Του Παναγιώτη Σωτήρη
Συνηθίζουμε να βλέπουμε τις κινήσεις του Ερντογάν μόνο υπό το στενό πρίσμα των ελληνοτουρκικών διαφορών, δηλαδή ως κινήσεις που κατά κύριο λόγο σκοπό έχουν να πλήξουν ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα ή να προωθήσουν τουρκικές αξιώσεις έναντι της Ελλάδας.
Μόνο που με αυτό τον τρόπο χάνουμε την πιο συνολική εικόνα και κυρίως την πιο συνολική διάσταση της στρατηγικής που ξεδιπλώνει η τουρκική κυβέρνηση, τόσο προς το εσωτερικό της Τουρκίας όσο και ως προς το εξωτερικό.
Και το κλειδί είναι η προσπάθεια να διαμορφωθεί η εικόνα ότι η Τουρκία δεν είναι πια μια δύναμη και μια κοινωνία που πρέπει να αποδείξει ότι είναι αρκετά δυτική ή αρκετά αναπτυγμένη ή έστω αρκούντως ευρωπαϊκή, αγωνίες που σφράγισαν για αρκετά χρόνια τον τρόπο που κινήθηκε η τουρκική πολιτική τάξη.
Η νέα εικόνα της Τουρκίας δεν αφορά αυτά τα στοιχεία, αλλά αντίθετα κυρίως αποσκοπεί στο να δείξει ότι πρόκειται για μια σημαντική περιφερειακή δύναμη, που έχει λόγο σε μια ευρύτερη περιοχή και η οποία μπορεί να διεκδικήσει έναν ηγετικό ρόλο στον ευρύτερο μουσουλμανικό χώρο.
Αυτό δείχνει εισβολή στη Συρία, όπου η Τουρκία έχει εξασφαλίσει «ζώνη ασφαλείας» και διεκδικεί λόγο στην «επόμενη μέρα», μετά το τέλος του πολέμου. Αυτό δείχνει η εμπλοκή στον λιβυκό εμφύλιο πόλεμο και η στήριξη, πολιτική αλλά και στρατιωτική στην διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Τρίπολης. Αυτό δείχνουν οι παρεμβάσεις υπέρ των Παλαιστινίων. Αυτό δείχνει η νέα στήριξη που δίνει η Τουρκία στο Αζερμπαϊτζάν (τη χώρα που η πλειοψηφία των τούρκων θεωρεί ως την πιο φιλικά προσκείμενη) στη νέα αντιπαράθεσή της με την Αρμενία. Και αυτό φάνηκε να υπογραμμίζει η πρόσφατη συνεδρίαση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας της Τουρκίας, υπό την προεδρία του Ερντογάν που δεν ιεράρχησε ψηλά την ελληνοτουρκική αντιπαράθεση, αλλά τη «μάχη κατά της τρομοκρατίας» εντός και εκτός συνόρων, την κρίση της Λιβύης, την κρίση του Καυκάσου και την υπεράσπιση των συνολικών της δικαιωμάτων στην Ανατολική Μεσόγειο.
Οι πολλαπλοί συμβολισμοί της Αγίας Σοφίας
Όπως έχει γραφτεί ο Ερντογάν με την κίνησή του αυτή θέλει να στείλει πολλαπλά μηνύματα.
Από τη μια, είναι μια κίνηση που θέλει να δώσει τον τόνο ότι η Τουρκία ξεκόβει από βασικές ορίζουσες του κεμαλικού παρελθόντος, δηλαδή της υποχώρησης της βαρύτητας της θρησκείας και της προσπάθειας εκκοσμίκευσης. Με αυτό τον τρόπο, θέλει και να πετύχει τη συσπείρωση του πιο θρησκευόμενου τμήματος του εκλογικού σώματος και να φέρει την αντιπολίτευση σε θέση σύγκρουσης με το θρησκευόμενο τμήμα του πληθυσμού, εάν θελήσει να αμφισβητήσει την επιλογή του.
Από την άλλη, όμως είναι και μια «προβολή ισχύος» σε ένα ευρύτερο τμήμα του μουσουλμανικού ακροατηρίου. Προφανώς η Αγία Σοφία δεν έχει τη φόρτιση που έχουν άλλα μεγάλα ισλαμικά προσκυνήματα, άλλωστε υπήρξε και χριστιανικός ναός για μεγάλο διάστημα, όμως η τουρκική κυβέρνηση κάνει μεγάλη προσπάθεια να προβάλει την επαναλειτουργία ως κάτι που θα πρέπει να αφορά τους μουσουλμάνους σε όλο τον κόσμο.
Σε κάθε περίπτωση μπορεί να θεωρηθεί άλλη μια προσπάθεια του Ερντογάν να σπρώξει ακόμη περισσότερο τα πράγματα ώστε η δική του αντίληψη για την παρουσία του Ισλάμ στην καθημερινή ζωή της Τουρκίας να είναι ηγεμονική, μετατοπίζοντας και τον κυρίαρχο λόγο και τον λόγο των άλλων κομμάτων. Είναι ενδεικτικό ότι παρότι μόνο το 20% των ψηφοφόρων του «Καλού Κόμματος» της Μεράλ Ακσενέρ και το 21,8% των ψηφοφόρων του κεμαλικού και κεντροαριστερού Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP) υποστηρίζουν την απόφαση για την Αγία Σοφία, εντούτοις οι ηγεσίες των δύο κομμάτων της αντιπολίτευσης έχουν αποφύγει να πάρουν θέση κατά της συγκεκριμένης απόφασης. Μάλιστα, ο Μουχαρέμ Ιντζέ, ο υποψήφιος του CHP στις προεδρικές εκλογές του 2018, δήλωσε ότι εάν προσκληθεί, θα συμμετέχει στην προσευχή της Παρασκευής.
Το μόνο κόμμα που έχει τοποθετηθεί επικριτικά για την απόφαση για μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί είναι το φιλοκουρδικό και αριστερό HDP, του οποίου μόνο το 33% της εκλογικής βάσης συμφωνεί με την απόφαση Ερντογάν.
Τα όρια της νεοοθωμανικής οπτικής
Είναι αλήθεια ότι σε επίπεδο ιδεολογίας η τουρκική εξωτερική πολιτική δείχνει να καθοδηγείται από μια ορισμένη νέο-οθωμανική κατεύθυνση, ως εάν η Τουρκία να μπορούσε να αναλάβει έναν ηγετικό ρόλο σε μια ευρύτερη περιοχή που εν μέρει συμπίπτει με την παλιά Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αυτό συνδυάζεται και με μια προσπάθεια να παρουσιαστεί η Οθωμανική Αυτοκρατορία ως πιο ανοιχτή και συμπεριληπτική, από ότι ήταν στην πραγματικότητα, υποβαθμίζοντας τον ιεραρχικό της χαρακτήρα και τη βαρύτητα της κεντρικής οθωμανικής διοίκησης.
Όμως, ανάμεσα στη φιλοδοξία και την πραγματική απήχηση υπάρχει μια σημαντική απόσταση. Ας μην ξεχνάμε ότι σε αντίθεση με το όποιο αφήγημα προσπαθεί να διαμορφώσει η τουρκική κυβέρνηση και οι διανοούμενοι του AKP, στον ευρύτερο μουσουλμανικό κόσμο, η απήχηση μιας νέο-οθωμανικής ιδεολογίας δεν είναι δεδομένη. Ας μην ξεχνάμε ότι το μεγαλύτερο μέρος της ανάδυσης των σύγχρονων εθνικών κρατών στην Μέση Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική έγινε σε ρήξη με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και την αποικιοκρατία. Αυτό αφορά και τη Συρία και την Αίγυπτο, αλλά ακόμη και τα κράτη του Κόλπου. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις δύσκολα μπορεί κανείς να φανταστεί σημαντικές δυνάμεις να ασπάζονται την οπτική της τουρκικής κυβέρνησης. Στην πραγματικότητα, σε αυτή τη φάση η απήχηση του νέου τουρκικού οράματος περιορίζεται είτε σε χώρες που μπορεί να έχουν κοινή «τουρκική» ταυτότητα, όπως το Αζερμπαϊτζάν (αν και δεν πρέπει να υποτιμούμε και την ιρανική επίδραση στην αζερική ταυτότητα), είτε σε κυβερνήσεις που αναζητούν εξωτερικά αμυντικά στηρίγματα, όπως η κυβέρνηση της Τρίπολης (με τον Σάρατζ μάλιστα να κατάγεται από πλούσια τουρκική οικογένεια), είτε σε κινήματα που αναζητούν μέσα σε μια αρνητική συγκυρία κάποια υποστήριξη, όπως στην Παλαιστίνη.
Βέβαια, εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Ερντογάν, που προσπαθεί να πλασαριστεί ως υποστηρικτής των Παλαιστινίων, μάλλον δεν τους προσφέρει την καλύτερη υπηρεσία με το να αλλάζει το χαρακτήρα ενός μνημείου όπως η Αγία Σοφία, εάν σκεφτούμε το γεγονός ότι οι Παλαιστίνιοι αγωνίζονται ενάντια στην προσπάθεια του Ισραήλ να αλλάξει το καθεστώς των μνημείων στην Ανατολική Ιερουσαλήμ συμπεριλαμβανομένου του Τεμένους Αλ-Ακσά, του τρίτου τη τάξει ιερού τόπου του Ισλάμ μετά τη Μέκκα και τη Μεδίνα.
Σε αυτό το φόντο δεν είναι τυχαίο ότι αντιδράσεις στην κίνηση για την Αγία Σοφία ήρθαν και από τον αραβικό κόσμο, με τον Μεγάλο Μουφτή της Αιγύπτου να θεωρεί ανεπίτρεπτη την μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί.
Όταν η διεθνής εικόνα εξυπηρετεί εσωτερικές επιδιώξεις
Θα μπορούσε κανείς να πει ότι παρόλη την προσπάθεια του Ερντογάν και του προπαγανδιστικού μηχανισμού του να δώσει την εικόνα μιας ευρύτερης απήχησης της κίνησης του στον μουσουλμανικό κόσμο, τελικά αυτή προς τα έξω είναι πεπερασμένη και όχι πάντα θετική. Αντίστοιχα, η προσπάθεια να διαμορφωθεί μια εικόνα απήχησης μιας νέο-οθωμανικής στρατηγικής εκτός συνόρων, επίσης προσκρούει πάνω στην πραγματική καχυποψία και δυσπιστία που αυτή μπορεί να συναντά. Αυτό που απομένει τελικά είναι πολύ περισσότερο μια διεθνής εικόνα για εσωτερική κατανάλωση.
Ο Ερντογάν έχει επενδύσει καιρό τώρα σε μια ορισμένη ανακατασκευή της τουρκικής εθνικής ταυτότητας, που περιλαμβάνει τόσο τη διεκδίκηση ρόλου περιφερειακής δύναμης, ακόμη και εάν αυτό σημαίνει και εμπλοκή σε αντιπαραθέσεις, όσο και μια πολύ πιο συντηρητική και αυταρχική ιδεολογία για το εσωτερικό της Τουρκίας, με αναβαθμισμένο το ρόλο της Τουρκίας. Φαινομενικά η μετατόπιση αυτή εν μέρει έχει συντελεστεί, όμως την ίδια στιγμή φαίνεται ότι υπάρχουν και αρκετές αντιδράσεις και διαφωνίες, έστω και εάν δεν εκφράζονται έντονα. Αντίστοιχα, ο συνδυασμός ανάμεσα σε μια εξωτερική πολιτική που θα κάνει την Τουρκία μέρος του προβλήματος σε διάφορες περιοχές και την οικονομική κρίση, επίσης θα μπορούσε να πλήξει την εικόνα του Ερντογάν. Και τότε θα φανούν και τα όρια κινήσεων όπως αυτή για την Αγία Σοφία.
Πηγή: in.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου