Το «λάφυρο» της δημόσιας διοίκησης και ο Μητσοτάκης
του Σταύρου Χριστακόπουλου
Αν δεν είχαμε φτάσει στον Δεκαπενταύγουστο, με όλο τον κόσμο στις παραλίες, θα είχε πράγματι μεγάλη πλάκα η πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή για το «επιτελικό κράτος», όπως άλλωστε και τα εκατέρωθεν επιχειρήματα. Τόσο αυτά που λένε ότι ο λαβύρινθος τον οποίο θεσμοθετεί η Ν.Δ. οδηγεί στο να έχουμε «επιτέλους κράτος», όσο και αυτά που υποστηρίζουν ότι επέστρεψε η σκληρή Δεξιά για να το αλώσει.
Στην πραγματικότητα το κράτος υπήρξε πάντοτε το σημαντικότερο λάφυρο για τον εκάστοτε νικητή των εκλογών, χωρίς εξαιρέσεις. Αυτό ισχύει ακόμη και σήμερα, παρά τη μείωσή του λόγω χρεοκοπίας, παρά το τσουνάμι ιδιωτικοποιήσεων την τελευταία εικοσιπενταετία και παρά τους αυστηρούς δημοσιονομικούς στόχους που έχουν τεθεί για τη μεταμνημονιακή περίοδο.
Ο όρος «επιτελικό κράτος» δεν είναι νέος και, προφανώς, δεν αποτελεί έμπνευση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Υποτίθεται ότι, σε ένα περιβάλλον ελεύθερης οικονομίας, το μέγεθος και ο ρόλος του κράτους είναι, αναλόγως της ιδεολογικής προσέγγισης του καθενός, αντικείμενο αντιπαράθεσης.
1. Σε ό,τι αφορά την επιχειρηματική δραστηριότητα, το ελληνικό κράτος έχει κατοχυρώσει εδώ και χρόνια έναν ρόλο τροχονόμου, ο οποίος ορίζει ποιος ιδιώτης θα πάρει ποιο δημόσιο φιλέτο και αν θα του σερβιριστεί σενιάν ή καλοψημένο.
2. Σε ό,τι αφορά τα θεμελιώδη μεγέθη της οικονομίας και ιδιαιτέρως την παραγωγική δραστηριότητα, ο ρόλος του αφορά κατά βάση τη διανομή ευρωπαϊκών κονδυλίων, αφού ο σχεδιασμός και το μάρκετινγκ της ελληνικής παραγωγής είναι έννοιες άγνωστες – παρότι σε όλες τις ισχυρές οικονομίες του πλανήτη, και δη τις ευρωπαϊκές, το κράτος και οι κυβερνήσεις όχι μόνο σχεδιάζουν με πολυετή πλάνα σε κρίσιμους τομείς όπως ο αγροτικός, αλλά αποτελούν και τους καλύτερους ντίλερ τόσο των γεωργικών όσο και των βιομηχανικών και υψηλής τεχνολογίας προϊόντων τους.
3. Σε ό,τι αφορά το κοινωνικό κράτος, οι ανάγκες είναι πάντα πολύ περισσότερες από τις προσφερόμενες υπηρεσίες και το πλαίσιο μεταβάλλεται άρδην ανάλογα με την πολιτική πελατεία της εκάστοτε κυβέρνησης, η οποία πριμοδοτεί τις κοινωνικές ομάδες από τις οποίες ελπίζει ότι θα αντλήσει εκλογική δύναμη. Ή, αντιθέτως, μεταφέρει δημόσιες υπηρεσίες σε επιχειρηματικούς της φίλους.
4. Σε ό,τι αφορά τη δημόσια διοίκηση, η απουσία πολλών σταθερών κατευθύνσεων, η πελατειακή πολιτική και οι διαρκείς παρακάμψεις της από τις κυβερνήσεις την έχουν μεταβάλει σε ένα γραφειοκρατικό εκτελεστικό όργανο με πολλές και βαθιές σκληρύνσεις.
Καταφύγιο
Το τέλος του μετεμφυλιακού «κράτους των δωσιλόγων» έδωσε, τη δεκαετία του 1980, τη θέση του στο υπέρογκο «πασοκικό κράτος», το οποίο λειτούργησε σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό – απ’ ό,τι ήδη ίσχυε πριν – ως προορισμός αποκατάστασης των παλαιών αγροτών και εργατών και των οικογενειών τους που είτε εγκατέλειπαν την ύπαιθρο είτε δεν χωρούσαν στην παραγωγική δραστηριότητα, η οποία διαρκώς περιοριζόταν δημιουργώντας σοβαρά προβλήματα ανεύρεσης εργασίας.
Το κράτος και η δημόσια διοίκηση έγιναν, ως εκ τούτου, η τροφός ευρύτατων κοινωνικών στρωμάτων και το πατροπαράδοτο ρουσφέτι εκτινάχθηκε σε δυσθεώρητα ύψη.
Ακόμη και μετά το πλήθος ιδιωτικοποιήσεων και το κύμα «εκσυγχρονισμού» την περίοδο Σημίτη, οπότε το Δημόσιο έπαψε να είναι υποδοχέας ατέλειωτων μόνιμων διορισμών, δημιουργήθηκε μια «θάλασσα» συμβασιούχων, οι οποίοι από τη μια κάλυπταν τις λεγόμενες πάγιες και διαρκείς ανάγκες και από την άλλη εναλλάσσονταν ως «ωφελούμενοι» από κοινοτικά κονδύλια που χρηματοδοτούσαν τις θέσεις ολιγόμηνης εργασίας τους.
Όταν ήρθε το μνημόνιο, ήταν οι πρώτοι που πλήρωσαν τη νύφη, με αποτέλεσμα η στρέβλωση της μη μόνιμης κάλυψης των θέσεών τους να αφήσει σημαντικούς οργανισμούς του κράτους, όπως τα νοσοκομεία, χωρίς το αναγκαίο προσωπικό.
Αλλαγή εποχής
Στις μέρες μας το κράτος δεν έχει πάψει να είναι «λάφυρο». Υπάρχουν ωστόσο, ύστερα από μια δεκαετία κρίσης, κάποιες αξιοσημείωτες διαφορές. Κατ’ αρχάς, το κράτος δεν είναι… ΠΑΣΟΚ. Η εκλογική κατάρρευση του πάλαι ποτέ παντοδύναμου κόμματος της μεταπολίτευσης, η γήρανση και οι συνταξιοδοτήσεις πολλών παλαιών και έμπειρων στελεχών του και η έλευση του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος το διαδέχτηκε στην εκπροσώπηση των μικρομεσαίων και λαϊκών στρωμάτων, επέφεραν μια επί της ουσίας «αποπασοκοποίηση».
Το γεγονός ότι η Ν.Δ. και ο ΣΥΡΙΖΑ στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές πήραν το 70% των δημοσίων υπαλλήλων και το Kίνημα Αλλαγής μόλις το 8% δείχνει ότι η «εποχή ΠΑΣΟΚ» έχει τελειώσει οριστικά.
Άλλωστε η ψηφιοποίηση των υπηρεσιών προς τον πολίτη και η λειτουργία του κράτους με όρους μνημονίου υποτίθεται ότι αφαιρούν σταδιακά γραφειοκρατικές αγκυλώσεις, ωστόσο η πρόσδεση της δημόσιας διοίκησης στα κόμματα, οι πολιτικές ασυνέχειες, οι απανωτές «μεταρρυθμίσεις» και η εξάρτηση σημαντικού μέρους μικρών επιχειρήσεων από τις κρατικές προμήθειες καθιστούν ακόμη το κράτος «λάφυρο» για τους κατά καιρούς κυβερνώντες.
Η Ν.Δ. σε αυτή τη φάση, επιλέγοντας έναν πολύπλοκο τρόπο λειτουργίας της κυβέρνησής της, την είσοδο «τεχνοκρατών» που θα ελέγχουν τους πολιτικούς, την υπερσυγκέντρωση εξουσιών σε ένα υπερμέγεθες πρωθυπουργικό γραφείο και όλα τα υπόλοιπα που προβλέπει το «επιτελικό κράτος», οδηγεί σε ένα κράτος ισχυρά ελεγχόμενο από τον ίδιο τον Κ. Μητσοτάκη.
Ύστερα από την ημιτελή προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να δημιουργήσει τα δικά του πολύ ισχυρά ερείσματα στη δημόσια διοίκηση, τώρα ο πρωθυπουργός επιχειρεί να δημιουργήσει ένα… μητσοτακικό κράτος, το οποίο αφενός θα ενσωματώνει όσο το δυνατόν περισσότερα εκσυγχρονιστικά στοιχεία προερχόμενα από το ΠΑΣΟΚ και αφετέρου θα αναδεικνύει στελέχη της επιλογής του, τα οποία δι’ αυτής της οδού θα κερδίσουν και κομματικούς πόντους.
Για την πιθανότητα επιτυχίας του εγχειρήματος δεν μπορούμε πάντως να εγγυηθούμε τίποτε…
από το «http://www.topontiki.gr/»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου