Εάν σε κάτι έχει δίκιο ο Αλέξης Τσίπρας είναι πως το πρόβλημα είναι πολιτικό. Όχι όμως ανάμεσα σε μια «αριστερή» κυβέρνηση και μια «νεοσυντηρητική» Ευρώπη. Είναι η πολιτική καταδίωξη ενός ολόκληρου λαού, μιας ολόκληρης ηπείρου, που πρέπει να «συμμορφωθεί προς τας υποδείξεις»
Την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές η Ελλάδα αντιμετώπιζε ‒για μια ακόμη φορά‒ το ενδεχόμενο της χρεοκοπίας και της εξόδου από το ευρώ. Η αλήθεια είναι ωστόσο ότι από τις 25 Ιανουαρίου και έπειτα ουκ ολίγες φορές έχει ακουστεί αυτή η φράση. Μόνο που τώρα φαίνεται πως υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά: ακούστηκε επίσημα, για πρώτη φορά, πως το ενδεχόμενο αυτό δεν είναι απλά μια πιθανότητα, αλλά πλέον γίνεται μια δυνατότητα.
Οι εξελίξεις των τελευταίων 24ώρων είναι ιδιαίτερα πυκνές και ‒παρά το γεγονός ότι κινδυνεύουμε να κατηγορηθούμε για απλούστευση‒ μπορούμε να τις συνοψίσουμε ως εξής: η κυβέρνηση και οι δανειστές έχουν φτάσει ένα βήμα πριν από τη ρήξη, καθώς οι διαπραγματεύσεις έχουν οδηγηθεί σε αδιέξοδο. Σύμφωνα, μάλιστα, με το πρακτορείο Reuters, «υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι της ευρωζώνης έχουν επισήμως συζητήσει για πρώτη φορά, μια πιθανή αθέτηση πληρωμής από την Ελλάδα».
Για ποιο λόγο, όμως, φτάσαμε εδώ που φτάσαμε;
Οι τέσσερις «διαφωνίες» – δηλαδή, οι εξής δύο: Αυτή η μία…
Αν κρίνουμε από όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας, το όλο θέμα εντοπίζεται στο γεγονός ότι οι «θεσμοί» δεν αποδέχονται τις προτάσεις των 47 σελίδων που έχει αποστείλει η ελληνική κυβέρνηση.
Κωδικοποιημένα, η όλη διαφωνία έγκειται στα εξής τέσσερα ζητήματα:
Πρώτον, στο ασφαλιστικό. Οι θεσμοί απαιτούν αναμόρφωση του συνταξιοδοτικού συστήματος με περικοπές δαπανών 0,25%-0,5% του ΑΕΠ το 2015 και 1% το 2016. Αυτό σημαίνει μια σειρά μέτρων που περιλαμβάνουν απάλειψη του ΕΚΑΣ και συνταξιοδότηση στα 67 όσων θα συνταξιοδοτηθούν μετά τις 30 Ιανουαρίου 2015. Η κυβέρνηση, διά στόματος Γιάνη Βαρουφάκη, το θεωρεί «χασαπική» και θέλει «χειρουργική επέμβαση» επί του ασφαλιστικού, ζητώντας παύση των πρόωρων συντάξεων και πάταξη της εισφοροαποφυγής. Αυτό σημαίνει μια κατ’ αρχήν αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης καθώς ελάχιστοι θα βγαίνουν μετά τα 67. Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι η «βιωσιμότητα» των ταμείων καθίσταται κύριο ζητούμενο. Ταυτόχρονα, δε, όλοι οι μνημονιακοί νόμοι παραμένουν εν ισχύ. Άρα, στο ασφαλιστικό και οι δύο προκρίνουν «μνημονιακά» μέτρα, αλλά με διαφορετικό «μείγμα».
Δεύτερον, στα εργασιακά. Οι θεσμοί προτείνουν διαδικασία διαβούλευσης για τον κατώτατο μισθό, τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, τις μαζικές απολύσεις και τις απεργίες, με βάση την «άριστη πρακτική» στην Ευρώπη. Έτσι, προτείνουν να ξεκινήσει μια διαδικασία διαβούλευσης, ανάλογη με αυτή που έγινε για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού το 2013. Η κυβέρνηση από την πλευρά της επιζητάει από την πλευρά της την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την αύξηση του κατώτατου μισθού μέχρι το 2016. Εδώ, υπάρχει διαφωνία, αλλά, όπως θα δούμε, μπορεί να ξεπεραστεί.
Τρίτον, στο πλεόνασμα. Η κυβέρνηση προβλέπει πρωτογενή πλεονάσματα 0,6% το 2015, 1,5% το 2016, 2,5% το 2017 και 3,5% ετησίως για την πενταετία που θα ακολουθήσει. Προτείνει, επίσης, ιδιωτικοποιήσεις ύψους 3,2 δις για το 2015-16, 2,1 δις για το 2017-19 και 10,8 δις για την περίοδο μετά το 2020. Οι «θεσμοί» απαιτούν πρωτογενή πλεονάσματα 1% το 2015, 2% το 2016, 3% το 2017, 3,5% το 2018 και 3,5% για κάθε χρόνο που ακολουθεί. Επίσης, θέλουν συνέχιση των ιδιωτικοποιήσεων (ΤΡΑΙΝΟΣΕ, περιφερειακά αεροδρόμια, Εγνατία, λιμάνι Πειραιά, λιμάνι Θεσσαλονίκης). Αν, λοιπόν, το θέμα ήταν μόνο τα πρωτογενή πλεονάσματα (όπως παρουσιάζεται από τα media) τότε θα είχε ήδη ξεπεραστεί. Οι δύο πλευρές απέχουν ελάχιστα σε αυτόν τον τομέα και χρειάζεται μόνο λίγη «καλή θέληση», όπως είπε η Μέρκελ.
Τέταρτον, στην αναδιάρθρωση του χρέους. Η ελληνική κυβέρνηση το θεωρεί ως μείζων ζήτημα και είναι εκεί που έχει «στηλώσει» τα πόδια, καθώς μόνο μέσω μιας τέτοιας αναδιάρθρωσης θα μπορέσει να «πουλήσει» τη συμφωνία στο εσωτερικό. Συγκεκριμένα, η κυβέρνηση θέλει αποπληρωμή των ομολόγων που διακρατεί η ΕΚΤ, με κονδύλια που θα παράσχει ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ΕΜΣ). Δεύτερον, το 2015-16 να υπάρξει αποπληρωμή των δανείων του ΔΝΤ με κονδύλια που επίσης θα παράσχει ο ΕΣΜ. Στη βάση αυτή εκτιμάται ότι η Ελλάδα θα μπορέσει να επιστρέψει στις αγορές το Μάρτιο του 2016. Σύμφωνα με τον οικονομολόγο Κ. Λαπαβίτσα, «το συνολικό ύψος των νέων δανείων δεν αναφέρεται, αλλά λογικά θα είναι περίπου 50 δις» (βλ.: άρθρο: «Που πάει η διαπραγμάτευση;»). Η κυβέρνηση επίσης ζητά από τους «θεσμούς» να υπάρξει κάποιο πρόγραμμα χρηματοδότησης της ανάπτυξης το 2016-2021. Οι εταίροι δεν έχουν κάνει κάποια αντιπρόταση και δεν φαίνονται διατεθειμένοι να συζητήσουν κάτι τέτοιο, αν νωρίτερα δεν έχει υπάρξει συμφωνία επί της αρχής με την κυβέρνηση σε όλα τα υπόλοιπα ζητήματα.
Έμειναν με το «καρότο» και την… απορία
Αν εξετάσουμε κάπως προσεκτικότερα τα παραπάνω δεδομένα μπορούμε με ασφάλεια να πούμε ότι τόσο στα πλεονάσματα, όσο και στο ασφαλιστικό θα βρεθεί μια «χρυσή τομή» με εκατέρωθεν υποχωρήσεις ‒ προφανώς, κυρίως της ελληνικής πλευράς. Συνεπώς, το ερωτηματικό παραμένει για τα εργασιακά και, κατά κύριο λόγο, για την αναδιάρθρωση του χρέους. Και αν για τα εργασιακά είναι δυνατό να βρεθεί μια λύση (π.χ. ομαδικές απολύσεις και επαναφορά του κατώτατου), στο άλλο εξακολουθεί να υπάρχει πρόβλημα. Και αυτό διότι η κυβέρνηση δεν δείχνει καθόλου διατεθειμένη να υποχωρήσει. Είναι το «καρότο», για το «μαστίγιο» που θα ακολουθήσει προς τον ελληνικό λαό. Και αυτό το «καρότο» δεν θα απέχει και πολύ από το «καρότο» του Σαμαρά: «Το 2016, η Ελλάδα θα βγει στις αγορές».
Ας κοιτάξουμε, όμως, λίγο προσεκτικότερα την πρόταση της Αθήνας. Η λεγόμενη αναδιάρθρωση του χρέους, δεν είναι κούρεμα. Ούτε καν μια αμφισβήτηση του λεγόμενου «επαχθούς χρέους». Δεν έχει τίποτε το αριστερό. Ούτε καν το προοδευτικό. Ίσα ίσα, εκείνο που προκύπτει είναι πως ζητάει δάνεια, για να πληρώσει τα δάνεια, με ρήτρα ότι θα βγει στις αγορές, έχοντας την ευρωπαϊκή εγγύηση για ανάπτυξη! Η αλήθεια είναι πως αυτό λέγεται «συνέχιση της ίδιας πολιτικής με άλλα μέσα».
Για αυτόν ακριβώς το λόγο τα κυβερνητικά στελέχη βρίσκονται κυριολεκτικά σε αμηχανία. Όχι μόνο έχουν «δώσει» τα πάντα στους «εταίρους», αλλά ακόμη και όσα υποτίθεται ότι ζητούν, είναι εξολοκλήρου μέσα στο πλαίσιο της λεγόμενης «ευρωπαϊκής προοπτικής». Δεν αποκλίνουν ούτε σε ένα «και» από όσα κάθε καλός «ευρωλάγνος» (φιλελεύθερος ή σοσιαλδημοκράτης) θα έγραφε στα δικά του κατάστιχα. Αν όλα τα παραπάνω ισχύουν, τότε τίθεται ένα ερώτημα: για ποιο λόγο κοντεύουν να φτάσουν σε ρήξη; Τελικά, ποιο είναι το πρόβλημα;
Αγοράζουν πολιτικό χρόνο(;)…
Πολλοί λένε ότι το πρόβλημα μεταξύ Ελλάδας και εταίρων είναι οικονομικό. Δεν τα βρίσκουν στα «νούμερα», λένε. Κάτι τέτοιο είναι ένα προφανές ψεύδος. Όπως είδαμε, οι διαφωνίες δεν είναι στα νούμερα. Η ελάχιστη απόκλιση στα πρωτογενή πλεονάσματα είναι απλά η «στάχτη στα μάτια». Είναι αυτό που προτάσσεται. Είναι η θεατή όψη του φεγγαριού. Είναι αυτό με το οποίο και οι δύο κερδίζουν χρόνο (ο καθένας για τους δικούς του σκοπούς). Στην πραγματικότητα το τελευταίο που τους απασχολεί είναι το οικονομικό. Και ίσως αυτός είναι και ο λόγος που τόσο ο Γ. Βαρουφάκης όσο και ο Β. Σόιμπλε δεν συμμετέχουν πλέον στις διαπραγματεύσεις.
Εάν σε κάτι έχει δίκιο ο Αλέξης Τσίπρας είναι πως το πρόβλημα είναι πολιτικό. Πολιτικό, όμως, όχι με τους όρους που το θέτει. Δεν είναι ανάμεσα σε μια «αριστερή» κυβέρνηση που μάχεται απέναντι στην «νεοσυντηρητική» Ευρώπη. Αν αυτό ήταν το θέμα τότε γιατί οι προτάσεις της ελληνικής κυβέρνησης έχουν τόσο ελάχιστη απόκλιση σε σχέση με αυτές των νεοσυντηρητικών;
Το πολιτικό ζητούμενο, ωστόσο, ενυπάρχει. Αλλά με διαφορετικούς όρους.
Για την κυβέρνηση το πολιτικό διακύβευμα έχει ως εξής: αν φέρει τη συμφωνία που έχει στα σκαριά, ίσως να αντιμετωπίσει εσωτερικό πρόβλημα (από παραιτήσεις υπουργών, μέχρι καταψήφιση της συμφωνίας από ορισμένους βουλευτές). Αυτό σημαίνει πως θα χρειαστεί τη στήριξη είτε του Ποταμιού, είτε της ΝΔ, είτε και του ΠΑΣΟΚ. Με αυτόν τον τρόπο θα απωλέσει το πολιτικό κεφάλαιο που έχει και που δεν είναι άλλο από την πρόταση: «δεν είμαστε σαν τους άλλους». Άρα, το τρενάρισμα των διαπραγματεύσεων ευνοεί την κυβέρνηση μέχρις ότου ξεκαθαρίσει την κατάσταση στο εσωτερικό τοπίο. Από την άλλη, όμως, γνωρίζει ότι όσο πάει μακρύτερα η «βαλίτσα» των συζητήσεων, τόσο «χάνει» την όποια δυναμική είχε μετά τις εκλογές και αυτού του «διαφορετικού». Ταυτόχρονα, βέβαια, η συνέχιση των δήθεν σκληρών διαπραγματεύσεων την ευνοεί, όσο φαίνεται ότι δεν «υποκύπτει» στις απαιτήσεις των δανειστών. Άρα εδώ έχουμε να κάνουμε με μια πολυπαραγοντική εξίσωση και όχι με μια αριθμητική πράξη: Όσο η κυβέρνηση συνεχίζει τις διαπραγματεύσεις τόσο κερδίζει τη μάχη στο εσωτερικό και άλλο τόσο καλλιεργεί την εντύπωση της σθεναρής στάσης, ενώ ταυτόχρονα δίνει «όπλα» στους αντιπάλους της, καθώς στο τέλος «ξεμένει» από δυναμική. Και, αν στην αρχή μια τέτοια τακτική την εξυπηρετούσε, τώρα πλέον τη βλάπτει. Όσο περνάνε οι μέρες τόσο ξεμένει από δυνάμεις. Πλέον, θέλει τη συμφωνία, και τη θέλει τώρα. Τώρα, όμως, υπάρχει πρόβλημα: οι δανειστές επιζητούν κάτι πολύ μεγαλύτερο από μια απλή συμφωνία…
«Ευρώ ή χάος»
Εντελώς διαφορετικής υφής είναι το πολιτικό ζητούμενο από την πλευρά της Ευρώπης. Ασφαλώς το να καλύπτανε οι δανειστές το οικονομικό κενό με την Αθήνα ή ακόμη και να έκαναν ένα κούρεμα χρέους (καθώς είναι πανθομολογούμενο ότι το χρέος είναι μη βιώσιμο) δεν είναι ζήτημα οικονομικό. Αν η ΕΚΤ ανοίξει τη στρόφιγγα, η Ελλάδα δεν θα έχει πρόβλημα. Από την άλλη, ούτε το πρόβλημά τους είναι πώς θα αντιμετωπίσουν μια κυβέρνηση της «ριζοσπαστικής αριστεράς». Οι ίδιοι ξέρουν πολύ καλά ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ούτε «ριζοσπαστική», ούτε «αριστερή». Για αυτούς το πρώτο πολιτικό πρόβλημα είναι πώς θα «πουλήσουν» και αυτοί μια αντίστοιχη συμφωνία στο εσωτερικό των δικών τους χωρών, που κι αυτοί πρέπει να δείξουν ότι «τιμούν τα χρήματα που θα δώσουν». Το άλλο όμως είναι ένα πολιτικό μήνυμα πολύ πιο ηχηρό, πολύ πιο ουσιαστικό και πολύ πιο «ύποπτο»: Πρέπει ο ελληνικός λαός να υποκύψει. Να καταλάβει ότι δεν υπάρχει διέξοδος. Ότι είτε έτσι είτε αλλιώς, θα είναι υποχρεωμένος να σκύψει και να δεχθεί αυτό που του ζητάνε. Όχι η κυβέρνηση. Ο λαός. Και όχι μόνο ο ελληνικός λαός. Όλοι οι λαοί της Ευρώπης.
Το μήνυμα είναι σαφές και το έδωσε σήμερα το στέλεχος της Uni Credit Ερικ Νίλσεν: «Δε νομίζω πως η ελληνική κυβέρνηση είναι ικανή να εισάγει και να υποστηρίζει ένα νέο ανεξάρτητο νόμισμα» (μετάφραση: ανεξάρτητη οικονομία). Και συνέχισε: «Θα ήταν περισσότερο ένα ερώτημα για μια συμφωνία ή βύθιση σχεδόν στην αναρχία». Ευρώ ή χάος, το δίλημμά τους. Και τώρα, αντί για τη λέξη «ελληνική», αν είστε Πορτογάλος βάλτε «πορτογαλική», Ισπανός «ισπανική», Ιρλανδός «ιρλανδική».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου