Με το όνομα Κυλώνειον άγος έμεινε γνωστή στην ιστορία μια σειρά από δεινοπαθήματα και θεομηνίες που έπληξαν την αρχαία Αθήνα και που αποδόθηκαν στην οργή των θεών για τη σφαγή των οπαδών του Κύλωνα που συνέβη κάτω από τις ακόλουθες συνθήκες.
Μετά την εφαρμογή της Δρακόντειας νομοθεσίας μεγάλη μερίδα της Αθηναϊκής κοινωνίας ήταν έντονα δυσαρεστημένη λόγω της αυστηρότητας των νόμων. Τότε ο Κύλων που ανήκε στη τάξη των ευγενών, είχε αναδειχθεί ολυμπιονίκης και ήταν γαμπρός του Τυράννου των Μεγάρων Θεαγένη επεχείρησε να δώσει τέλος. Είχε μάλιστα πάρει και χρησμό από το Μαντείο των Δελφών που έλεγε: «εν του Διός τη μεγίστη εορτή καταλαβείν την Αθηναίων ακρόπολιν» (Θουκ. Α’ 126, 4). Θεώρησε ότι η μεγαλύτερη γιορτή του Δία ήταν τα Ολύμπια (κατά πάσα πιθανότητα όμως το Μαντείο αναφερόταν στα Διάσια). Κατά την διάρκεια της εορτής των Ολυμπίων επιτρεπόταν στους ολυμπιονίκες στην επέτειο της νίκης τους να πηγαίνουν με συγγενείς και φίλους και να κάνουν θυσίες σε διάφορα ιερά της πόλης. Εκμεταλλευόμενος τη συνήθεια αυτή αλλά και τη δυσαρέσκεια εκείνη των Αθηναίων, μαζί με τον αδελφό του και τους οπαδούς του κατέλαβε την Ακρόπολη το 620 π.Χ., (κατ΄ άλλους το 612 π.Χ.). Δεν επέτυχε όμως την ολοκλήρωση του σκοπού του γιατί ο τότε επώνυμος άρχων της Αθήνας ο Μεγακλής, που ανήκε στην ισχυρή οικογένεια των Αλκμαιωνιδών, αντέδρασε δραστήρια και πολιορκώντας την Ακρόπολη ανάγκασε τον μεν Κύλωνα και τον αδελφό του να διαφύγουν στα Μέγαρα, τους δε οπαδούς του να καταφύγουν ικέτες στον βωμό της Πολιάδος Αθηνάς. Τότε όσοι κατέφευγαν στους βωμούς θεωρούνταν προστατευόμενοι των θεών και συνεπώς ήταν απαραβίαστοι.
Οι οπαδοί όμως του Μεγακλή, ενώ τους υποσχέθηκαν πως αν βγουν από το ιερό δεν θα τους πείραζαν, παραβαίνοντας το πανελλήνιο εκείνο ιερό έθιμο, τους φόνευσαν προ του ιερού των Ευμενίδων, τη στιγμή που κατέρχονταν από την Ακρόπολη κρατώντας κατά την παράδοση ταινίες των οποίων η άλλη άκρη ήταν δεμένη στο βωμό, αφού προηγουμένως έκοψαν αυτές τις ταινίες, θεωρώντας έτσι ότι δεν τυγχάνουν πλέον της θείας προστασίας.
Το έγκλημα αυτό των ικετών προκάλεσε τη φρίκη των Αθηναίων και τη γενική κατακραυγή και εκτός της Αθήνας, και οι δε Αλκμαιονίδες θεωρήθηκαν “εναγείς“, ενώ αντίθετα οι συμπάθειες στράφηκαν προς τον Κύλωνα. Του γεγονότος αυτού επακολούθησε σειρά στάσεων και ταραχών μέχρι το 597 π.Χ. που ανέλαβε ο Σόλων να συμβιβάσει τα αντιμαχόμενα μέρη παρακαλώντας τους “εναγείς” να υποβληθούν οικειοθελώς στη κρίση τριακοσιομελούς δικαστηρίου που θα αποφασίσει σχετικά. Οι Αλκμαιονίδες προ αυτής της κατακραυγής δέχτηκαν και το δικαστήριο εκείνο με κατήγορο τον Μύρωνα τον Φλυέα τους καταδίκασε σε εξορία. Αποφάσισε μάλιστα να εκταφούν όσοι εν τω μεταξύ είχαν πεθάνει και να θαφτούν έξω από τη πόλη.
Αν και εκτελέστηκε η απόφαση εκείνη το άγος εξακολουθούσε να υφίσταται και φοβερή ασθένεια, λοιμός έπληξε την Αθήνα, με πολλούς θανάτους, τον οποίο οι πολίτες θεώρησαν ως θεία δίκη για το έγκλημα. Τότε λέγεται πως πάνω από τη πόλη εμφανίσθηκαν να πλανώνται ψυχές νεκρών (φαντάσματα) και ένας δεισιδαίμονας φόβος κατέλαβε τους Αθηναίους. Την ίδια περίοδο ο Κύλωνας ξεσήκωσε τους Μεγαρείς εναντίον των Αθηναίων και κατάφεραν να καταλάβουν την Σαλαμίνα προκαλώντας καταστροφές και στην υπόλοιπη Αττική. Μετά απ΄ αυτά ρωτήθηκε το Μαντείο των Δελφών το οποίο και έδωσε εντολή να γίνει πλήρης καθαρμός υπό τις οδηγίες του τότε φιλόσοφου αλλά και ιερέα Επιμενίδη που έμενε όμως στη Φαιστό στη Κρήτη. Τότε στάλθηκε στη Κρήτη εσπευσμένα ο Αθηναίος Νικίας ο Νικηράτου, με ιερό πλοίο, πιθανώς τη Πάραλο ο οποίος προσκάλεσε τον Επιμενίδη στην Αθήνα πράγμα που δέχθηκε και τον ακολούθησε. Σημειώνεται πως μόλις ο Επιμενίδης έφθασε στο λιμένα Μουνιχίας, και αντίκρισε τον λόφο της Μουνιχίας προφήτεψε τον πραγματικό κίνδυνο της Αθήνας.
Ο Επιμενίδης φθάνοντας στην αρχαία Αθήνα και βλέποντας τον χώρο έδωσε αμέσως εντολή να συγκεντρώσουν πάνω στον Άρειο Πάγο μαύρα και λευκά πρόβατα τα οποία στη συνέχεια άφησαν ελεύθερα διατάζοντας να τα παρακολουθούν και όπου σταματήσει καθένα εξ αυτών εκεί να ιδρύεται (στήνεται) βωμός και να θυσιάζεται. Μετά την εκτέλεση των οδηγιών αυτών του Επιμενίδη οι θεοί μαλάκωσαν και το άγος εξέλιπε. Οι Αθηναίοι τίμησαν ιδιαίτερα τον Επιμενίδη προσφέροντάς του μεγάλες αμοιβές και δώρα πλην όμως εκείνος αρκέσθηκε μόνο σ΄ ένα κλώνο ελαίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου