Του ΠΕΤΡΟΥ Ι. ΜΗΛΙΑΡΑΚΗ*
Το παρόν κείμενο αφορά παρέμβαση του γράφοντος σε αυστηρώς προσωπικό επίπεδο, καθόσον η συνταγματική τάξη όχι μόνο επιτρέπει αλλά και επιβάλει τη συμμετοχή στο δημόσιο λόγο, ιδιαιτέρως σε ζητήματα που άπτονται της εθνικής κυριαρχίας. Ασφαλώς δε σε ζητήματα που αφορούν imperium επί προσώπων και dominium επί πραγμάτων, αποτελεί καθήκον η δημόσια παρέμβαση και η διατύπωση δημόσιας γνώμης.
Με τούτη την προδιάθεση ας μου επιτραπούν επιγραμματικώς τα εξής:
Ο «τεχνικός τρόπος» εξόδου από το ευρωσύστημα αφορά τους οικονομολόγους. Αναποφεύκτως όμως στην όλη προβληματική εμπλέκεται και το «τεχνικό ζήτημα» της νομικής εξόδου από το ευρωσύστημα. Ως εκ τούτου τίθενται εκ προοιμίου τρία καίρια και κύρια νομικά ερωτήματα:
Α) εάν υφίστανται διατάξεις με βάση τις οποίες υπάρχει δυνατότητα αποβολής κράτους-μέλους από την ευρωζώνη
Β) εάν υφίστανται διατάξεις με βάση τις οποίες μπορεί οικειοθελώς να αποχωρήσει κράτος-μέλος από την ευρωζώνη και
Γ) εάν εθελοντική έξοδος από την ευρωζώνη προϋποθέτει ή συνεπάγεται κατ’ ανάγκη και έξοδο του κράτους-μέλους από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι απαντήσεις δίδονται από τις υπερκείμενες αυστηρές διατάξεις της Συνθήκης της Λισαβόνας, η οποία συγκροτείται σε δύο ισοδύναμες Συνθήκες, που αφορούν το πρωτογενές Ευρωπαϊκό Ενωσιακό Δίκαιο. Αναφέρομαι: α) στην Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΕΕ) και β) στη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).
Στο πρώτο ερώτημα η απάντηση έχει ως εξής:
Η συνολική άρθρωση των σχετικών διατάξεων ΣΛΕΕ δημιουργεί ανένδοτο πλέγμα κανόνων δικαίου που κατηγορηματικώς δεν επιτρέπουν την αποβολή κράτους-μέλους από την ευρωζώνη (βλ. ενδεικτικώς άρθρα 120, 126 και 137 ΣΛΕΕ).
Στο δεύτερο ερώτημα –το οποίο συναρτάται και με το τρίτο, η απάντηση επίσης είναι σαφής, καθόσον κατά τρόπο προδήλως βέβαιον ισχύουν τα εξής:
1) Η ΣΕΕ για πρώτη φορά θεσπίζει τη δυνατότητα (συνολικής) αποχώρησης κράτους-μέλους από την Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με τους εσωτερικούς συνταγματικούς κανόνες (βλ. άρθρο 50 ΣΕΕ). Η δυνατότητα δε αυτή αφορά κράτος-μέλος που μετέχει στην ευρωζώνη και κράτος-μέλος που δεν μετέχει στην ευρωζώνη.
2) Τούτου δοθέντος, προκειμένου για αποχώρηση κράτους-μέλους από την ευρωζώνη, γίνεται προσφυγή στην αναλογική εφαρμογή της ισχύουσας διάταξης του άρθρου 50 ΣΕΕ. Στη διάταξη αυτή θεσπίζεται το μείζον, δηλαδή η αποχώρηση κράτους-μέλους από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στο μείζον δε, προδήλως συμπεριλαμβάνεται και το έλασσον που αφορά στην αποχώρηση από την ευρωζώνη (μερική αποχώρηση). Η αναλογία δε αυτή προνοείται από τη διεθνή νομική επιστήμη με βάση την Αρχή ότι: εφόσον δεν υπάρχει ρητή αντίθετη διάταξη, στο μείζον συμπεριλαμβάνεται ασφαλώς και το έλασσον. Ως εκ τούτου είναι αναφαίρετο δικαίωμα η άσκηση του ελάσσονος δικαιώματος που αφορά στη μονομερή αποχώρηση κράτους-μέλους από την ευρωζώνη, χωρίς τούτο να συνεπάγεται την διάσπασή του κράτους-μέλους από τη νομική προσωπικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Όπως δε η προσχώρηση κράτους-μέλους στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη την ένταξή του στο ευρωσύστημα, έτσι και αντιστρόφως η αποχώρηση κράτους-μέλους από το ευρωσύστημα δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη και την αποχώρησή του από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Υπ’ όψιν δε ότι το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο στη γνωστή απόφασή του για τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, έλαβε ξεκάθαρη θέση για τη δυνατότητα αποχώρησης της Γερμανίας από τη Νομισματική Ένωση σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι αποτυγχάνουν οι στόχοι της ΟΝΕ.
3) Σε κάθε περίπτωση αποχώρηση από το ευρωσύστημα, δεν συνεπάγεται αποχώρηση από το ecofin στο οποίο μετέχουν όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο ακυρώνεται η συμμετοχή του κράτους-μέλους στο eurogroup, όπου συμμετέχουν (μόνο) τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης (βλ. άρθρ. 137 ΣΛΕΕ και Πρωτόκολλο 14).
Επίσης η Κεντρική Τράπεζα του κράτους-μέλους που αποχωρεί από το ευρωσύστημα, ή εντάσσεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οπωσδήποτε μετέχει στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ), όπου συμμετέχουν όλες οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε έχουν υιοθετήσει ως εθνικό νόμισμα το ευρώ είτε όχι (βλ. άρθρα 127, 129, 282, 284 ΣΛΕΕ).
Τα προαναφερόμενα όπως τοποθετούμαι εξ αρχής, αποτελούν προσωπική μου άποψη και σκοπούν να συμπληρώσουν τα κατά τη γνώμη μου υφιστάμενα κενά στο δημόσιο νομικό λόγο και σε κάθε περίπτωση σκοπούν να απαντήσουν σε όποιους αντίθετους εξωνομικούς ισχυρισμούς!
*Ο Πέτρος Μηλιαράκης δικηγορεί στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια (E.C.H.R. /GC-EU). Είναι Μέλος της Γραμματείας του Τμήματος Ευρωπαϊκής Πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ.
Το παρόν κείμενο αφορά παρέμβαση του γράφοντος σε αυστηρώς προσωπικό επίπεδο, καθόσον η συνταγματική τάξη όχι μόνο επιτρέπει αλλά και επιβάλει τη συμμετοχή στο δημόσιο λόγο, ιδιαιτέρως σε ζητήματα που άπτονται της εθνικής κυριαρχίας. Ασφαλώς δε σε ζητήματα που αφορούν imperium επί προσώπων και dominium επί πραγμάτων, αποτελεί καθήκον η δημόσια παρέμβαση και η διατύπωση δημόσιας γνώμης.
Με τούτη την προδιάθεση ας μου επιτραπούν επιγραμματικώς τα εξής:
Ο «τεχνικός τρόπος» εξόδου από το ευρωσύστημα αφορά τους οικονομολόγους. Αναποφεύκτως όμως στην όλη προβληματική εμπλέκεται και το «τεχνικό ζήτημα» της νομικής εξόδου από το ευρωσύστημα. Ως εκ τούτου τίθενται εκ προοιμίου τρία καίρια και κύρια νομικά ερωτήματα:
Α) εάν υφίστανται διατάξεις με βάση τις οποίες υπάρχει δυνατότητα αποβολής κράτους-μέλους από την ευρωζώνη
Β) εάν υφίστανται διατάξεις με βάση τις οποίες μπορεί οικειοθελώς να αποχωρήσει κράτος-μέλος από την ευρωζώνη και
Γ) εάν εθελοντική έξοδος από την ευρωζώνη προϋποθέτει ή συνεπάγεται κατ’ ανάγκη και έξοδο του κράτους-μέλους από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι απαντήσεις δίδονται από τις υπερκείμενες αυστηρές διατάξεις της Συνθήκης της Λισαβόνας, η οποία συγκροτείται σε δύο ισοδύναμες Συνθήκες, που αφορούν το πρωτογενές Ευρωπαϊκό Ενωσιακό Δίκαιο. Αναφέρομαι: α) στην Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΕΕ) και β) στη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).
Στο πρώτο ερώτημα η απάντηση έχει ως εξής:
Η συνολική άρθρωση των σχετικών διατάξεων ΣΛΕΕ δημιουργεί ανένδοτο πλέγμα κανόνων δικαίου που κατηγορηματικώς δεν επιτρέπουν την αποβολή κράτους-μέλους από την ευρωζώνη (βλ. ενδεικτικώς άρθρα 120, 126 και 137 ΣΛΕΕ).
Στο δεύτερο ερώτημα –το οποίο συναρτάται και με το τρίτο, η απάντηση επίσης είναι σαφής, καθόσον κατά τρόπο προδήλως βέβαιον ισχύουν τα εξής:
1) Η ΣΕΕ για πρώτη φορά θεσπίζει τη δυνατότητα (συνολικής) αποχώρησης κράτους-μέλους από την Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με τους εσωτερικούς συνταγματικούς κανόνες (βλ. άρθρο 50 ΣΕΕ). Η δυνατότητα δε αυτή αφορά κράτος-μέλος που μετέχει στην ευρωζώνη και κράτος-μέλος που δεν μετέχει στην ευρωζώνη.
2) Τούτου δοθέντος, προκειμένου για αποχώρηση κράτους-μέλους από την ευρωζώνη, γίνεται προσφυγή στην αναλογική εφαρμογή της ισχύουσας διάταξης του άρθρου 50 ΣΕΕ. Στη διάταξη αυτή θεσπίζεται το μείζον, δηλαδή η αποχώρηση κράτους-μέλους από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στο μείζον δε, προδήλως συμπεριλαμβάνεται και το έλασσον που αφορά στην αποχώρηση από την ευρωζώνη (μερική αποχώρηση). Η αναλογία δε αυτή προνοείται από τη διεθνή νομική επιστήμη με βάση την Αρχή ότι: εφόσον δεν υπάρχει ρητή αντίθετη διάταξη, στο μείζον συμπεριλαμβάνεται ασφαλώς και το έλασσον. Ως εκ τούτου είναι αναφαίρετο δικαίωμα η άσκηση του ελάσσονος δικαιώματος που αφορά στη μονομερή αποχώρηση κράτους-μέλους από την ευρωζώνη, χωρίς τούτο να συνεπάγεται την διάσπασή του κράτους-μέλους από τη νομική προσωπικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Όπως δε η προσχώρηση κράτους-μέλους στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη την ένταξή του στο ευρωσύστημα, έτσι και αντιστρόφως η αποχώρηση κράτους-μέλους από το ευρωσύστημα δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη και την αποχώρησή του από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Υπ’ όψιν δε ότι το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο στη γνωστή απόφασή του για τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, έλαβε ξεκάθαρη θέση για τη δυνατότητα αποχώρησης της Γερμανίας από τη Νομισματική Ένωση σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι αποτυγχάνουν οι στόχοι της ΟΝΕ.
3) Σε κάθε περίπτωση αποχώρηση από το ευρωσύστημα, δεν συνεπάγεται αποχώρηση από το ecofin στο οποίο μετέχουν όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο ακυρώνεται η συμμετοχή του κράτους-μέλους στο eurogroup, όπου συμμετέχουν (μόνο) τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης (βλ. άρθρ. 137 ΣΛΕΕ και Πρωτόκολλο 14).
Επίσης η Κεντρική Τράπεζα του κράτους-μέλους που αποχωρεί από το ευρωσύστημα, ή εντάσσεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οπωσδήποτε μετέχει στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ), όπου συμμετέχουν όλες οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε έχουν υιοθετήσει ως εθνικό νόμισμα το ευρώ είτε όχι (βλ. άρθρα 127, 129, 282, 284 ΣΛΕΕ).
Τα προαναφερόμενα όπως τοποθετούμαι εξ αρχής, αποτελούν προσωπική μου άποψη και σκοπούν να συμπληρώσουν τα κατά τη γνώμη μου υφιστάμενα κενά στο δημόσιο νομικό λόγο και σε κάθε περίπτωση σκοπούν να απαντήσουν σε όποιους αντίθετους εξωνομικούς ισχυρισμούς!
*Ο Πέτρος Μηλιαράκης δικηγορεί στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια (E.C.H.R. /GC-EU). Είναι Μέλος της Γραμματείας του Τμήματος Ευρωπαϊκής Πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου