Aλλά εσύ σφίξου, Μέλιο... σφίξου στη σέλα λίγο ακόμη.
Ζήσε ακόμη και τούτη τη βραδιά.
Τον κόσμο τον κάνανε από παράταιρες σελίδες, μιαν άσπρη μια μαύρη.
Κοίτα μη τι ς κάνεις όλες μαύρες.Στις μαύρες δεν γράφεται τίποτα.
Σου είπαν: “Τρέχα! Σε κυνηγάει η Εξουσία!”
Μα δεν σου είπαν όλη την αλήθεια.
Ότι η Εξουσία δεν σε κυνηγάει.
Ότι σου στήνει καρτέρι παντού.
Ξέχασαν να σου πουν ότι η Εξουσία είναι μια αράχνη που ‘χει απλωμένα τα δίχτυα της παντού.
Τα λέει “παραβάσεις”.
Μα τούτες οι “παραβάσεις” κανείς δεν ξέρει πόσες είναι και που τελειώνουν.
Ο Νόμος λέει: “Μην αδικείς”.
Το ξέρεις, είσαι ήσυχο.
Μια μέρα βλέπεις ν’ αδικουν άλλον.
Πας να βοηθήσεις το Νόμο.
Και κει ο Νόμος αφήνει τον παραβάτη και αρπάζει εσένα.
Έφτασε στο Βλοϊάρι νύχτα. Κοιμόταν το χωριό αποκαμωμένο.Το αλώνισμα είχε τελειώσει και τώρα οι κουρασμένοι κοιμούνταν πλάι στο στάρι τους.Ο Μέλιος έφτασε στο σπίτι του Πυθαγόρα, χτύπησε με την άκρη του γκεμιού τους το τζάμι.Ένα σπίρτο άναψε μες στη νύχτα κι έψαχνε μόνο του να βρει τη λάμπα.
Ο Πυθαγόρας σηκώθηκες σουβλερός, άσαρκος σαν ίσκιος, ντυμένος στ’ άσπρα, κι άνοιξε το παράθυρο. Τα μάτια του ήταν σκεπασμένα από ύπνο.
-Ποιος υποφέρει , παιδί μου; είπε. Αρρώστησε κανείς;
-Ο κόσμος, κύριε Πυθαγόρα. Ο κόσμος.
-Μελέαγρε!...
-Σσσσ. Σιγά, κύριε Πυθαγόρα. Μην ξυπνάς το χωριό, γιατί είναι καλύτερα απόψε να κοιμάται. Δεν πρέπει να μάθει κανείς ότι πέρασα.
-Τι δηλοί αυτό, Μελέαγρε; Τι έτρεξε;
-Τσακώθηκα με το Νόμο.
-Ωιμέ: Γιατί, ψυχή μου;
-Έπαιζε με την δυστυχία των πεινασμένων, κι εγώ του χάλασα το παιχνίδι.
-Σοβαρό σφάλμα έκανες, παιδί μου.
-Το ξέρω. Γι’ αυτό ήρθα να σας αποχαιρετήσω.
-Πού πας; Φυλάξου.
- Μεγάλωσα πια, κυρ Πυθαγόρα. Δεν μπορώ να φυλαχτώ.
Τότε φυλάξου απ’ τους Νόμους.
-Είδατε τη πικρή αλήθεια είπατε, κύριε Πυθαγόρα; Ξέρετε τι μου είπατε τώρα;
“Φυλάξου απ’ τους φύλακές σου”. Ακριβώς. Αλλά τώρα πρέπει να φύγω. Φιλώ θερμά το χέρι σας. Από δω και πέρα, ανάμεσα στου δασκάλους μου θα αναφέρω και τ’ όνομα σας.
- Δεν είμαι διδάσκαλος...
-Είσθε μάρτυρας. Αυτοί εμένα είναι οι δάσκαλοί μου.
“Αγέλαστη Άνοιξη” Μενέλαος Λουντέμης, απόσπασμα, σελ.487, 488.
https://sioualtec.blogspot.com/2024/01/blog-post_77.html
Επιμέλεια: Λίλα Μήτσουρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου