Χαρίλαος Δερμάνης
Σαν σήμερα, στις 26 του Αυγούστου 1922 κατόπιν διαταγής της Διοίκησης Στρατιάς ξεκινάει η εκκένωση της Μ. Ασίας. H Μικρασιατική Καταστροφή είναι μια από τις τραγικότερες σελίδες της νεότερης Ιστορίας του λαού μας, στην οποία οδήγησε η τυχοδιωκτική εκστρατεία της άρχουσας τάξης της Ελλάδας, που ξεκίνησε στα μέσα του Μάη 1919 με την απόβαση ελληνικού στρατού στη Σμύρνη.
Παραθέτουμε τη μαρτυρία ενός από τους εκατοντάδες χιλιάδες ξεριζωμένους που έφτασαν στην Ελλάδα πρόσφυγες από τα παράλια της Σμύρνης, από το βιβλίο της Μαρούλας Κλιάφα «Σιωπηλές φωνές» (εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2000).
***
Η καταγωγή μου είναι Μικρασιάτης. Γεννήθηκα το 1910 στο χωριό Αχμερλίν, γύρω στα εκατό χιλιόμετρα από τη Σμύρνη. Ο πατέρας μου, παντοπώλης στο επάγγελμα, ήταν από το Γρεβενίτι της Ηπείρου, η μάνα μου Μικρασιάτισσα.
Φύγαμε από το χωριό με την οπισθοχώρηση και πήγαμε σ’ ένα προάστιο που το λέγαν Καρατάσι. Από εκεί πληρώσαμε σ’ ένα γαλλικό φορτηγό τριακόσιες λίρες και μας μετέφερε στη Σμύρνη. Είχαμε σπίτι στη Σμύρνη δικό μας. Όταν οι Τούρκοι έβαλαν φωτιά, μαζί με όλους τους Έλληνες που έρχονταν από την ενδοχώρα, άλλος με ζώα, άλλος με τα πόδια, καταλήξαμε στην προκυμαία. Τι να δεις εκεί. Κόσμος… Μιλιούνια. Δώδεκα μέρες περιμέναμε για να μπούμε στα βαπόρια. Πού να πάρεις σειρά. Γινόταν χαμός. Κάθε πενήντα μέτρα ήταν και μια στρατιωτική τουρκική ζώνη. Σ’ έψαχναν οι Τούρκοι κι ό,τι έβρισκαν απάνω σου, δακτυλίδια, λίρες, χρήματα, όλα σού τα έπαιρναν. Η σκάλα που οδηγούσε στα καράβια ήταν ξύλινη. Έβλεπες παιδιά, καθώς έκαναν να περάσουν, να παραπατάν και να πέφτουν στη θάλασσα. Έσκουζαν οι μανάδες «Το παιδί μου», ποιος να σ’ ακούσει; Ο κόσμος από πίσω έσπρωχνε. Πάει το παιδί, πνιγόταν. Κάνας δεν έδινε σημασία. Ας αφήσουμε που οι Τούρκοι πυροβολούσαν τις βάρκες. Όποιος έμπαινε στις βάρκες να φύγει ήταν χαμένος. Γιομάτη η θάλασσα από πτώματα.
Εμείς καταφέραμε και φτάσαμε ως το πλοίο «Νέα Ελλάς». Μπήκαμε εμείς, αλλά χάσαμε τη μια αδελφή μας. Οι Γάλλοι δε λογάριαζαν οικογένειες, παιδιά. Μόλις έβλεπαν πως γέμιζε το ένα βαπόρι, έσπρωχναν τους άλλους στο παραδίπλα. Μπήκαμε εμείς στο «Νέα Ελλάς» και τότε είδαμε πως δεν ήταν μαζί μας η Ανδρομάχη. Ήταν δεκαπέντε χρονών κορίτσι. Κλάματα, κακό. Νομίζαμε πως χάθηκε. Αργότερα τη βρήκαμε στην Ελλάδα.
Το βαπόρι που πήραμε σταμάτησε στην Άνδρο. Κατεβήκαμε. Ύστερα από λίγο αρρωσταίνει η πιο μικρή μου αδελφή από τύφο. Μπαίνουμε στο καράβι και πάμε στον Πειραιά. Δε σώθηκε. Πέθανε στο νοσοκομείο. Πάμε στην Αθήνα. Πού να πας στην Αθήνα και πού να μείνεις; Ούτε στρατόπεδα υπήρχαν ούτε τίποτα. Κοιμόμασταν στο δρόμο, στην οδό Στουρνάρα. Κουρνιάζαμε έξω από το Πολυτεχνείο. Ούτε φαΐ ούτε τίποτα. Αν είχες χρήματα, έτρωγες, αν όχι… Μας έδιναν οι στρατιώτες από τα καζάνια ό,τι περίσσευε. Η μάνα μου, άμα είδε πως θα πεθάνουμε από την πείνα, πήρε μια κατσαρόλα και μια φουφού και άρχισε να φτιάχνει λουκουμάδες. Περάσαμε σχεδόν όλο το χειμώνα έξω. Κρύο… Είχαμε ροκανίδια για στρώμα, μας μοίρασαν και κάτι κουβέρτες… Ασ’ τα. Αποφασίσαμε να φύγουμε από την Αθήνα και να πάμε στην Ήπειρο, στο χωριό του πατέρα μου. Εκεί ανταμώσαμε και την αδελφή μου.
Το 1923 ήρθαμε στα Τρίκαλα. Τον πρώτο καιρό μείναμε στους παλιούς στρατώνες. Ήταν ένα μεγάλο κτήριο σε σχήμα πι, που είχε κάτι μεγάλους θαλάμους. Η κάθε οικογένεια έβαζε ολόγυρα σκοινιά και κρεμούσε κουρελούδες για να χωρίσει από τη διπλανή το γιατάκι της. Δε μείναμε πολύ καιρό εκεί, γιατί ο γιατρός Παπαβασιλείου μας έδωσε σχεδόν τζάμπα ένα χαμόσπιτο που είχε.
Από την πρώτη ώρα που φτάσαμε στα Τρίκαλα αρχίσαμε να δουλεύουμε. Όπου βρίσκαμε. Άλλος στα χωράφια, άλλος έσπαζε πέτρα στους δρόμους, άλλος έκοβε πλιθιά. Τέτοιες δουλειές.
Παρ όλη τη φτώχια μας εμείς οι Μικρασιάτες κάναμε πολλά γλέντια. Μαζευόμασταν κάθε Κυριακή στην πλατεία μπροστά στους στρατώνες και χορεύαμε. Ήταν ένας λατερνατζής κι έβαζε χασάπικα. Πρώτη φορά έβλεπαν οι Τρικαλινοί χασάπικο χορό. Τους έκανε μεγάλη εντύπωση ο χασάπικος. Μεγάλα γλέντια κάναμε και στο καρναβάλι. Ντυνόμασταν μασκαράδες. Εμείς οι Σμυρνιοί παίζαμε και τουμπελέκι. Το έπαιζε η μάνα μου.
Εγώ το ΄23 που ήρθαμε πήγαινα στα δεκατρία. Γράμματα ήξερα λίγα. Είχα προλάβει να πάω ως τη δευτέρα Δημοτικού. Δε συνέχισα το σχολείο. Δεν είχαμε τη δυνατότητα. Δεκατριών χρονών έπιασα στο μαγαζί ενός έμπορα, του Χρίστου Καρατζούλη. Αυτός πήρε βιβλία και μετά τη δουλειά με διάβαζε. ‘Έμαθα γράμματα. Στη συνέχεια δούλεψα σ’ ένα μαγέρικο. Ό,τι περίσσευε από το μαγαζί μού το έδινε το αφεντικό, Κεφάλας λεγόταν, και το πήγαινα στο σπίτι. H μάνα μου δούλευε στα καπνά.
Λίγο αργότερα άλλαξα δουλειά. Πήγα στην εφημερίδα Αναγέννησις που την είχαν τρία αδέλφια, οι Θεοδωρόπουλοι. Αυτοί είχαν μεγάλο τυπογραφείο και βιβλιοχαρτοπωλείο. Δούλευα στο χαρτοπωλείο και συνάμα μάθαινα την τέχνη του τυπογράφου. Ήμουνα καλός στη δουλειά και με κράτησαν. Έγινα προϊστάμενος στο τυπογραφείο.
Το 1929 έγινε ο συνοικισμός. Μας έδωσαν ετούτο το σπίτι. Από τις αποζημιώσεις το κράτος κράτησε το είκοσι πέντε τοις εκατό κι έφτιαξε τα σπίτια.
Σαν σήμερα, στις 26 του Αυγούστου 1922 κατόπιν διαταγής της Διοίκησης Στρατιάς ξεκινάει η εκκένωση της Μ. Ασίας. H Μικρασιατική Καταστροφή είναι μια από τις τραγικότερες σελίδες της νεότερης Ιστορίας του λαού μας, στην οποία οδήγησε η τυχοδιωκτική εκστρατεία της άρχουσας τάξης της Ελλάδας, που ξεκίνησε στα μέσα του Μάη 1919 με την απόβαση ελληνικού στρατού στη Σμύρνη.
Παραθέτουμε τη μαρτυρία ενός από τους εκατοντάδες χιλιάδες ξεριζωμένους που έφτασαν στην Ελλάδα πρόσφυγες από τα παράλια της Σμύρνης, από το βιβλίο της Μαρούλας Κλιάφα «Σιωπηλές φωνές» (εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2000).
***
Η καταγωγή μου είναι Μικρασιάτης. Γεννήθηκα το 1910 στο χωριό Αχμερλίν, γύρω στα εκατό χιλιόμετρα από τη Σμύρνη. Ο πατέρας μου, παντοπώλης στο επάγγελμα, ήταν από το Γρεβενίτι της Ηπείρου, η μάνα μου Μικρασιάτισσα.
Φύγαμε από το χωριό με την οπισθοχώρηση και πήγαμε σ’ ένα προάστιο που το λέγαν Καρατάσι. Από εκεί πληρώσαμε σ’ ένα γαλλικό φορτηγό τριακόσιες λίρες και μας μετέφερε στη Σμύρνη. Είχαμε σπίτι στη Σμύρνη δικό μας. Όταν οι Τούρκοι έβαλαν φωτιά, μαζί με όλους τους Έλληνες που έρχονταν από την ενδοχώρα, άλλος με ζώα, άλλος με τα πόδια, καταλήξαμε στην προκυμαία. Τι να δεις εκεί. Κόσμος… Μιλιούνια. Δώδεκα μέρες περιμέναμε για να μπούμε στα βαπόρια. Πού να πάρεις σειρά. Γινόταν χαμός. Κάθε πενήντα μέτρα ήταν και μια στρατιωτική τουρκική ζώνη. Σ’ έψαχναν οι Τούρκοι κι ό,τι έβρισκαν απάνω σου, δακτυλίδια, λίρες, χρήματα, όλα σού τα έπαιρναν. Η σκάλα που οδηγούσε στα καράβια ήταν ξύλινη. Έβλεπες παιδιά, καθώς έκαναν να περάσουν, να παραπατάν και να πέφτουν στη θάλασσα. Έσκουζαν οι μανάδες «Το παιδί μου», ποιος να σ’ ακούσει; Ο κόσμος από πίσω έσπρωχνε. Πάει το παιδί, πνιγόταν. Κάνας δεν έδινε σημασία. Ας αφήσουμε που οι Τούρκοι πυροβολούσαν τις βάρκες. Όποιος έμπαινε στις βάρκες να φύγει ήταν χαμένος. Γιομάτη η θάλασσα από πτώματα.
Εμείς καταφέραμε και φτάσαμε ως το πλοίο «Νέα Ελλάς». Μπήκαμε εμείς, αλλά χάσαμε τη μια αδελφή μας. Οι Γάλλοι δε λογάριαζαν οικογένειες, παιδιά. Μόλις έβλεπαν πως γέμιζε το ένα βαπόρι, έσπρωχναν τους άλλους στο παραδίπλα. Μπήκαμε εμείς στο «Νέα Ελλάς» και τότε είδαμε πως δεν ήταν μαζί μας η Ανδρομάχη. Ήταν δεκαπέντε χρονών κορίτσι. Κλάματα, κακό. Νομίζαμε πως χάθηκε. Αργότερα τη βρήκαμε στην Ελλάδα.
Το βαπόρι που πήραμε σταμάτησε στην Άνδρο. Κατεβήκαμε. Ύστερα από λίγο αρρωσταίνει η πιο μικρή μου αδελφή από τύφο. Μπαίνουμε στο καράβι και πάμε στον Πειραιά. Δε σώθηκε. Πέθανε στο νοσοκομείο. Πάμε στην Αθήνα. Πού να πας στην Αθήνα και πού να μείνεις; Ούτε στρατόπεδα υπήρχαν ούτε τίποτα. Κοιμόμασταν στο δρόμο, στην οδό Στουρνάρα. Κουρνιάζαμε έξω από το Πολυτεχνείο. Ούτε φαΐ ούτε τίποτα. Αν είχες χρήματα, έτρωγες, αν όχι… Μας έδιναν οι στρατιώτες από τα καζάνια ό,τι περίσσευε. Η μάνα μου, άμα είδε πως θα πεθάνουμε από την πείνα, πήρε μια κατσαρόλα και μια φουφού και άρχισε να φτιάχνει λουκουμάδες. Περάσαμε σχεδόν όλο το χειμώνα έξω. Κρύο… Είχαμε ροκανίδια για στρώμα, μας μοίρασαν και κάτι κουβέρτες… Ασ’ τα. Αποφασίσαμε να φύγουμε από την Αθήνα και να πάμε στην Ήπειρο, στο χωριό του πατέρα μου. Εκεί ανταμώσαμε και την αδελφή μου.
Το 1923 ήρθαμε στα Τρίκαλα. Τον πρώτο καιρό μείναμε στους παλιούς στρατώνες. Ήταν ένα μεγάλο κτήριο σε σχήμα πι, που είχε κάτι μεγάλους θαλάμους. Η κάθε οικογένεια έβαζε ολόγυρα σκοινιά και κρεμούσε κουρελούδες για να χωρίσει από τη διπλανή το γιατάκι της. Δε μείναμε πολύ καιρό εκεί, γιατί ο γιατρός Παπαβασιλείου μας έδωσε σχεδόν τζάμπα ένα χαμόσπιτο που είχε.
Από την πρώτη ώρα που φτάσαμε στα Τρίκαλα αρχίσαμε να δουλεύουμε. Όπου βρίσκαμε. Άλλος στα χωράφια, άλλος έσπαζε πέτρα στους δρόμους, άλλος έκοβε πλιθιά. Τέτοιες δουλειές.
Παρ όλη τη φτώχια μας εμείς οι Μικρασιάτες κάναμε πολλά γλέντια. Μαζευόμασταν κάθε Κυριακή στην πλατεία μπροστά στους στρατώνες και χορεύαμε. Ήταν ένας λατερνατζής κι έβαζε χασάπικα. Πρώτη φορά έβλεπαν οι Τρικαλινοί χασάπικο χορό. Τους έκανε μεγάλη εντύπωση ο χασάπικος. Μεγάλα γλέντια κάναμε και στο καρναβάλι. Ντυνόμασταν μασκαράδες. Εμείς οι Σμυρνιοί παίζαμε και τουμπελέκι. Το έπαιζε η μάνα μου.
Εγώ το ΄23 που ήρθαμε πήγαινα στα δεκατρία. Γράμματα ήξερα λίγα. Είχα προλάβει να πάω ως τη δευτέρα Δημοτικού. Δε συνέχισα το σχολείο. Δεν είχαμε τη δυνατότητα. Δεκατριών χρονών έπιασα στο μαγαζί ενός έμπορα, του Χρίστου Καρατζούλη. Αυτός πήρε βιβλία και μετά τη δουλειά με διάβαζε. ‘Έμαθα γράμματα. Στη συνέχεια δούλεψα σ’ ένα μαγέρικο. Ό,τι περίσσευε από το μαγαζί μού το έδινε το αφεντικό, Κεφάλας λεγόταν, και το πήγαινα στο σπίτι. H μάνα μου δούλευε στα καπνά.
Λίγο αργότερα άλλαξα δουλειά. Πήγα στην εφημερίδα Αναγέννησις που την είχαν τρία αδέλφια, οι Θεοδωρόπουλοι. Αυτοί είχαν μεγάλο τυπογραφείο και βιβλιοχαρτοπωλείο. Δούλευα στο χαρτοπωλείο και συνάμα μάθαινα την τέχνη του τυπογράφου. Ήμουνα καλός στη δουλειά και με κράτησαν. Έγινα προϊστάμενος στο τυπογραφείο.
Το 1929 έγινε ο συνοικισμός. Μας έδωσαν ετούτο το σπίτι. Από τις αποζημιώσεις το κράτος κράτησε το είκοσι πέντε τοις εκατό κι έφτιαξε τα σπίτια.
http://sioualtec.blogspot.gr/2017/08/blog-post_513.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου