Τουλάχιστον δυο νεκροί, δεκάδες τραυματίες και μια πόλη φρουρούμενη από στρατό και χωροφυλακή ήταν το αποτέλεσμα της εξέγερσης των καπνεργατών κατά μεγαλεμπόρου που έσπασε την απαγόρευση εξαγωγής ανεπεξέργαστου καπνού, που είχε πετύχει με τους αγώνες του το καπνεργατικό κίνημα λίγα χρόνια πριν.
Σαν σήμερα, στις 10 Νοέμβρη 1924 σημειώθηκε η πρώτη μεγάλη εξέγερση των καπνεργατών της Καβάλας, ενάντια στην πρόθεση τοπικού εμπόρου να παρακάμψει την απαγόρευση εξαγωγής ανεπεξέργαστου καπνού. Στη διάρκεια της διαδήλωσης έχασαν τη ζωή τους μια καπνεργάτρια κι ένας αξιωματικός της χωροφυλακής. Η Καβάλα διέθετε εκείνη την εποχή 160 περίπου καπνομάγαζα, που αποτελούσαν τη βασική πηγή εισοδήματος των κατοίκων τους, πολλοί εξ αυτών μετά το 1922 προσφυγικής καταγωγής. Οι καπνεργάτες της Καβάλας, αλλά και άλλων πόλεων της Βόρειας Ελλάδας, ήταν από τους πρώτους κλάδους που οργανώθηκαν συνδικαλιστικά, διαθέτοντας σωματείο από τις αρχές της δεκαετίας του 1910, το οποίο από το 1913 βρισκόταν σε επαφή με τη Φεντερασιόν της Θεσσαλονίκης, επαφή που συνέβαλε στην προκήρυξη της πρώτης παμμακεδονικής απεργίας καπνεργατών το 1914.
Νέα ποιότητα απέκτησαν οι καπνεργατικοί αγώνες με την ίδρυση της ΓΣΕΕ και του ΣΕΚΕ, με τα εν λόγω σωματεία να αποτελούν ραχοκοκκαλιά του αναδυόμενου ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος στη χώρα μας. Έτσι, το 1919 πραγματοποιήθηκε η πρώτη πανελλαδική απεργία στον κλάδο, με κύριο αίτημα την απαγόρευση εξαγωγής ανεπεξέργαστου καπνού.
Η Καπνεργατική Ομοσπονδία διέβλεπε στην εν λόγω πρακτική την υπονόμευση της διεθνούς θέσης των ελληνικών καπνών, αφού εξάγοντάς τα ανεπεξέργαστα έπεφτε η ποιότητά τους, με επόμενο βήμα την υποκατάστασή τους από φτηνότερα και χειρότερα ποιοτικά καπνά άλλων χωρών, όπως αμερικανικά και κινέζικα. Οι αγώνες και η επιμονή του καπνεργατικού κινήματος, αλλά και ο φόβος της κυβέρνησης για κοινωνικές αντιδράσεις σε περίοδο Μικρασιατικής Εκστρατείας, οδήγησαν σε ψήφιση του Νόμου 2869 «Περί απαγορεύσεως εξαγωγής ανεπεξεργάστων αρωματικών καπνών», τον Ιούλη του 1928, ο οποίος όμως δεν ικανοποίησε τους καπνεργάτες, καθώς μεταξύ άλλων άφηνε ουσιαστικά αλώβητη τη δράση του αμερικανικού καπνικού κεφαλαίου.
Σημαντικό ορόσημο του καπνεργατικού αγώνα ήταν η διακήρυξη της Καπνεργατικής Ομοσπονδίας τον Οκτώβρη του 1924, που καλούσε όλους τους εργάτες, αγρότες, πρόσφυγες και μικροαστούς να αγωνιστούν κατά της εξαγωγής ανεπεξέργαστων καπνών. Στο στόχαστρο έμπαιναν τα καπνοβιομηχανικά διεθνή- ιδίως αμερικάνικα – μονοπώλια, όπως και τα καπνεμπορικά μονοπώλια, που ήλεγχαν την παραγωγή, επεξεργασία και εμπορία των καπνών στην Ελλάδα.
Η διακήρυξη αυτή βρισκόταν στη γραμμή του Ενιαίου Μετώπου Εργατών, Αγροτών και Προσφύγων του ΚΚΕ, που σε λίγο μόνο καιρό θα μετονομαζόταν έτσι κι επισήμως το Νοέμβρη του 1924. Το κόμμα εξάλλου μέσω των συνδικαλιστών του είχε βαθιές ρίζες μεταξύ των καπνεργατών, πατώντας στην ανάγκη τους να είναι πρωταγωνιστές στην παραγωγική διαδικασία εντός καπναποθηκών. Εξάλλου αποδυνάμωση της θέσης των ελληνικών καπνών σήμαινε παράλληλα και χτύπημα στη συνδικαλιστική οργάνωση των εργατών και την ιδεολογική τους ζύμωση σε ταξική κατεύθυνση των καπναπαθηκών.
Όλα λοιπόν έδειχναν εκείνο το Νοέμβρη πως οι συνθήκες ζητούσαν μια σπίθα για να γίνει η έκρηξη. Η σπίθα αυτή ήταν η απόφαση του καπνεμπόρου Γρηγοριάδη να προχωρήσει -κατόπιν κρατικής άδειας- σε μεταφορά ανεπεξέργαστων καπνών στο Βόλο. Ομάδα κομμουνιστών καπνεργατών ματαίωσε τη διαδικασία της φόρτωσης, προκαλώντας την επέμβαση στρατού και χωροφυλακής στο πλευρό της εργοδοσίας. Κατά τη συμπλοκή που ακολούθησε σκοτώθηκε από τις πέτρες των απεργών που συμπαραστάθηκαν στους συναδέλφους τους (παρότι το σωματείο καταδίκασε τις δολοφονίες και μίλησε για προβοκάτσια), ο ανθυπομοίραρχος Σκαλιδάκης, ενώ τραυματίστηκαν στρατιώτες και χωροφύλακες. Εκείνοι με τη σειρά τους πυροβόλησαν στο πλήθος, σκοτώνοντας μια καπνεργάτρια και τραυματίζοντας αρκετούς ακόμα, ενώ σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, υπήρξαν δυο νεκροί χωροφύλακες και δυο απεργοί. Η Καβάλα μεταβλήθηκε σε στρατοκρατούμενη πόλη (μάλιστα ήρθαν κι ενισχύσεις από το Πράβι, τη σημερινή Ελευθερούπολη, αλλά και τη Δράμα) και για κάποιες ώρες τα μαγαζιά έκλεισαν και οι κάτοικοι έμειναν στα σπίτια τους. Ο συνολικός απολογισμός των τραυματιών, σύμφωνα με τον τοπικό τύπο της εποχής, που παρουσίασε τα γεγονότα ως “κομμουνιστικές ταραχές” ανήλθε στα τριάντα άτομα.
Μετά τα γεγονότα, τα οποία έφτασαν και στην ελληνική βουλή, προκαλώντας υστερία ακόμα και περί “σοβιετικού δακτύλου”, κάτι που αναγκάστηκε να διαψεύσει ο ίδιος ο πρωθυπουργός Ανδρέας Μιχαλακόπουλος, συνελήφθησαν πλήθος συνδικαλιστών της Καπνεργατικής Ένωσης Καβάλας, αντιμετωπίζοντας σε πολλές περιπτώσεις βαριές ποινές στο Στρατοδικείο Καβάλας. Σε πολύ σοβαρές καταγγελίες, που επιβεβαιώθηκαν αργότερα από τον τοπικό τύπο, προχώρησε ο βουλευτής της Δημοκρατικής Ένωσης του σοσιαλδημοκράτη Αλέξανδρου Παπαναστασίου Αύγουστος Θεολογίτης από τη Θάσο, κάνοντας λόγο για διοργάνωση “φασιστικών φαλάγγων” από τον Γεώργιο Κονδύλη, που εξόπλιζε ο στρατός κατά των κομμουνιστών εργατών. Για τα γεγονότα της 10ης Νοέμβρη κατέστησε υπεύθυνο το Νομάρχη Μάλη καθώς και τη “μπολσεβικοφοβία” του Μεράρχου Ξύδη. Ο πρωθυπουργός υποσχέθηκε διάλυση των φασιστικών σχηματισμών, προστατεύοντας όμως τον Κονδύλη, που έμεινε στη θέση του ως υπουργού. Εντέλει η ευθύνη αποδόθηκε δικαστικά στο νομάρχη Μάλη λόγω της άδειας που έδωσε στον καπνέμπορο να εξάγει τα καπνά, ενώ πιο αόριστα στις αρχές όπλισαν τους παρακρατικούς που επιτέθηκαν κατά των καπνεργατών. Παράλληλα τον επόμενο χρόνο, ψηφίστηκε νόμος που εισήγαγε το Ταμείο Ασφαλίσεως και Προστασίας Καπνεργατών, την πρώτη μορφή ασφάλισης, περίθαλψης και συνταξιοδότησης των εργατών. Στον ίδιο νόμο γινόταν και προσπάθεια διάσπασης του κινήματος, μέσω προβλέψεων που επέτρεπαν την αποειδίκευση και τη μαζική είσοδο γυναικών με χειρότερους όρους αμοιβής και εργασίας. Ο ελιγμός αυτός του αστικού κράτους ήταν προσωρινός φυσικά, και οι συγκρούσεις του με το μαχητικό ταξικό καπνεργατικό κίνημα θα ήταν συνεχείς σε όλη τη διάρκεια του ελληνικού μεσοπολέμου, αποτελώντας ως γνωστόν κι ένα από τα προσχήματα για την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά το 1936.
Σαν σήμερα, στις 10 Νοέμβρη 1924 σημειώθηκε η πρώτη μεγάλη εξέγερση των καπνεργατών της Καβάλας, ενάντια στην πρόθεση τοπικού εμπόρου να παρακάμψει την απαγόρευση εξαγωγής ανεπεξέργαστου καπνού. Στη διάρκεια της διαδήλωσης έχασαν τη ζωή τους μια καπνεργάτρια κι ένας αξιωματικός της χωροφυλακής. Η Καβάλα διέθετε εκείνη την εποχή 160 περίπου καπνομάγαζα, που αποτελούσαν τη βασική πηγή εισοδήματος των κατοίκων τους, πολλοί εξ αυτών μετά το 1922 προσφυγικής καταγωγής. Οι καπνεργάτες της Καβάλας, αλλά και άλλων πόλεων της Βόρειας Ελλάδας, ήταν από τους πρώτους κλάδους που οργανώθηκαν συνδικαλιστικά, διαθέτοντας σωματείο από τις αρχές της δεκαετίας του 1910, το οποίο από το 1913 βρισκόταν σε επαφή με τη Φεντερασιόν της Θεσσαλονίκης, επαφή που συνέβαλε στην προκήρυξη της πρώτης παμμακεδονικής απεργίας καπνεργατών το 1914.
Νέα ποιότητα απέκτησαν οι καπνεργατικοί αγώνες με την ίδρυση της ΓΣΕΕ και του ΣΕΚΕ, με τα εν λόγω σωματεία να αποτελούν ραχοκοκκαλιά του αναδυόμενου ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος στη χώρα μας. Έτσι, το 1919 πραγματοποιήθηκε η πρώτη πανελλαδική απεργία στον κλάδο, με κύριο αίτημα την απαγόρευση εξαγωγής ανεπεξέργαστου καπνού.
Η Καπνεργατική Ομοσπονδία διέβλεπε στην εν λόγω πρακτική την υπονόμευση της διεθνούς θέσης των ελληνικών καπνών, αφού εξάγοντάς τα ανεπεξέργαστα έπεφτε η ποιότητά τους, με επόμενο βήμα την υποκατάστασή τους από φτηνότερα και χειρότερα ποιοτικά καπνά άλλων χωρών, όπως αμερικανικά και κινέζικα. Οι αγώνες και η επιμονή του καπνεργατικού κινήματος, αλλά και ο φόβος της κυβέρνησης για κοινωνικές αντιδράσεις σε περίοδο Μικρασιατικής Εκστρατείας, οδήγησαν σε ψήφιση του Νόμου 2869 «Περί απαγορεύσεως εξαγωγής ανεπεξεργάστων αρωματικών καπνών», τον Ιούλη του 1928, ο οποίος όμως δεν ικανοποίησε τους καπνεργάτες, καθώς μεταξύ άλλων άφηνε ουσιαστικά αλώβητη τη δράση του αμερικανικού καπνικού κεφαλαίου.
Σημαντικό ορόσημο του καπνεργατικού αγώνα ήταν η διακήρυξη της Καπνεργατικής Ομοσπονδίας τον Οκτώβρη του 1924, που καλούσε όλους τους εργάτες, αγρότες, πρόσφυγες και μικροαστούς να αγωνιστούν κατά της εξαγωγής ανεπεξέργαστων καπνών. Στο στόχαστρο έμπαιναν τα καπνοβιομηχανικά διεθνή- ιδίως αμερικάνικα – μονοπώλια, όπως και τα καπνεμπορικά μονοπώλια, που ήλεγχαν την παραγωγή, επεξεργασία και εμπορία των καπνών στην Ελλάδα.
Η διακήρυξη αυτή βρισκόταν στη γραμμή του Ενιαίου Μετώπου Εργατών, Αγροτών και Προσφύγων του ΚΚΕ, που σε λίγο μόνο καιρό θα μετονομαζόταν έτσι κι επισήμως το Νοέμβρη του 1924. Το κόμμα εξάλλου μέσω των συνδικαλιστών του είχε βαθιές ρίζες μεταξύ των καπνεργατών, πατώντας στην ανάγκη τους να είναι πρωταγωνιστές στην παραγωγική διαδικασία εντός καπναποθηκών. Εξάλλου αποδυνάμωση της θέσης των ελληνικών καπνών σήμαινε παράλληλα και χτύπημα στη συνδικαλιστική οργάνωση των εργατών και την ιδεολογική τους ζύμωση σε ταξική κατεύθυνση των καπναπαθηκών.
Όλα λοιπόν έδειχναν εκείνο το Νοέμβρη πως οι συνθήκες ζητούσαν μια σπίθα για να γίνει η έκρηξη. Η σπίθα αυτή ήταν η απόφαση του καπνεμπόρου Γρηγοριάδη να προχωρήσει -κατόπιν κρατικής άδειας- σε μεταφορά ανεπεξέργαστων καπνών στο Βόλο. Ομάδα κομμουνιστών καπνεργατών ματαίωσε τη διαδικασία της φόρτωσης, προκαλώντας την επέμβαση στρατού και χωροφυλακής στο πλευρό της εργοδοσίας. Κατά τη συμπλοκή που ακολούθησε σκοτώθηκε από τις πέτρες των απεργών που συμπαραστάθηκαν στους συναδέλφους τους (παρότι το σωματείο καταδίκασε τις δολοφονίες και μίλησε για προβοκάτσια), ο ανθυπομοίραρχος Σκαλιδάκης, ενώ τραυματίστηκαν στρατιώτες και χωροφύλακες. Εκείνοι με τη σειρά τους πυροβόλησαν στο πλήθος, σκοτώνοντας μια καπνεργάτρια και τραυματίζοντας αρκετούς ακόμα, ενώ σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, υπήρξαν δυο νεκροί χωροφύλακες και δυο απεργοί. Η Καβάλα μεταβλήθηκε σε στρατοκρατούμενη πόλη (μάλιστα ήρθαν κι ενισχύσεις από το Πράβι, τη σημερινή Ελευθερούπολη, αλλά και τη Δράμα) και για κάποιες ώρες τα μαγαζιά έκλεισαν και οι κάτοικοι έμειναν στα σπίτια τους. Ο συνολικός απολογισμός των τραυματιών, σύμφωνα με τον τοπικό τύπο της εποχής, που παρουσίασε τα γεγονότα ως “κομμουνιστικές ταραχές” ανήλθε στα τριάντα άτομα.
Μετά τα γεγονότα, τα οποία έφτασαν και στην ελληνική βουλή, προκαλώντας υστερία ακόμα και περί “σοβιετικού δακτύλου”, κάτι που αναγκάστηκε να διαψεύσει ο ίδιος ο πρωθυπουργός Ανδρέας Μιχαλακόπουλος, συνελήφθησαν πλήθος συνδικαλιστών της Καπνεργατικής Ένωσης Καβάλας, αντιμετωπίζοντας σε πολλές περιπτώσεις βαριές ποινές στο Στρατοδικείο Καβάλας. Σε πολύ σοβαρές καταγγελίες, που επιβεβαιώθηκαν αργότερα από τον τοπικό τύπο, προχώρησε ο βουλευτής της Δημοκρατικής Ένωσης του σοσιαλδημοκράτη Αλέξανδρου Παπαναστασίου Αύγουστος Θεολογίτης από τη Θάσο, κάνοντας λόγο για διοργάνωση “φασιστικών φαλάγγων” από τον Γεώργιο Κονδύλη, που εξόπλιζε ο στρατός κατά των κομμουνιστών εργατών. Για τα γεγονότα της 10ης Νοέμβρη κατέστησε υπεύθυνο το Νομάρχη Μάλη καθώς και τη “μπολσεβικοφοβία” του Μεράρχου Ξύδη. Ο πρωθυπουργός υποσχέθηκε διάλυση των φασιστικών σχηματισμών, προστατεύοντας όμως τον Κονδύλη, που έμεινε στη θέση του ως υπουργού. Εντέλει η ευθύνη αποδόθηκε δικαστικά στο νομάρχη Μάλη λόγω της άδειας που έδωσε στον καπνέμπορο να εξάγει τα καπνά, ενώ πιο αόριστα στις αρχές όπλισαν τους παρακρατικούς που επιτέθηκαν κατά των καπνεργατών. Παράλληλα τον επόμενο χρόνο, ψηφίστηκε νόμος που εισήγαγε το Ταμείο Ασφαλίσεως και Προστασίας Καπνεργατών, την πρώτη μορφή ασφάλισης, περίθαλψης και συνταξιοδότησης των εργατών. Στον ίδιο νόμο γινόταν και προσπάθεια διάσπασης του κινήματος, μέσω προβλέψεων που επέτρεπαν την αποειδίκευση και τη μαζική είσοδο γυναικών με χειρότερους όρους αμοιβής και εργασίας. Ο ελιγμός αυτός του αστικού κράτους ήταν προσωρινός φυσικά, και οι συγκρούσεις του με το μαχητικό ταξικό καπνεργατικό κίνημα θα ήταν συνεχείς σε όλη τη διάρκεια του ελληνικού μεσοπολέμου, αποτελώντας ως γνωστόν κι ένα από τα προσχήματα για την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά το 1936.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου