του Λεωνίδα Βατικιώτη
Τουλάχιστον ένδεκα στρατοί, τρία μέτωπα και δύο πόλεμοι συνταράσσουν τη Συρία από άκρη σε άκρη, σε μία σύγκρουση που δεν έχει προηγούμενο από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο στρατός που κάνει τη δυναμική του επανεμφάνιση τις τελευταίες μέρες είναι της κυβέρνησης, και στα τρία μάλιστα μέτωπα. Το πρώτο είναι στα περίχωρα της Δαμασκού, στην ανατολική Γιούτα διεξάγοντας αδυσώπητους και συνεχείς βομβαρδισμούς εναντίον των τζιχαντιστών, που κατά τη προσφιλή τους τακτική χρησιμοποιούν άμαχους ως ανθρώπινες ασπίδες, κι έχοντας μάλιστα πλήρη επίγνωση ότι δίνουν τις τελευταίες μάχες επί συριακού εδάφους. Ως αποτέλεσμα, τα θύματα έχουν ξεπεράσει τα 200, ενώ πληθαίνουν οι φωνές που ζητούν άμεση ανακωχή για να μπορέσουν να εισέλθουν στην ερειπωμένη πόλη τα σωστικά συνεργεία να προσφέρουν πρώτες βοήθειες, να συλλέξουν θύματα και να δημιουργήσουν οδούς διαφυγής για τους αμάχους.
Ανέλπιστη, σε βαθμό να αλλάζει άρδην τα δεδομένα, ήταν κι η θετική ανταπόκριση της Δαμασκού στο αίτημα των Κούρδων του Αφρίν να προστρέξουν προς ενίσχυσή τους. Η στροφή του Άσαντ, όπως εύκολά μπορεί κανείς να υποθέσει, καλύφθηκε πλήρως από τη Μόσχα. Σε μια (νέα) αλλαγή τακτικής η Ρωσία, που φαινόταν να είχε συναινέσει με την τουρκική επιχείρηση που κατ’ ευφημισμό ονομάστηκε «Κλάδος Ελιάς», δια στόματος του ίδιου του Σεργκέι Λαβρόφ προέτρεψε την Άγκυρα να επιλύσει την κρίση του Αφρίν μέσω άμεσου διαλόγου με τη Δαμασκό. Ελιγμός που ισοδυναμούσε με εγκατάλειψη της Άγκυρας δεδομένου ότι δεν έχουν περάσει πολλές μέρες απ’ όταν ο Ερντογάν διαπίστωνε μεγαλοφώνως ότι είναι αδύνατο να συζητήσει με έναν ηγέτη όπως ο Άσαντ που έχει βάψει τα χέρια του με το αίμα 1 εκ. πολιτών του. Αυτό, ωστόσο, που δε διευκρινίστηκε είναι αν ο Ερντογάν το έλεγε αυτό από οργή ή από ζήλια…
Η εισβολή του τουρκικού στρατού στη Συρία και η αναμενόμενη πολιορκία του Αφρίν δε δοκιμάζει τις σχέσεις της Άγκυρας μόνο με τη Μόσχα, αλλά και με το Ιράν, καθώς στο κονβόι που επιχείρησε να προσεγγίσει το Αφρίν προς ενίσχυση των Κούρδων μαχητών του YPG, που η Άγκυρα χαρακτηρίζει ως τρομοκρατική οργάνωση – συνεργάτη του ΡΚΚ που δρα στο τουρκικό Κουρδιστάν, για να δεχτεί το σφυροκόπημα του τουρκικού πυροβολικού δεν επέβαιναν μόνο Σύροι κυβερνητικοί στρατιώτες, αλλά και Σιίτες μαχητές που κατά πάσα πιθανότητα προέρχονταν από το Ιράκ, χωρίς να αποκλείεται η προέλευσή τους να ήταν από το Ιράν ή και το Λίβανο. Έτσι απειλείται η στρατηγικής σημασίας πολιτική συνεργασία με την Τεχεράνη καθώς αποτρέπει τα σχέδια απομόνωσής των δύο χωρών και συγκροτεί ένα αντίπαλο δέος απέναντι στα αποσταθεροποιητικά σχέδια ΗΠΑ, Ισραήλ και Σαουδικής Αραβίας.
Από την άλλη, το μήνυμα που έλαβε η Τουρκία από την προώθηση των κυβερνητικών δυνάμεων στο Αφρίν ήταν πώς δεν πρόκειται να διεξάγει την πολιορκία ανενόχλητη, με το στρατό του Άσαντ να αρκείται στη θέση του παρατηρητή. Μένει να δούμε αν η αλλαγή τακτικής της Δαμασκού αποσκοπεί σε τακτικά οφέλη, για παράδειγμα να αναγκάσει τον Ερντογάν να αποδεχθεί τον Άσαντ στο προεδρικό μέγαρο της Δαμασκού ή αν το καθεστώς της Συρίας κερδίζοντας σιγά – σιγά έδαφος, επιλέγει να λύσει μόνο του τις διαφορές με το YPG, που ελέγχει σχεδόν το 25% της χώρας, χωρίς τη βοήθεια των τουρκικών αρμάτων μάχης. Η Τουρκία όμως έτσι κινδυνεύει να βρεθεί στο μέσο των πλέον φονικών διασταυρούμενων πυρών. Από τη μια των κυβερνητικών με τους συμμάχους τους κι από την άλλη των Αμερικανικών, που δεν παύουν να δηλώνουν ότι θεωρούν αδιαπραγμάτευτη την παρουσία τους στη βορειοανατολική Συρία. Η σημαντικότερη άλλωστε εξέλιξη των προηγούμενων ημερών δεν ήταν η στροφή του συριακού κυβερνητικού στρατού εναντίον του τουρκικού στο Αφρίν, αλλά η αμερικανική σφραγίδα που μπήκε ακόμη πιο έντονα ανατολικά του Ευφράτη.
Κατ’ αρχήν πολιτικά. Η ομιλία του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Ρεξ Τίλερσον στο πανεπιστήμιο του Στάνφορντ όπου δήλωσε ότι «οι ΗΠΑ θα διατηρήσουν τη στρατιωτική τους παρουσία στη Συρία ώστε να αποτραπεί κάθε επανεμφάνιση του ισλαμικού κράτους» προκάλεσε έκπληξη αρχικά για τη στροφή που σηματοδότησε. Μόλις πριν ενάμισι χρόνο ο Τραμπ αποδοκίμαζε τις πολεμικές εκστρατείες, αφήνοντας να εννοηθεί ότι δεν θα εγκρίνει τη συνέχιση των αποστολών στο εξωτερικό. Κι ενώ στις αρχές του 2017 στη Συρία επιχειρούσαν στο πλευρό των Κούρδων του SDF 500 Αμερικανοί στρατιώτες, πλέον έχουν φτάσει τους 2.000! Ο πραγματικός δε στόχος τους δεν είναι άλλος από την αποτροπή της εξάπλωσης της ιρανικής επιρροής, ακόμη και η προετοιμασία ενός πολέμου με το Ιράν. Γιατί, αν ήθελαν πράγματι να αντιμετωπίσουν του τζιχαντιστές (τους οποίους οι ίδιοι οι Αμερικάνοι εξόπλισαν μαζί με το Ισραήλ, τη Σαουδική Αραβία, κ.α. για να ανατρέψουν τον Άσαντ) θα όφειλαν να πολεμούν μαζί με το στρατό της συριακής κυβέρνησης στη Γιούτα κι όχι να φυλούν τον Ευφράτη.
Ωστόσο, η αποφασιστικότητά τους να παραμείνουν ανατολικά του Ευφράτη έγινε σαφής όταν στις 7 Φεβρουαρίου επιτέθηκαν εναντίον συριακών δυνάμεων που επιχείρησαν να διασχίσουν τον Ευφράτη, για να επανακτήσουν σύμφωνα με δημοσιεύματα εκτάσεις πλούσιες σε πετρέλαιο. Μεταξύ των νεκρών, όπως παραδέχθηκε με αρκετές μέρες καθυστέρηση η εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών, συγκαταλέγονταν και Ρώσοι «πολίτες», που σύμφωνα με δημοσιεύματα ήταν μισθοφόροι κι ανήκαν στην εταιρεία Wagner, που χαρακτηρίζεται κι ως η ρωσική Blackwater. Η αποστολή τους ήταν πιθανότατα ενταγμένη όχι στον πρώτο συριακό πόλεμο, που διεξήχθη με αφορμή τους τζιχαντιστές, αλλά στον δεύτερο συριακό πόλεμο που ως μήλο της έριδας έχει τα κοιτάσματα, την εδαφική ακεραιότητα της Συρίας και το Ιράν κι είναι άγνωστο πόσο θα …διαρκέσει.
από τη «Νέα Σελίδα»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου