H κλιμάκωση της έντασης σε όλη τη ζώνη η οποία εκτείνεται από την Ανατολική Μεσόγειο και φτάνει μέχρι τον Περσικό Κόλπο και το Ιράν, επαναφέρει στο προσκήνιο το πρόβλημα του “Μεσανατολικού” που επηρεάζει όχι μόνον την περιφερειακή σταθερότητα, αλλά και την παγκόσμια οικονομία μέσω των αναταράξεων στην παραγωγή, εμπορία και στις τελικές τιμές των υδρογονανθράκων.
Η πρόσφατη τουρκική εισβολή στην ΑΟΖ της Κύπρου, η έναρξη παράνομων ερευνητικών γεωτρήσεων 40 ναυτικά μίλια δυτικά της Πάφου, η τεράστιας κλίμακας στρατιωτική άσκηση “Θαλασσόλυκος”, η “διπλωματική εκστρατεία” για την προώθηση των τουρκικών διεκδικήσεων, αλλά και η γενικότερη αρνητική κινητικότητα γύρω από το Κυπριακό, που αντικατοπτρίζει την αυξανόμενη νευρικότητα της Τουρκίας και του καθεστώτος Ερντογάν, σχετίζονται άμεσα με τις εξελίξεις στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.
Η Τουρκία αισθάνεται όλο και πιο απομονωμένη, περιθωριοποιημένη, ακόμη και έμμεσα στοχοποιημένη, λόγω των γεωπολιτικών εξελίξεων που λαμβάνουν χώρα σε μια ζώνη που ξεκινά από τα Βαλκάνια και φτάνει μέχρι το Ιράν.
Στα Βαλκάνια χάνει γεωπολιτικά ερείσματα και βλέπει παραδοσιακές στρατηγικές σχέσεις με χώρες της περιοχής, στις οποίες η Άγκυρα επένδυσε πολύ γεωπολιτικό κεφάλαιο, να ατροφούν και να αδρανοποιούνται. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Βόρεια Μακεδονία, η οποία γυρίζει την πλάτη της προς την παραδοσιακή συμμαχία που είχε από το 1991 με την Τουρκία και, έπειτα από τη Συμφωνία των Πρεσπών, στρέφεται προς την Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση, παραχωρώντας μάλιστα στην ελληνική πολεμική αεροπορία την προστασία του εναέριου χώρου της στα πλαίσια του ΝΑΤΟ.
Βαλκανικές χώρες με μεγάλο ποσοστό μουσουλμανικών πληθυσμών, στις οποίες παραδοσιακά η Τουρκία είχε μεγάλη επιρροή, όπως η Αλβανία, η μουσουλμανική περιοχή της Βοσνίας & Ερζεγοβίνης, και το Κόσοβο, αρχίζουν κι αυτές νααποστασιοποιούνται από την ερντογανική Τουρκία, που γίνεται λιγότερο δημοκρατική, περισσότερο αυταρχική και ισλαμιστική, αλλοπρόσαλλη και νευρική, ενώ η οικονομία της βυθίζεται σε ύφεση. Το περίφημο “τουρκικό μοντέλο”, το οποίο επί δύο δεκαετίες αποτελούσε πρότυπο για πολλές μουσουλμανικές χώρες της περιοχής, απαξιώνεται πλέον στα μάτια αυτών των χωρών των δυτικών Βαλκανίων, που βλέπουν όλο και πιο αποφασιστικά το μέλλον τους στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τουρκία και Λιβύη
Στη βόρεια Αφρική τα πράγματα επίσης δεν πάνε καλά για την Τουρκία. Στη Λιβύη η ισχυροποίηση του στρατηγού Χαλιφά Χαφτάρ, αρχηγού των δυνάμεων του Εθνικού Λυβικού Στρατού, που εδρεύει στο Τομπρούκ της βορειοανατολικής Λιβύης, και ο οποίος, ειδικά μετά την κατάληψη των σημαντικότερων πετρελαιοπηγών και εδαφών της χώρας, θεωρεί, υπό την ανοχή της Δύσης και άλλων περιφερειακών δυνάμεων, τον εαυτό του κυρίαρχο της επόμενης μέρας στη χώρα, δεν χαροποιεί καθόλου τον Ερντογάν, που είχε επενδύσει πολλά στη “Μουσουλμανική Αδελφότητα” στις αραβόφωνες βορειοαφρικανικές χώρες. Ο Χαφτάρ, εκτός από φιλοδυτικός και φιλοαμερικανός, έχει πάρει τα εύσημα ως επικεφαλής του “αγώνα κατά της τρομοκρατίας” και θεωρείται σύμμαχος του Αιγύπτιου προέδρου Αλ Σίσι, συνεπώς στρατηγικός αντίπαλος της Τουρκίας.
Τουρκία και Αίγυπτος
Η Αίγυπτος, η μεγαλύτερη αραβόφωνη χώρα, που είναι μάλιστα και η περιφερειακή δύναμη στην περιοχή, από τον τότε που ανέλαβε την προεδρία ο Αλ Σίσι, αντικαθιστώντας το 2013 τον πρόεδρο Μόρσι, της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, έχει ψυχρές έως εχθρικές σχέσεις με την Τουρκία του Ερντογάν. Εκτός του ότι ο Αλ Σίσι θεωρεί τον Ερντογάν ως “σπόνσορα” της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, δεν επιθυμεί καμιά ενίσχυση του ρόλου της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο και γι' αυτό το λόγο έχει συνάψει τριμερή στρατηγική συμμαχία με την Ελλάδα και την Κύπρο, προβλέποντας έτσι σε μια σταθερή σύνδεση της χώρας του με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Γι' αυτό ο Αλ Σίσι ακύρωσε την άτυπη συμφωνία που έκανε ο πρόεδρος Μόρσι με τον Ερντογάν για διαμοιρασμό των ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο μεταξύ Αιγύπτου και Τουρκίας χωρίς να αναγνωριστούν τα νόμιμα δικαιώματα για ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ταυτόχρονα προχώρησε σε οριοθέτηση και αναγνώριση της ΑΟΖ της Κύπρου, που εφάπτεται μ' εκείνη της Αιγύπτου, ακυρώνοντας εντελώς όλα τα σχέδια της Άγκυρας.
Η ενεργειακή συνεργασία Αιγύπτου με την Κύπρο έχει προχωρήσει ακόμη ένα βήμα καθώς η κοινοπραξία, που διαχειρίζεται το κοίτασμα “Αφροδίτη” (Noble Energy, Shell και Delek) φέρεται να συμφώνησε για πώληση φυσικού αερίου στην Αίγυπτο. Το κυπριακό φυσικό αέριο θα υγροποιείται στα τερματικά της Αιγύπτου και στη συνέχεια, μέσω ειδικών τανκερ, θα καταλήγει στις διεθνείς αγορές.
Τουρκία, Ανατολική Μεσόγειος και Κύπρος
Το ίδιο έκανε και το Ισραήλ, ένας ακόμη πρώην φίλος της Τουρκίας που μετά το 2010 εξελίχθηκε σε ακήρυχτο εχθρό της, συμπράττοντας επίσης στρατηγικά με την Ελλάδα και την Κύπρο. Έτσι η Κυπριακή Δημοκρατία, έχοντας αναγνωρισμένη και οριοθετημένη την ΑΟΖ της στα νότια της με την Αίγυπτο και ανατολικά με το Ισραήλ, μπόρεσε να την κατανείμει σε βυθοτεμάχια και στη συνέχεια να παραχωρήσει την έρευνα και εκμετάλλευση τους σε ξένες εταιρείες, εκνευρίζοντας ακόμη περισσότερο την Άγκυρα, που αντιλήφθηκε πως βρισκόταν στο περιθώριο της διανομής των ενεργειακών πόρων στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η απόφαση της Άγκυρας για εισβολή του γεωτρύπανου “Φατίχ” και του ερευνητικού σκάφους “Μπαρμπαρός” στο χώρο της κυπριακής ΑΟΖ, την οποία η ίδια δεν αναγνωρίζει, αποτελεί μια κλιμάκωση της προσπάθειας της να “γκριζάρει” περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου, ώστε να αποκτήσει προηγούμενο και ερείσματα σε μια μελλοντική, και πιο ευνοϊκή για την ίδια, διευθέτηση του Κυπριακού. Χρησιμοποιώντας πάντα εργαλειακά τους Τουρκοκυπρίους και τη λεγόμενη “Τουρκική Δημοκρατία Βόρειας Κύπρου” (Κατεχόμενα), υποστηρίζοντας πως δικαιούται “τα μισά” από τους ενεργειακούς πόρους του νησιού. Ως γνωστόν οι Τούρκοι διπλωμάτες υποστηρίζουν ότι οι εργασίες γεώτρησης γίνονται στην υφαλοκρηπίδα της Τουρκίας και στις περιοχές για τις οποίες έχει άδεια στη κρατική εταιρεία πετρελαίου από τα Κατεχόμενα. Σε κάθε περίπτωση ο εκνευρισμός της Τουρκίας, που μεταφράζεται σε προκλητικότητα και επιθετικότητα, δεν μπορεί να κρυφτεί και ο κίνδυνος ενός “θερμού επεισοδίου” στην περιοχή δεν πρέπει να θεωρείται απίθανος.
Ωστόσο ο κίνδυνος για την Τουρκία να απομονωθεί ακόμη περισσότερο και να καταστραφεί οικονομικά είναι μεγάλος καθώς δεν έχει απέναντι της μόνον την Κύπρο και την Ελλάδα, αλλά και τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το ρίσκο είναι μεγάλο. Αλλά για κάποιους θερμοκέφαλους στην Άγκυρα αξίζει τον κόπο, διότι η “ενεργειακή πίτα” της Αν. Μεσογείου είναι τεράστια και η διψασμένη για ενέργεια Τουρκία επιθυμεί διακαώς να πάρει σημαντικό μερίδιο από αυτή. Δεν μπορεί να το επιτύχει όμως αυτό, όσο κι αν κάνει επίδειξη στρατιωτικής ισχύος, εφόσον έχει απέναντί της, εκτός από το Διεθνές Δίκαιο, και μια σειρά από ισχυρές περιφερειακές και παγκόσμιες δυνάμεις και είναι απομονωμένη.
Από την πλευρά της η Κυπριακή δημοκρατία προχωρά χάρη στη συμφωνία για επέκταση της γαλλικής TOTAL σε άλλα πέντε βυθοτεμάχια της κυπριακής ΑΟΖ, γεγονός που θα εμπλέξει ακόμη πιο ενεργά τη Γαλλία και το γαλλικό πολεμικό ναυτικό στην επιτήρηση και ασφάλεια της περιοχής, ενώ δυσαρεστεί άλλες δυνάμεις, όπως η Μεγάλη Βρετανία, που βλέπει την δική της BP να μένει για την ώρα εκτός παιχνιδιού.
Τουρκία, Μεγάλη Βρετανία και Κυπριακό
Έτσι ίσως θα μπορούσε να εξηγηθεί και η τοποθέτηση του Βρετανού υπουργού Ευρώπης, Άλαν Ντάνκαν, ο οποίος “γκρίζαρε” την κυπριακή ΑΟΖ όταν κλήθηκε να καταδικάσει τις τουρκικές προκλήσεις. Ο ίδιος δήλωσε πως “οι διερευνητικές γεωτρήσεις δεν πρέπει να διεξάγονται σε οποιαδήποτε περιοχή στην οποία η κυριαρχία είναι υπό αμφισβήτηση”, παίρνοντας μια θέση που πλησιάζει εκείνη της Άγκυρας και εισπράττοντας ως αντίδραση το έντονο διάβημα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Μετά τις έντονες κυπριακές, ελληνικές και ευρωπαϊκές αντιδράσεις το Βρετανικό Υπουργείο των Εξωτερικών επανέλαβε τη μέχρι τώρα γνωστή του θέση για την κυπριακή ΑΟΖ: “Αναγνωρίζουμε το κυριαρχικό δικαίωμα της Δημοκρατίας της Κύπρου να αξιοποιήσει το πετρέλαιο και το αέριο στη διεθνώς συμφωνημένη Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της. Πιστεύουμε ότι το πετρέλαιο και το αέριο της Κύπρου θα πρέπει να αναπτυχθεί προς όφελος όλων των Κυπρίων”.
Πρέπει να σημειωθεί πως η Μεγάλη Βρετανία είναι μία από τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις της Κύπρου και διαθέτει δύο μεγάλες στρατιωτικές βάσεις (Ακρωτήρι και Δεκέλεια) στη μεγαλόνησο. Οι βάσεις αυτές, που θεωρούνται κυρίαρχα βρετανικά εδάφη, δεν έχουν ΑΟΖ, παρά μόνον χωρικά ύδατα, ενώ η Μ. Βρετανία έχει δεσμευθεί πως, σε περίπτωση επίλυσης του Κυπριακών, θα επιστρέψει τουλάχιστον τα μισά από τα εδάφη που κατέχει στην επανενωμένη ομόσπονδη Κύπρο. Ωστόσο μετά το Brexit η Μ. Βρετανία, η οποια για την ομαλή αποχώρησή της από την Ε.Ε. χρειάζεται και τη στήριξη και ψήφο της Κύπρου, ενδεχομένως να μεταβάλλει την πολιτική της απέναντι στην Τουρκία. Τόσο η Μ. Βρετανία, στο βορειοδυτικό άκρο της Ευρώπης, όσο και οι Τουρκία, στο νοτιοανατολικό της άκρο, θα τείνουν να μοιάζουν η μία την άλλη αναφορικά με την ειδική σχέση που θα έχουν με την Ευρωπαϊκή Ένωση, ώστε να έχουν πρόσβαση στην τεράστια αγορά της. Οι δύο μεγάλες χώρες θα τείνουν να συγκλίνουν ως προς τα κοινά τους συμφέροντα απέναντι στην Ευρώπη και πιθανώς να συνάψουν μια στενότερη σχέση και συμμαχία, Αυτό ίσως στρέψει τη Μεγάλη Βρετανία ακόμη περισσότερο υπέρ των θέσεων της Άγκυρας στο Κυπριακό, Η περιθωριοποίηση πιθανόν να φέρει τις δύο χώρες ακόμη πιο κοντά.
Τουρκία και αραβικός κόσμος
Στη βόρεια Αφρική τα συμφέροντα της Τουρκίας επλήγησαν σημαντικά κι από την ανατροπή του Ομάρ αλ Μπασίρ, μακροχρόνιου δικτάτορα του Σουδάν, και μέλους των Αδελφών Μουσουλμάνων και συμμάχου του Ερντογάν. Εκτός από τις στενές σχέσεις με τον εκπέσοντα Σουδανό δικτάτορα Αλ Μπασίρ η Άγκυρα είχε συμφωνήσει μαζί του τη δημιουργία μιας ναυτικής βάσης σε μια νησίδα στην Ερυθρά Θάλασσα, κάτι που προκαλούσε έντονες αντιδράσεις σε Αίγυπτο και Σαουδική Αραβία. Κι αυτό το σχέδιο οδεύει προς ακύρωση.
Βέβαια η Τουρκία συνεχίζει να διατηρεί ναυτικές βάσεις και στρατιωτική παρουσία στην Αλβανία, στη Σομαλία και στο Κατάρ, αλλά κάτω από αυτή την αυξανόμενη πίεση και την οικονομική δυσχέρεια, δεν είναι σίγουρο πως θα μπορέσει να τις διατηρήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα ακόμη. Η γεωπολιτική ισχύς είναι στενά συνδεδεμένη με την οικονομία και τις διεθνείς σχέσεις μιας χώρας.
Στο χώρο της Μέσης Ανατολής η Τουρκία διατηρεί σήμερα ψυχρές έως εχθρικές σχέσεις με το Ισραήλ, την Αίγυπτο και τη Σαουδική Αραβία, που είναι και οι τρεις στενοί και στρατηγικοί σύμμαχοι των ΗΠΑ στην περιοχή. Οι δύο τελευταίες είναι και οι ισχυρότερες δυνάμεις του αραβικού κόσμου. Η Άγκυρα είναι βυθισμένη στο τέλμα του Συριακού και διατηρεί ψυχρές έως εχθρικές σχέσεις με το καθεστώς Άσαντ, όσο κι αν επεμβαίνει πυροσβεστικά η Μόσχα.
Με τις περισσότερες χώρες του Περσικού Κόλπου η Τουρκία διατηρεί επίσης ψυχρές σχέσεις. Εξαίρεση αποτελεί το εμιράτο του Κατάρ, μια μικρή αλλά με τεράστια αποθέματα φυσικού αερίου χώρα, με την οποία η Άγκυρα έχει φιλική και στρατηγική συνεργασία, διατηρεί ναυτική και στρατιωτική βάση, ενώ έχει δανειστεί από το Κατάρ περί τα 10 δισεκατομμύρια δολάρια προκειμένου να σταθεροποιήσει το νόμισμα και την παραπαίουσα οικονομία της.
Τουρκία, Συρία και Κουρδικό
Η Τουρκία έχει επίσης ανοικτή την πληγή του Κουρδικού, τόσο στη βόρεια Συρία και στο βόρειο Ιράκ, όσο και στα νοτιανατολικά εδάφη της. Δεκαετίες καταστολής έχουν προκαλέσει την εχθρότητα του Κουρδικού λαού, που αριθμεί περί τα 35 εκατομμύρια κι αντιλαμβάνεται την Τουρκία ως “ιμπεριαλιστική και αποικιοκρατική” δύναμη, η οποία δυναστεύει τα πατρογονικά τους εδάφη, από τα οποία επιδιώκει την εθνοκάθαρσή τους, όπως έδειξε και πριν από ένα χρόνο η περίπτωση του κουρδικού Αφρίν στη βορειοδυτική Συρία. Ο ακήρυκτος πόλεμος στις κουρδόφωνες περιοχές στα ανατολικά της Τουρκίας, που ξεκίνησε από τη δεκαετία του 1980, συνεχίζεται ακόμη και είναι ένα τέλμα που τραυματίζει και στοιχίζει ακριβά στην Τουρκία.
Τουρκία και Ιράν
Τέλος με το γειτονικό Ιράν η Τουρκία ουδέποτε διατηρούσε θερμές σχέσεις, το αντίθετο μάλιστα, καθώς έβλεπε παραδοσιακά την Τεχεράνη ως το σημαντικότερο περιφερειακό ανταγωνιστή της. Ωστόσο, ακόμη και μετά την Ισλαμική Επανάσταση (1979) η Άγκυρα φρόντιζε να διατηρεί εμπορικές και οικονομικές σχέσεις με την Τεχεράνη. Το Ιράν είναι πλέον ένας σημαντικός εταίρος της Τουρκίας. Εξάγει σε αυτό βιομηχανικά και καταναλωτικά προϊόντα και εισάγει φυσικό αέριο και πετρέλαιο. Επίσης οι δύο χώρες, με τη διαμεσολάβηση της Ρωσίας, συνεργάστηκαν στη στρατιωτική διευθέτηση του Συριακού.
Επίσης, μετά το 2016, οι δύο χώρες ήρθαν ακόμη πιο κοντά λόγω της πίεσης που αισθάνονται εκ μέρους των ΗΠΑ, η κάθε μία για ξεχωριστούς λόγους, και γι' αυτό έχουν προσεγγίσει τη Μόσχα. Το οικονομικό εμπάργκο των ΗΠΑ κατά του Ιράν θεωρείται καταστροφικό για πολλές τουρκικές επιχειρήσεις και θα πλήξει ακόμη περισσότερο την ασθμαίνουσα τουρκική οικονομία. Η ψύχρανση των αμερικανο-τουρκικών σχέσεων κάνει την Άγκυρα να δει το Ιράν με άλλα μάτια, ακόμη κι ως έναν πιθανό περιφερειακό σύμμαχο. Κάτι τέτοιο όμως θα σημάνει και τη στρατηγική ρήξη των σχέσεων της Τουρκίας με τη Δύση, το οποίο παραμένει για την ώρα μακρινό ενδεχόμενο.
Το “σύνδρομο της περικύκλωσης”
Συμπερασματικά, έτη φωτός μοιάζει να έχουν περάσει από την εποχή, πριν από μία δεκαετία περίπου, όταν επικρατούσε στην Άγκυρα το λεγόμενο “δόγμα Νταβούτογλου” περί “μηδενικών προβλημάτων” με τη γειτονιά της, όταν η Τουρκία έφτανε στο σημείο να συνάψει διπλωματικές σχέσεις ακόμη και με την Αρμενία. Ήταν το δόγμα το οποίο, μέσω της “ήπιας ισχύος”, θα επέτρεπε σε οικονομικό και γεωπολιτικό επίπεδο στην ανάδυση της Τουρκίας ως σημαντικής δύναμης και γεωπολιτικού παίκτη σε περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο.
Σήμερα όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Έχει δημιουργηθεί πλέον στην Άγκυρα μια κλειστοφοβική καφκική αντίληψη, αποτέλεσμα ίσως και της παράνοιας και του “συνδρόμου καταδίωξης” του Ερντογάν και των συμβούλων του, ότι η χώρα είναι περικυκλωμένη από εχθρούς και πως πρέπει με κάποιο τρόπο να “σπάσει” αυτή την περικύκλωση. Ορισμένοι “ειδήμονες” στην Άγκυρα θεωρούν πως η περιοχή που μπορεί να επιτευχθεί κάτι τέτοιο είναι η Ανατολική Μεσόγειος και το Αιγαίο, όπου κι εφαρμόζεται πλέον και το δόγμα της “Γαλάζιας Πατρίδας”, διεκδικώντας ΑΟΖ εκτάσεως 462.000 τ.χλμ. Θεωρούν την Κύπρο και την Ελλάδα ως “αδύναμους κρίκους” που μπορούν να δεχθούν πίεση και να υποχωρήσουν. Φυσικά υποεκτιμούν τόσο την αμυντική αλλά και “ήπια ισχύ” και την αποφασιστικότητα αυτών των δύο χωρών, που πηγάζει από το Διεθνές Δίκαιο, όσο και -το σημαντικότερο- τις ισχυρές διεθνείς συμμαχίες τους, που εξισορροπούν την όποια στρατιωτική υπεροπλία της Τουρκίας.
Σε κάθε περίπτωση η Τουρκία, αισθανόμενη “στριμωγμένη στη μέση” και αποκλεισμένη, μ' έναν Ερντογάν που λυσσομανά για να “ξαναπάρει πίσω την Κωνσταντινούπολη”, με την ύφεση στην οποία βυθίζεται μέρα με τη μέρα η τουρκική οικονομία, με το τέλμα στη Συρία και το Κουρδικό και με την η επιδείνωση των σχέσεων με σχεδόν όλους τους γείτονες της, αλλά και με τις ΗΠΑ και τη Δύση γενικότερα, γίνεται ολοένα και πιο νευρική και προκλητική, δημιουργώντας συνθήκες αστάθειας σε όλο το τόξο των ελληνο-τουρκικών σχέσεων (Αιγαίο, Αν. Μεσόγειος, Κύπρος). Αυτή η αναθεωρητική Τουρκία θα δοκιμάσει και πάλι την ψυχραιμία, τα νεύρα, τις αντοχές και την αποφασιστικότητα της Ελλάδας, που θα πρέπει να είναι σε ήρεμη εγρήγορση, οπλισμένη με το Διεθνές Δίκαιο, με ικανή αποτρεπτική ισχύ και ακόμη πιο ισχυρές και αποτρεπτικές συμμαχίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου