Πέμπτη 4 Ιουλίου 2019

Κλάρα Τσέτκιν: «Ο φασισμός πρέπει να νικηθεί»


Σαν σήμερα στις 4 Ιουλίου 1857  γεννήθηκε στη Μόσχα η Κλάρα Τσέτκιν (20 Ιουνίου 1933  πέθανε στη Μόσχα). Ηγετική φυσιογνωμία του γερμανικού και του διεθνούς εργατικού κινήματος και από τους ιδρυτές του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας. Γεννήθηκε το 1857. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1870, εντάχθηκε στο γερμανικό εργατικό κίνημα. Πήρε μέρος στην οργάνωση του Ιδρυτικού Συνεδρίου της Β` Διεθνούς στο Παρίσι, όπου μίλησε για το ρόλο των γυναικών στην επανάσταση, αποσπώντας τα εγκωμιαστικά σχόλια του Ενγκελς. Χαιρέτισε με ενθουσιασμό τη Μεγάλη Οχτωβριανή Επανάσταση και υπήρξε από τους οργανωτές του κινήματος αλληλεγγύης προς τη Σοβιετική Ενωση. Εκλέχτηκε στα καθοδηγητικά όργανα της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Από το 1920 εκλεγόταν διαρκώς στο Ράιχσταγκ.

Τον Αύγουστο του 1932, ανοίγοντας ως αρχαιότερη βουλευτής τις εργασίες του γερμανικού Κοινοβουλίου, προειδοποίησε για τον κίνδυνο του φασισμού και κάλεσε για τη δημιουργία του ενιαίου προλεταριακού μετώπου. Παραθέτουμε την ομιλία της Κλάρας Τσέτκιν (σε μετάφραση του Χρήστου Χρυσανθόπουλου από το site «Η Λέσχη της ανυπότακτης θεωρίας»

Ο Φασισμός πρέπει να νικηθεί

Εναρκτήρια ομιλία της Κλάρας Τσέτκιν Επίτιμης Πρόεδρου του Ράιχσταγκ

Κυρίες και κύριοι! Το Ράιχσταγκ συνεδριάζει σε μια περίοδο όπου η κρίση και η κατάρρευση του καπιταλισμού κατακλύζει τις πλατιές εργατικές μάζες της Γερμανίας με μια θύελλα από τα πιο φοβερά δεινά. Τα εκατομμύρια των ανέργων, οι οποίοι πεθαίνουν από την πείνα με ή χωρίς το επίδομα ζητιανιάς της κοινωνικής πρόνοιας, θα ενισχυθεί από μερικά ακόμα εκατομμύρια κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου και του χειμώνα. Η πείνα είναι επίσης η τύχη που περιμένει όλους όσους τυχαίνει να βρίσκονται στην κοινωνική πρόνοια. Εξ’ αιτίας των χαμηλών μισθών τους, εκείνοι που εξακολουθούν να εργάζονται δεν μπορούν να αναπληρώσουν τη μυϊκή και ηθική ενέργεια που τους αποσπάται από τον ολοένα αυξανόμενο εξορθολογισμό της βιομηχανικής παραγωγής ούτε μπορούν, φυσικά, να ικανοποιήσουν τις πολιτιστικές τους ανάγκες.
Οι περιορισμοί στις συλλογικές διαπραγματεύσεις και τα συμβούλια διαμεσολάβησης εργατικού δυναμικού θα συμπιέσουν περαιτέρω τους ήδη υποβαθμισμένους μισθούς. Αυξανόμενος είναι και ο αριθμός τεχνιτών και μικροεπαγγελματιών, καθώς και μικρών και μεσαίων αγροτών που βρίσκονται στα πρόθυρα κατάρρευσης. Η κατάρρευση της οικονομίας και η συρρίκνωση των επιδοτήσεων για πολιτιστικές δραστηριότητες καταστρέφουν την οικονομική βάση της ύπαρξης του δημιουργικού δυναμικού. Το πεδίο εφαρμογής των γνώσεων του συνεχώς μικραίνει. Η ανάφλεξη που έχει ξεκινήσει στην Ανατολή (που προκλήθηκε ισχυρά από τη Δύση, εν μέρει, προκειμένου να καταστρέψει τη Σοβιετική Ένωση και την σοσιαλιστική οικοδόμηση της) θα μπορούσε να προκαλέσει τελικά καταστροφή και τρόμο στη Γερμανία, η οποία έχει ανοιχτά τα τραύματα του ολέθρου που προκάλεσε ο τελευταίος παγκόσμιος πόλεμος.

Η πολιτική εξουσία της Γερμανίας έχει καταληφθεί, αυτή τη στιγμή, από ένα Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο διαμορφώθηκε από τον αποκλεισμό των μελών του Ράιχσταγκ και είναι πιστός υπηρέτης του μονοπωλιακού καπιταλισμού και των μεγαλοτσιφλικάδων, του οποίου η κινητήρια δύναμη αποτελείται από στρατηγούς του Reichswehr*. (φωνές Κομμουνιστών αντιπροσώπων «πολύ καλά»).

Παρά την παντοδυναμία του, το Υπουργικό Συμβούλιο, έχει μέχρι σήμερα αποτύχει πλήρως τόσο στην εγχώρια όσο και στην εξωτερική του πολιτική. Η εσωτερική του πολιτική χαρακτηρίζεται, όπως και εκείνη των προκατόχων του, από νομοθεσίες έκτακτου ανάγκης που προκαλούνται αυξάνοντας τις έκτακτες ανάγκες που ήδη υπάρχουν.

Ταυτόχρονα, το Υπουργικό Συμβούλιο, προσβάλλει το δικαίωμα των μαζών για την καταπολέμηση αυτής της δυστυχίας. Για την κυβέρνηση, οι ομάδες που χρήζουν βοήθειας και ανάγκης, αποτελούνται από μεγάλους γαιοκτήμονες, χρεωκοπημένους βιομήχανους, μεγαλοτραπεζίτες, ιδιοκτήτες ναυπηγείων και ασυνείδητους κερδοσκόπους. Οι φορολογικές, δασμολογικές και εμπορικές επιβαρύνσεις λαμβάνονται από τα πλατιά στρώματα του εργαζόμενου λαού, ώστε να ανταμειφθούν οι μικρές ομάδες ειδικών συμφερόντων. Επιδεινώνει την κρίση βάζοντας περιορισμούς στην κατανάλωση, καθώς και στην εισαγωγή και εξαγωγή προϊόντων. Η εξωτερική του πολιτική βλάπτει τα συμφέροντα των εργαζομένων (οι Κομμουνιστές φωνάζουν «μεγάλη αλήθεια»). Αυτή καθοδηγείται από τα ιμπεριαλιστικά σχέδια και επιτρέπει στη Γερμανία να αμφιταλαντεύεται μεταξύ έλλειψης αποφασιστικότητας και ερασιτεχνισμού ανάμεσα στην αμετανόητη δουλοπρέπεια και διάθεση εκδίκησης, μια στάση που καθιστά τη Γερμανία όλο και περισσότερο εξαρτώμενη από τις μεγάλες δυνάμεις της Συνθήκης των Βερσαλλιών (οι Κομμουνιστές φωνάζουν «μεγάλη αλήθεια»). Μια τέτοια πολιτική ζημιώνει τη σχέση μας με τη Σοβιετική Ένωση, η οποία είναι ένα κράτος με έντιμη πολιτική ειρήνη και οικονομική άνοδο και αποτελεί ένα στήριγμα για τη γερμανική εργατική τάξη (οι Κομμουνιστές φωνάζουν «πόσο αλήθεια!»).

Το Υπουργικό Συμβούλιο φέρει την πλήρη ευθύνη για τις δολοφονίες των τελευταίων εβδομάδων, λόγω της άρσης της ενιαίας απαγόρευσης των ναζιστικών ομάδων, όπως η Storm Troopers (SA)** και της ευεργετικής στάσης του απέναντι στις εμφυλιοπολεμικές πολιτικές των φασιστικών ομάδων. Προσπαθεί μάταια να πείσει το λαό να ξεχάσει την ηθική και πολιτική του ενοχή σχετικά με τη διαμάχη των συμμάχων για τη διανομή της κρατικής εξουσίας, αλλά το χυμένο αίμα θα το συνδέει για πάντα με τους φασίστες δολοφόνους.

Η ανικανότητα του Ράιχσταγκ και η παντοδυναμία του Υπουργικού Συμβουλίου συμβολίζουν την παρακμή του αστικού φιλελευθερισμού και της κατάρρευσης του συστήματος παραγωγής. Αυτή δε η φθορά μπορεί επίσης να ανιχνευθεί στη ρεφορμιστική σοσιαλδημοκρατία, που τόσο στη θεωρία όσο και στη πράξη αντιπροσωπεύει τον πιο σάπιο λόγο του αστικού κοινωνικού συστήματος. Η Papen-Schleicher*** πολιτική της κυβέρνησης είναι απλώς η απροκάλυπτη συνέχιση της κυβερνητικής πολιτικής του Bruning (με την ανοχή των σοσιαλδημοκρατών), της οποίας, είχε με τη σειρά της προηγηθεί ο παραδειγματικός καθορισμός της πολιτικής των σοσιαλδημοκρατών. (οι Κομμουνιστές φωνάζουν «πολύ καλή»). Η πολιτική του «μικρότερου κακού» ενισχύει την αίσθηση ισχύος των αντιδραστικών δυνάμεων και τις προϋποθέσεις να δημιουργηθεί το μεγαλύτερο από όλα τα δεινά: η αδράνεια των μαζών. Έχουν πειστεί να μην κάνουν καμία χρήση της πλήρους ισχύος τους, εκτός του Κοινοβουλίου. Έτσι, η σημασία του Κοινοβουλίου για την ταξική πάλη του προλεταριάτου είναι επίσης μειωμένη. Αν το Κοινοβούλιο σήμερα, εντός των ορίων, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον αγώνα των εργαζομένων, είναι μόνο επειδή έχει την υποστήριξη των ισχυρών μαζών έξω από τα τείχη του.

Πριν το Ράιχσταγκ θέσει νέα ζητήματα με τις ειδικές ερωτήσεις της ημέρας, θα πρέπει ν’ αναχθεί σε κεντρικό του ζήτημα: Η ανατροπή της κυβέρνησης του Ράιχ, η οποία, κατά παράβαση του συντάγματος, απειλεί να παραγκωνίσει το Ράιχσταγκ εντελώς. Το Ράιχσταγκ θα μπορούσε να κατηγορήσει τον Πρόεδρο και τους υπουργούς του Ράιχ για παραβίαση του συντάγματος και οι περαιτέρω αποφάσεις να ληφθούν ενώπιον του Κρατικού Δικαστηρίου της Λειψίας. Ωστόσο, αν τους οδηγούσαν ενώπιον αυτού του ανώτατου δικαστηρίου, θα ήταν σαν να κατηγορούσαν το διάβολο ενώπιον της γιαγιάς του (χειροκροτήματα και φωνές «μεγάλη αλήθεια» από την πλευρά των Κομμουνιστών εκπροσώπων).

Είναι προφανές, βέβαια, ότι μια κοινοβουλευτική απόφαση δεν θα είναι σε θέση να παραγκωνίσει την εξουσία, η οποία βασίζεται στους Reichswehr και όλους τους άλλους μηχανισμούς υποστήριξης του αστικού κράτους, καθώς και την τρομοκρατία των φασιστών, τη δειλία του αστικού φιλελευθερισμού και τη παθητικότητα των μεγάλων τμημάτων του προλεταριάτου. Η επικάλυψη της κυβέρνησης στο Ράιχσταγκ δεν μπορεί παρά να είναι ένα σήμα για την κινητοποίηση και την κατάληψη της εξουσίας από τις πλατιές μάζες έξω από το Κοινοβούλιο. (οι Κομμουνιστές φωνάζουν «μεγάλη αλήθεια»). Στόχος αυτής της μάχης πρέπει να είναι να χρησιμοποιηθεί όλο το βάρος των οικονομικών και κοινωνικών προσόντων των εργαζομένων, καθώς και η μαζικότητα τους.

Ο αγώνας θα δοθεί ιδιαίτερα για να νικηθεί ο φασισμός που προτίθεται να καταστρέψει με αίμα και σίδερο όλες τις ταξικές εκφράσεις των εργαζομένων. Οι εχθροί μας γνωρίζουν πολύ καλά ότι το ελάχιστο ποσοστό της δύναμης του προλεταριάτου προέρχεται από τον αριθμό των βουλευτικών εδρών. Η δύναμή του στηρίζεται σε πολιτικές, συνδικαλιστικές και πολιτιστικές οργανώσεις.

Το παράδειγμα του Βελγίου δείχνει στους εργαζόμενους, ότι ακόμα και κατά τη διάρκεια της χειρότερης οικονομικής ύφεσης, μια μαζική απεργία αποδεικνύεται ένα αποτελεσματικό όπλο, υπό την προϋπόθεση ότι η χρήση του υποστηρίζεται από την αποφασιστικότητα και την προθυμία οι μάζες να κάνουν θυσίες και δε συρρικνώνονται από τη διεύρυνση της μάχης και την καταστολή των δυνάμεων από τον εχθρό, με τη χρήση βίας. (φωνές από τους Κομμουνιστές βουλευτές «μεγάλη αλήθεια»). Η εξωκοινοβουλευτική αντίδραση της εργατικής τάξης, ωστόσο, δεν πρέπει να περιορίζεται στην ανατροπή μιας κυβέρνησης η οποία έχει παραβιάσει το σύνταγμα. Θα πρέπει να πάει πέρα από το στόχο της προκείμενης στιγμής, να προετοιμαστεί για την ανατροπή του αστικού κράτους και της βάσης του, που είναι το καπιταλιστικό σύστημα. Όλες οι προσπάθειες για την αντιμετώπιση της κρίσης, ενώ το καπιταλιστικό σύστημα εξακολουθεί να επικρατεί μπορεί να επιφέρουν μόνο την καταστροφή. Η παρέμβαση του κράτους απέτυχε επειδή το αστικό κράτος δεν ελέγχει την οικονομία, αλλά ελέγχεται από τον καπιταλισμό. («μεγάλη αλήθεια» φωνάζουν οι Κομμουνιστές βουλευτές). Δεδομένου ότι η διάταξη των δυνάμεων της κατέχουσας τάξης, δεν μπορεί παρά να λειτουργήσει προς όφελός της και σε βάρος των παραγωγικών και καταναλωτικών μαζών. Η ελεγχόμενη οικονομία, με βάση τον καπιταλισμό είναι εξ’ αρχής αντιφατική. Όλες οι παρόμοιες προσπάθειες ηττήθηκαν από την ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Ο έλεγχος της οικονομίας, είναι δυνατός μόνο όταν καταργηθεί η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Ο τρόπος για να ξεπεραστούν οι οικονομικές κρίσεις και όλες οι απειλές των ιμπεριαλιστικών πολέμων είναι αποκλειστικά και μόνο με την προλεταριακή επανάσταση («μπράβο» φωνάζουν οι Κομμουνιστές), η οποία θα απομακρύνει την ατομική ιδιοκτησία της παραγωγής και ως εκ τούτου εγγυάται μια ελεγχόμενη οικονομία.

Η μεγάλη παγκόσμια ιστορική απόδειξη ότι αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί, είναι η Ρωσική Επανάσταση. Έχει αποδειχθεί ότι οι εργαζόμενοι έχουν τη δύναμη να νικήσουν όλους τους εχθρούς τους, τους καπιταλιστές στη χώρα τους και τους ιμπεριαλιστές ληστές από το εξωτερικό. Έχει κομματιάσει τις συμβάσεις σκλαβιάς, όπως η Συνθήκη των Βερσαλλιών (φωνές από τους Κομμουνιστές «μεγάλη αλήθεια»).

Το Σοβιετικό κράτος επιβεβαιώνει επίσης το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι διαθέτουν την ωριμότητα να κατασκευάσουν ένα νέο οικονομικό σύστημα, στο οποίο μια υψηλότερη οικονομική ανάπτυξη της κοινωνίας μπορεί να συμβεί χωρίς καταστροφικές κρίσεις, διότι η αιτία της άναρχης μεθόδου παραγωγής έχει καταστραφεί-η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής.

Ο αγώνας των εργατικών μαζών ενάντια στα καταστροφικά δεινά του παρόντος είναι, την ίδια στιγμή και αγώνας για την πλήρη απελευθέρωσή τους. Τα βλέμματα των μαζών πρέπει να κατευθύνονται σταθερά προς αυτό τον φωτεινό στόχο, που δεν πρέπει να περιβάλλεται από την ψευδαίσθηση της απελευθέρωσης της δημοκρατίας. Οι μάζες δεν πρέπει να επιτρέψουν στον εαυτό τους να φοβηθούν την ωμή χρήση βίας, που με τη χρήση της ο καπιταλισμός επιδιώκει την επιβίωσή του, με τη μορφή των νέων παγκόσμιων πολέμων και φασιστικών εμφυλίων διαμαχών.

Το πιο σημαντικό άμεσο καθήκον είναι η δημιουργία ενός Ενιαίου Μετώπου όλων των εργαζομένων, προκειμένου να γυρίσει πίσω ο φασισμός (οι Κομμουνιστές φωνάζουν «μεγάλη αλήθεια»), προκειμένου να προφυλαχτούν από την υποδούλωση και την εκμετάλλευση τους, καθώς και να διατηρήσουν τη δική τους φυσική ύπαρξη με την ισχύ και τη δύναμη της οργάνωσής τους. Πριν από αυτή την επιτακτική ιστορική αναγκαιότητα, όλοι οι λόγοι που μας αναστέλλουν και μας διαιρούν, όπως πολιτικές, συνδικαλιστικές, θρησκευτικές και ιδεολογικές απόψεις πρέπει να κατέχουν υποδεέστερη θέση. Όλοι όσοι αισθάνονται να απειλούνται, όλοι εκείνοι που υποφέρουν και όλοι όσοι καιρό παλεύουν για την απελευθέρωση πρέπει να ανήκουν στο Μέτωπο ενάντια στο φασισμό και τους εκπροσώπους της κυβέρνησης. Η αυταρχικότητα των εργατών έναντι του φασισμού είναι η επόμενη απαραίτητη προϋπόθεση για την δημιουργία του Ενιαίου Μετώπου στη μάχη κατά των κρίσεων και των ιμπεριαλιστικών πολέμων, που αιτία της ύπαρξής τους είναι τα καπιταλιστικά μέσα παραγωγής. Η εξέγερση των εκατομμυρίων εργαζόμενων ανδρών και γυναικών στη Γερμανία ενάντια στην πείνα, τη δουλεία, τις φασιστικές δολοφονίες και τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους είναι μια έκφραση της ακατάλυτης μοίρας των εργαζομένων όλου του κόσμου. Το πεπρωμένο της διεθνούς κοινότητας πρέπει να την μετατρέψει σε μια μαχητική κοινότητα που να τους συνδέει με την εμπροσθοφυλακή των αδελφών της Σοβιετικής Ένωσης. Οι απεργίες και οι εξεγέρσεις σε διάφορες χώρες είναι πύρινα σημάδια που λένε ότι οι Γερμανοί αγωνιστές δεν είναι μόνοι τους. Παντού οι απόκληροι και οι καταπιεσμένοι λαοί κατευθύνονται προς την κατάληψη της εξουσίας. Το Ενιαίο Μέτωπο των εργαζομένων, που έχει τους ίδιους στόχους και στη Γερμανία, δεν πρέπει να στερείται τα εκατομμύρια των γυναικών, που εξακολουθούν να φέρουν τις αλυσίδες της έμφυλης σκλαβιάς (οι Κομμουνιστές φωνάζουν «πολύ καλή»), και ως εκ τούτου εκτίθενται στην πιο καταπιεστική ταξική σκλαβιά. Στην πρωτοπορία πρέπει να αγωνιστούν οι νέοι που θέλουν να ανθίσουν και να ωριμάσουν. Σήμερα, άλλωστε, δεν αντιμετωπίζουν άλλες προοπτικές, παρά την τυφλή υπακοή και την εκμετάλλευση στους κόλπους της υποχρεωτικής παροχής υπηρεσιών. Στο Ενιαίο Μέτωπο ανήκουν επίσης όλοι όσοι αποτελούν το δημιουργικό δυναμικό και εργάζονται ώστε να αυξηθεί η ευημερία και ο πολιτισμός με τις γνώσεις και την επιμέλεια τους και έχουν γίνει περιττοί στην αστική κοινωνία του σήμερα. Ακόμα στο Μέτωπο ανήκουν οι μισθωτοί και οι μεροκαματιάρηδες σκλάβοι που πλήρωναν φόρους και συντηρούνταν από τον καπιταλισμό ενώ ταυτόχρονα τον συντηρούν και είναι θύματα του.

Ανοίγω αυτή την συνεδρίαση εκπληρώνοντας έτσι τα καθήκοντά μου ως επίτιμη πρόεδρος με την ελπίδα ότι, παρά τις τρέχουσες αδυναμίες μου, μπορώ να έχω ακόμα την τύχη να ανοίξω ως επίτιμη πρόεδρος την πρώτη σοβιετική συνεδρίαση της Σοβιετικής Γερμανίας.

*έτσι ονομαζόταν η στρατιωτική οργάνωση της Γερμανίας από το 1919 έως το 1935 (ΣτΜ).

**παραστρατιωτική οργάνωση που βοήθησε στην άνοδο του Χίτλερ το 1930 (ΣτΜ).

***οι Schleicher και Papen εργάστηκαν από κοινού για να υπονομεύσουν τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Πρωσίας με επικεφαλής τον Otto Braun (ΣτΜ).

****Το πρωτότυπο κείμενο δημοσιεύεται στο Philip S. Foner (ed.), ClaraZetkin: SelectedWritings, New York: International Publishers, 1984, σσ. 170-175 (ΣτΜ).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου