Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ΚΟΜΕΠ: 2000 Τεύχος 2
Η ΓΕΝΕΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΟΡΟΙ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ (14ος – 15ος ΑΙΩΝΑΣ)
της Δώρας Μόσχου
Υπάρχει η συνήθεια – τόσο στο επίπεδο της ιστορίας που διδάσκεται στη Μέση κυρίως Εκπαίδευση (και που, εν μέρει, συντελεί στη διαμόρφωση απόψεων για το ιστορικό γίγνεσθαι στο μη «ειδικό» κοινό), όσο και στο επίπεδο μιας ευρύτερης, πιο «λαϊκής», θα τολμούσαμε να πούμε, αντίληψης για την ιστορία – να θεωρείται η εποχή της Αναγέννησης (14ος – 15ος αιώνας) σαν μια από τις ευτυχέστερες στην ιστορία της ανθρωπότητας. Η αναδημιουργία ή η τόνωση των δραστηριοτήτων των πόλεων, η αναζωογόνηση της οικονομίας με την άνθιση του εμπορίου και της βιοτεχνίας, η συνακόλουθη άνθιση των γραμμάτων και των τεχνών, ένας πολύχρωμος νέος κόσμος που γεννιέται μέσα από το ζόφο του Μεσαίωνα και που επανα-ανακαλύπτει τις χαρές της ζωής, όλα αυτά είναι στοιχεία που συναρτώνται στο νου οποιουδήποτε μελετητή της ιστορίας με τον όρο Αναγέννηση. Και, βέβαια, κανείς δε μπορεί να ισχυριστεί ότι τα στοιχεία αυτά δεν περιγράφουν μια πραγματικότητα της εποχής. Για να είμαστε όμως ακριβέστεροι: μια από τις πραγματικότητες και όχι την πραγματικότητα. Και τούτο γιατί όλα αυτά τα αναγεννητικά στοιχεία συνδέονται με την έντονη παρουσία στο ιστορικό προσκήνιο της διαμορφούμενης και ανερχόμενης την εποχή εκείνη αστικής τάξης. Δεν είναι όμως σε θέση να περιγράψουν τους όρους γέννησης, διαμόρφωσης και εξέλιξης (και, πολύ λιγότερο, τις συνθήκες ζωής) της ιστορικά αντίπαλης τάξης των αστών, της εργατικής τάξης, που γεννιέται μαζί τους.
Δεν είναι εξίσου φωτεινή η εικόνα των φύτρων της εργατικής τάξης εκείνη την εποχή. Αφού αναφερθήκαμε στην Αναγέννηση, ας μας επιτραπεί η χρήση ενός παραδείγματος από το χώρο των εικαστικών τεχνών. Η ζωή των αστών μπορεί θαυμάσια να αποδοθεί με τα χρώματα του Ραφαήλ. Η ζωή όμως των λαϊκών στρωμάτων, των μη κατεχόντων μέσα παραγωγής, αποδίδεται πολύ καλύτερα με τα ζοφερά χρώματα του μεταγενέστερου οπωσδήποτε Τιτσιάνο.
Θα ρωτήσει βέβαια κανείς: Κατά πόσο μπορούμε να μιλάμε για εργατική τάξη, κατά την περίοδο της Αναγέννησης; Για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό, θα πρέπει πρώτα να τεθεί κάποιο άλλο: κατά πόσον, σε αυτή την περίοδο, αναπτύσσονται καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Οπωσδήποτε, η ανάπτυξη του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, συνδέεται με την έξοχα περιγεγραμμένη από το Μαρξ διαδικασία της «πρωταρχικής συσσώρευσης» η οποία, στην κλασική της μορφή, έλαβε χώρα στην Αγγλία, με αφετηρία το τέλος του 15ου αιώνα και που ολοκληρώθηκε μόλις το 18ο.
Εμείς θα ασχοληθούμε όμως με μια εποχή προγενέστερη: θα εξετάσουμε την περίπτωση της πρώιμης ανάπτυξης καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στις ιταλικές πόλεις κατά τον όψιμο Μεσαίωνα (ή, κατ’ άλλους, την πρώιμη Αναγέννηση). Η επιλογή μας οφείλεται στο ότι πρόκειται για μια πολύ πρώιμη εκδήλωση της μετάβασης από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό και για μια αντίστοιχα πρώιμη διαμόρφωση των φύτρων της εργατικής τάξης. Βεβαίως, το θέμα της μετάβασης δεν εξαντλείται στις ιταλικές πόλεις, ενώ θεωρούμε ότι είναι ακόμη ελλειμματικές οι ιστορικές αναφορές στις αντίστοιχες διαδικασίες που σημειώθηκαν στον ελλαδικό χώρο – είτε όσον αφορά το χρόνο στον οποίο αυτές συνέβησαν είτε ακόμα και τους τρόπους. Επιφυλασσόμεθα δε, να κάνουμε μια πρώτη απόπειρα προσέγγισης του ζητήματος σε κάποιο επόμενο άρθρο μας.
Ι. Η ΓΕΝΕΣΗ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ
Ο αιώνας της επικράτησης του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής είναι κατ’ εξοχήν ο 16ος. Ωστόσο, δεδομένης της ανάπτυξης στοιχείων του, από το 14ο ακόμη αιώνα, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε αν όχι για εργατική τάξη, πάντως για τον πρόδρομό της. Αυτός ο πρόδρομος του προλεταριάτου είναι μια κοινωνική ομάδα, με υπό διαμόρφωση ακόμη ταξικά χαρακτηριστικά, που αποτελεί ένα από τα προϊόντα της αποσύνθεσης του φεουδαρχικού συστήματος. Τα κοινά στοιχεία που χαρακτηρίζουν αυτούς που την απαρτίζουν είναι δύο: η προσωπική ελευθερία (με την έννοια της μη εξάρτησης από τη γη, κάτι που συμβαίνει στην κλασική δουλοπαροικία) και η απόλυτη έλλειψη μέσων παραγωγής που τους ωθεί στο να μισθώνουν την εργατική τους δύναμη.
Η διαδικασία της «αποφεουδαρχοποίησης» των κοινωνιών της Δυτικής Ευρώπης, ξεκίνησε αρκετά πρώιμα στην Ιταλία, (14ος αιώνας) έναν αιώνα περίπου νωρίτερα σε σχέση με τις άλλες χώρες και, μάλιστα, στο Βορρά και στο κέντρο της ιταλικής «μπότας», ενώ υπάρχουν εκδηλώσεις της από το 13ο αιώνα ακόμη. Οι λόγοι είναι πολλοί. Εάν θεωρήσουμε εξ αρχής ότι η ύπαρξη και ανάπτυξη των πόλεων έπαιξε πολύ σοβαρό ρόλο στη διαδικασία αυτή (για λόγους που θα εξηγήσουμε παρακάτω), θα πρέπει να εξετάσουμε ορισμένες πλευρές της ιστορίας των ιταλικών πόλεων. Αυτά τα αστικά μορφώματα, σύμφωνα με πολλούς ιστορικούς, (αλλά και με το Μαρξ) αποτελούν επιβιώσεις της ρωμαϊκής παράδοσης, που δεν υπήρχε ή τουλάχιστον δεν ήταν τόσο έντονη στις υπόλοιπες περιοχές της Ευρώπης που η είσοδός τους στο ιστορικό προσκήνιο συνδέεται με τη ρωμαϊκή κατάκτηση. Από την άλλη, η έλλειψη πραγματικά μεγάλων εκτάσεων προς καλλιέργεια και διανομή έσπρωξε, μερικές τουλάχιστον από τις πόλεις αυτές, στην πρώιμη αναζήτηση ευμάρειας (αν όχι και επιβίωσης) στους θαλασσινούς εμπορικούς δρόμους.
Η περίπτωση της Βενετίας είναι, ίσως, η χαρακτηριστικότερη: Η πόλη οικοδομήθηκε σε μια περιοχή στην οποία κανείς εχέφρων άνθρωπος των μέσων χρόνων δε θα θεωρούσε κατάλληλη προς εγκατάσταση, πάνω σε μερικά λασπώδη νησιά της λιμνοθάλασσάς της. Πρόθεση των πρώτων κατοίκων της ήταν βέβαια η σωτηρία τους από τους βαρβάρους που φοβούνταν ή δεν είχαν τα μέσα να διανύσουν τις υδάτινες εκτάσεις. Η ίδια όμως η φύση τους επέβαλε από κει και πέρα συγκεκριμένες οικονομικές δραστηριότητες, ώστε να μπορέσουν να επιβιώσουν και αυτές δεν ήταν άλλες από το θαλασσινό εμπόριο. Αντίστοιχη όμως είναι και η περίπτωση του Μιλάνου, που άκμασε στο κέντρο της ελώδους και ανθυγιεινής λομβαρδικής πεδιάδας και όλων των άλλων ιταλικών πόλεων του Βορρά.
Ο όψιμος μεσαίωνας χαρακτηρίζεται από μια διαρκή πάλη ανάμεσα στην πόλη και στην ύπαιθρο. Η ύπαιθρος αναπαράγει (σε περιπτώσεις μάλιστα άλλων χωρών, όπως η Γαλλία, ολοκληρώνει) τις προϋπάρχουσες φεουδαρχικές σχέσεις παραγωγής. Αντίθετα, η πόλη συντελεί στη διαδικασία της αποσύνθεσής τους, αφού οι κάτοικοί της είναι νομικά και τυπικά ελεύθεροι, δε συμμετέχουν στην καστική – φεουδαρχική διάρθρωση της υπαίθρου και, επί πλέον, ασκούν, τουλάχιστον στην Ιταλία (αλλά και στη Γερμανία, όπως θα δούμε παρακάτω) και για τους λόγους που προαναφέραμε, τις βασικές αστικές δραστηριότητες, δηλαδή το εμπόριο και τη βιοτεχνία.
Η ολοένα αυξανόμενη οικονομική ισχύς των πόλεων, μέσα από τη μετάβαση από τον ένα τρόπο παραγωγής στον άλλο (που την προϋποθέτει αλλά και τη συνεπάγεται) οδήγησε νομοτελειακά και στην πολιτική τους ισχυροποίηση. Αυτό σημαίνει ότι ήδη από τα μέσα του 13ου αιώνα ορισμένες πόλεις είναι σε θέση να επιβάλλουν, με πολιτικά μέσα, τους δικούς τους όρους στο φεουδαρχικό περίγυρο, όσον αφορά τουλάχιστον τις οικονομικές του λειτουργίες. Σε αυτή την κατεύθυνση, μια σειρά πόλεις του ιταλικού Βορρά εξαναγκάζουν τους φεουδάρχες της υπαίθρου που τις περιβάλλει να «απελευθερώσουν» τους δουλοπάροικους.
Η πρώτη πόλη που «απελευθερώνει» με διάταγμα τους δουλοπάροικους της γύρω περιοχής είναι η Bologna, (1257) και ακολουθεί η Φλωρεντία, που κατά τον ίδιο τρόπο «απελευθερώνει» μια ευρύτερη περιοχή της Τοσκάνης. «Απελευθέρωση» σημαίνει αποδέσμευση των χωρικών από τη γη που καλλιεργούν χωρίς όμως συνακόλουθη παραχώρηση σε αυτούς μέσων παραγωγής. Μάλιστα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτή η απελευθέρωση τους στερεί ακριβώς τη δυνατότητα να κατέχουν μέσα παραγωγής, ακόμα και σαν οιονεί ιδιοκτήτες, ακόμα δηλαδή και σαν δουλοπάροικοι ή ενοικιαστές αγροτικών κτημάτων. Πρακτικά λοιπόν, το μόνο που απελευθερώνεται είναι η δυνατότητα του φεουδάρχη να τους εκδιώξει από τη γη που καλλιεργούν. Οι πόλεις (η αστική τάξη δηλαδή που βρίσκεται σε στάδιο διαμόρφωσης) κερδίζουν δύο πράγματα: το ένα είναι τα φτηνά αγροτικά προϊόντα, αφού ανάμεσα στον καλλιεργητή και στο μεταπράτη δεν παρεμβάλλεται πλέον ο φεουδάρχης. Το άλλο είναι η ύπαρξη ενός εργατικού δυναμικού που εισρέει διαρκώς σε αυτές, με μικρότερη ειδίκευση από εκείνο που προέρχεται από τις συντεχνίες (και στο οποίο θα αναφερθούμε παρακάτω), αλλά πάντως ευάριθμο και πρόθυμο για οποιαδήποτε εργασία. Συμπερασματικά, η απελευθέρωση του δουλοπάροικου από τη δέσμευσή του από τη γη είχε διττό αποτέλεσμα, τόσο στη ζωή των πόλεων όσο και στη ζωή της υπαίθρου.
Οσον αφορά την ύπαιθρο (που, εν τω προκειμένω δεν μας ενδιαφέρει στον ίδιο βαθμό): ο καλλιεργητής έχανε την ισόβια πρόσδεσή του στο κτήμα και μετέπιπτε στην κατάσταση του ενοικιαστή – καλλιεργητή (mezzatria), που – πρακτικά – διέφερε από την προηγούμενη κατάσταση του δουλοπάροικου μόνον όσον αφορά τη δυνατότητα του χωροδεσπότη να τον εκδιώξει. Οσον αφορά τις πόλεις, ο τέως δουλοπάροικος δεν κατέχει κανένα μέσο παραγωγής στα χέρια του, παρά μόνο αυτά τα ίδια τα χέρια που είναι και το μόνο αντικείμενο προς πώληση που διαθέτει. Οι τέως χωρικοί μπαίνουν στις πόλεις και αποτελούν πλέον το πρόπλασμα του εργατικού δυναμικού που θα χρησιμοποιηθεί στα εργαστήρια, στα υφαντουργεία, στα ναυπηγεία των αστών.
Αυτό είναι το αγροτικής προέλευσης τμήμα του προδρόμου της εργατικής τάξης. Υπάρχει όμως και ένα τμήμα του «αστικής» (με την τοπογραφική έννοια του όρου) προέλευσης. Η μεσαιωνική πόλη, ως συστατικό στοιχείο του φεουδαρχικού συστήματος, εμπεριέχει στις λειτουργίες της μια οικονομική δραστηριότητα παραπληρωματική ως προς την κύρια – αγροτική της φεουδαρχίας: τη βιοτεχνία, οργανωμένη με τη μορφή της συντεχνίας. Αν η φεουδαρχία στην ύπαιθρο εμφανίζει τη μορφή μιας πυραμιδωτής δομής, που κάθε στοιχείο της συνδέεται με τα άλλα και εξαρτάται από αυτά κατά τρόπο απόλυτης ιεράρχησης, οικονομικής και κοινωνικής, κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τις συντεχνίες στις πόλεις. Οι συντεχνίες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως η «αστική» εκδήλωση του συστήματος[1].
Η αποσύνθεση του συστήματος λοιπόν δε σημαίνει μόνο την κατάργηση των φεουδαρχικών σχέσεων παραγωγής στην ύπαιθρο, αλλά και τη διάλυση των δεσμεύσεων για τα μέλη των συντεχνιών στις πόλεις. Αυτή η διάλυση επέρχεται με την ισχυρή παρέμβαση του ολοένα αναπτυσσόμενου εμπορίου. Το εμπόριο αποτελεί δραστηριότητα που, άλλωστε, προηγείται του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Την εποχή στην οποία αναφερόμαστε, το εμπορικό κεφάλαιο διεισδύει στη σφαίρα της παραγωγής, εξαρτώντας άμεσα από τις δραστηριότητές του το μικρό βιοτέχνη. Συνήθως ο έμπορος λειτουργεί ως προαγοραστής του εμπορεύματος που του παραδίδει έτοιμο ο μικροβιοτέχνης, τον οποίο πρώτα έχει εφοδιάσει με πρώτες ύλες και, κάποτε, και με εργαλεία. Αυτό το είδος της πίστωσης έχει ως αποτέλεσμα την εξάρτηση του βιοτέχνη από τον προαγοραστή των εμπορευμάτων που ο ίδιος έχει παραγάγει, ώστε προοδευτικά, να εκπέσει στην κατάσταση του μισθωτού εργάτη[2]. Αλλά και οι ευπορότεροι βιοτέχνες χορηγούν πρώτες ύλες ή μισοτελειωμένα προϊόντα στους πιο ανίσχυρους οικονομικά και παίρνουν από αυτούς προϊόντα έτοιμα, εξαρτώντας τους έτσι ώστε η κατάστασή τους να μη διαφέρει επίσης από την κατάσταση του μισθωτού εργάτη. Με τον ίδιο τρόπο εκπίπτουν προοδευτικά και τα κατώτερης θέσης μέλη των συντεχνιών (μαθητευόμενοι και καλφάδες) που, ακριβώς λόγω των ισχυρών δεσμεύσεων που τους επιβάλλουν οι συντεχνιακοί κανόνες δεν μπορούν να περάσουν στη θέση του μάστορα.
Μέσα από αυτή τη διαδικασία, αλλάζει και η οργάνωση της παραγωγής και η συντεχνιακή της μορφή αντικαθίσταται, προοδευτικά, από τη μανιφακτούρα, πρωταρχική μορφή της καπιταλιστικής παραγωγής[3]. Η μανιφακτούρα προέρχεται από δύο δρόμους: είτε, στο ίδιο εργαστήρι και κάτω από τον ίδιο κεφαλαιοκράτη, ενώνονται εργάτες διαφορετικών χειρωνακτικών επαγγελμάτων που από τα χέρια τους πρέπει να περάσει διαδοχικά ένα προϊόν, μέχρι την ολοκλήρωσή του, είτε αντίθετα, πολλοί εργάτες που κάνουν την ίδια ή και παρόμοια δουλειά απασχολούνται ταυτόχρονα στον ίδιο χώρο και από το ίδιο κεφάλαιο. Στη γένεση της μανιφακτούρας συντελεί τα μέγιστα τόσο η εμβάθυνση του καταμερισμού της εργασίας όσο και η βελτίωση της τεχνικής και των μέσων παραγωγής[4].
Το εμπόριο της εποχής είναι βεβαίως εμπόριο ειδών πρώτης ανάγκης αλλά και ειδών πολυτελείας: μπαχαρικά από τις χώρες της Ανατολής, πολύτιμα υφάσματα, πολύτιμα μέταλλα. «Στου Ριάλτο το παζάρι, σκατζάρουνε με μάλαμα σπειρί – σπειρί μπαχάρι» γράφει ο Νίκος Καββαδίας, σε μια του αποστροφή – ποιητική συμπύκνωση των διαδικασιών που γέννησαν τον καπιταλισμό. Δεδομένης ωστόσο της πολύ χαμηλής παραγωγικότητας της γεωργίας, υπάρχει, αναγκαστικά, η απαίτηση για εισαγωγή δημητριακών ώστε να εξασφαλιστεί η διατροφή των κατοίκων των πόλεων. Για να κατανοήσουμε τη σημασία του εμπορίου των δημητριακών, αρκεί να πούμε ότι σε κάθε 7 ή 8 άμεσους παραγωγούς σιταριού αντιστοιχούσαν 10 καταναλωτές. Η ανάπτυξη των θαλάσσιων συγκοινωνιών (που βοηθούσε, μεταξύ άλλων και στην απρόσκοπτη μεταφορά σιταριού) συντελούσε ώστε να απελευθερωθούν από την ενασχόληση με τη γεωργία, όλο και περισσότεροι άμεσοι παραγωγοί (να μην ξεχνάμε ωστόσο τι ακριβώς σημαίνει ο όρος «απελευθέρωση»), συντελώντας ταυτόχρονα και στις διαδικασίες της μετάβασης.
Η περίπτωση της Βενετίας, ως προς το εμπόριο των προϊόντων πρώτης ανάγκης (διατροφής) είναι για μια ακόμη φορά χαρακτηριστική (αν και λίγο ιδιάζουσα). Το απαγορευτικό για οποιαδήποτε καλλιέργεια «έδαφος» της πόλης και της γύρω περιοχής έσπρωξε κατ’ αρχήν τους κατοίκους της στο θαλασσινό εμπόριο. Το θαλασσινό εμπόριο όμως, με την ανάπτυξή του, βοήθησε την πόλη να τρέφει τον πληθυσμό της, χωρίς άμεση ανάγκη να καταφύγει σε καλλιέργειες, ενισχύοντας έτσι παραπέρα τον «αστικό» χαρακτήρα της οικονομίας της. Είναι δε αρκετά χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η στροφή προς την καλλιέργεια της γης στη βενετική ενδοχώρα (και η ραγδαία επιδείνωση των συνθηκών ζωής των χωρικών κατοίκων της) συναρτάται άμεσα με την απώλεια της βενετικής ανατολής και την αναδίπλωση της καπιταλιστικής εξέλιξης στην ίδια την πόλη.
Αλλά και τα προϊόντα της βιοτεχνίας της εποχής είναι προϊόντα πολυτελείας που προορίζονται όχι για την ευρεία λαϊκή κατανάλωση, αλλά κυρίως για την κατανάλωση των ευπορότερων στρωμάτων της κοινωνίας. Ανάμεσά τους επιφανή θέση κατέχουν τα υφάσματα, μάλλινα και μεταξωτά. Η υφαντουργία είναι ένας από τους πρώτους και βασικούς κλάδους που αναπτύχθηκαν κατά την πρώιμη περίοδο της ανάπτυξης του καπιταλισμού και εδώ εμφανίζεται ήδη αρκετά βαθύς ο καταμερισμός της εργασίας ανάμεσα σε τεχνίτες διαφορετικών ειδικοτήτων.
Ενας άλλος, βασικότατος κλάδος που αναπτύσσεται την ίδια περίοδο, ιδιαίτερα στις δύο ναυτικές δημοκρατίες του ιταλικού Βορρά, τη Βενετία και τη Γένοβα, είναι εκείνος ο οποίος αποτελεί και προϋπόθεση για τη συνέχιση του εμπορίου: τα ναυπηγεία. Μπορούμε να θεωρήσουμε ως βασικό στοιχείο της διαδικασίας της μετάβασης, που προοιωνίζεται τη γέννηση του καπιταλισμού, το ότι αποκτά ιδιαίτερη σπουδαιότητα ο κλάδος αυτός που δεν ασχολείται με την παραγωγή καταναλωτικών εμπορευμάτων, αλλά των ίδιων των μέσων παραγωγής, σε αυτή δηλαδή την περίπτωση, των πλοίων. Ο αριθμός των εργαζομένων στα ναυπηγεία είναι σημαντικά μεγάλος και, μάλιστα, στην περίπτωση της Βενετίας, οι περίφημοι «arsenalotti», οι εργάτες των ναυπηγείων, χρησιμοποιούνται από τους δόγηδες ως «δύναμη κρούσης» εναντίον των πολιτικών τους αντιπάλων[5]. Κάθε δόγης πλαισιώνεται από μια άτυπη φρουρά εργατών ναυπηγείων (χωρίς, ωστόσο, το γεγονός αυτό να έχει κάποια πρακτική σημασία για την ποιότητα των συνθηκών ζωής των arsenalotti). Βεβαίως, ως τρίτος σημαντικότατος κλάδος (ουσιαστικά μάλιστα σχετιζόμενος με τον κλάδο της ναυπηγικής) είναι εκείνος της ναυτιλίας[6]. Σημαντικό επίσης ρόλο παίζουν οι εργάτες των ορυχείων, ενώ έχει ήδη αρχίσει να διαφαίνεται μια τάση αριθμητικής ανάπτυξης των εργαζομένων στον τομέα των υπηρεσιών: δεν είναι λίγα τα ευγενή – ή και πλούσια αστικά – νοικοκυριά, που χρησιμοποιούν την εργασία υπηρετών.
ΙΙ. ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΠΡΩΤΕΣ ΕΞΕΓΕΡΣΕΙΣ
Ποιές είναι τώρα οι συνθήκες ζωής και δουλειάς αυτού του προπλάσματος της εργατικής τάξης; Οι αρχειακές μαρτυρίες είναι πολλές, γλαφυρές και ενδιαφέρουσες. Είναι χαρακτηριστικό ότι, κάτω από ομαλές συνθήκες (δηλαδή όχι σε περίοδο επιδημίας ή λιμού, φαινομένων εξ άλλου αρκετά συχνών στην όψιμη μεσαιωνική και αναγεννησιακή Ευρώπη) ο φτωχότερος πληθυσμός των πόλεων ξόδευε γύρω στο 60 με 80% των εισοδημάτων του για διατροφή, χωρίς ωστόσο η τροφή του να είναι ούτε πλούσια ούτε καν επαρκής και θρεπτική. Ελάχιστα από τα έσοδα αρκούσαν για την ένδυση. Μετά από κάθε επιδημία, βασική μέριμνα των γιατρών των νοσοκομείων ήταν να αποδοθούν τα ρούχα των νεκρών στους νόμιμους κληρονόμους για να μην κλαπούν από ανθρώπους που περίμεναν τους ασθενείς να πεθάνουν γι` αυτόν ακριβώς το λόγο.
Αφαιρώντας τα χρήματα που απαιτούνταν για τη διατροφή και την ένδυση, είναι πολύ λίγα αυτά που έμεναν για το νοίκι και για τη θέρμανση. Τα παραδείγματα που θα αναφέρουμε, είναι μεταγενέστερα, αλλά οπωσδήποτε δεν απέχουν, τηρουμένων των αναλογιών, από την πραγματικότητα του 14ου και 15ου αιώνα. Στη Βενετία το 17ο αιώνα, το νοίκι για ένα ή δύο άθλια δωμάτια ξεπερνούσε το 12% του μισθού του ειδικευμένου εργάτη. Στο Μιλάνο, μια απογραφή του 16ου αιώνα που σχετιζόταν με την εξάπλωση της πανώλους κατέγραψε 1.563 μολυσμένα σπίτια στις φτωχογειτονιές της πόλης. Τα σπίτια αυτά είχαν 8.956 δωμάτια και στέγαζαν 4.066 οικογένειες, πράγμα που σημαίνει ότι σε κάθε οικογένεια αντιστοιχούσαν δύο δωμάτια.
Ενα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο που αφορά, μεταξύ άλλων, και τις συνθήκες ζωής των οικογενειών των μισθωτών εργατών, είναι και το γεγονός ότι ήδη από πολύ νωρίς εμφανίζεται αρκετά διαδεδομένη η γυναικεία εργασία, κυρίως σε κλωστήρια και πλεκτήρια. Στις αρχές του 17ου αιώνα, οι γυναίκες που δούλευαν στα πλεκτήρια της Φλωρεντίας αποτελούσαν το 62% της εργατικής δύναμης, ποσοστό που ανέβηκε στο 83%, προς τα μέσα του αιώνα. Οι γυναίκες όμως – και μάλιστα σε πολύ πρώιμες περιόδους – απασχολούνταν και σε θεωρούμενα ανδρικά επαγγέλματα, για παράδειγμα σε εργαστήρια μεταλλουργίας, όπου, αξιοποιώντας την οικιακή τους πείρα, άναβαν μικρούς φούρνους. Στη Βενετία, οι γυναίκες δούλευαν στα ναυπηγεία, όπου έραβαν τα πανιά των πλοίων. Σημαντική ήταν και η παρουσία των γυναικών στον τομέα των υπηρεσιών, ενώ πολλές γυναίκες ασχολούνταν με το σαφώς γυναικείο επάγγελμα της τροφού.
Είναι φυσικό, κάτω από αυτές τις συνθήκες διαβίωσης και με τους εξαιρετικά χαμηλούς μισθούς, ο πρόδρομος της εργατικής τάξης να μαστίζεται διαρκώς από λιμούς και λοιμούς και να είναι το πιο ευάλωτο τμήμα του αστικού πληθυσμού σε αυτά τα πολύ συχνά για την εποχή φαινόμενα. Βεβαίως, τα ίδια προβλήματα αντιμετώπιζαν και οι πληθυσμοί των καλλιεργητών της υπαίθρου που, όμως, βρίσκονται έξω από τα ενδιαφέροντα του παρόντος άρθρου. Είναι δε αρκετά χαρακτηριστικό το γεγονός ότι κατά το 14ο και 15ο αιώνα (αλλά και κατά τους μεταγενέστερους) η ελεημοσύνη αποτελούσε βασικό στοιχείο του προνοιακού συστήματος είτε σε ιδιωτικό είτε σε δημόσιο επίπεδο.
Σε αυτού του είδους τις άθλιες συνθήκες ζωής θα πρέπει να προσθέσουμε και τις νομικού και αστυνομικού χαρακτήρα δεσμεύσεις που καταδυνάστευαν τη ζωή των μισθωτών, ώστε να τους προσδέσουν στο επάγγελμά τους. Αν και τα αντίστοιχα παραδείγματα είναι πολύ πιο έντονα και πιο άγρια στην περίπτωση της Αγγλίας (στην οποία θα αναφερθούμε παρακάτω), δεν είναι λίγες οι αντίστοιχες περιπτώσεις και στην Ιταλία: η Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας απαγόρευε με νόμο στους εργάτες των ναυπηγείων να εγκαταλείψουν τη δουλειά τους αλλά και την πόλη τους.
Προερχόμενο από δύο διαφορετικές ταξικές πηγές, ακόμα ολιγάριθμο ώστε να χαρακτηρίσει το σύστημα (μόλις το 18ο αιώνα ανάγεται περίπου στο 25 με 30% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, κοινωνιών ακόμα έντονα αγροτικών και φεουδαρχικών) το στρώμα αυτό, από το οποίο σχηματίστηκε το προλεταριάτο, είναι εντελώς φυσικό να μην έχει ακόμα καμμία ξεκάθαρη συνείδηση της ταξικής του θέσης (που και η ίδια εξ άλλου δεν είναι ξεκάθαρη), παρά μόνο μια έντονα επώδυνη συναίσθηση της δυστυχίας του. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι οι πρώτες εξεγέρσεις μισθωτών εργατών έγιναν πολύ πρώιμα, το 14ο μόλις αιώνα, και μάλιστα σε μια ευημερούσα πόλη. Στη Φλωρεντία του Δάντη, όπου η «Κόλαση» δε βρισκόταν μόνο στο ευφάνταστο κεφάλι του πατριάρχη της Ιταλικής Λογοτεχνίας, αλλά κυρίως στα σπίτια και στα εργαστήρια που ζούσαν οι ξάντες του μαλλιού, οι επιλεγόμενοι «ciompi», λέξη που παρέμεινε στην ιταλική γλώσσα για να χαρακτηρίζει τον πληβείο.
Βεβαίως, ο 14ος αιώνας δε μπορεί να είναι εποχή εργατικών εξεγέρσεων. Ωστόσο, πρόκειται για αιώνα μετάβασης και αυτή τουλάχιστον η μετάβαση χαρακτηρίζεται από δύο βασικά στοιχεία: το ένα είναι η ένταση των επιπτώσεων του απερχόμενου κοινωνικού συστήματος πάνω στους άμεσους παραγωγούς (εννοούμε την επιδείνωση της ζωής των καλλιεργητών της γης) και το δεύτερο η διαμόρφωση, έστω και εν σπέρματι, των νέων αντιθέσεων, με τις δυσαρέσκειες και τις δυσκολίες που αυτή συνεπάγεται για τη νεοδιαμορφούμενη καταπιεζόμενη τάξη. Ετσι, ο αιώνας αυτός ξεκινά με μια εκτεταμένη αγροτική εξέγερση που συγκλόνισε τη Βόρεια Ιταλία από το 1304 μέχρι το 1307 και που μας είναι γνωστή όχι μόνο από ιστορικές αλλά και από φιλολογικές πηγές[7]. Πρόκειται για την εξέγερση του περίφημου «αδελφού Ντολτσίνο», μια εξέγερση με θρησκευτικό και δογματικό ένδυμα που όμως είχε σαφή αντιφεουδαρχικά χαρακτηριστικά και κηρύγματα. Η εξέγερση τελείωσε με τη συντριβή των εξεγερμένων, το χαρακτηρισμό του Ντολτσίνο ως αιρεσιάρχη και της γυναίκας του Μαργαρίτας ως μάγισσας, το βασανισμό τους και το θάνατό τους στην πυρά.
Μισό αιώνα αργότερα από την εξέγερση του αδελφού Ντολτσίνο, η ταξική πάλη αρχίζει να εγκαταλείπει την ύπαιθρο και να μπαίνει στην πόλη. Το 1343 έγινε το πρώτο ίσως εργατικό συλλαλητήριο της ιστορίας: οι ξάντες της Φλωρεντίας απαίτησαν την κατάργηση των φόρων και ζήτησαν το «θάνατο των καλοθρεμμένων αστών», εννοώντας τους εμπόρους και τους τραπεζίτες. Το 1345 ιδρύεται και ένας πρόδρομος των εργατικών συνδικάτων, επίσης από έναν ξάντη, τον Τσούτο Μπραντίνι: επρόκειτο για μια οργάνωση ξαντών και βαφέων. Ο ιδρυτής της όμως συνελήφθη και εκτελέστηκε, κάτι που προκάλεσε την αυθόρμητη απεργία των ξαντών.
Οι επόμενες σημαντικές εξεγέρσεις έγιναν τριάντα χρόνια αργότερα, το 1371, στην Perugia πρώτα και μετά στη Siena. Για μια ακόμη φορά πρωτοστάτησαν οι ξάντες. Μάλιστα στη Siena οι ξάντες κατόρθωσαν, μετά την πολιορκία της έδρας της «Signoria»[8] να σχηματίσουν κυβέρνηση που χαρακτηρίστηκε ως κυβέρνηση του «λιπόσαρκου λαού», δηλαδή των μισθωτών εργατών, στην οποία συμμετείχαν και αρκετοί μικροί βιοτέχνες που, ωστόσο, κατείχαν μέσα παραγωγής.
Εντελώς φυσικά για τα δεδομένα της εποχής, η εξέγερση συνετρίβη από τα στρατεύματα των αστών, που δέχτηκαν και ισχυρή φεουδαρχική βοήθεια. Ενα σημαντικό στοιχείο που μπορούμε να δούμε στην εξέλιξή της (και που προδιέγραψε τις μελλοντικές ταξικές διαφοροποιήσεις μέσα στην ίδια τη μάζα των φτωχών κατοίκων των πόλεων) είναι το ότι οι μικροί βιοτέχνες που κατείχαν μέσα παραγωγής εγκατέλειψαν αρκετά σύντομα την εξέγερση.
Η σημαντικότερη ωστόσο από τις πρώιμες αυτές εξεγέρσεις των μισθωτών εργατών εκτυλίχθηκε στη Φλωρεντία, το 1378 και είναι, και αυτή, γνωστή, ως η «εξέγερση των ciompi». Η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης των ξαντών, ως αποτέλεσμα ενός από τους πολυάριθμους εσωτερικούς πολέμους που σπάραζαν την ιταλική χερσόνησο (αυτή τη φορά ενός πολέμου της Φλωρεντίας εναντίον του Πάπα) υπήρξε η αφορμή. Οι εξεγερμένοι κατόρθωσαν να συγκροτήσουν δική τους κυβέρνηση και να οργανωθούν σε δική τους συντεχνία. Το γεγονός όμως ότι τα εργαστήρια παρέμειναν στα χέρια των αστών, υπονόμευσε την εξέγερση, δεδομένου ότι οι ιδιοκτήτες τους τα έκλεισαν, με αποτέλεσμα να παρατηρηθεί σοβαρή έλλειψη αγαθών στην πόλη. Αλλά και οι πολιτικές πρωτοβουλίες των μισθωτών ξαντών τρόμαξαν (όπως και στην προηγούμενη περίπτωση της Siena) τους μικροϊδιοκτήτες βιοτέχνες και εμπόρους, που αποχώρησαν από αυτήν την άτυπη «συμμαχία».
Τελικά, και αυτή η εξέγερση συνετρίβη, μετά από δύο μήνες επικράτησής της από συνασπισμένα μισθοφορικά και φεουδαρχικά στρατεύματα, ενώ οι ηγέτες της εκτελέστηκαν.
ΙΙΙ. Η ΑΝΑΚΟΠΗ ΤΗΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΤΩΝ ΙΤΑΛΙΚΩΝ ΠΟΛΕΩΝ. ΑΛΛΕΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΕΣ ΧΩΡΕΣ
Οι ιταλικές πόλεις του όψιμου Μεσαίωνα δεν είναι παρά πρώιμες καπιταλιστικές νησίδες, μέσα σ’ ένα φεουδαρχικό περιβάλλον. Επιπλέον, ο πολιτικός κατακερματισμός της Ιταλίας, οι διαρκείς πολεμικές διαμάχες ανάμεσα στις πόλεις, η αναγκαστική αναδίπλωση των Βενετών από την Ανατολή (που οι ίδιοι είχαν εκτιμήσει ως φυσικό τους χώρο οικονομικής και εμπορικής εξάπλωσης), η μεταφορά του κέντρου βάρους της οικονομικής ζωής της Ευρώπης στον Ατλαντικό Ωκεανό, με την ανακάλυψη των νέων χωρών, όλα αυτά τα λίγο – πολύ γνωστά στοιχεία, συντελούν στο να ανακοπεί η πορεία καπιταλιστικής ανάπτυξης της χερσονήσου[9].
Ανάλογη – αν και όχι με την ίδια ένταση ούτε με την ίδια ιστορική σημασία – είναι η περίπτωση των γερμανικών πόλεων, στην οποία θα επιχειρήσουμε μια επιγραμματική αναφορά. Και σε αυτήν όμως την περίπτωση, η έλλειψη ενιαίου κράτους και αντίστοιχης ενιαίας εσωτερικής αγοράς, συνετέλεσε στην καθυστέρηση της ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.
Στη Γερμανία ωστόσο εμφανίζεται και μια άλλη ιδιαιτερότητα, όσον αφορά τη διαμόρφωση της εργατικής τάξης. Αυτή σχετίζεται με την ύπαρξη πλούσιων μεταλλευμάτων αργύρου, μολύβδου, χαλκού και χρυσού στη χώρα. Τα ορυχεία αυτά ανήκαν στους ηγεμόνες και στους αυτοκράτορες και αποτελούσαν τμήματα των κλήρων που εκχωρούσαν σε χωρικούς. Οι χωρικοί αυτοί εξόρυσσαν και εκμεταλλεύονταν οι ίδιοι το μετάλλευμα που υπήρχε στους κλήρους τους. Οταν όμως οι αυτοκράτορες άρχισαν να έχουν ανάγκη χρημάτων, υποθήκευσαν τα μεταλλεία σε μεγάλες εμπορικές – τοκογλυφικές εταιρείες, με αποτέλεσμα οι παλιοί αγρότες – μεταλλωρύχοι να εκπέσουν στη θέση του μισθωτού εργάτη. Οι άθλιες συνθήκες ζωής και δουλειάς τους οδήγησαν σε μια πρώιμη εξέγερση, το 15ο αιώνα, στη Σαξωνία και στη Θουριγγία, με την οποία μάλιστα πέτυχαν την αύξηση των ημερομισθίων τους.
Η Γαλλία της Αναγέννησης, αντίθετα, βρίσκεται ακόμα σε στάδιο ολοκλήρωσης του φεουδαρχικού συστήματος. Η ταξική πάλη διεξάγεται σχεδόν κατ΄ αποκλειστικότητα στην ύπαιθρο και η μεγάλη αγροτική εξέγερση του 1358, γνωστή ως «jacquerie» χαρακτηρίζεται κυρίως από τη συμμαχία ανάμεσα τους αγρότες και τους αστούς, χωρίς τη σημαντική συμμετοχή σε αυτήν του προδρόμου της εργατικής τάξης.
Περνάμε τέλος στην περίπτωση της Αγγλίας. Η διαφορά της από το «ιταλικό μοντέλο» (ας μας επιτραπεί η έκφραση) είναι το γεγονός ότι σε αυτή τη χώρα συντελέστηκε πολύ νωρίς η κατάργηση της δουλοπαροικίας και ότι η μεγάλη μάζα του πληθυσμού της υπαίθρου αποτελούνταν κατά το τέλος του 15ου αιώνα από ελεύθερους μικροϊδιοκτήτες καλλιεργητές. Στην Αγγλία, το προλεταριάτο προέρχεται από δύο διαφορετικές κοινωνικές πηγές. Η μία ήταν οι διαλυμένοι φεουδαρχικοί στρατοί τα μέλη των οποίων μπήκαν στις πόλεις σαν μελλοντικός «στρατός» μισθωτών εργατών. Η άλλη πηγή ήταν ακριβώς οι ελεύθεροι μικροκαλλιεργητές, των οποίων οι γαίες απαλλοτριώθηκαν αναγκαστικά και μετατράπηκαν σε βοσκοτόπους. Πρόκειται για μια διαδικασία που έχει περιγραφεί πολύ αναλυτικά και πληρέστατα από το Μαρξ, τόσο η ίδια όσο και οι θλιβερές επιπτώσεις της στη ζωή αυτών των λαϊκών στρωμάτων[10]. Αξίζει πάντως να σημειώσουμε ότι στην Αγγλία εμφανίζεται πολύ πρώιμα και η πρώτη «Εργατική Νομοθεσία» (Statute of labourers), μόλις το 1351. Βεβαίως, η νομοθεσία αυτή μόνο προς το συμφέρον της νεογέννητης εργατικής τάξης δεν ήταν: θεσπίστηκε μετά από μια επιδημία πανώλους, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την έλλειψη εργατικών χεριών και την αύξηση των ημερομισθίων.
Η «εργατική νομοθεσία» επέβαλε στους μισθωτούς ημερομίσθια ίσα με αυτά που ελάμβαναν πριν από την επιδημία της πανώλους, ενώ για τους παραβάτες προέβλεπε ποινές φυλάκισης, δεσίματος με αλυσίδες, ακόμα και σημάδεμα με πυρωμένο σίδερο[11]! Σε αυτή την περίπτωση, φαίνεται, μεταξύ άλλων, και η ένταση των εξωοικονομικών εξαναγκασμών, με τους οποίους το κράτος συντελεί στη διαδικασία μετατροπής του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής σε καπιταλιστικό. Ετσι λοιπόν, όπως προσφυώς καταθέτει ο Μαρξ: «Αν, σύμφωνα με τον Ωζιέ, το χρήμα γεννιέται με φυσικές κηλίδες αίματος στο ένα μάγουλο, το κεφάλαιο γεννιέται βουτηγμένο από την κορυφή, ως τα νύχια στο αίμα και στη βρωμιά και στάζοντας αίμα απ’ όλους τους πόρους»[12].
Η χαραυγή του αναγεννησιακού κόσμου έχει μια πλευρά σχεδόν αθέατη. Εάν όμως σε αυτή την αθέατη πλευρά, πέσει το φως της ιστορικής έρευνας, αποκαλύπτεται ότι πέρα από τη μάχη ανάμεσα στην απερχόμενη κυρίαρχη τάξη των φεουδαρχών και τη νεοπαγή των αστών, από πολύ νωρίς, έστω και σε εμβρυώδη κατάσταση, ξεκινά η πάλη ανάμεσα στους αστούς και στον αντίθετο πόλο τους, στους μισθωτούς εργάτες. Ωστόσο, βρισκόμαστε ακόμα στη γέννηση του καπιταλισμού. Η εργατική τάξη δεν υπάρχει παρά ως πρόπλασμα και δεν μπορεί να θέσει το κυριότερο αίτημα που θα ωριμάσει μαζί της με το πέρασμα πέντε τουλάχιστον αιώνων. Το αίτημα για την κατάληψη της εξουσίας και την απαλλοτρίωση των μέσων παραγωγής προς όφελος του άμεσου παραγωγού. Οι πρώιμες εξεγέρσεις στις οποίες αναφερθήκαμε (με όλη τους την ένταση, ακόμα και τη βιαιότητα πολλές φορές, τόσο χαρακτηριστική εξ άλλου γι’ αυτήν την εποχή της ανθρώπινης ιστορίας) δεν είναι παρά μια μορφή αυθόρμητης και σπασμωδικής αντίδρασης απέναντι στις άθλιες συνθήκες ζωής που επεφύλασσε το τέλος των Μέσων Χρόνων στο μισθωτό εργάτη. Θα χρειαστούν πέντε ακόμα αιώνες, από εκείνη την πρώτη, ηρωική και συγκινητική στον ηρωισμό και στην «παιδική», για τα ιστορικά μέτρα, αφέλειά της εξέγερση των ξαντών της Φλωρεντίας, ώστε η εργατική τάξη, ώριμη πια και διαμορφωμένη σε «τάξη για τον εαυτό της» να επιχειρήσει τις εφόδους της στον ουρανό», να τις κερδίσει ή να τις χάσει. Να ωριμάσει μέσα από τις νίκες και τις ήττες της, αλλά και να παραμείνει το βασικό επαναστατικό υποκείμενο του σύγχρονου κόσμου, εκείνο που θα φέρει τη μεγάλη ανατροπή, διαψεύδοντας όλους όσους επαγγέλλονται το «τέλος της ιστορίας».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1.Καρλ Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τόμος Α΄.
2.Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ: Παγκόσμια Ιστορία (τόμοι Γ1 και Γ2)
3.CarloCipolla: «Η Ευρώπη πριν από τη βιομηχανική επανάσταση – κοινωνία και οικονομία, 1000 – 1700 μΧ.» (Εκδόσεις Θεμέλιο)
4.Levante Veneziano (Aspetti di storia delle Isole Ionie al tempo della Serenissima) (a cura di Massimo Costantini – Aliki Nikiforou), Quaderni di Cheiron, n.2.
Η Δώρα Μόσχου είναι μέλος της Συντακτικής Επιτροπής της ΚΟΜΕΠ και του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ.
[1] Οι συντεχνίες ήσαν μονάδες παραγωγής και διακίνησης βιοτεχνικών προϊόντων που επεξεργάζονταν το προϊόν από την κατάσταση της πρώτης ύλης, μέχρι την τελική του μορφή και τη διάθεσή του στο εμπόριο. Η λειτουργία τους διεπόταν από πολύ αυστηρούς κανονισμούς που ρύθμιζαν τόσο τις σχέσεις των παραγωγών, μέσα στην ίδια τη συντεχνία, όσο και τους κανόνες παραγωγής του προϊόντος και διάθεσής του στην αγορά. Η δομή της συντεχνίας – ας μας επιτραπεί ή σύγκριση, όπως και του φέουδου – είναι πυραμιδωτή. Ο αρχιμάστορας, οιονεί ιδιοκτήτης της συντεχνίας, πλαισιώνεται από τους καλφάδες και τους μαθητευομένους, οι οποίοι θεωρητικά, μπορεί να ανέλθουν, με τη σειρά τους στη θέση του αρχιμάστορα, όταν εκπληρωθούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Οι συντεχνίες είναι επίσης «κλειστές» παραγωγικές μονάδες, με την έννοια ότι μόνο μία από αυτές μπορούσε να ασχολείται με την παραγωγή και τη διακίνηση ενός συγκεκριμένου προϊόντος ούτως ώστε να αποκλείεται στην πράξη ο ελεύθερος ανταγωνισμός – απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.
[2] Μια παρόμοια περίπτωση προαγοράς, όχι όμως του βιοτεχνικού προϊόντος, αλλά της σοδειάς και, ιδιαίτερα, του ελαιοκάρπου, έχουμε στην Κέρκυρα του 18ου και 19ου αιώνα. Είναι το λεγόμενο «προστίχι» σύμφωνα με το οποίο οι πλούσιοι αστοί προαγόραζαν τη σοδειά του λαδιού, με υποθήκη τους κλήρους των καλλιεργητών. Το κερκυραϊκό «προστίχι» είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση που καταδείχνει μια πορεία που εντάσσεται μέσα στο γενικότερο πλαίσιο ανάπτυξης του καπιταλισμού, παρόλο που επιφανειακά παρουσιάζεται ανάδρομη: τη συγκέντρωση γαιοκτησίας στα χέρια αστών και την εισαγωγή του καπιταλισμού στην ύπαιθρο.
[3] Ο Μαρξ, αναφερόμενος στις συνεργατικές μορφές εργασίας, από τις οποίες προήλθε η μανιφακτούρα, λέει τα εξής: «Η δράση ενός μεγαλύτερου αριθμού εργατών στο ίδιο χρονικό διάστημα, στον ίδιο χώρο (ή αν θέλετε στο ίδιο πεδίο εργασίας) για την παραγωγή του ίδιου είδους εμπορεύματος, κάτω από τις διαταγές του ίδιου κεφαλαιοκράτη αποτελεί ιστορικά και εννοιακά την αφετηρία του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής». («Το Κεφάλαιο», τομ. Α΄, κεφ. 11ο, σελ. 337, εκδ. Μόρφωση).
[4] Παρ’ όλα αυτά, η μανιφακτούρα παρέμεινε περιορισμένη. Αναφέρει ο Μαρξ: «…δεν μπόρεσε ούτε ν’ αγκαλιάσει την κοινωνική παραγωγή σ’ όλη της την έκταση ούτε να την ανατρέψει σ’ όλο της το βάθος. Ορθωνόταν σαν οικονομικό τεχνούργημα πάνω στην πλατειά βάση της χειροτεχνίας των πόλεων και της οικοτεχνίας της υπαίθρου» και τούτο γιατί η τεχνική της βάση παρέμεινε στενή. («Το Κεφάλαιο», τομ. Α΄, σελ. 385, εκδ. «Μόρφωση»). Και αλλού: «Είτε σύνθετη είτε απλή η δουλειά παραμένει χειρωνακτική και γιαυτό εξαρτιέται από τη δύναμη, την επιδεξιότητα, την ταχύτητα και τη σιγουριά του μεμονωμένου εργάτη στο χειρισμό του εργαλείου του. Η χειροτεχνία παραμένει η βάση». (ό.π., σελ. 354).
[5] Τα βενετσιάνικα ναυπηγεία ήσαν πολύ ανεπτυγμένα, ήδη από το 13ο αιώνα. Ο Δάντης κάνει εκτεταμένη περιγραφή τους στην «Κόλαση».
[6] Ειδικά για τη ναυτιλία στις ιταλικές πόλεις του Βορρά, γράφει ο Ενγκελς: «Η ναυτιλία, στην κλίμακα που την ασκούσαν οι ιταλικές και χανσεάτικες (σσ. Χάνσα ονομαζόταν η χαλαρή εμπορική ένωση ορισμένων γερμανικών πόλεων) ναυτικές δημοκρατίες, ήταν αδύνατον να νοηθεί χωρίς ναύτες, δηλαδή χωρίς μισθωτούς εργάτες (η μισθολογική θέση των οποίων, στις συνθήκες των συνεταιριστικών μορφών, μπορούσε να συγκαλύπτεται με συμμετοχή στα κέρδη) και οι γαλέρες της εποχής εκείνης ήταν αδύνατον να νοηθούν χωρίς κωπηλάτες, μισθωτούς εργάτες ή δούλους». (Φρ. Ενγκελς: Συμπλήρωμα και επίλογος στο ΙΙΙ Βιβλίο του «Κεφαλαίου», σελ. 1111, εκδ. Μόρφωση).
[7] Εκτεταμένη αναφορά σε αυτή την εξέγερση κάνει και ο Umberto Ecco, στο πολυδιαβασμένο μυθιστόρημά του «Το όνομα του ρόδου».
[8] «Signoria» ονομαζόταν, κατά το Μεσαίωνα και την Αναγέννηση, το κυβερνητικό σώμα των ιταλικών πόλεων.
[9] Η διαδικασία περιγράφεται επαρκέστατα από το Μαρξ: «Στην Ιταλία, όπου η κεφαλαιοκρατική παραγωγή αναπτύχθηκε νωρίτερα απ’ αλλού, συντελέστηκε νωρίτερα και η διάλυση των σχέσεων δουλοπαροικίας. Στη χώρα αυτή ο δουλοπάροικος χειραφετήθηκε προτού εξασφαλίσει κάποιο δικαίωμα χρησικτησίας στη γη. Γιαυτό η χειραφέτησή του τον μετάτρεψε αμέσως σε προγραμμένο προλετάριο, που επιπλέον βρήκε έτοιμα τα καινούργια αφεντικά στις πόλεις που στο μεγαλύτερό τους μέρος κληρονομήθηκαν από τη ρωμαϊκή εποχή. Οταν η επανάσταση της παγκόσμιας αγοράς από το 15ο αιώνα και δω κατάστρεψε την εμπορική υπεροχή της Βόρειας Ιταλίας, άρχισε μια κίνηση προς την αντίθετη κατεύθυνση (…)» «Το Κεφάλαιο», τομ. Α΄, σελ. 741, εκδ. «Μόρφωση».
[10] Γράφει ο Μαρξ: «Στην ιστορία της πρωταρχικής συσσώρευσης εκείνο που άφησε εποχή είναι όλες οι ανατροπές που χρησίμευσαν σαν μοχλοί για τη σχηματιζόμενη τάξη των κεφαλαιοκρατών, ιδίως όμως οι στιγμές όπου ξαφνικά και με τη βία μεγάλες μάζες ανθρώπων αποσπούνται από τα μέσα ύπαρξής τους και πετιούνται στην αγορά εργασίας σαν προγραμμένοι προλετάριοι. Τη βάση του όλου προτσές την αποτελεί η απαλλοτρίωση του παραγωγού της υπαίθρου, του χωρικού, από τη γη του.» («Το Κεφάλαιο», τόμος Α΄, σελ. 740 -741, εκδ. Μόρφωση).
[11] Ενα άλλο, ενδιαφέρον επεισόδιο της γένεσης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στην Αγγλία είναι και το γεγονός ότι, με το πέρασμα της χώρας από τον καθολικισμό στο δόγμα των Διαμαρτυρομένων, δημεύθηκε η έγγεια περιουσία των μοναστηριών και της καθολικής εκκλησίας, με αποτέλεσμα να εκδιωχθούν από τις γαίες αυτές οι ενοικιαστές – καλλιεργητές τους. Αυξήθηκε έτσι ακόμα περισσότερο ο μελλοντικός προλεταριακός «στρατός». Ο προτεσταντισμός λοιπόν δε λειτούργησε μόνο ως ιδεολογικό, αλλά πολύ περισσότερο, ως πρακτικό στήριγμα της ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.
[12] «Το Κεφάλαιο», τόμος Α΄, σελ. 785, εκδόσεις Μόρφωση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου