"Αναζητώντας τη χαμένη ανταγωνιστικότητα….",
Εφημερίδα " ΤΟ ΒΗΜΑ"
Το βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ελληνική οικονομία είναι, αναμφισβήτητα, το σοβαρό έλλειμμα ανταγωνιστικότητας. Έλλειμμα που διαχρονικά καθρεφτίζεται στις χαμηλές εξαγωγικές επιδόσεις της χώρας, στη μεγάλη εισαγωγική διείσδυση, στη μειωμένη παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής.Η ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας αποτελεί επομένως βασική προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής της Κυβέρνησης . Γι’ αυτό το λόγο, τα περισσότερα διαρθρωτικά μέτρα που έχουν συμπεριληφθεί στο Μνημόνιο ,με πρόταση της ίδιας της Κυβέρνησης ,αποτελούν θεσμικές παρεμβάσεις που αποσκοπούν στην άρση στρεβλώσεων στη λειτουργία του δημόσιου τομέα αλλά και των ίδιων των αγορών για μείωση του συνολικού κόστους παραγωγής, και βελτίωση της συνολικής παραγωγικότητας της οικονομίας.
Όσον αφορά στην λειτουργία της αγοράς εργασίας , όλα τα στοιχεία τα οποία χρησιμοποιούν οι αναλυτές δείχνουν ότι η χώρα μας υστερεί ως προς την ανταγωνιστικότητα σχετικά με τις άλλες χώρες ακόμα και με όρους συνολικού κόστους εργασίας. Το εργατικό κόστος δηλαδή εμφανίζεται να έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια πιο γρήγορα σε σχέση με άλλες χώρες από την μέση παραγωγικότητα της εργασίας. Τα στοιχεία αυτά οδηγούν πολλούς αναλυτές , ιδιαίτερα αυτούς που έχουν κατά νου τον τρόπο λειτουργίας των αγορών εργασίας σε βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες , στο συμπέρασμα ότι χρειάζεται περικοπή μισθών στον ιδιωτικό τομέα και αλλαγή του θεσμικού πλαισίου που διέπει τη λειτουργία της αγοράς εργασίας, όπως μεταξύ άλλων, αλλαγές στο καθεστώς συλλογικών διαπραγματεύσεων, ώστε να ανακτηθεί η χαμένη ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Για να προτείνει όμως κανείς το σωστό φάρμακο και τη δοσολογία της θεραπείας, χρειάζεται πρώτα να κάνει σωστή διάγνωση. Όπως έχει αποδειχθεί συχνά, η χορήγηση λάθος φαρμάκου μπορεί να αποβεί μοιραία.
Σε ό,τι αφορά την αγορά εργασίας, αν εξετάσει κανείς προσεκτικά τα στοιχεία, θα διαπιστώσει ότι το συνολικό κόστος εργασίας είναι περίπου διπλάσιο του καθαρού μισθού που λαμβάνουν οι εργαζόμενοι. Η μειωμένη, επομένως, ανταγωνιστικότητα δεν οφείλεται ούτε στο επίπεδο μισθών του ιδιωτικού τομέα, που είναι σχετικά χαμηλό, ούτε βέβαια στο καθεστώς των συλλογικών διαπραγματεύσεων που είναι απαλλαγμένο από κάθε κρατική παρέμβαση όπως ισχύει σε όλες τις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες .
Όπως αποδεικνύεται από τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, είναι, αντίθετα, αποτέλεσμα κυρίως του υψηλού μη -μισθολογικού κόστους εργασίας, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται το υψηλό φορολογικό βάρος και η σημαντική επιβάρυνση εργαζομένων και κυρίως εργοδοτών από τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ελλάδα είναι μέσα στην πρώτη δεκάδα των πιο ακριβών χωρών του ΟΟΣΑ με βάση το μη μισθολογικό κόστος εργασίας, με ποσοστό που φτάνει το 41,5% του κόστους εργασίας ( Πίνακας 1). Σ’ αυτό το βάρος πρέπει να προστεθεί το κόστος της απερίγραπτης γραφειοκρατίας σχετικά με την αδειοδότηση και λειτουργία των επιχειρήσεων και τη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού, το ονομαζόμενο δηλαδή διοικητικό βάρος καθώς και το κόστος που προκύπτει από την χαμηλή κινητικότητα εργαζομένων και την αναντιστοιχία δεξιοτήτων μεταξύ ζήτησης και προσφοράς εργασίας. Αν σ’ αυτά προσθέσει κανείς το γεγονός ότι μέχρι πρόσφατα ,οι μεγάλες επιχειρήσεις του δημόσιου τομέα έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των μισθών στις μεγάλες επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα και το σύστημα διαιτησίας έδινε μονομερή πρωτοβουλία κινήσεων στην εργατική πλευρά, τότε μπορεί κανείς να κατανοήσει την αρνητική εξέλιξη της μισθολογικής ανταγωνιστικότητας.
Το πρόβλημα, επομένως, δεν είναι ότι οι εργαζόμενοι στη χώρα μας ,που στην μεγάλη πλειοψηφία τους απασχολούνται στις υπηρεσίες και σε πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις ,απολαμβάνουν υψηλούς μισθούς αλλά ότι οι εργοδότες αντιμετωπίζουν, για πολλούς άλλους λόγους, υψηλό κόστος στη λειτουργία των επιχειρήσεων τους . Έτσι εξηγείται και το παράδοξο για πολλούς να μην πέφτουν οι τιμές των προϊόντων όταν μειώνεται η ζήτηση. Όταν το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων είναι ιδιαίτερα υψηλό , οι χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις που λειτουργούν στη χώρα μας, δεν μειώνουν τις τιμές των προϊόντων και οποιαδήποτε περαιτέρω επιβάρυνση αυτών των επιχειρήσεων, π.χ. μέσω αύξησης της φορολογίας, ιδιαίτερα σε συνθήκες ύφεσης, η ακόμα και πάταξης της φοροδιαφυγής, μεταφράζεται αρχικά μεν σε αύξηση των τιμών και μετά σε λουκέτο.
Για το λόγο αυτό, προτεραιότητα της πολιτικής αποτελεί να είναι η μείωση του μη μισθολογικού κόστους εργασίας και η άρση των ακαμψιών ώστε να μειωθεί το κόστος εργασίας των επιχειρήσεων και να διασφαλισθούν οι θέσεις εργασίας.
Στο πλαίσιο αυτό, η Κυβέρνηση έχει προχωρήσει σε σημαντικές πρωτοβουλίες. Η επιδότηση των ασφαλιστικών εισφορών μέσα από τα προγράμματα του ΟΑΕΔ για τη διατήρηση θέσεων εργασίας έχει ήδη αποδώσει καρπούς. Ρυθμίσεις για την απασχόληση νέων, την δυνατότητα εκ περιτροπής εργασίας, την διεύρυνση της μερικής απασχόλησης, αποτελούν παρεμβάσεις προς την ίδια κατεύθυνση.
Η δυνατότητα απόκλισης των επιχειρησιακών συμβάσεων από τις κλαδικές συμβάσεις που αποτελεί ήδη νόμο του κράτους από τον Μάιο του 2010(Ν. 3845/2010), αποτελεί μια πρόσθετη ρύθμιση διασφάλισης ευελιξίας στην αγορά εργασίας. Η συζήτηση που διεξάγεται αυτές τις εβδομάδες με τους κοινωνικούς εταίρους, αλλά και με τους εκπρόσωπους της Ε.Ε.-ΕΚΤ-ΔΝΤ, επικεντρώνεται στον τρόπο εφαρμογής της διάταξης αυτής. Η δυνατότητα απόκλισης επιτρέπει στις επιχειρήσεις να προσαρμόζουν αποτελεσματικότερα τους όρους εργασίας σύμφωνα με τις συνθήκες και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, προσφέρει διέξοδο στην παραγωγική ανασυγκρότηση μιας επιχείρησης, και στην προστασία των θέσεων εργασίας. Η δυνατότητα αυτή, ακόμα και για μικρομεσαίες επιχειρήσεις που αποτελούν την μεγάλη πλειοψηφία στη χώρα μας, μπορεί να αποδειχθεί, στη σημερινή οικονομική συγκυρία, σωτήρια για την αποφυγή λουκέτων στην αγορά που θα άφηναν στο δρόμο χιλιάδες εργαζόμενους.
Μια γενικευμένη όμως, άκριτη και χωρίς περιορισμούς δυνατότητα απόκλισης των επιχειρησιακών συμβάσεων έναντι των κλαδικών, όχι μόνο δεν θα βελτίωνε τη θέση των επιχειρήσεων από πλευράς κόστους εργασίας, αλλά θα δημιουργούσε συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού μεταξύ τους. Θα μπορούσε να οδηγήσει σε εκτεταμένη μείωση μισθών στον ιδιωτικό τομέα με περαιτέρω αρνητικές επιπτώσεις στον τζίρο της αγοράς και στην οικονομική δραστηριότητα. Θα επέφερε τον αργό θάνατο του συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων σε εθνικό και κλαδικό επίπεδο, που η εμπειρία στη χώρα μας όλα αυτά τα χρόνια έχει αποδείξει ότι έχει δράσει ευεργετικά, διατηρώντας την κοινωνική συναίνεση και την εργασιακή ειρήνη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, αποτελεί η σύναψη Εθνικής Συλλογικής Εργασίας μεταξύ της ΓΣΕΕ και των εργοδοτικών ενώσεων το καλοκαίρι, αναδεικνύοντας το υψηλό επίπεδο ωριμότητας των κοινωνικών εταίρων σε μια κρίσιμη για τη χώρα περίοδο.
Το ζητούμενο, επομένως, είναι πώς διασφαλίζουμε αποτελεσματικό πλαίσιο για την ελεγχόμενη απόκλιση των επιχειρησιακών συμβάσεων από τις κλαδικές. Πώς προωθούμε «έξυπνες» μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, έτσι ώστε, οι νέου τύπου επιχειρησιακές συμβάσεις να συνυπάρχουν αρμονικά και συμπληρωματικά με το πλαίσιο που προβλέπουν οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας, σε κλαδικό και εθνικό επίπεδο. Χωρίς να τις καταστρατηγούν ή να τις ακυρώνουν. Με διαδικασίες τέτοιες που θα εγγυώνται την διαφάνεια, τη νομική κατοχύρωση των ίδιων των επιχειρήσεων μετά από συμφωνία των κοινωνικών εταίρων.
Το ζητούμενο, πάνω απ΄όλα, είναι να προχωρήσουμε αποτελεσματικά σ΄όλες εκείνες τις αλλαγές που βελτιώνουν την άσκηση της επιχειρηματικότητας, που ενισχύουν την παραγωγικότητα, που μειώνουν το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων, που προωθούν την αναδιάρθρωση της παραγωγικής βάσης της χώρας. Και αυτό μπορεί να γίνει μόνο με εξασφάλιση της εργασιακής ειρήνης και εδραίωση μιας κουλτούρας διαλόγου και συνευθύνης εργοδοτών και εργαζομένων. Η επίτευξη ευρύτερων συναινέσεων αποτελεί δημόσιο αγαθό. Δημόσιο αγαθό που πρέπει να διαφυλαχθεί και να ενισχυθεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου