήθηκαν κατά προτεραιότητα και κατά κύριο λόγο για να αποπληρωθούν οι χρηματοπιστωτικοί θεσμοί των χωρών του Βορρά...
*Δημοσιεύτηκε στο γαλλικό περιοδικό Marianne, στις 20 Φεβρουαρίου 2015
Μετάφραση: Πάνος Αγγελόπουλος
http://www.contra-xreos.gr/arthra/779-27-1953.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου