Δευτέρα 15 Απριλίου 2019

Η θρυλική απόδραση των 7 κομμουνιστών από τις φυλακές Συγγρού (15/04/1931)


«Κάτι τό σπάνιον είς τά χρονικά τών φυλακών τής χώρας... Κάτι πού ένθυμίζει άπιθάνους άφηγήσεις τρομακτικών άστυνομικών μυθιστορημάτων. Κράμα πνεύματος καί φανταστικής άφηγήσεως τής άποβράσεως έκ του φρουρίου "Υφ του Μοντεχρήστου καί τής άρπαγής τής βασιλίσσης, άπετέλεσαν τό πλαίσιον είς τό όποιου έμελετήθη τό θρασύ πραξικόπημα. Πριόνισμα του καγγελόφραχτου παραθύρου, Αρπαγή καί φίμωσις του σκοπού στρατιώτου, στιλπνά περίστροφα μέσα είς τήν ψυχρή Απριλιανή νύκτα...».
Μέ τό γλαφυρό αυτό ύφος, πού συναγωνίζεται τα μυθιστορήματα της παλιάς εποχής, χρωμάτιζε η «Άκρόπολις» της 16ης ’Απριλίου 1931 την πρώτη μεγάλη Απόδραση κομμουνιστών στην Ελλάδα, που έδινε με τον εντυπωσιακό τίτλο: «'Υπό τήν άρχηγίαν του περιβοήτου Χαϊτά όκτώ κομμουνισταί διέρρηξαν τάς φυλακάς Συγγρού και άπέδρασαν».

Οι 7 και ο δεκανέας

Η απόδραση είχε γίνει δυο μέρες νωρίτερα, τη νύχτα της 14ης Απριλίου κάτω από συνθήκες πραγματικά μυθιστορηματικές. Οι δραπέτες, γνωστά στελέχη του Κ.Κ.Ε., ήταν οι: ’Ανδρόνικος Χαϊτάς, Αευτέρης Αποστόλου, Κ. Εύτυχιάδης (ή Ήλιάδης), Δ. Παπαρήγας, Β. Άσίκης, Περ. Καρασκόγιας, Μάρκος Μαρκοδίτης και Γρηγόρης Γρηγοριάδης.
Ο τελευταίος, γνωστός από την ημέρα εκείνη σαν «κόκκινος δεκανέας», δεν ήταν κρατούμενος αλλά φρουρός τους και με την ανεκτίμητη όπως θα δούμε συμβολή του, στάθηκε ο αποφασιστικότερος παράγοντας για την απόδραση.

Ο τρόπος της απόδρασής τους είχε πολλά γνωρίσματα από τα κλασικά πρότυπα: λιμάρισαν τα κάγκελα του παραθυριού, έριξαν σκοινί, αρπάχτηκαν, κατέβηκαν κάτω και χάθηκαν.

Τα πράγματα όμως δεν έγιναν ούτε τόσο απλά ούτε τόσο εύκολα.

Τoν καιρό εκείνο στις φυλακές Συγγρού βρισκόντουσαν κλεισμένοι 32 υποδικοκατάδικοι κομμουνιστές (μαζί με τους ποινικούς ξεπερνούσαν τους 400), οι όποιοι κρατιόντουσαν ομαδικά στον μεγάλο θάλαμο που έβλεπε στο εξωτερικό προαύλιο. Ανάμεσά τους βρισκόταν, από τον προηγούμενο Νοέμβριο και ο Θανάσης Κλάρας, καταδικασμένος σε 6 μήνες φυλακή για παράβαση τού «Ιδιωνύμου».

ΟΙ κρατούμενοι δεν είχαν δώσει μέχρι την ημέρα εκείνη καμιά αφορμή, ώστε οι υπηρεσίες των φυλακών να τους σκορπίσουν σε διάφορα κελιά.

Με «σάλτο»

Εκεί, στο πλαίσιο των ατέλειωτων συζητήσεων τους πάνω στα ιδεολογικά τους προβλήματα, αποφασίστηκε η απόδραση.

Προσφερότερη μέθοδος, έπειτα από πολλές συζητήσεις, παρουσιαζόταν το «σάλτο».

Η συζήτηση δεν γινόταν με όλους, αλλά μόνο με εκείνους που ήταν απαραίτητο να το γνωρίζουν. Οσοι θα δραπέτευαν και 3—4 που θα βοηθούσαν, ανάμεσα στους όποιους και ο Κλάρας.
Τό Κόμμα είχε ήδη ειδοποιηθεί, είχε εγκρίνει και είχε κινήσει τον μηχανισμό του για την επιτυχία του εγχειρήματος.

Κριτήριο για το ποιοι θα δραπετεύανε ήταν η ποινή (2 χρόνια και πάνω με εξορία) και οι ανάγκες που είχε έξω η οργάνωση.

Το κλειδί της επιτυχίας ήταν ο δεκανέας Γρηγόρης Γρηγοριάδης, ένα ψυχωμένο παιδί από τη Χαλκίδα, μυστικό μέλος της νεολαίας του ΚΚΕ, ο όποιος βρέθηκε αποσπασμένος, σαν δεκανέας «αλλαγής» στις φυλακές Συγγρού.
Λίγες μέρες μετά την ένταξή του εκεί εξαφανιζόταν μαζί με τους 7 κομμουνιστές.

Πρέπει με την ευκαιρία να διευκρινιστεί, ότι την εποχή εκείνη, ενώ την εσωτερική φρούρηση των φυλακών είχε η Σωφρονιστική υπηρεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης, η εξωτερική φρούρηση είχε ανατεθεί στο στρατό και πολλές φορές στελνόντουσαν για φρουροί νεοσύλλεκτοι ή άλλοι φαντάροι χωρίς πείρα και γνώσεις από φυλακές.

Δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένο αν ο δεκανέας ήρθε μυημένος για την απόδραση. Ούτε αν η απόσπασή του προωθήθηκε από παράγοντες που επηρέαζε το Κόμμα. Η ταχύτητα ωστόσο που έδρασε ενισχύει την άποψη ότι είχε μυηθεί.

Η λίμα

Από τις πρώτες κιόλα ώρες που έφτασε ο Γρηγοριάδης έπιασε επαφή με τον πυρήνα των δραπετών. Φρουρός δεκανέας ήταν, δεν είχε πολλές δυσκολίες. Μετά 2-3 ημέρες τους προμήθευσε μια μικρή ισχυρή λίμα.

Το παράθυρο που έβλεπε στο προαύλιο είχε 4 κάγκελα. Τα δυό πρώτα τα έκοψαν την άλλη μέρα, την ώρα που οι περισσότεροι φυλακισμένοι σουλατσάριζαν στο προαύλιο.

Ενας (κατά πάσα πιθανότητα ο Παπαρήνας, που ήταν μηχανουργός) έκοβε και οι άλλοι, σκορπισμένοι κατάλληλα, επέβλεπαν. Η λίμα ήταν πραγματικά θαυματουργή. Κοφτερή, λεπτή και αθόρυβη.

Δεν έκοψαν τελείως τα κάγκελα. Άφησαν λίγο, ίσα που να στηρίζονται στη θέση τους.

Την άλλη μέρα έκοψαν και τ’ άλλα δυο. Ενα μέρος του δρόμου προς την ελευθερία είχε ανοίξει. Εκείνοι είχαν από δω και πέρα να προετοιμάζονται και να περιμένουν. Τα υπόλοιπα έπεφταν στο ρόλο του Γρηγοριάδη και των συντρόφων τους απ’ έξω.

Στο βαρύ έργο του Γρηγοριάδη ήταν η απομάκρυνση δυο φρουρών. Εκείνου που σουλατσάριζε στη σκοπιά που βρισκόταν στο ύψος της φυλακής και του άλλου που φύλαγε στη σκοπιά του προαυλίου.

Γράφτηκε μετά την απόδραση ότι ο Γρηγοριάδης είχε αποπειραθεί να ναρκώσει όλους τους φρουρούς με γλυκίσματα «ποτισμένα με ειδική σκόνη» που τους πρόσφερε. Εκείνοι όμως, «κατά περίεργον σύμπτωσιν -όπως έγραψε εφημερίδα- απεποιήθησαν τα γλυκίσματα πλην δύο, οι όποιοι τα έθιξαν ελαφρά». Το πράγμα, από την ίδια την περιγραφή του, δεν φαίνεται ν’ ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

Ορίστηκε σαν νύχτα φυγής η 13η Απριλίου. Τα πράγματα όμως ήρθαν ανάποδα. Οι φρουροί δεν ήταν του χεριού του Γρηγοριάδη. Αποφασίστηκε ν’ αναβληθεί για την επόμενη.

Αναπάντεχος μπελάς του δεκανέα ήταν τα τηλεφωνικά σύρματα της φυλακής που έκοψαν οι απ’ έξω, για να εξασφαλίσουν καλύτερα την διαφυγή και δεν είχαν καιρό να τα ξανασυνδέσουν. Μαζί με τους αρμόδιους της φυλακής, ο Γρηγοριάδης βάλθηκε με χτυποκάρδι ν’ αναζητάει που οφειλόταν η τηλεφωνική διακοπή. Οταν ανακαλύφτηκαν τα κομμένα σύρματα, υποστήριξε κι αυτός μαζί με τους άλλους την άποψη ότι θα κόπηκαν από τον αέρα, και το απρόβλεπτο αυτό επεισόδιο πέρασε χωρίς συνέπειες.

Η νύχτα της φυγής

Τα πράγματα μελετήθηκαν καλύτερα για τη νύχτα που ερχόταν. Για τους μέσα δεν υπήρχε μεγάλο πρόβλημα. Ετοιμάστηκαν, λούφαξαν και περίμεναν το σύνθημα.

Γύρω στα μεσάνυχτα, ο Γρηγοριάδης, καθώς άλλαζε τον φρουρό του πύργου, του υπόδειξε να μην κάνει βόλτες στο υπερώο, όπως επιβαλλόταν για την καλύτερη εποπτεία του χώρου, αλλά να καθίσει στο βάθος της σκάλας «για να μην πουντιάσει», πράγμα που ο άλλος το δέχτηκε με ευγνωμοσύνη.

Απόμεινε ο σκοπός του προαυλίου που συνέβη, όχι εντελώς τυχαία, να είναι εκείνο το βράδυ ένας αγαθός φαντάρος.

- Εχω τρομερό πονοκέφαλο, του λέει ο Γρηγοριάδης. Πετάξου στου Χαροκόπου να μου πάρεις μια ασπιρίνη.

Ο φαντάρος αρνήθηκε στην αρχή.

- Κυρ - δεκανέα, αν έρθει η έφοδος θα βρω τον μπελά μου.

- Θα μείνω εγώ στη θέση σου, τον καθησύχασε ο Γρηγοριάδης παίρνοντάς του το όπλο και δίνοντάς του χρήματα να πάρει ασπιρίνη και τσιγάρα.

Ο φαντάρος πείστηκε και αναχώρησε. Μόλις πέρασε την πύλη, ο Γρηγοριάδης άρχισε να σιγοτραγουδάει. Ήταν το σύνθημα.

’Αμέσως οι άλλοι τράβηξαν τα κάγκελα από το παράθυρο και έριξαν το σκοινί που είχαν φτιάξει από κουβέρτες, που τις είχαν κόψει σε στέρεες λουρίδες.

Οι περισσότεροι κρατούμενοι κοιμόντουσαν βαριά και δεν πήραν χαμπάρι τι έγινε, ενώ οι μυημένοι βοήθαγαν τους συντρόφους τους που έφευγαν, φροντίζοντας παράλληλα να καθησυχάσουν εκείνους που ή ήταν ξύπνιοι ή ξύπνησαν και ζητούσαν να πληροφορηθούν τι γινόταν.

Πρώτος ανέβηκε στο παράθυρο και άρπαξε το σκοινί ο Ευτυχιάδης, ακολούθησε ο Χαϊτάς κι έπειτα ο Ασίκης. Ο τρίτος ετούτος στάθηκε λίγο άτυχος. Κάπου 2 μέτρα από το έδαφος έσπασε η κουβέρτα και έπεσε κάτω με γδούπο. Οσοι είχαν κατεβεί κόλλησαν με την ψυχή στα δόντια στον τοίχο, ενώ ο Γρηγοριάδης που τους υποδεχόταν έκανε μια μικρή βόλτα γύρω για να διαπιστώσει αν ακούστηκε τίποτα.

Στο μεταξύ οι άλλοι τράβηξαν τις λουρίδες τις ξανάδεσαν και τις ξανάριξαν. Ακολούθησαν οι Παπαρήγας, Αποστόλου και Οικονομίδης, οπότε, με τον Οικονομίδη, ξανακόβεται το σκοινί. Καινούργιο χτυποκάρδι, ξαναδέσιμο και κάθοδος του Καρασκόγια, που ήταν και ο τελευταίος.

Με οδηγό τον Γρηγοριάδη, πέρασαν το προαύλιο της φυλακής, την έξοδο και πήραν δρόμο μέσα στη νύχτα.

Οι σύντροφοι που έμειναν στη φυλακή τράβηξαν το σκοινί, έβαλαν τα κάγκελα στη θέση τους, ξάπλωσαν στα κρεβάτια τους και περίμεναν τη συνέχεια.

Οι απ’ έξω

Η πρώτη δουλειά της ομάδας που είχε αναλάβει να βοηθήσει απ’ έξω ήταν να κόψει, όπως και το προηγούμενο βράδυ, τα τηλέφωνα. Η δεύτερη να παρακολουθήσει τον φαντάρο που έστειλε ο Γρηγοριάδης για ασπιρίνη και τσιγάρα.

Εκείνος βρήκε ένα μαγαζάκι στου Χαροκόπου, έκανε τα ψώνια του και επέστρεφε. Μολονότι περπατούσε με την ησυχία του, ο χρόνος της απουσίας του ήταν πολύ μικρότερος από τον χρόνο που χρειαζόντουσαν οι δραπέτες για να φύγουν. Γι’ αυτό αποφάσισαν να επέμβουν και να τον καθυστερήσουν.

Μόλις ο φαντάρος περνούσε την γέφυρα του σιδηροδρόμου, είδε ξαφνικά τρεις άγνωστους να ξεπετάγονται μπροστά του.

Ο ίδιος υποστήριξε αργότερα ότι τον απείλησαν με περίστροφο. Μάλλον δεν χρειαζόταν, αφού και άοπλος ήταν και οπωσδήποτε εύκολος αντίπαλος.

- Ελα μαζί μας και μη βγάλεις τσιμουδιά, του είπαν.

- Τί τρέχει; έκανε εκείνος τρομαγμένος.

- Μη φοβάσαι, δεν έχεις να πάθεις τίποτα. Θα κάνουμε μόνο έναν μικρό περίπατο κι ύστερα θα είσαι λεύτερος.

Τους ακολούθησε χωρίς αντίσταση. Σ’ ένα ερημικό σημείο στα κάτω Πετράλωνα βρισκόταν ένα εργοστάσιο. Μπήκαν στό προαύλιό του και περίμεναν, Οταν πέρασε μισή περίπου ώρα τον άφησαν ελεύθερο.

- Πήγαινε κατευθείαν στη φυλακή και μην κοιτάξεις πίσω σου!

Εκανε όπως του είπαν, πανευτυχής που γλίτωνε απ' αυτή την περιπέτεια, που δεν μπορούσε να εξηγήσει τον σκοπό της.

Στα όπλα!

Μόλις έφτασε στη φυλακή βρήκε τη φρουρά αναστατωμένη. Ο Αξιωματικός εφόδου είχε βρει λίγο πριν την σκοπιά του προαυλίου κενή και κάλεσε στα όπλα. Η επιστροφή του φαντάρου και τα λεγόμενα του, σε συνδυασμό με την διακοπή του τηλεφώνου, ενίσχυσε τις υποψίες ότι κάποιοι κρατούμενοι αποπειράθηκαν ή κατάφεραν να δραπετεύσουν. Ωσπου να το εξακριβώσουν όμως πέρασε αρκετή ώρα πολύ περισσότερη ίσως από όση χρειαζόντουσαν οι 7 δραπέτες με τον δεκανέα για να έξαφανιστούν.

Ακολούθησε εξοντωτική ανάκριση των κρατουμένων κομμουνιστών, η όποια δεν απόδωσε τίποτα. Οι 25 που απόμειναν αρνιόντουσαν να δώσουν οποιαδήποτε πληροφορία. Αναγκαστικά ο εντοπισμός των ευθυνών περιορίστηκε την άλλη μέρα στον διοικητή τον φυλακών Μαρκόπουλο και στους φρουρούς. Στο μεταξύ ολόκληρη η δύναμη της Ειδικής Ασφαλείας είχε εξαπολυθεί σε μια άπελπισμένη καταδίωξη των δραπετών.

Οι εφημερίδες

Οι εφημερίδες έδωσαν μεγάλη έκταση στην απόδραση,-την οποία περιέγραφαν με ρεπορτάζ σαν και κείνο με το όποιο άρχισα την αφήγηση αυτής της απόδρασης.

Πολλή μελάνι καταναλώθηκε για να εξηγηθεί η περίπτωση του άψογου για την υπηρεσία του μέχρι τότε δεκανέα Γρηγοριάδη. Διεξοδικότερη απ’ όλες η «Άκρόπολις», αφού απόκλεισε την περίπτωση της χρηματοδότησής του κατέληγε: «Μόνου ή δεβαίωσις ότι ήκολούθη τήν κομμουνιστικήν ιδεολογίαν δικαιολογεί τό πραξικόπημα αυτό τής παραφροσύνης».

Ό «Ριζοσπάστης», χωρίς να κρύβει την ικανοποίησή του για την επιτυχία του εγχειρήματος, έδωσε το γεγονός στο φύλλο της 16ης ’Απριλίου με τον ολοσέλιδο τίτλο: «Σύντροφοι μας του Συγγρού ξέφυγαν από το κλουβί τής κεφαλαιοκρατίας, βρίσκονται τώρα στους κόλπους της εργατιάς και θα παλέψουν μαζί της κατά του φασισμού».

Μιά «συνέντευξη»

Δεν έλειψαν και οι «δημοσιογραφικές επιτυχίες», του είδους των αφηγήσεων από πρώτο χέρι. Στο φύλλο της 8ης Απριλίου, η «Βραδυνή», παρουσίασε «μία καταπληκτική —όπως την χαρακτήρισε— δημοσιογραφική έπιτυχία», με τίτλο «Πώς έδραπετεύσαμε άπό του Συγγρού».
Επικαλούμενη το δημοσιογραφικό απόρρητο, η εφημερίδα, δημοσίευσε σε δύο συνέχειες μία ανώνυμη περιγραφή της απόδρασης -αυθεντική, κατά τους ισχυρισμούς της αφήγηση ενός από τους δραπέτες- γαρνιρισμένη με το δημοσιογραφικό στυλ της εποχής, από το όποιο άλλωστε έβγαινε και η θέση της απέναντι στους κομμουνιστές.

Αξίζει να δώσω ένα δείγμα γραφής Από την εισαγωγή και το φινάλε αυτής της «συνέντευξης».

Η εισαγωγή:

«Τόν είδα σ’ ένα άπόμερο μικρό καφενεδάκι τής πρωτευούσης. Βρισκόμαστε αντίκρυ ό ένας στόν άλλον! Στυγνός, κακοντυμένος Αλλά καθαρός, έχει δύο μάτια πού λάμπουν σάν ύαινας καί μαρτυρούν μεγάλη Αποφασιστικότητα. Παρά τήν προσδοκία μου τόν βρήκα "Ανθρωπο" μέ τά χαρακτηριστικά πού έχομεν 'ολοι μας. Μύτη, μάτια, αύτιά, ποδάρια κλπ.».

Και το φινάλε:

«Ή δουλειά μας είναι στήν ’Αθήνα, όλοι είμεθα μέλη τής Κομματικής ’Οργάνωσης ’Αθηνών καί έχσμεν ύποχρέωσιν νά μείνωμεν καί νά έργασθώμεν έδώ.

- Δέν φοβάσθαι ότι θά σας ξαναπιάνουν;

— Ή άπόδρασίς μας δέν εϊχε σκοπό νά μάς άποδώση τήν έλευθερίαν αυτήν καθ’ έαυτήν. Άποδράσαμεν διά νά έλευθερωθώμεν καί νά έργασθώμεν. "Αν μάς ξαναπιάσουν είνε 'αλλος λόγος. Θά προσπαθήσωμεν πάλι νά δραπετεύσωμεν...

Έκύτταξα τόν συνομιλητήν μου δυνατά στά μάτια. Ή άποφασιστικότης του έν συνδυασμό μέ τήν Αδιαφορίαν διά τό Ατομόν του (κοινώς λεγόμενον τομάρι) ήτο ζωγραφισμένη μέσα...».

Ο «Ριζοσπάστης» χαρακτήρισε φανταστική τη συνέντευξη αυτή της «Βραδυνής» και πλαστό το γράμμα ενός δραπέτη που δημοσίευσε μια άλλη.
Σε αντιπερισπασμό δημοσίευσε μια διακήρυξη των δραπετών, στην οποία διατράνωναν την απόφασή τους να συνεχίσουν «πιό Αποφασιστικά καί θαρραλέα τόν έπαναστατικό Αγώνα κάτω από τις γραμμές τού κόμματος τής προλεταριακής έπανάστασης, του Κομμουνιστικού Κόμματος και τής ήρωικής Όμοσπονδίας Κομμουνιστικών Νεολαιών».

Μιά ζωή διωγμούς

Παρά το ανελέητο κυνηγητό της Ειδικής δεν πιάστηκε κανένας από τους δραπέτες. Οι περισσότεροι έμειναν και δούλεψαν για το Κόμμα για νά ξαναπιαστοϋν στα σκληρά χρόνια που ακολούθησαν. Μερικοί έφυγαν κατά καιρούς στο εξωτερικό.

Στους τελευταίους αυτούς ανήκει και ο «κόκκινος δεκανέας» ο Γρηγόρης Γρηγοριάδης, ο οποίος ζει ακόμα (1976) στή Σοβιετική 'Ένωση. Η περίπτωσή του είναι από τις πιο βαριές -λιποταξία σε ώρα υπηρεσίας, συνεργασία σε ομαδική απόδραση κλπ. - και κανένα από τα μέτρα που έχουν παρθεί κατά καιρούς για την επιστροφή των πολιτικών προσφυγών δεν τον καλύπτει.

(Από το βιβλίο του Δημήτρη Γκιώνη ¨Οι μεγάλες αποδράσεις")

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου