Σ’ αυτό το τμήμα του αφιερώματος για τους μουφτήδες εξετάζονται εν περιλήψει οι κυρίαρχες απόψεις επί του θέματος και πως διαμορφώθηκε ιστορικά ο θεσμός. Η Τουρκία και ένα τμήμα της μειονότητας ζητά από το 1990 να γίνεται εκλογή μουφτήδων. Παλαιότερα ζητούσαν η εκλογή να γίνεται από όλους τους μουσουλμάνους που είναι εγγεγραμμένοι στις δύο εκλογικές περιφέρειες Ξάνθης και Κομοτηνής. Επικαλούνταν προς τούτο τον μηδέποτε ισχύσαντα, σε αυτό το σκέλος του, νόμο 2345/1920. Προσφάτως φαίνεται ότι αλλάζουν γνώμη και κινούνται προς τη λογική της εκλογής μέσα από ένα σώμα θρησκευτικών λειτουργών και εκπροσώπων των βακουφικών επιτροπών.
Η Τουρκία πιστεύει ότι μέσα από τους μηχανισμούς χειραγωγήσεως της ψήφου θα μπορέσει να ελέγξει τη διαδικασία και να εκλέξει απoλύτως ελεγχόμενους από την ίδια μουφτήδες. Το ίδιο, άλλωστε, έχει επιχειρήσει με επιτυχία στη Βουλγαρία, που αποτελεί και τη μοναδική χώρα στον κόσμο όπου η εκλογή του λεγομένου αρχιμουφτή γίνεται από ένα σώμα θρησκευτικών λειτουργών.
Η επιθυμία της Τουρκίας να αλώσει τον συγκεκριμένο θεσμό δεν οφείλεται μόνον στο υψηλό κύρος που έχει. Οι μουφτήδες ελέγχουν τους ιμάμηδες, δηλαδή τους θρησκευτικούς λειτουργούς που προΐστανται της προσευχής στο τζαμί. Επομένως, υπάρχει έτοιμο ένα δίκτυο επιρροής που επεκτείνεται σε κάθε οικισμό και χωριό της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη. Ενδεικτικά της επιρροής που ασκούν είναι τα θρησκευτικά μηνύματα που απευθύνονται κάθε Παρασκευή προς τους πιστούς από τον μουφτή και διαβάζονται στα τεμένη. Οι δύο ψευδομουφτήδες τα χρησιμοποιούν για να προβαίνουν διαρκώς σε πολιτικές παρεμβάσεις.
Οι κομματικές απόψεις διίστανται
Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα δεν έχουν κοινή θέση επί του θέματος της αναδείξεως των μουφτήδων. Ακόμη και μέσα στα κόμματα υπάρχουν διαφορετικές απόψεις. Πιο συγκεκριμένα:
Η μία άποψη υπενθυμίζει ότι σε όλο τον κόσμο οι μουφτήδες ορίζονται από το κράτος (πλην Βουλγαρίας). Αυτό έχει επιπλέον σημασία στην Ελλάδα όπου οι μουφτήδες ασκούν και δικαστικά καθήκοντα (περιορισμένα πλέον) επί θεμάτων οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου. Επίσης, δεν θα πρέπει να παραβλεφθεί ότι σε πολλές χώρες της Ευρώπης υπάρχει συστηματική προσπάθεια της Τουρκίας να ελέγξει τα δίκτυα των θρησκευτικών λειτουργών του Ισλάμ. Κατ’ ακολουθίαν, η Ελλάδα πρέπει με κάθε τρόπο να αποφύγει να παραδώσει τον θεσμό του μουφτή στον έλεγχο της Τουρκίας.
Η άλλη άποψη αντιτείνει ότι το θέμα άπτεται πρωτίστως δικαιωμάτων θρησκευτικής ελευθερίας. Όπως το ελληνικό κράτος δεν εμπλέκεται στην επιλογή της ηγεσίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας ή των ισραηλιτών, κατ΄ακολουθίαν θα πρέπει να μην εμπλακεί και στους μουσουλμάνους. Θα πρέπει να αφεθούν ελεύθεροι να επιλέγουν όποιον μουφτή επιθυμούν.
Προϋπόθεση για όλα αυτά είναι ο μουφτής να απεκδυθεί των δικαιοδοτικών του αρμοδιοτήτων και να επιστρέψει στα αμιγώς θρησκευτικά. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα πάψει να υπάρχει το επιχείρημα ότι πρέπει να διορίζεται. Το θέμα σε βάθος χρόνου θα αυτορυθμισθεί και θα πάψει να αποτελεί ένα ακόμη σημείο τριβής με την Τουρκία.
Ποιος ο ρόλος του μουφτή
Το θέμα του τρόπου επιλογής του μουφτή (εκλογή ή ορισμός από το κράτος) έχει γίνει εδώ και χρόνια γάγγραινα στις σχέσεις της ελληνικής Πολιτείας με τη μειονότητα. Απαιτείται να το προσεγγίσουμε από μία νέα βάση. Προς αυτό απαιτείται να κατανοήσουμε πρώτα απ’ όλα ποιος είναι ο ρόλος του μουφτή. Αναφέρεται συχνά ότι είναι θρησκευτικός ηγέτης. Στην πραγματικότητα ο μουφτής δεν είναι θρησκευτικός ηγέτης.
Στον κόσμο του Ισλάμ οι θρησκευτικοί ηγέτες αποκαλούνται σεΐχηδες. Αντιθέτως, ο μουφτής είναι ένας μορφωμένος άνθρωπος που έχει μελετήσει βαθιά το Κοράνι και την Παράδοση (Σούνα) που αναφέρεται σε διάφορα περιστατικά, συνήθειες, ενέργειες, επιδοκιμασίες και ρήσεις από το βίο του ίδιου του Μωάμεθ. Εξ αιτίας αυτής της μελέτης είναι σε θέση να ερμηνεύει τους ιερούς κανόνες του Ισλάμ. Η ερμηνεία των ιερών κανόνων γίνεται υπό τη μορφή γνωμοδοτήσεως (φετφά) και μπορεί να είναι προφορική ή γραπτή. Επομένως, ο μουφτής είναι κατά κυριολεξίαν ιεροερμηνευτής.
Ο πιστός μουσουλμάνος που επιθυμεί να ζεί σύμφωνα με τη θρησκεία έχει την ηθική υποχρέωση να ζητά γνωμοδοτήσεις-φετφάδες από τους μουφτήδες σχετικά με τους κανόνες του βίου και της ηθικής. Ως επακόλουθο αυτής της καταστάσεως είναι ότι κάθε οργανωμένη μουσουλμανική κοινωνία πρέπει να έχει ένα μουφτή. Επιπλέον, όπου εφαρμόζεται ο ιερός ισλαμικός νόμος (σαρία) πρέπει να υπάρχει κι ένας ιεροδικαστής (καδής). Έτσι, ο μουφτής διάβαζει και ερμηνεύει τον ιερό νόμο και ο καδής εφαρμόζει τον ιερό νόμο στα ιεροδικεία. Στην Ελλάδα, από το 1913, στο πρόσωπο του μουφτή έχουν ενσωματωθεί οι δύο διαφορετικοί αυτοί θεσμοί: του μουφτή ως ιεροερμηνευτή και του ιεροδικαστή (καδή).
Η διαφοροποίηση του θεσμού
Η σημασία και ο ρόλος του μουφτή διαφοροποιήθηκε σταδιακά μέσα στον ισλαμικό κόσμο. Αρχικώς αρκούσε ο μουφτής να είναι ενάρετος άνθρωπος και καλός γνώστης του Ιερού Νόμου. Δεν υπήρχε κάποιο τυπικό για τον χαρακτηρισμό ενός προσώπου ως μουφτή. Το σύστημα άλλαξε τον 16ο αιώνα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Δίπλα στους ιεροδικαστές (καδήδες), οι οποίοι προσλαμβάνονταν από την κυβέρνηση και διορίζονταν στα ιεροδικεία δημιουργήθηκε ένας νέος θεσμός. Επρόκειτο για τον σεΐχ-ουλ-ισλάμη, δηλαδή τον «γέροντα του Ισλάμ». Αυτός ήταν ο μουφτής Κωνσταντινουπόλεως που θεωρήθηκε ταυτοχρόνως και μέγας μουφτής της αυτοκρατορίας. Ο σεϊχ-ουλ-ισλάμης προσελάμβανε επίσημους μουφτήδες για όλες τις μεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας.
Έκτοτε σε όλα τα μουσουλμανικά κράτη καθιερώθηκε ο θεσμός του επίσημου μουφτή. Η ύπαρξη επίσημου μουφτή δεν κατήργησε τους ιδιώτες μουφτήδες. Έτσι μετά τον 16ο αιώνα υπάρχουν στο Ισλάμ δύο κατηγορίες μουφτήδων. Στην πρώτη ανήκουν οι ιδιώτες μουφτήδες και στη δεύτερη οι μουφτήδες του κράτους.
Σήμερα είναι αποδεκτό ότι ένας μουφτής πρέπει να έχει τα ακόλουθα ελάχιστα προσόντα:
Να είναι κάτοχος θεολογικών γνώσεων πανεπιστημιακού επιπέδου, ιδανικά σε διδακτορικό επίπεδο.
Να είναι σε θέση να κατανοεί το πρωτότυπο αραβικό κείμενο του Κορανίου, διότι αυτό καλείται να ερμηνεύσει, και να έχει τη δυνατότητα να αιτιολογήσει τη συγκεκριμένη λύση που δίνει σε κάποιο ιερονομικό πρόβλημα. Οι μη γνώστες της αραβικής που δεν προσεγγίζουν τον λόγο του Θεού όπως έχει αποτυπωθεί στο Κοράνι, δεν μπορούν να γίνουν ποτέ μουφτήδες.
Να είναι πρόσωπο ηθικό και αξιοσέβαστο.
Η Τουρκία πιστεύει ότι μέσα από τους μηχανισμούς χειραγωγήσεως της ψήφου θα μπορέσει να ελέγξει τη διαδικασία και να εκλέξει απoλύτως ελεγχόμενους από την ίδια μουφτήδες. Το ίδιο, άλλωστε, έχει επιχειρήσει με επιτυχία στη Βουλγαρία, που αποτελεί και τη μοναδική χώρα στον κόσμο όπου η εκλογή του λεγομένου αρχιμουφτή γίνεται από ένα σώμα θρησκευτικών λειτουργών.
Η επιθυμία της Τουρκίας να αλώσει τον συγκεκριμένο θεσμό δεν οφείλεται μόνον στο υψηλό κύρος που έχει. Οι μουφτήδες ελέγχουν τους ιμάμηδες, δηλαδή τους θρησκευτικούς λειτουργούς που προΐστανται της προσευχής στο τζαμί. Επομένως, υπάρχει έτοιμο ένα δίκτυο επιρροής που επεκτείνεται σε κάθε οικισμό και χωριό της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη. Ενδεικτικά της επιρροής που ασκούν είναι τα θρησκευτικά μηνύματα που απευθύνονται κάθε Παρασκευή προς τους πιστούς από τον μουφτή και διαβάζονται στα τεμένη. Οι δύο ψευδομουφτήδες τα χρησιμοποιούν για να προβαίνουν διαρκώς σε πολιτικές παρεμβάσεις.
Οι κομματικές απόψεις διίστανται
Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα δεν έχουν κοινή θέση επί του θέματος της αναδείξεως των μουφτήδων. Ακόμη και μέσα στα κόμματα υπάρχουν διαφορετικές απόψεις. Πιο συγκεκριμένα:
Η μία άποψη υπενθυμίζει ότι σε όλο τον κόσμο οι μουφτήδες ορίζονται από το κράτος (πλην Βουλγαρίας). Αυτό έχει επιπλέον σημασία στην Ελλάδα όπου οι μουφτήδες ασκούν και δικαστικά καθήκοντα (περιορισμένα πλέον) επί θεμάτων οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου. Επίσης, δεν θα πρέπει να παραβλεφθεί ότι σε πολλές χώρες της Ευρώπης υπάρχει συστηματική προσπάθεια της Τουρκίας να ελέγξει τα δίκτυα των θρησκευτικών λειτουργών του Ισλάμ. Κατ’ ακολουθίαν, η Ελλάδα πρέπει με κάθε τρόπο να αποφύγει να παραδώσει τον θεσμό του μουφτή στον έλεγχο της Τουρκίας.
Η άλλη άποψη αντιτείνει ότι το θέμα άπτεται πρωτίστως δικαιωμάτων θρησκευτικής ελευθερίας. Όπως το ελληνικό κράτος δεν εμπλέκεται στην επιλογή της ηγεσίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας ή των ισραηλιτών, κατ΄ακολουθίαν θα πρέπει να μην εμπλακεί και στους μουσουλμάνους. Θα πρέπει να αφεθούν ελεύθεροι να επιλέγουν όποιον μουφτή επιθυμούν.
Προϋπόθεση για όλα αυτά είναι ο μουφτής να απεκδυθεί των δικαιοδοτικών του αρμοδιοτήτων και να επιστρέψει στα αμιγώς θρησκευτικά. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα πάψει να υπάρχει το επιχείρημα ότι πρέπει να διορίζεται. Το θέμα σε βάθος χρόνου θα αυτορυθμισθεί και θα πάψει να αποτελεί ένα ακόμη σημείο τριβής με την Τουρκία.
Ποιος ο ρόλος του μουφτή
Το θέμα του τρόπου επιλογής του μουφτή (εκλογή ή ορισμός από το κράτος) έχει γίνει εδώ και χρόνια γάγγραινα στις σχέσεις της ελληνικής Πολιτείας με τη μειονότητα. Απαιτείται να το προσεγγίσουμε από μία νέα βάση. Προς αυτό απαιτείται να κατανοήσουμε πρώτα απ’ όλα ποιος είναι ο ρόλος του μουφτή. Αναφέρεται συχνά ότι είναι θρησκευτικός ηγέτης. Στην πραγματικότητα ο μουφτής δεν είναι θρησκευτικός ηγέτης.
Στον κόσμο του Ισλάμ οι θρησκευτικοί ηγέτες αποκαλούνται σεΐχηδες. Αντιθέτως, ο μουφτής είναι ένας μορφωμένος άνθρωπος που έχει μελετήσει βαθιά το Κοράνι και την Παράδοση (Σούνα) που αναφέρεται σε διάφορα περιστατικά, συνήθειες, ενέργειες, επιδοκιμασίες και ρήσεις από το βίο του ίδιου του Μωάμεθ. Εξ αιτίας αυτής της μελέτης είναι σε θέση να ερμηνεύει τους ιερούς κανόνες του Ισλάμ. Η ερμηνεία των ιερών κανόνων γίνεται υπό τη μορφή γνωμοδοτήσεως (φετφά) και μπορεί να είναι προφορική ή γραπτή. Επομένως, ο μουφτής είναι κατά κυριολεξίαν ιεροερμηνευτής.
Ο πιστός μουσουλμάνος που επιθυμεί να ζεί σύμφωνα με τη θρησκεία έχει την ηθική υποχρέωση να ζητά γνωμοδοτήσεις-φετφάδες από τους μουφτήδες σχετικά με τους κανόνες του βίου και της ηθικής. Ως επακόλουθο αυτής της καταστάσεως είναι ότι κάθε οργανωμένη μουσουλμανική κοινωνία πρέπει να έχει ένα μουφτή. Επιπλέον, όπου εφαρμόζεται ο ιερός ισλαμικός νόμος (σαρία) πρέπει να υπάρχει κι ένας ιεροδικαστής (καδής). Έτσι, ο μουφτής διάβαζει και ερμηνεύει τον ιερό νόμο και ο καδής εφαρμόζει τον ιερό νόμο στα ιεροδικεία. Στην Ελλάδα, από το 1913, στο πρόσωπο του μουφτή έχουν ενσωματωθεί οι δύο διαφορετικοί αυτοί θεσμοί: του μουφτή ως ιεροερμηνευτή και του ιεροδικαστή (καδή).
Η διαφοροποίηση του θεσμού
Η σημασία και ο ρόλος του μουφτή διαφοροποιήθηκε σταδιακά μέσα στον ισλαμικό κόσμο. Αρχικώς αρκούσε ο μουφτής να είναι ενάρετος άνθρωπος και καλός γνώστης του Ιερού Νόμου. Δεν υπήρχε κάποιο τυπικό για τον χαρακτηρισμό ενός προσώπου ως μουφτή. Το σύστημα άλλαξε τον 16ο αιώνα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Δίπλα στους ιεροδικαστές (καδήδες), οι οποίοι προσλαμβάνονταν από την κυβέρνηση και διορίζονταν στα ιεροδικεία δημιουργήθηκε ένας νέος θεσμός. Επρόκειτο για τον σεΐχ-ουλ-ισλάμη, δηλαδή τον «γέροντα του Ισλάμ». Αυτός ήταν ο μουφτής Κωνσταντινουπόλεως που θεωρήθηκε ταυτοχρόνως και μέγας μουφτής της αυτοκρατορίας. Ο σεϊχ-ουλ-ισλάμης προσελάμβανε επίσημους μουφτήδες για όλες τις μεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας.
Έκτοτε σε όλα τα μουσουλμανικά κράτη καθιερώθηκε ο θεσμός του επίσημου μουφτή. Η ύπαρξη επίσημου μουφτή δεν κατήργησε τους ιδιώτες μουφτήδες. Έτσι μετά τον 16ο αιώνα υπάρχουν στο Ισλάμ δύο κατηγορίες μουφτήδων. Στην πρώτη ανήκουν οι ιδιώτες μουφτήδες και στη δεύτερη οι μουφτήδες του κράτους.
Σήμερα είναι αποδεκτό ότι ένας μουφτής πρέπει να έχει τα ακόλουθα ελάχιστα προσόντα:
Να είναι κάτοχος θεολογικών γνώσεων πανεπιστημιακού επιπέδου, ιδανικά σε διδακτορικό επίπεδο.
Να είναι σε θέση να κατανοεί το πρωτότυπο αραβικό κείμενο του Κορανίου, διότι αυτό καλείται να ερμηνεύσει, και να έχει τη δυνατότητα να αιτιολογήσει τη συγκεκριμένη λύση που δίνει σε κάποιο ιερονομικό πρόβλημα. Οι μη γνώστες της αραβικής που δεν προσεγγίζουν τον λόγο του Θεού όπως έχει αποτυπωθεί στο Κοράνι, δεν μπορούν να γίνουν ποτέ μουφτήδες.
Να είναι πρόσωπο ηθικό και αξιοσέβαστο.
Άγγελος Συρίγος |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου