Στέφανος Τζουμάκας |
Καμία πλευρά δεν έχει την παρούσα περίοδο επιδίωξη για ρήξη. Ούτε το Διευθυντήριο της Ευρωζώνης που ασκεί πολιτική κυριαρχίας και επιβολής όρων, ούτε και η Κυβέρνηση που επιδιώκει έναν συμβιβασμό. Κάθε άλλη συζήτηση επ’ αυτού, εξυπηρετεί συμφέροντα ή αφορά επιτήδειους.
Οι μειοψηφικές πολιτικές πόλωσης και οι τακτικές εντυπώσεων κρίνονται από την ουσία και όχι από τις απειλές χωρίς αντίκρισμα και τις πρακτικές συσπείρωσης-αντισυσπείρωσης. Η χώρα χρειάζεται μια κουλτούρα προοδευτικής πολιτικής διακυβέρνησης στη βάση της πλειοψηφίας. Και πλευρές αυτής της αντίληψης είναι η απομόνωση των κύκλων και των αντιλήψεων που προκαλούν την αβεβαιότητα και την αστάθεια, στοιχεία που πάντα αποτελούσαν το έδαφος εκμετάλλευσης τους από συντηρητικές δυνάμεις.
Η Κυβέρνηση θα πρέπει να μεταβάλλει τη στρατηγική της και να στραφεί από τη δημοσιονομική καθήλωση στην αντιμετώπιση της διάλυσης της παραγωγικής βάσης της χώρας και στην αντιμετώπιση της ανεργίας. Ήδη με την παράταση των διαπραγματεύσεων έχει επέλθει περαιτέρω βλάβη στην πραγματική οικονομία και στην κοινωνία.
Η Ευρωζώνη είναι σε κρίση εξαιτίας των στρατηγικών του νεοφιλελευθερισμού και της λιτότητας. Είναι σε ύφεση, σε ανεργία και σε φτώχεια. Η Ε.Ε. έχει επίσης, σοβαρά θέματα στρατηγικού χαρακτήρα με τους συμμάχους της και έναντι των ανταγωνιστών της. Λόγω της αποτυχίας του δημοσιονομικού προγράμματος και της νεοφιλελεύθερης πολιτικής των μνημονίων επιδιώκουν να επιβάλλουν στην Ελλάδα μια δήθεν διορθωτική πολιτική που όμως θα εκφράζει ιδεολογικά, πολιτικά και οικονομικά την κυριαρχία της δημοσιονομικής στρατηγικής επί της Οικονομίας, γνώριμη πολιτική του νεοφιλελευθερισμού που διέπει την πλειοψηφία των ηγεσιών της Ε.Ε.
Αυτή η τεχνητή διόγκωση και η παρουσίαση της δημοσιονομικής κατάστασης της Ελλάδας ως το δήθεν μείζον ζήτημα στην Ε.Ε. είναι μια καιροσκοπική επιλογή ηγεσιών πολύ κατώτερων των περιστάσεων που θέλουν να εξυπηρετήσουν συγκεκριμένα συμφέροντα χρηματοπιστωτικά, τραπεζικά, επιχειρηματικά και με την πρωτοκαθεδρία του γερμανικού ηγεμονισμού.
Τα αδιέξοδα και οι αντιφάσεις της νεοφιλελεύθερης ηγεσίας της Ε.Ε. θα έχουν διάρκεια. Από τη μία εμφανίζονται τόσο οι ίδιοι όσο και πιο προκλητικά και τα δίκτυα τους στο χρηματοπιστωτικό και χρηματιστηριακό σύστημα και στα αντίστοιχα ανυπόληπτα διεθνή ΜΜΕ, ότι δήθεν η Ελλάδα απειλείται με έξοδο από το ευρώ και από την άλλη, είναι χαρακτηριστικές οι διατυπώσεις τους για την ισχύ και το μέλλον του ευρώ και της Ευρωζώνης από την πρώτη κιόλας παράγραφο του σχεδίου απόφασης για τη Σύνοδο Κορυφής την προσεχή Πέμπτη, 25 Ιούνιου, όπου αναφέρουν: «Το ευρώ είναι ένα επιτυχές και σταθερό νόμισμα», αναγνωρίζοντας την αύξηση της ανεργίας, την ύφεση και την ανάγκη για ένα «πολιτικό και οικονομικό σχέδιο που θα έχει μια μακροχρόνια, δίκαιη και δημοκρατικά νόμιμη βάση».
Και ενώ στην πράξη οξύνουν τις ανισότητες στην Ευρωζώνη και στην Ε.Ε. συνολικά, στη λογική της Ένωσης των δύο ταχυτήτων, μεταξύ των προτάσεων τους επιδιώκουν την οργάνωση δράσεων «για να εξισορροπήσουν το εισόδημα φτωχότερων κρατών με τα πλουσιότερα».
Ανησυχία διέπουν και τις ΗΠΑ για τη συνεχιζόμενη κρίση στην Ευρωζώνη. Οι συνεχείς παρεμβάσεις της ηγεσίας των ΗΠΑ αποβλέπουν στο να αναδείξουν: 1. τις διαφορετικές οικονομικές επιλογές από την έναρξη της κρίσης το 2008 που συνέβαλαν με σχετική επιτυχία στην αντιμετώπιση της κρίσης σε αντίθεση με την αποτυχημένη πολιτική του σκληρού Ευρώ και του φαύλου οικονομικού κύκλου που επί μία επταετία αναπαράγεται στην Ευρωζώνη. 2. τον περιορισμό της γερμανικής κυριαρχίας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι και 3. τη διασφάλιση των ενεργειακών τους συμφερόντων μέσω και ευρωπαϊκών δικτύων.
Από άποψη ουσίας, σοβαρά ζητήματα στρατηγικής για τη Δύση, για τις εν λόγω δυνάμεις αποτελούν:
Πρώτον, η Διατλαντική Ένωση ελεύθερου εμπορίου ΤΤΙΡ, που αποτελεί και το μεγάλο στοίχημα των αγορών, των πολυεθνικών κολοσσών και των δικτύων τους τόσο στο δυτικό όσο και στο υπόλοιπο κόσμο. Η Διατλαντική αυτή Ένωση ως ένωση των ΗΠΑ, του Καναδά και της Ε.Ε., επιχειρείται από τις δυνάμεις του νεοφιλελευθερισμού να εξελιχθεί σε μια περαιτέρω πολιτική, πολιτιστική, οικονομική και στρατιωτική υπερδύναμη στα πλαίσια και του ΝΑΤΟ.
Οι ΗΠΑ και η Ε.Ε. έχουν ήδη επιβάλλει τη γραμμή της απομόνωσης της Ρωσίας λόγω της εμπλοκής της στο Κίεβο της Ουκρανίας από το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Είναι προφανής η επιδίωξη και η διαμόρφωση όρων για ένα νέο διπολισμό απέναντι στη Ρωσία, την Κίνα και τις χώρες τωνBrics. Οι δυνάμεις της ειρήνης και οι δυνάμεις της συνεργασίας είναι απαραίτητο όσο ποτέ να παρέμβουν αποτρεπτικά και να δημιουργήσουν όρους ασφάλειας, αμοιβαιότητας και συνεργασίας στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Δεύτερον, προωθείται μια νέα κούρσα εξοπλισμών του στρατιωτικό-βιομηχανικού συμπλέγματος προς εξυπηρέτηση ενός διττού στόχου: Αφενός, της οικονομικής εξάντλησης της Ρωσίας, λόγω της ανάγκης εφαρμογής εξοπλιστικών προγραμμάτων και από μέρους της και αφετέρου, της αναθέρμανσης των βιομηχανικών πολεμικών εξοπλισμών για το ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης σε μια σειρά από χώρες της Δύσης που παράγουν πολεμικό υλικό, αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων. Στα πλαίσια αυτά εντάσσεται και η πρόσφατη εντατικοποίηση των εξοπλισμών από μέρους των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Και είναι κρίσιμο θέμα για την Ευρώπη ότι δεν υπάρχει συζήτηση για την ευρωπαϊκή ασφάλεια, ενόψει αυτών των αρνητικών εξελίξεων για την ασφάλεια και την ειρήνη.
Τρίτον, προωθείται μια νέα αρχιτεκτονική στην Ε.Ε. και στην Ευρωζώνη των δύο ταχυτήτων με την οποία αποσκοπούν στο να επιβάλλουν την εμβάθυνση της Ένωσης ιδιαίτερα στην Ευρωζώνη με όρους νεοφιλελευθερισμού και κυριαρχίας ορισμένων δυνάμεων και για το σκοπό αυτό σχεδιάζουν τη δημιουργία και νέων θεσμών.
Στην Ε.Ε. και στην Ευρωζώνη επιδιώκουν να εντάσσονται χώρες που θα ανήκουν στην σκληρή «πρώτη ταχύτητα» και οι υπόλοιπες χώρες στη δεύτερη, γεγονός βέβαια που αποτελεί ήδη μια πραγματικότητα για την ίδια, ως αποτέλεσμα των πολιτικών που εφαρμόζουν όπου οι αρχές της Ε.Ε. για ισοτιμία και αλληλεγγύη έχουν κατεδαφιστεί και υποβαθμιστεί με την προετοιμασία δημιουργίας «ενός ταμείου (treasury) της Ευρωζώνης» ως «ταμείο απόρων χωρών», που θα οδηγούνται σε αποεπένδυση και σε διάλυση σημαντικές παραγωγικές, οικονομικές δραστηριότητες.
Ως εκ τούτου, πολύ «μελάνι» και αφόρητη προπαγάνδα ότι δήθεν το στρατηγικό διακύβευμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης αποτελεί το δημοσιονομικό ζήτημα της Ελλάδας, που αποτελεί ένα επιμέρους ζήτημα στην κρίση της Ευρωζώνης και στη ευρύτερη στρατηγική της Δύσης. Μια χώρα που η Οικονομία της αντιπροσωπεύει μόλις το 2% του Ευρωπαϊκού ΑΕΠ.
Και το πολιτικό θέατρο έχει όρια. Πολιτικές ηγεσίες με το δημόσιο λόγο τους απαξιώνουν κάθε έννοια της Πολιτικής, καταφεύγοντας σε λογικές τόσο δημόσιων εκβιασμών όσο και ανεπίσημων σε συνεργασία με διαπλεκόμενα ΜΜΕ και συστήματα διαπλοκής στο τραπεζικό σύστημα για την λαφυραγώγηση καταθέσεων με τη μέθοδο αποσταθεροποιητικών πρακτικών και δημιουργίας αβεβαιότητας όσον αφορά τις εξελίξεις μιας διαπραγμάτευσης. Οι πρακτικές αυτές παραπέμπουν σε κοινωνίες ζούγκλας και κατάπτωσης πολιτικών ηγεσιών με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το πρόσφατο μαγνητοσκοπημένο μήνυμα του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντ. Τουσκ που υπήρξε και Πρωθυπουργός χώρας.
Η κρίση θα ταλανίζει χώρες και λαούς εφόσον οι ηγεσίες τους συνεχίζουν να επιμένουν στο συντηρητικό δρόμο των δημοσιονομικών προοπτικών, του ελλείμματος και του χρέους. Αποτελεί βέβαια, προνομιακό πεδίο των απανταχού νεοφιλελεύθερων. Για τις χώρες όμως και τους λαούς, έξοδος από την κρίση σημαίνει επενδύσεις δημόσιες και ιδιωτικές, επιχειρήσεις, θέσεις εργασίας, προϊόντα, εξαγωγές, υπηρεσίες, καινοτομία, τεχνολογικοί εξοπλισμοί. Είναι δύο κόσμοι αντίθετοι.
Στα πλαίσια αυτά, το Διευθυντήριο της Ευρωζώνης συνεχίζει να ασκεί πολιτική ισχύος και επιβολής της δημοσιονομικής στρατηγικής απέναντι στην Οικονομία και τις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Αυτό έχει αποδειχθεί ότι συνιστά μια εξαιρετικά αρνητική εξέλιξη σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο. Δεν υπάρχει Ευρωζώνη που να διέπεται από αρχές και Συνθήκες. Δεν πρόκειται πλέον για Ένωση αλλά για Κυβερνήσεις που κυριαρχούν και ασκούν πολιτικές που απέχουν από τις αρχές της Ε.Ε., που μετέρχονται όλα τα μέσα επιστρατεύοντας και το οπλοστάσιο της φαιάς προπαγάνδας και του εκφοβισμού ως εάν να απευθύνονταν σε υπηκόους και όχι σε πολίτες. Προβαίνουν δε ακόμη και στη δημιουργία πολιτικών κρίσεων, αποσταθεροποίησης Κυβερνήσεων, οικονομιών και εμπιστοσύνης καταθετών και επενδυτών.
Υπό αυτό το καθεστώς οι Κυβερνήσεις του μονόδρομου και των μνημονίων της τελευταίας 5ετίας στην Ελλάδα οδήγησαν σε διάλυση τη χώρα και ορισμένες δυνάμεις εξ αυτών με πρωτοφανή θρασύτητα εμφανίζονται ως κήνσορες προσπαθώντας να αποσιωπήσουν τις ευθύνες τους, παριστάνοντας ότι ζούμε σε χώρα «λωτοφάγων». Οι δυνάμεις που οδήγησαν τη χώρα στη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα είναι σε ανοιχτή σύμπραξη και επικοινωνία με τους ομοϊδεάτες τους στην Ε.Ε. Είναι εμφανή τα δίκτυα και οι δυνάμεις που συνδέονται με ορισμένες όψεις της Οικονομίας, χρηματοπιστωτικός τομέας, τράπεζες αλλά και επιχειρηματικοί όμιλοι που επιδιώκουν τη διατήρηση της υποτίμησης των δυνάμεων της εργασίας.
Η Κυβέρνηση του Α. Τσίπρα επιδιώκει μέσα από τη μέχρι τώρα διαπραγμάτευση μια συμφωνία όπου η χώρα θα εξασφαλίσει ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα και χρηματοδότηση των αναγκών του Δημοσίου, ιδιαίτερα όσον αφορά την εκπλήρωση δανειακών υποχρεώσεων. Η επιμονή της Κυβέρνησης θα έπρεπε να αφορά στα εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ που απώλεσε η χώρα και οι πολίτες από την νεοφιλελεύθερη επιδρομή της 5ετίας και ένα σχέδιο αποζημίωσης επ’ αυτών.
Από τις εξελίξεις είναι προφανές ότι δεν υπάρχει πλαίσιο αρχών Ευρωζώνης αλλά απαιτήσεις Κυβερνήσεων, οι οποίες επιδιώκουν να επικρατήσουν πάνω σε μια αποτυχημένη πολιτική στη λογική του μονόδρομου και της κυριαρχίας.
Η στρατηγική διαπραγμάτευσης της Κυβέρνησης εδώ και ένα 5μηνο εντάσσεται στη συντηρητική στρατηγική της δημοσιονομικής σταθερότητας των αντίπαλων Κυβερνήσεων στην Ευρωζώνη. Μια προοδευτική στρατηγική πρώτα από όλα προτάσσει την πραγματική Οικονομία, τις επενδύσεις, την ανάπτυξη, την παραγωγική βάση. Αυτή τη στρατηγική που αντιμετωπίζουν με εχθρότητα Κυβερνήσεις της Ευρωζώνης. Με την στρατηγική της λιτότητας δεν υπάρχει λύση. Η κρίση θα συνεχίζεται. Η λύση θα προέλθει μόνο με την ήττα αυτή της πολιτικής. Με την ήττα της λιτότητας, με την ήττα του νεοφιλελευθερισμού. Μέχρι την επιτυχή έκβαση αυτής της προσπάθειας, θα υπάρξουν μεταβατικές συμφωνίες. Και πρέπει να λέμε τα πράγματα με το όνομα τους.
Από άποψη ουσίας και τακτικής δεν μπορεί να διογκώνεται ένα θέμα που αφορά τη συντηρητική πολιτική. Αποπροσανατολίζει τις προοδευτικές δυνάμεις. Δεν μπορεί να παρουσιάζεται ως «μητέρα όλων των μαχών», το δημοσιονομικό ζήτημα.
Οι μειοψηφικές πολιτικές πόλωσης και οι τακτικές εντυπώσεων κρίνονται από την ουσία και όχι από τις απειλές χωρίς αντίκρισμα και τις πρακτικές συσπείρωσης-αντισυσπείρωσης. Η χώρα χρειάζεται μια κουλτούρα προοδευτικής πολιτικής διακυβέρνησης στη βάση της πλειοψηφίας. Και πλευρές αυτής της αντίληψης είναι η απομόνωση των κύκλων και των αντιλήψεων που προκαλούν την αβεβαιότητα και την αστάθεια, στοιχεία που πάντα αποτελούσαν το έδαφος εκμετάλλευσης τους από συντηρητικές δυνάμεις
Είναι άλλωστε, κοινός τόπος ότι το σύστημα διαπλοκής και επιχειρηματικοί κύκλοι τόσο με την ανοχή όσο και με τη σύμπραξη Κυβερνήσεων σχεδόν για τρεις δεκαετίες επέβαλαν να μην ανοίγει καμιά δημόσια συζήτηση στη χώρα για την πραγματική Οικονομία.
Προφανείς οι λόγοι και κυρίως να μην γίνεται αναφορά στο ετήσιο παραγόμενο πλούτο, στη διανομή του, στη φοροδιαφυγή και στη μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών. Αντίστοιχα, εξέτρεπαν τη συζήτηση στα δημοσιονομικά με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί διαχρονικά η πεποίθηση ότι τα δημοσιονομικά είναι το πρόβλημα της ελληνικής Οικονομίας. Οι εν λόγω κύκλοι του «δημοσιονομικού στρατοπέδου» είχαν και έχουν συμμάχους και στα Πανεπιστήμια και στα οικονομικά επιτελεία των περισσότερων κομμάτων, ως θιασώτες του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημόσιου χρέους και όχι της πραγματικής Οικονομίας και της ανάπτυξης της χώρας.
Η Κυβέρνηση θα πρέπει να μεταβάλλει τη στρατηγική της και να στραφεί από τη δημοσιονομική καθήλωση στην αντιμετώπιση της διάλυσης της παραγωγικής βάσης της χώρας και στην αντιμετώπιση της ανεργίας. Ήδη με την παράταση των διαπραγματεύσεων έχει επέλθει περαιτέρω βλάβη στην πραγματική οικονομία και στην κοινωνία.
Η στροφή αυτή θα αποτελέσει θετική εξέλιξη για τη χώρα. Με κυρίαρχες τις νεοφιλελεύθερες δυνάμεις στην Ε.Ε., από το περιεχόμενο της συμφωνίας θα κριθεί αν θα είναι αμοιβαία επωφελής ή θα αποτελεί μια ετεροβαρή συμφωνία με πολιτικές λιτότητας.
Οι πρόσφατες προτάσεις περί της εκχώρησης της συλλογής των εσόδων του κράτους σε μια Ανεξάρτητη Αρχή Φόρων και Τελών καθώς και ο διαρκής έλεγχος του προϋπολογισμού από ένα ανεξάρτητο από την Κυβέρνηση, Δημοσιονομικό Συμβούλιο που θα έχει τη δυνατότητα να προβαίνει σε οριζόντιες περικοπές, είναι αντίθετες με τις αρχές της λαϊκής κυριαρχίας και της δυνατότητας πολιτικής διακυβέρνησης της χώρας. Όταν μια Κυβέρνηση της Ευρωζώνης παίρνει μέρος σε διαπραγματεύσεις είναι απαράδεκτο Υπουργοί της να καλούν την Καγκελάριο της Γερμανίας να αποφασίσει, καταλύοντας περαιτέρω αυτό για την ανάκτηση του οποίου αγωνιζόμαστε, της πολιτικής ισοτιμίας δηλαδή της χώρας.
Η παράταση των διαπραγματεύσεων στο συντηρητικό, δημοσιονομικό πεδίο ασφαλώς και αποτελεί μέθοδο κύκλων στην Ευρωζώνη αλλά ευθύνεται και η ελληνική Κυβέρνηση που έπρεπε να είχε καθαρίσει ήδη το τοπίο με μια μεταβατική συμφωνία καθότι η κρίση θα συνεχιστεί.
Η ανεργία και η οικονομική δυσπραγία εκτεταμένων στρωμάτων στην ελληνική κοινωνία που εντείνεται και από την παράταση των διαπραγματεύσεων, δεν αποτελεί θετική εξέλιξη.
Τη δε αβεβαιότητα που διαπερνά την ελληνική κοινωνία επιδιώκουν να αξιοποιήσουν οι δυνάμεις της συντήρησης για τη δημιουργία μετωπικών σχημάτων προκαλώντας και το γέλωτα με όχημα τη δήθεν διακινδύνευση της προοπτικής και του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας. Είναι προφανές ότι θα είναι διαρκής ο αγώνας για την απομόνωση των δυνάμεων του μονόδρομου στις οποίες κυριαρχούν δίκτυα με επιδιώξεις αναχρονιστικές και ιδιοτελείς.
Το ευρωπαϊκό περιτύλιγμα αποτελεί το πρόσχημα προκειμένου να ανακάμψουν και να αποσιωπήσουν τις ευθύνες τους για τη διάλυση της χώρας. Μία από τις επιδιώξεις του ήταν και είναι η επιδίωξη της πόλωσης με συσπείρωση και αντί- συσπείρωση για να συσκοτίσουν την ουσία των καταστροφικών πολιτικών του μνημονιακού μετώπου.
Μέλη της Κυβέρνησης δεν μπορεί να προβαίνουν σε απειλές και διλήμματα περί εκλογών και δημοψηφίσματος, η χώρα χρειάζεται μεταβατικές συμφωνίες στη βάση του συσχετισμού δυνάμεων όσον αφορά τη σχέση της χώρας με την Ε.Ε. αλλά και η χώρα χρειάζεται ένα μεταβατικό πρόγραμμα ανασύνταξης, τουλάχιστον διετίας.
Καμία πλευρά δεν έχει την παρούσα περίοδο επιδίωξη για ρήξη. Ούτε το Διευθυντήριο της Ευρωζώνης που ασκεί πολιτική κυριαρχίας και επιβολής όρων, ούτε και η Κυβέρνηση που επιδιώκει έναν συμβιβασμό. Κάθε άλλη συζήτηση επ’ αυτού, εξυπηρετεί συμφέροντα ή αφορά επιτήδειους.
Μια προοδευτική Κυβέρνηση που θέλει αλλαγές, χρειάζεται προϋποθέσεις και όχι αποτυχίες προκειμένου να οργανώσει επιμέρους και διαδοχικές ρήξεις απέναντι στη συντήρηση και να οδηγήσει τη χώρα στην παραγωγή, στην ανάπτυξη και στην εργασία. Και οι διατυπώσεις περί οριστικών λύσεων δεν ανταποκρίνονται στις παρούσες συνθήκες. Θα χρειαστούν μεταβατικές πολιτικές και μεταβατικές περίοδοι.
Οι θιασώτες των μετωπικών συγκρούσεων και ρήξεων καθώς και των οριστικών λύσεων ιστορικά έχουν ηττηθεί και στη χώρα μας και διεθνώς.
Η χώρα χρειάζεται μια σταθερά προοδευτική πολιτική που θα προωθεί αλλαγές και θα απομονώνει τη συντήρηση και τις καταστροφικές δυνάμεις του μονόδρομου, ένα σχέδιο επιμέρους και διαδοχικών ρήξεων, ένα σχέδιο για ανάπτυξη, εργασία και ανάκτηση δημοκρατικών, εισοδηματικών, εργασιακών δικαιωμάτων και κατακτήσεων.
Σε επίπεδο χώρας, η αποκατάσταση του βιοτικού επιπέδου της πλειοψηφίας των πολιτών, η ανάκτηση των απολεσθέντων δημοκρατικών, εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων και εισοδηματικών απωλειών της συντριπτικής πλειοψηφίας των πολιτών, απαιτεί μακροπρόθεσμη συλλογική προσπάθεια.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο επίσης, ανάκτηση της αυτονομίας της πολιτικής που θα απαλλάξει την ΕΕ από το ΔΝΤ και την νεοφιλελεύθερη επικυριαρχία και θα συμβάλλει στη θεσμοθέτηση ενός Ευρωπαϊκού νομισματικού μηχανισμού, αμοιβαιοποίησης του χρέους, εισαγωγής του θεσμού των ευρωομολόγων, μιας κοινής τραπεζικής αρχής και εγγύησης των καταθέσεων και μιας κοινά αποδεκτής δημοσιονομικής πολιτικής με βάση τις πραγματικές δυνατότητες των χωρών-μελών της Ε.Ε. και με αντίστοιχες μεταβιβάσεις από τις πλεονασματικές χώρες στις ελλειμματικές, απαιτεί μακροπρόθεσμη συλλογική προσπάθεια των προοδευτικών δυνάμεων πανευρωπαϊκά.
Η διένεξη θα είναι διαρκής και μακροπρόθεσμη. Για να χτίσουμε μια προοδευτική Ε.Ε. χρειάζονται καταρχήν, προοδευτικές Κυβερνήσεις
Η χώρα και η πλειοψηφία του ελληνικού λαού βρίσκονται σε ένα κρίσιμο σημείο που χρειάζονται πρωτίστως, δημοκρατικές και προοδευτικές λύσεις και για μια ελπιδοφόρα πορεία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου